1)O Παππα Νάρκισσος Διήγημα Κεφάλαιο Α' Παππαδιά μου, είπεν ο παππά Νάρκισσος, αφού απέφαγε και έκαμε τον σταυρόν του, παππαδιά μου, μου κατεβαίνει ο ύπνος γλυκά γλυκά. Με την άδειάν σου θα τον πάρω. - Nα τον πάρης και να τον καλοπάρης, παππά μου. Σου αξiζει να ησυχάσης ύστερα από τόσην κούρασιv σήμερον. Kαι ούτε θα έλθη κανείς να σε ταράξη, με αυτό το ηλιοπύρι. Και ήρχισεν η παππαδιά να μεταφέρη από την τράπεζαν εις τον νεροχύτην τα ολίγα πινάκια και τα δύο μαχαιροπήρουνα, διά να τα καθαρίση, προτού τα τοποθετήση εις την εξέχουσαν επί του τοίχου σανίδα, μεταξύ του νεροχύτου και της εστίας. Διότι το δωμάτιον εκείνο ήτo συγχρόνως και μαγειρείον και εστιατόριον και αίθουσα. Η τράπεζα επί της οποίας έφαγον το λιτόν γεύμα των, τέσσαρες ξύλιναι καθέκλαι και εις ψάθινος καναπές ήσαv τα μόνα έπιπλά του. Ο καναπές ήτο άντικρυ της εστίας. Άνωθεν αυτού εκρέματο επί του τοίχου, εντός μαύρου ξυλίνου πλαισίου (χωρίς όμως ύαλον), λιθογραφία, κιτρίνη εκ της πολυκαιρίας, παριστώσα την άφιξιν του βασιλέως Όθωνος εις Ναύπλιον. Απέναντι της εισόδου, εις μεν την προς τα δεξιά γωνίαν του τοίχου ήτο η θύρα του κοιτώνος, εις δέ την προς ταριστερά η θύρα του κήπου. Μεταξύ των δύο θυρών έκειτο κιβώτιον ογκώδες πρασίνου χρώματος, επ' αυτού δε τάπης μικρός διπλωμένος εις τέσσαρα. Τον τοίχον, άνωθεν του κιβωτίου, εστόλιζεν ετέρα λιθογραφία, άνευ πλαισίου αύτη, προσηλωμένη επί του τοίχου διά τεσσάρων μικρών καρφίων, και παριστώσα, όχι πολύ εντέχνως, την άποψιν του εν Τήνω ναού της Ευαγγελιστρίας· ενθύμημα τούτο, προδήλως, ευλαβούς του οικοδεσπότου αποδημίας εις το προσκυνητήριov εκείνο. Κατάντικρυ του κιβωτίoυ ήτο η θύρα της οικίας, εκατέρωθεν δε αυτής δύο παράθυρα, των οποίων τα φύλλα ήσαν κλειστά. Η θύρα εχωρίζετο οριζοντίως εις δύο φύλλα, εκ των οποίων το μεν κάτω ήτo κλειστόν, το δε άνω ανοικτόν προς τον στενόν έξω δρομίσκον, και εισήρχετο δι' αυτού εντός του δωματίου το άφθονον φως του μεσημβρινού ηλίου. Εν τούτοις ο παππά Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω φύλλον της θύρας διά να γείνη το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και εξηπλώθη εις τον καναπέν. Αλλά μετ' ολίγα λεπτά ηγέρθη πάλιν, επήρε τον επί του κιβωτίου τάπητα, τον εξεδίπλωσε, τον ήπλωσε μετά προσοχής επί του καναπέ και εστρώθη μετά μεγαλειτέρας ή πρότερον ευχαριστήσεως, ενώ η παππαδιά εξηκολούθει εν σιωπή την παρά τον νεροχύτην εργασίαν της. Εδικαιούτο πράγματι ο παππά Νάρκισσος να θέλη ανάπαυσιν την μεσημβρίαν της Kυριακής έκείνης. Ήτο επί .ποδός από τα εξημερώματα. Εν ελλείψει άλλου ιερέως, ή διακόνου, ή και αναγνώστου, αυτός ανέγνωσε κατά το σύνηθες τον όρθρον και ετέλεσε την λειτουργίαν εις την μόνην εκκλησίαν του μικρού χωρίου του. Μετά δε την απόλυσιν της εκκλησίας μετέβη πεζός εις απομεμακρυσμένον μέρος της νήσου, μετά του ειρηνοδίκου και μαρτύρων, προς εξακρίβωσιν των ορίων ενός εκεί αγρού του, του οπoίου ο γείτων αντεποιείτο μίαν λωρίδα. Kαι επέστρεψε μεν ικανοποιηθείς, διότι ανεγνωρίσθη το δίκαιόν του επισήμως, αλλ' όμως ο δρόμος ήτο μικρός, ο δε καύσων υπερβολικός. Είχε παρέλθει η συνήθης του γεύματος ώρα ότε επανήλθεν εις την οικίαν του, όπου η παππαδιά επερίμενεν ανησυχούσα μη χαλάση το φαγητόν. Αλλ' ο πεινασμένος παππάς το εύρεν εξαίρετον και το ετίμησε κατά κόρον, προς άκραν της συζύγου του ευχαρίστησιν. Συνετέλεσε δε και τούτο ίσως προς αύξησιν του βάρους των βλεφάρων του. Ο μεσημβρινός καύσων, ευαρέστως μετριαζόμενος