Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανδρεας Καρκαβιτσας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανδρεας Καρκαβιτσας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 29,Λογια της πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Θ

0 σχόλια
Ανδρεας Καρκαβιτσας


ΝΑΥΑΓΙΑ

Μόλις αρράξαμε στη Στένη ο καπετάν Ξυρίχης επήρε τη βάρκα κ' έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δύο ημέρες τόρα φριχτή τον ετυρανούσε αμφιβολία. Τριάντα μίλια έξω από το Μπουγάζι αντάμωσε τον «Αρχάγγελο» δεύτερο μπάρκο του, που ήσαν μέσα κυβερνήτης και γραμματικός τα δύο αδέρφια του. Δεν επρόφτασαν να καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και τον ναύλο τους και ζηλότυπος τους εχώρισεν ο χιονιάς. Εκατόρθωσε τέλος να ορθοπλωρίση το δικό μας και ολόκληρο ημερονύχτι εθαλασσοδαρθήκαμε στ' ανοιχτά. Μα όταν εμπήκε στον Βόσπορο έψαξε όλα τα λιμάνια, εγύρισε τους κόρφους, ερώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και τις κουμπάρες, αλλά τίποτα δεν είπαν για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Εφυλάχθηκε πουθενά; επρόφτασε να ορθοπλωρίση κ' εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Και αν ετσακίσθηκε το μπάρκο εσώθηκαν τουλάχιστον τ' αδέρφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κ' έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά.
Όταν έφτασε στο τηλεγραφείο εξέχασε μια στιγμή τον πόνο του εμπρός στην εικόνα που είδεν ολόγυρα του. Κάτω στη στενόχωρη αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ' ασάρωτα πατώματα κόσμος σαν αυτόν ανήσυχος, γυναίκες, άντρες, παιδιά, επρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους· ποιος του φίλου, ποιος του συγγενή, ποιος του προστάτη του. Κ' εκείνο κρύο, ασυγκίνητο εσώριαζε με τη φλύαρη γλωσσά του ακατάπαυστα πένθος και θλίψι περίγυρα. Ωνόμαζε πνιγμούς, εμετρούσε σκληρούς θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, ονείρων σβύσιμο, εσυνέπαιρνε χαρές κ' ελπίδες με την ορμή αγρίου και καταστρεφτικού δρόλαπα. Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στη στενόχωρη αυλή θρήνοι ακούονταν, λυγμοί αντηχούσαν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, καυτήριο εκυλούσε το δάκρυ.
Ο καπετάν Ξυρίχης δεν ημπορούσε να υποφέρη περισσότερο την αμφιβολία του. Εβιαζόταν να μάθη και τη δική του μοίρα, ν' ακούση του συρμάτου τη φωνή, αν θα λαλήση κλάγγασμα χαράς ή νεκροσήμασμα; Αλύπητα έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυο — δυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο εμπρός στη θυρίδα κ' ερώτησε με ολότρεμη φωνή:
— Για τον Αρχάγγελο… το μπάρκο… μην ακούσατε τίποτα ;
 — Τίποτα· του άπαντα ξερά ο τηλεγραφητής. Τίποτα! πώς είνε
δυνατόν; Ξαναρωτάει:
 — Αρχάγγελο το λεν έχει φιγούρα δέλφινα… έχει στα μεσανό
κατάρτι κόφα· Σπετσιώτικο χτίσιμο.
Και κολλά περίεργα τα μάτια στου υπαλλήλου το πρόσωπο, αφτιάζεται προσεχτικά τους κρότους που βγάζει ξερούς, συγκρατητούς σαν οδοντοχτύπημα κρυομένου η μηχανή. Τα σωθικά του λαχταρούν, φεύγουν τα σανίδια από τα πόδια του· λιποθυμίας αύρα τον περιζώνει παντού. Μα δεν την παραιτά καθόλου τη θέσι του· δεν αφίνει στιγμή από τα μάτια τον ζωντανόν καθρέφτη του. Τέλος σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκυτάζει μια στιγμή και λέγει με φωνή αδιάφορη:
— Ναι… Αρχάγγελος. Εχάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης· εκόπηκε στα δυο· Η πρύμη του ερρίχθηκε στους βράχους με δυο παιδιά μέσα… Τα παιδιά είνε ζωντανά.
Ζωντανά! Αναστηλώνεται ο καπετάνιος στα πόδια του· διώχνει το βάρος από τα στήθη του· χαρά γλυκοδροσίζει την ψυχή του.
 — Τα ονόματα; λέγει στον υπάλληλο με τρυφερή φωνή σαν χάδι· δεν
μπορούμε τάχα να μάθουμε τα ονόματά τους;
 — Πέτρος και Γιάννης· του απαντά σε λίγο με πλάνα έκφρασι ο
υπάλληλος.
Δόξα σοι ο θεός! Πέτρος και Γιάννης, είνε τα ονόματα των αδερφιών του. Ζωντανά λοιπόν και τα δυο. Ζωντανά εκείνα· θρίμματα τ' ολοκαίνουργο σκαφίδι! Δεν πειράζει· πάλι δόξα σοι ο Θεός! Ας ζήσουν και φτιάνουν άλλο μεγαλείτερο και ομαρφώτερο. Φιλεύει ανοιχτόκαρδος πέντε πούρα τον υπάλληλο· δίνει ένα μετζήτι κέρασμα στον υπηρέτη· παρηγορεί γλυκομίλητος τα θλιμμένα πρόσωπα: — Δεν είνε τίποτα· όλοι καλά είνε· όλοι καλά.! Μα το ποτήρι της χαράς αμέσως θέλει να το κενώση ολάκερο. Δεν θέλει να βλέπη τίποτα σκοτεινό στην πρόσχαρη εικόνα της ζωής του.
— Ποιας ηλικίας τάχα να είνε τα παιδιά; ρωτά πάλι.
Εκείνος σκυθρωπάζει: Μα τον παρασκότισε! Γύρω του ακούονται φωνές ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον· θέλουν να τον βγάλουν από τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ' αδέρφια του· δεν τον φτάνει; Είνε και άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς των, που δεν ξεύρουν καθόλου τι γίνονται. Ας μάθουν κ' εκείνοι κάτι τι! Αλλά εκείνος εγωιστής δεν παραιτεί καθόλου τη θέσι του. Άνοιξε μια τη χρυσελεφαντένια πύλη της ζωής, θέλει και ν’ απολαύση το μάτι του.
— Ποιας ηλικίας τάχα; ξαναρωτά λογέλαστος.
— Δέκα — δώδεκα χρονών του απαντά εκείνος σκυμένος στη μηχανή του.
