Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 46-Ο ΒΑΡΑΒΒΑΣ της Μαριας Κορρελι-Μερος Α

0 σχόλια

                        Ο ΒΑΡΑΒΒΑΣ

Αφισσα ταινιας Ο ΒΑΡΑΒΒΑΣ με τον Αντονυ Κουιν
στον ομωνυμο ρολο.

Μια απο τις μεγαλες και αποπνικτικα ζεστες ημερες της Συριας,πλησιαζε να τελειωσει.

Η ζεστη ηταν βαρια και ανυποφορη,και μια δηλητηριωδης δυσωδια που εβγαινε απο το υγρο χωμα της εβραιϊκης φυλακης,εκανε το λιγοστο εκει μεσα αερα,θανασιμα πνηγιρο.Απαισιο σκοταδι,βασιλευε στις κρυπτες της φυλακης.Ωστοσο,σε μια απο αυτες,οπου φυλλαγονταν οι ποιο αγριοι εγκληματιες,τα πραγματα ηταν καπως διαφορετικα. Εκει,μια λεπτη ασπρη γραμμη απο φως,διαπερνουσε επιμονα το πηκτο σκοταδι. Ηταν η αμυδρη αντανακλαση του ουρανου της Ανατολης,που ελαμπε εξω.Αν και τοσο λεπτη,η ασπρη φωτεινη γραμμη,ετσι οπως επεφτε πανω του,ειχε βλαψει στα ματια τον απομονωμενο φυλακισμενο,που εστριψε το προσωπο του για να την αποφυγει,αφηνοντας αγριες βλαστημιες και γογγυσματα.