από το σκότος του δωματίου, η άκρα σιωπή, διακοπτομένη από μόνην έξω των τεττίγων την μονότονον μουσικήν, εντός δε της οικίας από τας ελαφράς κινήσεις της παππαδιάς τοποθετούσης τα πινάκια εις την θέσιν των - ο κάματος του χορτασθέντος παππά - ο απαλός επί του καναπέ τάπης, τα πάντα προσεκάλουν τον ύπνον. Με ημίκλειστα τα βλέφαρα ο ιερεύς παρηκολούθει την εργασίαν της συζύγου του, η δε ξανθή του γενειάς μόλις υπέκρυπτε μειδείαμα αφάτου αγαλλιάσεως. Εσκέπτετο ότι εντός ολίγων μηνών θα προστεθή κοιτίς βρέφους εις τον κοιτώνα των. Χθες μόνον έμαθε το χαρμόσυνον μυστικόν. Η παππαδιά το εξεμυστηρεύθη την νύκτα, εις τα σκοτεινά, συστελλομένη να το είπη εις το φως της ημέρας. Kαι ενώ εστήριζε τρυφερώς τα νυσταλέα βλέμματα εις την νεαράν του γυναίκα, διέβαινον ταυτοχρόνως ενώπιον της φαντασίας του σκηναί διάφοροι του παρελθόντος βίου, προσλαμβάνουσαι βαθμηδόν μορφήν ονείρου και συναρμολογούμεναι εν τη ταχεία αυτών και νεφελώδει διελίξει με την ευφρόσυνον συναίσθησιν της παρούσης ευτυχίας. (Η συνεχεια αυριο) Δημητριος Βικελας 2)Αν δεν μού 'δινες ποίηση Κύριε Ἂν δὲ μούδινες τὴν ποίηση, Κύριε, δὲ θάχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω. Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θάταν δικά μου. Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές, νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου, νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο, ἡ ἔρημός μου λαό, τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια. Λοιπόν; Πῶς σου φαίνονται; Εἶδες τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ' ἀμπέλια μου; Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου; Κι' ἔχω ἀκόμη καιρό! Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε. Μ' ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι' ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει. Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται. Ὅμως, δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα. Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ' ὅ,τι μοῦ δίνεις. Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα. Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης. Νικηφορος Βρεττακος
3)Εσπερινός
Στο ρημαγμένο παρακκλήσι της Άνοιξης το θείο κοντύλι εικόνες έχει ζωγραφίσει με τ' αγριολούλουδα τ'Απρίλη.
Ό ήλιος, γέρνοντας στη δύση,
μπροστά στου ιερού την πύλη μπαίνει δειλά να προσκυνήση κι ανάφτει υπέρλαμπρο καντίλι.
Σκορπάει γλυκειά μοσκοβολιά
δάφνη στον τοίχο ριζωμένη - θυμίαμα που καίει η Πίστις -
και μια χελιδονοφωλιά,
ψηλά στο νάρθηκα χτισμένη, ψάλλει το Δόξα εν Υψίστοις...
Γεωργιος Δροσινης
4)Όσο μπορείς
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες. Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την, γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία, ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.
Κωνσταντινος Καβαφης
|
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεωργιος Δροσινης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεωργιος Δροσινης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013
Browse > Home /
Γεωργιος Δροσινης /
Δημητριος Βικελας /
Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 15 /
Κωνσταντινος Καβαφης /
Νικηφορος Βρεττακος
/ Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 15-Λογοτεχνια και Εκκλησια
Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 15-Λογοτεχνια και Εκκλησια
0
σχόλια
1:36 μ.μ.