Πάλι τον πλακώνει απελπισία. Τ' αδέρφια του δεν είνε τόσο μικρά. Είνε από εικοσιπέντε και απάνω. Σκυθρωπός, ετοιμοδάκρυτος αφίνει τη θέσι του, κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από εκεί μ' έν' άλογο φτάνει στον Άγιο Γιώργο, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν· κλαίνε και κλαίνε αστείρευτα. Ο ήλιος ψηλά παιγνιδίζει ακόμη σε ζαφειρένιον ουρανό. Δίπλα η θάλασσα λίμνη ακύμαντη απλώνεται ως τα ουρανοθέμελα· εμπρός η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Και όμως η ακρογιαλιά του δείχνεται πλατύ νεκροταφείο από άκρη σε άκρη. Κάθε της βράχος κ' ένα νεκροκρέββατο. Τριγύρω φθορά και μούχλα. Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα. Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, κενά καύκαλα, τρίχες χωμένες στις ρωγμές, μυαλά στουμπισμένα στην πέτρα. Κάποια κινητή πόλις επροσόχθισε, νομίζεις εκεί, εσκόρπισε κάτω από το αυστηρό βλέμμα του Θεού και απονεκρώθηκεν η ζωή και ο πλούτος της. Ένα τρεχαντηράκι, ομορφοφτιασμένο, άγγελος επρόβαινε με πανιά και ξάρτια, λέγεις και αρμένιζεν ανάερα. Και όμως ήταν πεταγμένο στην κορφή ενός βράχου και ήσαν τ' ακανόνιστα δόντια των πετρών επίβουλα χωμένα μέσα στα ξύλα της καρίνας του· και ήσαν τα ξύλα της καρίνας του απελπιστικά σφιλιασμένα μέσα στα λακκώματα και τις σχισμάδες της πέτρας. Ούτε νερό ούτε άνεμος ημπορούσε να περάση αποκεί. Κ' ένα σκυλί στην πρύμη δεμένο εγύριζε μάτια κατακόκκινα, εδάγκωνε τα ξύλα, έτρωγε την αλυσίδα του, άρπαζε κ' ετράβα με πάθος την ουρά και το νερό κυτάζοντας αλύχταγε και αλύχταγε, σαν να το έβριζε που τ' άφησεν ακόμη ζωντανό, αφού τ' αφεντικά του τ' άρπαξεν ο ρούφαλας.
Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα ευρέθηκεν εμπρός στο μπάρκο του. Έπρεπε να είνε δικό του ξύλο, να του μιλήση στην ψυχή για να το γνωρίσουν τα μάτια του στην κατάστασι που ήταν. Ούτε κατάρτια, ούτε πανιά, ούτε σκαφίδι απόμενε πλέον. Μόνον η πρύμη του κ' εκείνη ξεσκλισμένη, εκρατιόταν απελπιστικά σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή άλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες. Και ακόμη γύρωθέ της άλλη πικρότερη συνοδεία! Βλέπει τον ναύκληρο νεκρό στο πλάγι· βλέπει τους ναύτες πέρα — δώθε σκορπισμένους, άλλους κολλιτσίδα επάνω στα χάλαρα, άλλους μισοσκεπασμένους με τον άμμο, άλλους παιγνίδι του νερού, δαρμός και φτύμα του. Και απάνω στα τουμπανιασμένα πτώματα, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα και αναμπαιχτικά, τα όρνια καλοκαθισμένα εβύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα, έτρωγαν κ' εμασούσαν λαίμαργα και μόλις στον κρότο του επέταξαν κράζοντας, σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενόχλησε στο πλούσιο φαγοπότι.
Αρχίζει τόρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο. Τα ξένα εκείνα πτώματα δείχνουν ολοφάνερα πως κοντά βρίσκονται και τα δικά του. Θέλει να δράμη, να ερευνήση παντού και όμως δεν τολμά. Κάτι τι μέσα τον κρατεί, τα πόδια του καρφώνει εκεί στ' αχνάρια του. Ο πόθος όμως ισχυρότερος τον σπρώχνει εμπρός, πάει και ψαχουλεύει ένα με το άλλο και τέλος βρίσκει ασούσουμα και τ' αδέρφια του. Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο· το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το έλεγεν η ψυχή, βέβαια δεν θα τ' αναγνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισεν ευθύς. Και τότε τα μάτια του εστείρεψαν· ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν. Τη θάλασσα μόνον κυτάζουν αυστηρά, πεισμωμένα και άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται και πέφτει με ορμή, που λέγεις ανατρόμαξε κ' επισωπάτησεν εκείνη φοβισμένη.
Έπειτα, σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του· χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήση· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στο αυτί, θέλεις παρηγοριά, θέλεις μακρυνήν υπόσχεσι. Έπειτα με τον λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Επαιδεύτηκε κάπου μιαν ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά· απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα τον ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, εκύλισεν απάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κ' έφτασε στα Θεραπειά· βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο.
— Έτοιμα; ρωτά τον γραμματικό.
— Έτοιμα.
— Φόρα την άγκυρα.
Και ο καπετάν Ξυρίχης αμίλητος, σκυθρωπός έπιασε τη θέσι του στο κάσαρο κ' εξακολουθήσαμε το ταξείδι.

ΟΙ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ

«Παναγιά η Κλεφτρίνα» των κουρσάρων το μυστικό, δίχως κατάρτι και πανί κάθεται αρραγμένο μέσα στο Κλεφταύλακο, σαν βόας που χωνεύει στου δάσους τα πυκνόκλαδα. Κάτω από το τρεμόφεγγο των άστρων, το πισαλειμμένο σκαφίδι του με τα παραπέτα φελοντυμένα, την πρύμη και την πλώρη χαλκόφραχτη, μόλις ξεχωρίζει από τα σκοτεινά νερά και της ακρογιαλιάς τα χάλαρα. Τα τέσσερα κανονάκια τα ορειχάλκινα που κάνουν το βρύχημά του τρόμο των θαλασσινών οι μπαλντάδες που συχνοβάφονται στο αίμα τους· τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι γάντζοι που πιάνουν αητονύχια στα πλευρά των καραβιών, όλα είνε θαμμένα στο σκότος και την ασάφεια. Μόνον πού και πού, όταν οι φωτιές ψηλώνουν περισσότερο και χρυσαλείφουν πέτρες και νερά δείχνουν και στο κατάστρωμα φίδια κουλουριασμένα τα σχοινιά, πεινασμένη την κόψη των αρμάτων, αιμάτου λίθρους εδώ κ' εκεί. Άλλο τίποτα. Περίγυρα ψηλώνουν τραχείς και απόκρημνοι του Καβομαλιά οι βράχοι, πέτρες ατόφιες, σκυθρωποί γίγαντες και ορθοσκύβουν απάνω του, λέγεις και θέλουν να το προφυλάξουν από μάτι κακότροπο. Κ' εκεί ξαπλωμένοι στο σκότος είτε συμμαζωμένοι στις φωτιές μαυρίζουν οι κουρσάροι, ίσκοι και φάσματα: Είνε κάπου σαράντα· και όλοι ένας κ' ένας διαλεχτοί. Πατρίδα τους το κάθε νησί της Άσπρης θάλασσας· το κάθε πόρτο του Μωριά και της Ρούμελης, θρησκεία τους το κούρσεμα· λατρεία το μυστικό· αρχηγός ο καπετάν Λαχτάρας, φοβερός στη δύναμι, μέγας στην τόλμη, θαυμαστός στα σχέδια, δράκος αχόρταγος στην κλεψιά και το αίμα. Ξαπλωμένος κατάνακρα στ' ορθολίθι, τα πλατειά νώτα στηρίζοντας στη χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφά τα ψαρά γένεια του και ατενίζει κάτω σαν θαλασσινός θεός που θέλει να γνωρίση το απέραντο κράτος του. Δίπλα η φωτιά πολύγλωσση ψηλώνει και στοιχειώνει ροκανίζοντας την τροφή της και σκορπά χρώματα ίριδος στα μαλαμοκαπνισμένα τ' άρματα, στα διαμαντοκόλλητα αλυσίδια, στα μεταξωτά βρακιά, τ' άσπρα ποδήματα, τα ρουμπινοστόλιστα δαχτυλίδια του. Και ανάμεσα στα πόδια του λουφασμένος ο Καρακαχπές, μαυρομάλλης και φουντοουραδάτος, κυτάζει κατάματα σαν να τον ερωτά την αιτία των συλλογισμών, σαν να του υπόσχεται πως όλοι αν τον αρνηθούν αυτός θα μείνη πάντα πιστός του υποταχτικός και φύλακας ως τον τάφο του.