Γυριζοντας πισω,οσο τον αφηναν οι αλυσιδες του,σκεπασε το προσωπο του με τα σιδεροδεμενα χερια του,χαμηλωνοντας τα βλεφαρα του και δαγκωνοντας με αδιακοπη λυσσα τα χειλη του,ωσπου ενοιωθε το στομα του να γινετε πικρο απο το ιδιο του το αιμα.Συχνα τον επιανε τετοια μανια. Με την φαντασια του πολεμουσε εκεινη την επιμονη φωτεινη ακτινα που εκοβε σαν σπαθι το βαθυ σκοταδι, και που αυτος αντιμετωπιζε σαν πραγματικο εχθρο.Το φως εκεινο ηταν για τον βαρυποινιτη ενα ειδος ρολοι,που μετρουσε το θλιβερο χρονο.Οταν παρουσιαζοταν ηξερε πως ειναι μερα,οταν εφευγε πως ηταν νυχτα.Ναι,διαφορετικα τιποτα δεν καταλαβαινε,αν ωρες ολοκληρες η μονο λεπτα περνουσαν. Ολη η υπαρξη του ειχε βυθιστει σ'ενα ασταματητο μαρτυριο,ενα μαρτυριο που οι μονες εναλλαγες του ηταν καθε τοσο κρισεις αγριας μανιας.Μονο για λιγο τον αφηνε η μανια αυτη και καθε φορα δυναμωνε τη ζαλη του,αποκτηνωνοντας τον ολο και πιο πολυ.Ειχε χασει πια τη συνειδηση καθε ιδιαιτερου πραγματος,τα ειχε χασει ολα.Ολα εκτος απο εκεινη την αμειλικτα εντονη ακτινα,που καθως επεφτε λοξα πανω του,του στραβωνε τα ματια. Θα μπορουσε εξω,αν ηταν ελευθερος,
ν'αντικρυσει την αστραφτερη λαμψη του ηλιου της Συριας.Κανεις αλλος δε θα μπορουσε,
οπως αυτος να σηκωση παλληκαρισια το βλεμμα του στην ολοχρυση φλογα, που ελαμπε στο απεραντο γαλαζιο τ'ουρανου. Αλλα τωρα, εκει το λεπτο φωτεινο βελος που περνουσε πλαγια
μεσ'απο τη στενη σχισμαδα του τοιχου,που μονη αυτη αφηνε να περνα ελαχιστος αερας στη
βρωμικη τρυπα του,του φαινοταν σαν μια αναισχυντη επιθεση,σαν μια απροκαλυπτη ειρωνεια.
Αφου για μια ακομα φορα αφησε ενα μουγκρητο οργης και παραπονου μαζι για το φως εκεινο,
ριχτηκε πανω στη βρωμικη ψαθα,που χρησιμευε για στρωμα,στο βαθυτερο σκοταδι,κι εκει ανακουφιστηκε ξεσπωντας σε νεες αγριες βλαστημιες. Εβρισε το Θεο,την τυχη και τους ανθρωπους,
ενω σφαδαζε γυριζοντας σαν σβουρα και τραβωντας λυσσασμενα καθε τοσο την ψαθα που πανω της κειτοταν.
Ηταν μονος.Κι ομως,οχι εντελως μονος.Πολυ κοντα του,εκει στη γωνα που σερνοταν σαν οργισμενο γουρουνι,ηταν ενα πυκνα πλεγμενο σιδερενιο καγκελο,το μονο μερος απ'οπου αεριζοταν το διπλανο κελλι.Ξαφνικα ενα αθλιο συμμαζεμενο χερι περασε αναμεσα στο καγκελλο.Αφου ψηλαφισε για λιγο το σκοταδι,το χερι βρηκε τελος και τραβηξε προσεκτικα την ακρη του ρουχου του και μια τραχεια φωνη τον καλεσε με το ονομα του:
-Βαραββα!
Γυρισε σαν χτυπημενο φιδι κι οι αλυσιδες του εβγαλαν ενα απαισιο ηχο.
-Τι τρεχει παλι?