Αναρτήθηκε από
reporter.gr
Ετικέτες Γεωργιος Δροσινης, Δημητριος Βικελας, Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 15, Κωνσταντινος Καβαφης, Νικηφορος Βρεττακος
Ετικέτες Γεωργιος Δροσινης, Δημητριος Βικελας, Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 15, Κωνσταντινος Καβαφης, Νικηφορος Βρεττακος

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013
Browse > Home /
Γεωργιος Δροσινης /
Γιωργος Σεφερης /
θαλασσα /
Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 13 /
Μιχαλης Κατσαρος /
Νικος Καββαδιας
/ Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 13-Ποιηματα για τους θαλασσινους...
Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 13-Ποιηματα για τους θαλασσινους...
0
σχόλια
4:21 μ.μ.
Αναρτήθηκε από
reporter.gr
Ετικέτες Γεωργιος Δροσινης, Γιωργος Σεφερης, θαλασσα, Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 13, Μιχαλης Κατσαρος, Νικος Καββαδιας
Ετικέτες Γεωργιος Δροσινης, Γιωργος Σεφερης, θαλασσα, Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 13, Μιχαλης Κατσαρος, Νικος Καββαδιας

Μπάσες στεριές, ήλιος πυρός και φοινικιές,
ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα.
Γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα,
που αρρώστιες τα 'χουνε τσακίσει τροπικές.
Παντιέρα κίτρινη σινιάλο του νερού.
Φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο.
Τα δυο φανάρια της νυχτός. Κι ο Pisanello
ξεθωριασμένος απ' το κύμα του καιρού.
Το καραντί... Το καραντί θα μας μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο και σκουριά.
Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,
κοιμήθηκε ο καρχαρίας που πιλοτάρει.
Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό,
όπως και τότε απ' του Κολόμπου την κουκέτα.
Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τη στεριά, να ζαλιστώ.
Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς
κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους.
Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς.
Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.
Έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά,
διπλά φορώντας των Ινκάς τα σκουλαρίκια.
Τρεῖς βράχοι λίγα καμένα πεῦκα κι ἕνα ρημοκλῆσι
καὶ παραπάνω
τὸ ἴδιο τοπίο ἀντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεῖς βράχοι σὲ σχῆμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεῦκα, μαῦρα καὶ κίτρινα
κι ἕνα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στὸν ἀσβέστη.
καὶ παραπάνω ἀκόμη πολλὲς φορὲς
τὸ ἴδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτὰ
ὡς τὸν ὁρίζοντα ὡς τὸν οὐρανὸ ποὺ βασιλεύει.
Ἐδῶ ἀράξαμε τὸ καράβι νὰ ματίσουμε τὰ σπασμένα κουπιά,
νὰ πιοῦμε νερὸ καὶ νὰ κοιμηθοῦμε.
Ἡ θάλασσα ποὺ μᾶς πίκρανε εἶναι βαθιὰ κι ἀνεξερεύνητη
καὶ ξεδιπλώνει μίαν ἀπέραντη γαλήνη.
Ἐδῶ μέσα στὰ βότσαλα βρήκαμε ἕνα νόμισμα
καὶ τὸ παίξαμε στὰ ζάρια.
Τὸ κέρδισε ὁ μικρότερος καὶ χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε μὲ τὰ σπασμένα μας κουπιά.
Το καραντί... Το καραντί θα μας μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο και σκουριά.
Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,
κοιμήθηκε ο καρχαρίας που πιλοτάρει.
Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό,
όπως και τότε απ' του Κολόμπου την κουκέτα.
Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τη στεριά, να ζαλιστώ.
Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς
κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους.
Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς.
Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.
Έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά,
διπλά φορώντας των Ινκάς τα σκουλαρίκια.
Νικος Καββαδιας
![]() |
Αγια Θαλασσινη-Ανδρος (φωτο του 1945) |
2) Ἡ Θαλασσινή
Στὶς καλύβες μία φορᾶ ζοῦσε ἡ Θαλασσινιά.
Ζοῦσε κάτω στὸ γιαλὸ καὶ λουζόταν στὸ νερό.
Καὶ μία νύχτα ποὺ φυσοῦσε καὶ ζητοῦσε καὶ ζητοῦσε
παλικάρι καὶ παιδὶ ποὺ ἔφυγε μὲς τὴ βροχή.
Ζοῦσε κάτω στὸ γιαλὸ καὶ λουζόταν στὸ νερό.
Καὶ μία νύχτα ποὺ φυσοῦσε καὶ ζητοῦσε καὶ ζητοῦσε
παλικάρι καὶ παιδὶ ποὺ ἔφυγε μὲς τὴ βροχή.
Ποῦθε πῆγε τὸ παιδὶ Θαλασσινή, ποῦ ῾χει πάει τὸ πουλί;
Ὁ ἀϊτός, τὸ χελιδόνι καὶ μᾶς λιώνανε οἱ πόνοι.