Έτσι το συνηθίζει να κάθεται μόνος εκεί στη μαύρη πέτρα, με τη φωτιά δίπλα και στα πόδια τον σκύλο του κάθε νύχτα ο καπετάν Λαχτάρας. Να κάθεται, να τσιμπουκίζη και να συλλογίζεται. Τι συλλογίζεται; Όχι βέβαια τη γυναίκα και το μοναχοπαίδι που τα έχει σφαλισμένα στον Πύργο του Φονιά. Ούτε τα τόσα αίματα και τα λόγια που, παρακαλώντας τον θερμά λέγουν τα θύματά του, πριν σκύψουν το κεφάλι στον άσπλαχνο λάζο του. Μα τόρα ούτε και τα πολλά πλούτη: βαρέλια τα φλωριά, αρμάθες τα κολλονάτα, στέρνες αστείρευτες τα δουβλόνια τ' ασημοκάντηλα, τα λιθοκόσμητα πουκάμισα των αγίων άρματα τ' ανεχτίμητα· στοίβες απάτητες τα γουναρικά, οι τσόχες, οι σελτέδες, τα τουλουπάνια, τα μεταξωτά, τα σαμούρια και τα λαχούρια. Κ' εκείνα καλά κάθουνται κλεισμένα στις άφωνες σπηλιές και δεν έχουν άλλον μάρτυρα παρά τον Θεό και τα χέρια του. Μιαν εβδομάδα τόρα κάτι άλλο τον δαιμονίζει και τον κρατεί ανήσυχον. Ο Τρακάδας ο βλάμης του. Τον είχε βλάμη, κουμπάρο στο παιδί του, δεξί χέρι στο κούρσο, αρχηγό στο πλήρωμα, δήμιο στους σκλάβους του. Πέντε χρόνια κλειστά. Και ακόμη τον είχε σύντροφο στα προσωπικά του κακουργήματα. Εκείνος κάθε φορά τον απάλλαττε με μια του μαχαιριά είτε και μια πέτρα στον λαιμό από κάθε ανυπόταχτο είτε δύστροπο σύντροφο. Πόσοι και πόσοι δεν επλάγιασαν έτσι αξύπνητα! Πόσα μερίδια χοντρά δεν άρραξαν έτσι στις αποθήκες του καπετάν Λαχτάρα, αντί να φτάσουν στα σπίτια εκείνων και να στολίσουν τις γυναίκες τους! Τόρα ήρθε και η δική του σειρά. Τον εξεπάστρεψε με μια ψύχα φαρμάκι. Μα τι να γίνη; Ποιος του είπε να μάθη όλα του τα μυστικά; Ποιος του είπε να ξεύρη όλες τις κρυψώνες του: Έπρεπε να το έχη πάντα στον νου. Η φτελιά που πάει και ριζώνει στην όχθη του ποταμού καλά δροσίζει τις ρίζες στο νερό, μεστώνει και θεριεύει και με τη γειτονιά του υπερηφανεύεται. Μα γρήγορα — αργά θα λυώσουν μιαν ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάση το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρη στον θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίη ο πόταμος;
Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθή στην ταραγμένη συνείδησί του ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν την ησυχάζει καθόλου. Δεν την ησυχάζει γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του. Οι φόνοι και τα κρίματα έπλεξαν τρίχινον πλοκό και δεν αφίνουν την ψυχή να διαβή στον κόσμο της αναπαύσεως. Φορτωμένη με χοντρές αλυσίδες σκλάβα σέρνεται στους τόπους που εκριμάτισε, θρηνολογή και δέρνεται βαρύγνωμη και αλύτρωτη πάντα. Με το βουργιάλι στην πλάτη και στο χέρι το ραβδί γυρίζει ο κουρσάρος τα τρίστρατα φάσμα σκυθρωπό και αμίλητο. Πολλοί γνώριμοί του ηθέλησαν να μιλήσουν μαζί, τον έκραξαν να τον κεράσουν στο κρασοπουλιό, επάσχισαν να τον μπάσουν στην εκκλησιά. Μα εκείνος φεύγει μακριά, σβύνει από κοντά τους σύγνεφο βαρύ, σκούσμα και θλίψι αφίνοντας γύρω του. Και κάθε νύχτα, τέτοια ώρα, έρχεται πάντα στον βλάμη του με το γιαταγάνι γυμνό στο δασοτριχωμένο χέρι, με ραντίδες αιμάτου νωπού στο μαύρο πρόσωπο και την σκούφια του απλώνει ζητώντας μερίδιο λαφύρων, όπως έκανε και ζωντανός. Και ο άτρομος καπετάνιος νευρικός, ανήσυχος ψηλαφά τα γένεια, τινάζει τον καπνό του τσιμπουκιού σύγνεφο εμπρός, ελπίζοντας να κρύψη το ενοχλητικό φάντασμα.
— Ε, παιδιά! ορθοί στο κούρσο! θέλει να φωνάξη όπως πάντα στην ώρα της προσβολής.
Μα ο λάρυγγάς του νομίζεις αγκαθόφραχτος κουρελιάζει τη φωνή, τη βγάνει άναρθρη και ασχημάτιστη. Και σύγκαιρα ηχά, το σκότος σχίζει πύρινη σφυριγματιά, τρανή, και χαλκόστομη σαν να σαλαχά κοπάδια ο Σαρίγκαλος. Ακούεται δούπος βαρύς, σάρας κύλημα, ένας κρότος κουφός και συνεχής σαν να επήραν ζωή τα πορολίθαρα. Και μέσα στη σαλαλοή φωνή αργιόχρωμη σαν κουκοβάγιας ανάκρασμα ακούεται να λέγη:
Τάω — τω και πίσω δεν κυτώ! τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά κ' εγώ γυρίζω πίσω. Έλα βλάμη σήκω, σήκω να μοιράσουμε!..