-Μας ξεχασαν,μουρμουρισε παραπονιαρικα η φωνη.Απο το πρωι εχουν να μας φερουν φαϊ.Πεθαινω
απο την πεινα και την διψα.Αχ!Καλυτερα να μη σε γνωριζα Βαραββα η να μην εμπλεκα στη βρωμοδουλεια σου!
Ο Βαραββας εμεινε βουβος.
-Ξερεις,συνεχισε ο αορατος συναδελφος του,τι εποχη εχουμε τωρα?
-Πως μπορω να ξερω?Αποκριθηκε ο Βαραββας με περιφρονηση.Τι με νοιαζουν οι εποχες?Ειναι ενας χρονος η περισσοτερο που μας εφεραν εδω?Αν εσυ δεν ξερεις,πως θελεις να ξερω εγω?
-Πανε 18 μηνες που ξεκανες τον Φαρισαιο,απαντησε ο γειτονας του με φανερη κακια.Κι αν δεν εκανες εσυ εκεινο το φονο,μπορει να γλυτωναμε την τωρινη μας κολαση.Μα την αληθεια,ειναι θαυμα πως ζησαμε  τοσον καιρο,γιατι το ξερεις δα,πως τωρα εχουμε Πασχα.
Ο Βαραββας εμεινε ακομα αμιλητος.
-Θυμασαι,συνεχισε ο αλλος,το εθιμο της εορτης?Ο λαος εχει δικαιωμα να ελευθερωνει εναν καταδικο.Μακαρι αυτος να ειναι καποιος απο εμας Βαραββα!Ημαστε μια παρεα απο δεκα,σπουδαιοι ανθρωποι ολοι μας,απο τους λιγους που εβγαλε η Ιουδαια,εκτος απο τα μουτρα σου.Γιατι εσυ ησουν παλαβος απο ερωτα,κι ενας παλαβος εραστης ειναι χειροτερος απο ολους τους βλακες  του κοσμου.
Ο Βαραββας εμεινε ακομα αμιλητος.
-Αν η αθωοτητα εχει καποια αξια,εξακολουθησε ταραγμενη η φωνη πισω απο το καγκελο,ισως εχω εγω αυτη τη τυχη:Γιατι,δηλαδη,δεν ειμαι αθωος?Ο Θεος των πατερων μου ξερει πως τα δικα μου χερια δεν βαφτηκαν στο αιμα εκεινου του ανθρωπου. Δεν σκοτωσα εγω το Φαρισαιο.Το μονο που ηθελα εγω να παρω ηταν λιγο,τοσο δα,χρυσαφι.....
-Και δεν το πηρες?απαντησε ξαφνικα με σαρκασμο ο Βαραββας.Βρωμοϋποκριτη!Δεν αρπαξες εσυ απο το Φαρισαιο οτι ειχε και δεν ειχε πανω του,ως το τελευταιο του κοσμημα?Και  δεν σε τσακωσε ο φρουρος πανω στην ωρα που πασχιζες να κοψεις με τα δοντια σου τη χρυση καδενα απο το χερι του πριν ακομα ξεψυχηση?Παρατα τωρα τη κουβεντα!Εισαι ο χειροτερος λωποδυτης της Ιερουσαλημ και το ξερεις αυτο καλα.
Ενας θορυβος βγηκε πισω απο το καγκελο,κατι σαν βρυχηθμος και παραπονο,και ξαφνικα το βρωμικο χερι τραβηχθηκε.Εγινε σιωπη.
-Διχως μια μπουκια ολη μερα!κλαψουρισε παλι σε λιγο η φωνη.Κι ουτε μια σταγονα νερο.Αν δεν ελθουν σε λιγο,σιγουρα θα τα τιναξω!Θα πεθανω σ'αυτο το σκοταδι-η φωνη του εγινε εδω πιο φοβισμενη-σ'αυτη τη χειροτερη απο πισσα μαυριλα.Μ'ακους εσυ,καταραμενε Βαραββα?Θα πεθανω!
-Κι ετσι θα ξεμπερδεψεις μια και καλη,εκανε ο Βαραββας αδιαφορα κι αυτοι που εχουν στην πολη χρυσαφι,θα μπορουν απο εδω και περα να κοιμουνται ξενοιαστοι και μ'ανοιχτες τις πορτες τους!