Στὶς καλύβες καίει-καίει τὸ γιαλὸ καίει τὴν ἄμμο, καίει τὸ νερό.
Παλικάρι πιὰ δὲν βρίσκει τ᾿ ὄνειρό της νὰ μεθύσει.
Ὁ ἀϊτός, τὸ χελιδόνι καὶ μᾶς λιώνανε οἱ πόνοι.
Στὶς καλύβες καίει-καίει τὸ γιαλὸ καίει τὴν ἄμμο, καίει τὸ νερό.
Παλικάρι πιὰ δὲν βρίσκει τ᾿ ὄνειρό της νὰ μεθύσει.
Στὶς καλύβες μία φορὰ ζοῦσε ἡ Θαλασσινιά.
Ζοῦσε κάτω στὸ γιαλὸ καὶ λουζόταν στὸ νερό.
Ζοῦσε κάτω στὸ γιαλὸ καὶ λουζόταν στὸ νερό.
Μιχαλης Κατσαρος
3) Μποτίλια στὸ πέλαγο

καὶ παραπάνω
τὸ ἴδιο τοπίο ἀντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεῖς βράχοι σὲ σχῆμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεῦκα, μαῦρα καὶ κίτρινα
κι ἕνα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στὸν ἀσβέστη.
καὶ παραπάνω ἀκόμη πολλὲς φορὲς
τὸ ἴδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτὰ
ὡς τὸν ὁρίζοντα ὡς τὸν οὐρανὸ ποὺ βασιλεύει.
Ἐδῶ ἀράξαμε τὸ καράβι νὰ ματίσουμε τὰ σπασμένα κουπιά,
νὰ πιοῦμε νερὸ καὶ νὰ κοιμηθοῦμε.
Ἡ θάλασσα ποὺ μᾶς πίκρανε εἶναι βαθιὰ κι ἀνεξερεύνητη
καὶ ξεδιπλώνει μίαν ἀπέραντη γαλήνη.
Ἐδῶ μέσα στὰ βότσαλα βρήκαμε ἕνα νόμισμα
καὶ τὸ παίξαμε στὰ ζάρια.
Τὸ κέρδισε ὁ μικρότερος καὶ χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε μὲ τὰ σπασμένα μας κουπιά.
Γιωργος Σεφερης
4) Θαλασσινα τραγουδια
Γλυκά φυσά ο μπατης,
η θάλασσα δροσίζεται,
στα γαλανά νερά της
ο ήλιος καθρεφτίζεται·
και λες πως παίζουν μ’ έρωτα
πετώντας δίχως έννοια
ψαράκια χρυσοφτέρωτα
σε κύματ’ ασημένια.
η θάλασσα δροσίζεται,
στα γαλανά νερά της
ο ήλιος καθρεφτίζεται·
και λες πως παίζουν μ’ έρωτα
πετώντας δίχως έννοια
ψαράκια χρυσοφτέρωτα
σε κύματ’ ασημένια.
Στου καραβιού το πλάι
ένα τρελό δελφίνι
γοργόφτερο πετάει
και πίσω μάς αφήνει.
και σαν να καμαρώνεται
της θάλασσας το ατι
με τους αφρούς του ζωνεται
και μας γυρνά την πλάτη.
ένα τρελό δελφίνι
γοργόφτερο πετάει
και πίσω μάς αφήνει.
και σαν να καμαρώνεται
της θάλασσας το ατι
με τους αφρούς του ζωνεται
και μας γυρνά την πλάτη.
Χιονοπλασμένοι γλάροι,
ποχουν φτερούγια ατιμητα
και για κανένα ψάρι
τα μάτια τους ακοίμητα,
στα ξαρτια τριγυρίζοντας
ακούραστοι πετούνε
ή με χαρά σφυρίζοντας
στο πέλαγος βουτούνε.
ποχουν φτερούγια ατιμητα
και για κανένα ψάρι
τα μάτια τους ακοίμητα,
στα ξαρτια τριγυρίζοντας
ακούραστοι πετούνε
ή με χαρά σφυρίζοντας
στο πέλαγος βουτούνε.
Και γύρω καραβάκια
στη θάλασσ’ αρμενίζουν
σαν άσπρα προβατάκια
που βόσκοντας γυρίζουν
με χαρωπά πηδήματα
στους κάμπους όλη μέρα,
κι έχουν βοσκή τα κύματα,
βοσκό τους τον αέρα.
στη θάλασσ’ αρμενίζουν
σαν άσπρα προβατάκια
που βόσκοντας γυρίζουν
με χαρωπά πηδήματα
στους κάμπους όλη μέρα,
κι έχουν βοσκή τα κύματα,
βοσκό τους τον αέρα.
Γεωργιος Δροσινης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)