Ο καπετάν Λαχτάρας πνίγεται τόρα στον ίδρωτα. Γνώριμη του είνε η φωνή, γνώριμη η οφυριγματιά και η σαλαλοή. Δεν είνε άλλος από τον Τρακάδα τον βλάμη του. Έρχεται απόψε με περισότερη μάνιτα, με φριχτώτερη συνωδεία. Δεν κρατεί στο χέρι γυμνό το γιαταγάνι του· δεν έχει νωπού αιμάτου σπίλους στο πρόσωπο. Το φτωχικό βουργιάλι του φορεί και κρατεί στο χέρι το θριμματισμένο ραβδί του. Μα έχει τόσο στεγνό το πρόσωπο· το βλέμμα τόσο αδάμαστο· τόσο καμπουριασμένο, μικρό κ' ελάχιστο το κορμί που ημπορεί να τρομάξει και γίγαντα. Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στον βράχο του· θέλει να σύρη το χέρι στ' άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο σαν αλισοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλη φωνή· μα του είνε αδύνατον. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδή τους συντρόφους και ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, θεότρελοι από τον φόβο τους. Άλλοι γκρεμίζονται στη θάλασσα· άλλοι τσακίζονται στις σπηλιές· άλλοι παίρνουν τα πλάγια· άλλοι ανεβαίνουν κατάρραχα και ακόμη τρέχουν να φύγουν αόρατον εχθρό. Ρίχνει βλέμμα στον σκύλο του, θέλει να του θυμήση την παλιά υπόσχεσι. Μα κ' εκείνος αναμαλλιάρης, ολότρεμος γρούζει μόνον και πάσχει να χαθή κάτω από τα πόδια του αφέντη του. Και όμως κοντά του, τόσο κοντά που να αισθάνεται τον ανασασμό λίβα στο πρόσωπο, που να πέφτη Καβομαλιάς ο ίσκιος στο στήθος του στέκεται μικρομέγας ο Τρακάδας και με γέλοιο τον κυτάζει κατάματα, τον περιχύνει με την αγριόχρωμη φωνή του:
Τάω — τω! και πίσω δεν κυτώ! τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά κ' εγώ γυρίζω πίσω. Έλα βλάμη σήκω, σήκω να μοιράσουμε!..
— Να μοιράσουμε τι; ρωτά το αδέσμευτο πνεύμα μέσα στο κεφάλι του καπετάνιου. Θέλεις τα ρούχα μου, θέλεις τ' άρματα και τα χρυσαφικά μου; Δικά σου είνε· δικός σου είμαι κ' εγώ. Μπροστά σου μ' έχεις άβουλον και ακυβέρνητον. Μη ζητάς όμως τα πλούτη τα κρυμένα. Τα ξέρεις και τα ξέρω. Μην τα ζητάς!
Το είπε — δεν το είπε, το άκουσεν ο βρυκόλακας. Ανάβρισε το γέλοιο τρανταχτό, βαρύ, σαρκαστικό από τα φτωχά στήθη του. Και είδεν ο Λαχτάρας σκελετωμένο χέρι ν' απλώνη απάνω του, να τον σηκώνει πούπουλο στον ώμο. Αισθάνθηκε παλμόν· είδε τ' αστέρια κινούμενα επάνω του σαν γοργοκάραβα με τα πανιά γεμάτα. Πού πάνε τ' αστροκάραβα με τα πανιά γεμάτα; Στο κούρσο πάνε. Στο κούρσο και το αίμα τρέχει και αυτός.
— Ε παιδιά, ορθοί! θέλει να φωνάξη όπως πάντα στην ώρα της προσβολής.
Μα τίποτα δεν βλέπει γύρω του· τίποτα ζωντανό μέσα στο μυστικό. Όλα κοίτονται λουφασμένα: τα κανονάκια τα ορειχάλκινα, οι αιματοβαμμένοι μπαλντάδες, τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι γάντζοι. Κοίτονται λουφασμένα σαν να τα έχη σύγκρυο. Φαίνονται τρομαγμένα, δισταχτικά κ' εκείνα σαν τους κουρσάρους πριν και σαν τον Καρακαχπέ. Κανείς δεν έρχεται να τον προστατέψη· κανείς δεν τολμά να κράξη στον αμείλικτο βλάμη του: φτάνει! Κ' εκείνος παντοδύναμος αφέντης εκεί μέσα, τρέχει αψύς από πρύμη σε πλώρη, δένει τον σφιχτά στον αργάτη με τα σχοινιά, σηκώνει στη μέση το κατάρτι, απλώνει το πανί, λύνει πρυμόσχοινα. Και πάλι τον κυτάζει κατάματα, ρίχνει πάλι την αγριόχρωμη λαλιά του:
Τάω — τω και πίσω δεν κυτώ! τ' αχνάρια μου πίνε μπροστά κ' εγώ γυρίζω πίσω! Έλα, βλάμη, σήκω, σήκω να μοιράσουμε! ..
Ασκί του Αιόλου έγινε τόρα το σκελετωμένο σώμα του Τρακάδα και αμόλυσε δυνατόν άνεμο. Εφούσκωσεν ευθύς το ράθυμο πανί, αναταράχθηκε η θάλασσα και το μυστικό επέταξε βέλος από το αυλάκι στ' ανοιχτά. Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να πισωδρομούν σκοτεινά σύγνεφα στη βία του βοριά· βλέπει το κύμα να τον καβαλά· βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ' ολοφούσκωτο πανί, πνίγεται και μανίζει από την απελπισία και τον εφιάλτη. Τι θα γίνη; πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος; Πάσχει να λύση τα σχοινιά, θέλει να φωνάξη· μα είνε ανίκανος. Φυσά και βράζει μέσα του η κόλασις. Φυσά και βράζει μα δεν εξατμίζει να ελαφρωθή. Βούλεται — πασχίζει και τέλος βγάνει βρύχημα την κατάρα:
— Σύρε στο σαββατιανό λύκο! σύρε!..