Παρουσιαστηκε παλι εκεινο το αθλιο χερι,σφιγμενο τωρα σε γροθια αποκαλυπτοντας ετσι πιστα τον αισχρο χαρακτηρα του αθεατου κατοχου του.
-Εισαι σωστος διαολος Βαραββα!ξαναειπε η φωνη,ενω η σκια απο ενα ωχρο μουτρο με αγριεμενα μαλλια φανηκε για μια στιγμη στα σιδερα,Και σου ορκιζομαι πως θα ζησω,οχι για τιποτ'αλλο, παρα μονο με την ελπιδα να σε δω καρφωμενο πανω στον σταυρο!
Ο Βαραββας σταματησε τη συζυτηση και απομακρυνθηκε μαζι με τις αλυσιδες του,που χτυπουσαν,
απο την τσουχτερη παρεα του αλλου.Σηκωνοντας προς τα πανω τα ματια του,κοιταξε με δυσπυστια και οδυνη κι υστερα οταν ειδε πως η φωτεινη λεπτη γραμμη ειχε χαθει απο το κελλι του αναστεναξε βαρεια.Η ακτινα που γλυστρουσε τωρα εκει μεσα ειχε ενα σκιερο τριανταφυλλι χρωμα,ενα χρωμα γλυκο σαν χαδι.
-Δυση!Ψυθιρισε.Ποσες φορες ανετειλε και εδυσε ο ηλιος,απο τοτε που τα ματια μου την ειδαν για στερνη φορα!Αυτη ειναι η αγαπημενη της ωρα.Θα παει τωρα με τις δουλες της,στο πηγαδι που ειναι πισω απο το πατρικο της σπιτι και εκει θα ξεκουραστει και θα διασκεδασει στον ισκιο της φοινικιας, ενω εγω...εγω-Αχ!Θεε εκδικητη!-εγω ισως ποτε πια να μην ξαναδω το προσωπο της.Δεκαοχτω μηνες μεσα σε αυτον τον ταφο χωρις ελπιδα λυτρωμου!
Σηκωθηκε και σταθηκε ορθιος χειρονομοντας αγρια.Το κεφαλι του αγγιζε σχεδον την οροφη του κελλιου.Βηματισε προσεκτικα ενω τα βαρια σιδερα που ειχε στις κνημες του εβγαζαν εναν δυνατο κροτο.
Στηριζοντας το ενα του ποδι σε ενα ανοιγμα του τοιχου,καταφερε να πλησιασει τα ματια του στην στενη τρυπα απ'οπου περνουσε η ανταυγεια του ηλιου που εγερνε στη δυση του.Μα απο εκεινη τη θεση τιποτα αλλο δε μπορουσε να δει,παρα μονο ενα τετραγωνο κομματι ακαλλιεργητης γης της φυλακης και μια μοναχικη φοινικια,που ψηλωνε στον ουρανο ιδιο στεμμα,την κορυφη απο τα φυλλα της.Για μια στιγμη κοιταξε εξω.Νομισε πως θα μπορουσε να ξεχωρισει τους μακρυνους και λουσμενους στο μισοφωτο λοφους που τρυγιριζαν την πολη.Ομως,οχι,δεν μπορεσε.
Τσακισμενος απο την αναγκαστικη νηστεια κι ανημπορος να σταθει στα ποδια του,γλυστρισε παλι στη γωνια του.Καθησε εκει και το τριανταφυλλενιο φως που αντανακλουσε στο χωμα,φωτισε τα χαρακτηριστικα του.Φανηκαν ετσι τα συννεφιασμενα φρυδια του και τα μαυρα,αγριεμενα ματια του.
Ζωντανεψε το γυμνο του στηθος,που ανεπνεε με τον ακανονιστο και γρηγορο ρυθμο ενος που αγωνιζετε να νικησει την μακροχρονη εξαντληση και πεινα.Και γυαλιζαν απαισια οι χαλκοστρωμες χειροπεδες που εσφιγγαν μαζι και τα δυο του χερια.Δεν εμοιαζε ανθρωπος.Οχι.
Με τα μπερδεμενα μαλλια και το ακαταστατο γενι του εμοιαζε με αγριο θηριο σε κλουβι.
Ηταν σχεδον γυμνος,εχωντας μονο ενα κομματι καραβοπανο γυρω απο τη μεση του,δεμενο με διπλο μαυρισμενο σχοινι.
Αν και η ζεστη εκει μεσα ηταν μεγαλη,ωστοσο ριγη διαπερνουσαν συχνα το κορμι του,οταν μαζευτοταν στο πνιγηρο σκοταδι,κολλωντας  σχεδον τα γονατα του στο σαγονι του κι ανακουφιζοντας τα σιδεροδεμενα του χερια πανω στα γονατα του,ενω κοιταζε με το επιμονο βλεμμα κουκουβαγιας την τριανταφυλλενια ακτινα,που καθε στιγμη γινοταν ολοενα πιο ωχρη,ολοενα πιο σκοτεινιασμενη.Στην αρχη,η ακτινα ηταν κοκκινη,-κοκκινη σαν το αιμα του σκοτωμενου Φαρισαιου,σκεφτηκε ο Βαραββας μ'ενα σκοτεινο χαμογελο-μα τωρα ειχε παρει ενα αχνο τριανταφυλλενιο χρωμα,σαν κι αυτο που ανεβαινει στα μαγουλα ντροπαλης ξανθομαλλουσας.
Ριγησε στην σκεψη αυτη της αρρωστημενης και μαυρης του φαντασιας.Με σβησμενη κραυγη εσφιξε δυνατα τα χερια του,σαν να υπεφερε απο αγριο σωματικο πονο.
-Ιουδηθ!Ιουδηθ ψυθιρισε και σε λιγο παλι:Ιουδηθ!
Και τρεμοντας σαν ψαρι,εστριψε και εκρυψε το προσωπο του,ακουμποντας το μετωπο του στον υγρο και γλιστερο τοιχο.Εμεινε εκει ακινητος με την χοντροκομμενη μορφη του,που εμοιαζε σαν φανταστικο κεφαλι Τιτανα,λαξεμενο πανω στην πετρα.
Η τελευταια τριανταφυλλενια ανταυγεια του ηλιου που εδυε,χαθηκε γρηγορα,Εγινε τωρα πηκτο σκοταδι.Κανενας ηχος,καμια κινηση.Καπου-καπου μονο πατηματα απο ποντικια που γλυστρουσαν ελαφρα στο χωμα,εβγαζαν ενα ανεπαισθητο και περιεργο θορυβο,που χωρις αυτον η σιωπη θα ηταναπολυτη.Εξω ο ουρανος ειχε παρει ολη του τη μεγαλοπρεπεια,τ'αστερια ταξιδευαν στο στερεωμα,προς την ανατολη ενα κομματι ασημενιο συννεφο εδειχνε το μερος απ'οπου θα φαινοταν το φεγγαρι και απο τη σχισμαδα του κελλιου μονο ενα μικρο αστερι που λαμπυριζε αχνα,μπορουσε να διακριθει.Ομως καμια ακτινα του φεγγαριου,που σε λιγο ανεβηκε στον ουρανο,δεν μπορουσε να φωτισει το σκοταδι του απαισιου κελλιου η να χαϊδεψει στοργικα το σωριασμενο εκει μεσα ογκο του αποκληρου φυλακισμενου. Αθεατος και καταμονος,αγωνιζοταν απεγνωσμενα εναντιον της σωματικης και πνευματικης του καταντιας,χωρις να καταλαβαινει πως ο τοιχος,οπου ακουμπουσε ηταν κιολας υγρος και ζεστος απο τα δακρυα του,τα πικρα δακρυα της αγωνιας ενος σκληρου και δυνατου ανθρωπου,τα δακρυα που ηταν χειροτερα κι απο αιμα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΕ.
Αυριο το Β'Μερος

Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 46-Ο ΒΑΡΑΒΒΑΣ της Μαριας Κορρελι-Μερος Α"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com