Με τη φωνή κάπως έσπασαν τα δεσίματα όλα επήδησεν ορθός ο καπετάνιος και τρέχει αναμαλλιάρης να φύγη τον βρυκόλακα. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες, πηδά και φεύγει σαν ζάρκαδος. Πίσω του ο Καρακαχπές αναμαλλιάρης κ' εκείνος ρίχνεται στα βήματά του: φεύγα! του λέγει με το αλύχτημα ξεσχίζει του την βράκα με τα δόντια του. Εχθρός έγινε τόρα ο υποταχτικός και ο σύντροφος! Και βλέποντάς τον έτσι ο καπετάν Λαχτάρας παίρνει το αλύχτημα για φωνή του βλάμη του, γνωρίζει στη λάμψι των ματιών την αγριόθυμη φλόγα του Τρακάδα. Και φεύγει ακόμη με γόνατα παραλυμένα· με κομμένη φωνή. Πηδά φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει σάρες. Διπλό μπλουμ! ακούσθηκεν άξαφνα στη ρίζα ενός βράχου και η θάλασσα έκλεισε για πάντα τα μάτια των φυγάδων. Μα σύγκαιρα άλλα μάτια αγνώτερα και λαμπρώτερα η ανατολή άνοιξεν αντίκρυ και η πλάσις αναγάλλισε. Τρέμουν ρουμπίνια στα νερά· παίζουν σμαράγδια στους κάμπους. Το σώμα του Λαχτάρα ποντοπλάνητο, αδερφωμένο με τον Καρακαχπέ τρομάζει τόρα τους θαλασσινούς. Και κάτω στον κάμπο του Λαχιού αναπαύεται γυμνό και φτωχικό το σκέλεθρο του Τρακάδα.

ΤΕΛΩΝΙΑ

Απάνω στα λυχνανάματα είδα φανό εμπρός μου τη φωτιά του Στρόμπολι. Ο Νότος παληκάρι έσπρωξε την «Άγια Μαύρα» μου από τη Μαρσίλια ως εδώ με δέκα — δώδεκα κόμπους την ώρα. Επέρασα καλά τον Καβακάρσο — Μάνη σωστή στο χώμα και τους ανθρώπους της· άφησα βουβή την Καπρέα· την Έλβα με τα ψηλά βουνά, τη Σπιανόζα δασωμένη, το Μοντεχρήστο ξερή και άχαρη πυραμίδα πίσω μου. Τόρα όμως κλαψομοίρης γέροντας άρχισε να ζαρώνη τα φρύδια του. Ο Συρόκος έβγαζε στοιχειά τα κύματα· ο ουρανός συγνεφοσκεπασμένος, θεοσκότεινος εχαμήλωσεν ως τα ξάρτια, έπνιξεν όλα στην υγρασία και τους ατμούς. Το κατάστρωμα εγλύστραε κατάβροχο σαν να ήταν πλυμένο, με σαπουνάδα. Τα σίδερα, τα κατάρτια, ο αργάτης, το δοιάκι επλημμύρισαν στον ίδρωτα· εμούσκεψαν τα πανιά, τα σχοινιά εφούσκωσαν παραχορτασμένα σαν φίδια.
— Μπρε!
Δεν μου άρεσαν καθόλου τα σημάδια του. Είπα να σφαλήσουν καλά τ' αμπάρια και να καθήση άγρυπνος ο Κριτσέπης στο τιμόνι. Ίσα πλώρη ο φανός του Στρόμπολι.
— Καλό πνίξιμο! ακούω πίσω μου στριγγιά φωνή.
Σπασμοί μ' έπιασαν. Την εγνώριζα πολύ καλά την καταραμένη φωνή. Δεν ήταν άλλη παρά του Κάργα, του παιδικού μου φίλου και συντρόφου τόρα στη σκούνα μου. Μαζί του εβύζαξα το γάλα της μάνας μου, μαζί ανατράφηκα στη σκούνα του πατέρα μου· μονοήμερα ίδρωσαν οι τρίχες στα μουστάκια μας. Η μάνα του αρρωστιάρα επέθανε πριν τον αποκόψη. Ο πατέρας του επνίγηκε στο Καβοντιλάρμε της Καλαβρίας πριν τον χαρή παληκάρι. Απόμεινε ορφανός και πεντάφτωχος. Ό δικός μου τον επήρε στο σπίτι, μας αδέρφωσε. Μαζί στο σχολείο, μαζί στα παιγνίδια. Πάντα οι δυο μας. Όχι δυο· ψέματα· οι τρεις μας έπρεπε να ειπώ. Γιατί και το Σμαρώ ήταν μαζί μας πάντα, το Σμαρώ ακριβή χαρά και μοναχός καυγάς μας.
Άξαφνα όμως μας άδραξεν ο πατέρας και μας έρριξε στην «Άγια Μαύρα». Μας εμάγεψεν η θάλασσα. Όλες οι κουβέντες ήσαν για τα πλεούμενα. Όνειρό μας ήταν να εμπούμε σε μεγάλο καράβι, ένα μπάρκο, μια νάβα, σε μεγαλείτερο ακόμη. Να βάνη μέσα χίλια κοιλά· πέντε, δέκα, εκατό χιλιάδες κοιλά. Και να έχη πολλά πανιά· δάσος κατάρτια, σχοινιά — σύρματα. Και να ταξειδεύουμε μακριά, πολύ μακριά, σε απέραντα πέλαγα, πίσω του ήλιου. Καπετάνιος εγώ, καπετάνιος εκείνος να σμίγουμε στον δρόμο και να χαιρετιώμαστε:
— Ε, από το μπάρκο! … ποιος καπετάνιος ;
— Ο Μήτρος του Τράχηλα!
— Ε, από τη νάβα! … ποιος ;
— Ο φίλος του Μήτρου· ο Λάμπρος Κάργας!
— Και για πού με το καλό ;
— Για την Αμέρικα… Και σεις;
— Για την Αυστραλία.
— Τι φόρτωμα ;
— Μοσχοκάρυδα, βανάνες, καφέδες, ζαχαροκάλαμο.. Και σεις ;
— Διαμαντόπετρες, μπιρλάντια, μεταξωτά, κεχριμπάρι, φίλντισι!
Και όταν ετελείωνε το φανταστικό ταξείδι εγύριζε καθένας στο νησί φορτωμένος κολωνάτα.
— Και σαν γυρίσης πίσω; ερώταεν ένας τον άλλον.
— Θα πάρω το Σμαρώ γυναίκα μου.
Τέλος όταν επέθανεν ο καπετάν Τραχήλης έγινε σύντροφος στη σκούνα ο Κάργας. Αλλά μόλις εκλείσαμε τα συμβόλαια εμπήκε μέσα διαφορετικός.
— Το δοιάκι, λέγει, δε μ' αρέσει.
— Μα γιατί ;
— Έτσι· έχει κεφάλι φιδιού. Να το κάνουμε σκύλινο.
— Μα τι σε πειράζει φίδι — σκυλί; Τη δουλειά του την κάνει.
— Δεν την κάνει.
Και φραπ! στη φωτιά το δοιάκι. Έκαμε σκύλινο. Έπειτα άρχισε για όλα του καραβιού. Πάνε οι μπαμπάδες, πάνε οι μούρσοι, πάνε τα πόμολα. Είχαμε φιγούρα ένα Μακεδόνα· δεν του άρεσε.
— Να βάλουμε, λέγει, δέλφινα.
Έβαλε δέλφινα. Το πομπρέσο είχε σκαλισμένον ένα σταυρό στην άκρη.
— Όχι σταυρό, λέγει· λουλούδι θα βάλω.
— Μα τι σε πειράζει σταυρός — λουλούδι; Ίδιο είνε.
— Όχι· καλήτερα λουλούδι.
Άλλα έξοδα πάλι. Έβαλε στο πομπρέσο λουλούδι. Τον εργάτη τον έβαψε πράσινον, την κάμαρή μας κόκκινη· το μαγεριό κατάμαυρο· τα κατάρτια κίτρινα. Έπειτα ήθελε να βάψη και το σκαφίδι. Ήταν γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο.
— Όχι γαλάζιο, λέγει· κάτασπρο είνε ομορφώτερο.
— Μα το άσπρο λερώνει εύκολα. Έπειτα δεν έχει ανάγκη ακόμα.
— Έχει — δεν έχει θαν το βάψω. Δεν μπορώ να το βλέπω με τέτοιο χρώμα. Στο στομάχι μου κάθεται.
Τι να του ειπώ; είχε μανία στο άλλαγμα. Το κεφάλι του ίδια πυξίδα· ούτε κάρτο δεν έμενε στη θέσι του. Από τ' άψυχα ερρίχτηκε σε λίγο και στους ανθρώπους. Έδιωχνε τον ένα, έπαιρνε τον άλλον, έβριζε τον τρίτον. Έπειτα ερρίχτηκε στον καραβόσκυλο τον Ζέπο μας, που τον είχεν ο μακαρίτης ζωή μαζί του! Τον έδερνε, τον εκλωτσούσε, τον άφινε νηστικόν τέλος μια νύχτα τον έπνιξε μεσοκάναλα κ' έφερεν από τη Μεσσήνα ένα κοπρόσκυλο που εβαριόταν και ν' αλυχτήση.
— Μωρέ γιατί βλάμη; τον ρωτώ.
— Έτσι· δεν τα θέλω τέτοια στο καράβι μου.
Στο καράβι του! Δεν εκρατήθηκα περισσότερο.
— Άκουσε, Λάμπρο· του λέγω. Εγώ δεν σ' έβαλα αφέντη εδώ μέσα· σ' έβαλα σύντροφο.
— Σύντροφο, μου απαντά με θυμό, για να σου ανοίξω τα μάτια.
Τόρα εκατάλαβα! Δεν είχε μόνον μανία στο άλλαγμα παρά κάτι περισσότερο. Ήθελε να φαίνεται στη σκούνα μοναχός καραβοκύρης. Τον έτρωγε το εγώ του. Τόσο εξιπάσθηκε με το καπετανλίκι ο χοντροναύτης που επίστεψε πως ήταν πορφυρογέννητος. Όλα τα ήξευρε και όλα τα ώριζε. Γη, θάλασσα, ουρανός, πλεούμενα όλα δικά του. Και αν δεν ήσαν δικά του δεν έπρεπε όμως να ήνε και κανενός άλλου. Ημπορούσε να πετάξη και τη ζωή ακόμη αν του υποστήριζες πως έχουν ζωή και μυριάδες άλλοι άνθρωποι. Μοναδικός στο είδος του, μοναδικός στην τέχνη του.
Απελπισία μ' έπιασε. Επέταξεν η όρεξι για τη δουλειά, επέταξαν και τα όνειρα. Ο αιθεροπλανημένος αετός έχασε τα φτερά του κ' έμεινε χεροδούλης και ψωμοζήτης στη γη. Ψωμοζήτης και πονόψυχος. Ήξευρα ποιος μου εψαλίδισε τα φτερά και όμως ελυπόμουν να τον διώξω. Μας ήρθαν δύσκολες χρονιές. Επάθαμε ζημιές στα ταξείδια. Αν ήθελα να χαλάσω τη συντροφιά δεν θα έπαιρνε ο Κάργας ούτε το απόθεμα. Ας πάει να χαθή! εσκέφθηκα. Ο πατέρας μου τον έκαμε άνθρωπο· δεν πρέπει εγώ να τον καταστρέψω.
— Τι λόγο είπες βλάμη; τον ρωτώ τόρα.
 — Έτσι, τον είπα· μου απαντά με θυμό. Φοβάσαι μήπως αληθέψη; Μη
φοβάσαι!…
 — Μπα· τι να φοβηθώ; εψιθύρισα δείχνοντας αδιαφορία. Μα γιατί να
ειπής τον κακό σου λόγο;
— Τον είπα. Μα δε μου λες. Αλήθεια παίρνεις το Σμαρώ γυναίκα σου;
Και χωρίς να περιμένει απάντησι έβγαλεν ένα τσαλακωμένο χαρτί, εσίμωσε στον φανό της πυξίδας κ' εδιάβασε τρεχάτα. «Το Σμαρώ, παιδί μου, δεν είνε για σένα. Η Μαριώ του Καπετάν Τραχήλη την αρραβώνιασε με τον γιο της τον προστάτη σου. Έπειτα μάθε και τη δική μου συμβουλή. Μην απλώνεις το χέρι σου εκεί που δεν φτάνεις. Τι έχεις να κάμης εσύ με το κορίτσι του καπετάν Πανώργιου; Εκείνο είνε καραβοκυροπούλα και δεν μπορεί παρά να πάρη καραβοκύρη».
— Τ' ακούς! μου λέγει· δεν είνε ψέμα ε;
— Όχι βέβαια· δεν είνε ψέμα, του απάντησα ήσυχος. Ξέρεις πως το Σμαρώ τ' αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά.
— Κ' εγώ τ' αγαπούσα· είπεν εκείνος. Κ' εγώ από τότε τ' αγαπούσα και τόρα τ' αγαπώ και θαν τ' αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλόνω εκεί που δε φτάνω. Και γιατί δε φτάνω εγώ στο Σμαρώ! Πού είσαι συ καλήτερος από μένα; τ' έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης κ' εγώ. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή. Θέλεις τόρα να πάρω το μπαλντά και να τη χωρίσω στη μέση ;
Και αγριοπρόσωπος εσηκώθηκεν ορθός, εγύρισε τα μάτια του ζερβόδεξα σαν να εζητούσε το καταραμένο τ' όργανο. Είδα πως ήταν καλό να πάρη τέλος η κουβέντα μας. Ήθελα όμως και να τον πειράξω λιγάκι, να χαρώ με την απελπισία του.
— Τι τα θέλεις αυτά· εψιθύρισα. Το Σμαρώ με παίρνει γιατί μ' αγαπά.
— Σ' αγαπά! εκείνη σ' αγαπά! . Εσένα!. χμ!.
Για να ειπώ την αλήθεια τον ελυπήθηκα. Δεν επίστευα πως αγαπούσε τόσο το Σμαρώ. Σε τέτοια διαστρεμμένη ψυχή δεν επίστευα να χωρή τόση αγάπη. Και όμως εχωρούσε. Και ίσως όχι δαίμονας αλλ' άγγελος μυροφόρος είχε τον θρόνο μέσα του και τον έσπρωχνε ν' αλλάζη όλα στην «Άγια Μαύρα» μας, πρόσωπα και πράγματα. Έρωτας ο διπρόσωπος που κατά την περίστασι δείχνει μας στον κόσμο με αγγέλου φτερά ή με δαιμόνου νύχια, που μας υψώνει στον Όλυμπο ή μας γκρεμίζει στα Τάρταρα, αυτός παντοδύναμος τόρα έπαιζε στα χέρια την ψυχή του φίλου και την έκανε Μέδουσα. Αγαπούσε κ' εκείνος από τότε το Σμαρώ και ήξευρε τις ιδέες που βασιλεύουν δεσπότες τύρανοι στο νησί μας. Βαθύ φαράγγι τον εχώριζεν από την αγάπη του κ' έπασχε να το πηδήση με ό,τι δήποτε είτε να χαθή μέσα, παίρνοντας στον χαμό του και την πλάσι ολόκληρη.
Εγύριζα στο κάσαρο με τα χέρια πίσω, συλλογισμένος. Άξαφνα αισθάνομαι να τραβά κάποιος τον μουσαμά μου. Στρέφω και τον βλέπω να μου δείχνη κάτι με τρεμάμενο χέρι ψηλά στο κατάρτι. Εσήκωσα τα μάτια μου· ανατρίχιασα. Τα εχαμήλωσα και ανατρόμαξα. Πάλι τα εσήκωσα επάνω. Τελώνιο ήταν εκεί, λαμπυρίδα ωχροκίτρινη, συχαμερή μύξα, ελάχιστο στον όγκο του, τρίσμεγα στη δύναμι και τη σημασία του. Αλλά ο σύντροφος με το χασκογέλαστο πρόσωπο του, μάτια του τα πύρινα, με τα σκελετωμένα χέρια μου εφάνηκε φοβερώτερο Τελώνιο, ψυχωμένος Σατανάς από εκείνους που τελωνίζουν τις ψυχές ψηλά στο άπειρο. Άφηκε, είπα, τον σκοτεινό του θρόνο και ήρθε κάτω να τελωνίση και τη δική μου ψυχή, να την βασανίση και να την ξεσχίση με τ' αρπάγια του, στις φλόγες να την παραδώση πριν ακόμη γδυθή τη σάρκα της.
— Καλό πνίξιμο! εσφύριξε πάλι στ' αυτιά μου.
Και πριν κουνηθώ από τη θέσι μου έφυγε μακριά, τριποδίζοντας στο κατάστρωμα και ουρλιάζοντας σαν ξωτικό.
— Τα φώτα!… Σβύστε τα φώτα!… εβροντοφώναξα ευθύς.
Μα οι ναύτες είχαν ιδή τα Τελώνια κ' επρόβαλαν στο κατάστρωμα με όλα τα χάλκινα σκεύη του μαγεριού. Ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια, καπάκια έπαιζαν τόρα στα χέρια τους κ' εβρόντουν σωστό δρολάπι ήχων και φωνών. Νευρικό το μέταλλο άστραφτεν, ούρλιαζε, τα στέρνα του εξέσχιζεν άπονα, ετρανολάλει με πάταγον, έκραζε με ρυθμόν, έσπρωχνε κύματα οργής και λύσσας, να κουρελιάση το στερέωμα. Κλαγγή, δουπός, στρίγγλισμα, κραυγή, θρήνος σμιχτά όλα, περιπλεχτά, ωρμούσαν εδωθεκείθε, ετάραζαν το σκαφίδι, εκλόνιζαν τ' άρμενα, ελάμπαζαν την άβυσσο. Τα Τελώνια όμως έμεναν σκαλωμένα στη θέσι τους, περιφρονώντας την ταραχή και τον θόρυβο. Τόρα δεν ήσαν δυο, δεν ήσαν τρία μόνον ήσαν εκατό — χίλια. Τ' ωχροκίτρινο φως τους έφευγε περαδώθε στο πλωριό κατάρτι, στο πρυμιό, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλιέρες, άπλωνε κ' έσβυνε κινούμενο σαν φίδι που έφαγε τη λαμπηδόνα. Και πέρα βαθειά, στο σκοτάδι μέσα, άστραψε γοργά, άσπρισε η θάλασσα και τα πανιά μας, κεραυνός εχύθη χαλκόστερνος και τρανταχτός. Άτρομος απαντούσεν ο δαίμονας στον ψώφιον αλλαλαγμό μας. Απελπίστηκα.
— Το γουρούνι μωρέ! τι το φυλάτε το γουρούνι! εφώναξα.
— Δε σκούζει, καπετάνιε! μου λέγει ο Μπίρκος.
Τρέχω κοντά το κλωτσάω, το σπρόχνω, τραβώ τις τρίχες, του ξεριζώνω τ' αυτιά. Τίποτα. Το θρεφτό μας συμμαζωμένο στην πλώρη, κλινάφτικο, με τη μουσούδα χωμένη σε μια νεροκολοκύθα, έμενεν ακίνητο απάνω στα νερά του και δεν έβγαζε γρυ από τον φόβο του. Και το αστροπέλεκο άστραφτε κ' εβρόντα ολόγυρά μας, αριστερά, δεξιά, εμπρός και πίσω μας γοργό και αλλεπάλληλο, λέγεις κ' εβιαζόταν να κατακάψη τα σύμπαντα. Η σκούνα κυματόδαρτη, ανεμοπαρμένη εσπαρτάριζε σύγξυλη, ελάγκευε τρελή κ' έτρεχεν εμπρός να ξεφύγη τον κίνδυνο. Κατάπλωρα το Στρόμπολι αόρατο μέσα στο σκότος, ετίναζε κάθε λεφτό φλόγες θεόψηλες από τον ανήσυχον κρατήρα του, εξερνούσε πέτρες κόκκινες και λάβα που ερροβολούσε ποτάμι πύρινο κάτω κ' έβαφεν αίμα τα σκοτεινά νερά. Και το σκυλί του συντρόφου, το ράθυμο και μουλωχτό, αναμαλλιασμένο τόρα από τους κλώτσους των ναυτών και τον τρόμο του, έκατσε με πείσμα στο τσιμπούκι και ούρλιαζε δείχνοντας σπαθιά τα δόντια του στον κεραυνό, σαν να ήθελε να τον φοβερίση. Μα το ψωμάκι εσάστισα. Πρώτη φορά που εσάστισα στη ζωή μου.
— Βόηθα τύχη της Σμαρώς· είπα μέσα μου.
Αλλά βρόντος φοβερός έκοψε στη μέση τον στοχασμό μου. Βρώμα και θειάφι και λαμπρό φως ετύφλωσαν ευθύς τα μάτια μου, έπνιξαν τον ανασασμό, έγδαραν τσιγκέλια τα στέρνα μου. Το αστραπόβολο έπεσε σούβλα πύρινη στο κατάστρωμα. Τετέλεσται!
Η καταραμένη ευχή του Κάργα και με το παραπάνω ακούστηκε. Καλό πνίξιμο! Πάει τόρα η σκούνα, πάνε τα νυφιάτικα, πάει και ο καψογαμπρός στον πάτο.
— Να το ήξερες, καϋμένη μάνα και ν' άναβες ένα κερί στον Αϊνικόλα! εσκέφθηκα.
Τρέχω να εύρω τον δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στα κατάστρωμα, πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτα δεν βλέπω. Οι ναύτες ολόγυρά μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά τόρα στα χέρια τους, πανιασμένοι εγύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια, εψηλαφούσαν τις κουπαστές με αγωνία θανάσιμη. Όμως η «Άγια Μαύρα» σαν να μην αισθανόταν πληγή απάνω της ελάγκευε ακόμη στα κύματα, έφευγε φάλαινα επάνω στο ηφαίστειο. Στα κατάρτια της ψηλά, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλιέρες, τα Τελώνια βρωμερά, συχαμένα έπαιζαν τ' ωχροκίτρινο φως τους διαπεραστικό κάτω, λέγεις κ' ήθελαν να λογχίσουν την ψυχή μας. Και ολόγυρα οι αστραπές καδένες έσχιζαν το κατάμαυρο χάος, σαν να έστηναν φλογερό σύνορο στην πορεία μας.
— Βαράτε, μωρέ και μας έπνιξαν! φωνάζω.
Άρχισε πάλι ο χαλκόστομος αλλαλαγμός κάτω από τα κατάρτια. Όμως στο κάτασπρο φως μιας αστραπής κάνω έτσι και βλέπω τον Κριτσέπη, με κερί του Επιταφίου στο χέρι να κυνηγά από τα στράλια τα Τελώνια. Το εσίμωνε απάνω τους έφευγαν εκείνα· το έπαιρνε, πάλι εφανερώνονταν. Το κρυφτό έπαιζαν μαζί του! Γυρίζω μια ματιά· βλέπω και όλους τους άλλους. Μαύρο φίδι μ' εδάγκωσε.
— Μωρέ που άφηκες το τιμόνι; τον ρωτώ.
— Το πήρε ο καπετάν Κάργας, μου απαντά. Σύρε, λέει, να ξεκουρασθής λιγάκι.
— Στον Κάργα τ' άφηκες! φωνάζω ξετρελαμένος.
Και τρέχω στο κάσαρο. Δεν έκαμα δυο πηδήματα, εκυλίσθηκα κάτω ανάσκελα. Ο σύντροφος έκαμε το θέλημά του αμέσως. Μια παρατιμονιά και η «Άγια Μαύρα» μας έσκασε απάνω στα χάλαρα. Πηδώ στον βράχο· τι να ιδώ: Το ηφαίστειο σαν πληγωμένος γίγαντας έχυνε από τα πλευρά ποτάμι το αίμα του και απαντούσε με φριχτόν πάταγο στους στεναγμούς της σκούνας μας. Και άξαφνα φοβεροί αποκλαμοί αφροκόκκινοι και στοιχειωμένοι επρόβαλαν μέσ' από τις πέτρες, εκλείσθηκαν ολόγυρα στο ξύλο και ίσως η Χάρυβδις έσυρε κάτω την «Άγια Μαύρα» με όλα τα κακούργα Τελώνια.
Όμως μαζί τους ήταν και ο Λάμπρος Κάργας ο σύντροφος.

ΓΙΟΥΣΟΥΡΙ

Όταν το πρωτάκουσα ήμουν παιδί στα σπάργανα. Και όταν έφτασα εικοσάχρονο παληκάρι έλεγαν ακόμη για εκείνο με τον ίδιο θαυμασμό και περισσότερη φρίκη. Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι που βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου! Το γιούσουρι που ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας και ώρες χαμηλώνει και χοντραίνει και γίνεται κάστρο αγύριστο με τους ρόζους και τα κλαδιά, με τις ρίζες και τ' Αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το έχουν μόλογο. Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σε αγγόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό.
Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβυσαν από τη μνήμη των ανθρώπων τόρα. Εκείνοι που ονειρεύθηκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη των πατέρων τους είτε στα βάθη της θάλασσας. Εκείνοι που επήγαν γυρεύοντάς το δεν εδευτέρωσαν τον σκοπό τους. Έχει, σου λέγουν, κατιτί πλάνο κ' επίβουλο και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα και γλυστρά σαν χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και φωσφορίζει σαν ωκεανόψαρο, που παραλεί το σώμα με το πρώτο αντίκρυσμα. Το ξανθό βασιλόπουλο μάταια ζητεί ν' αγκαλιάση την ποθητή του!
Εγώ από μικρός που το άκουα μ' έπιανε κάποιο αίσθημα παράξενο. Φόβος και μαζί πείσμα. Καλά, έλεγα, ο διπίθαμος Αράπης που ρουφά τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια μόνον με τα γένεια του. Καλά η αθάνατη Γοργόνα, του Αλεξάντρου η αδερφή που γυρίζει σβούρα τη θάλασσα και στο πικρό χαμπέρι βουλιάζει τα πλεούμενα σύψυχα με την ουρά της. Καλά και ο Άριστος που σκοτώνει τα θεριά και τα βουνά γκρεμίζει και ξεριζώνει ρουπάκια με το κοντάρι του. Μα ένα δέντρο εκεί του νερού πλάσμα, θρέμα του άμμου και να κάνη τόσα θαύματα! Μπα, ντροπή μας! Έβλεπα τους άντρες όλους λεβεντοθρεμένους και όμως να μιλούν γι' αυτό με τόση ευλάβεια σαν να εμιλούσαν για το Τρισυπόστατο. Τι διάβολο! Εκείνοι μια φορά έβαλαν τα στήθη τους γυμνά εμπρός στο κανόνι του Τούρκου, επήδησαν με το δαυλί στο χέρι μέσα στις μπαρουταποθήκες του· είδαν τον θάνατο κατάματα χίλιες φορές και δεν ετόλμησαν να ξεριζώσουν ένα δεντρί! Δεν ημπορούσα να το χωνέψω.
 — Δε μου λες, πατέρα κάνω κάποτε του γέροντα μου· τι 'νε αυτό το
γιούσουρι;
 — Ξύλο παιδί μου σαν και τ' άλλα· θαλασσόξυλο. Αν θέλης να το
μάθης σύρε να ιδής την πίπα μου.
Τρέχω μέσα στο σπίτι, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια πίπα χοντρή και μεγάλη, με ρόζους σαν αγκάθια, μαύρη — κατάμαυρη όπως ο έβενος.
— Μπα! τούτο είνε το γιούσουρι; το κόβουν λοιπόν;
— Το κόβουν λέει; Αφού τόχεις στα χέρια σου! Έκοψα πήχες όταν ήμουν σφουγγαράς.
— Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψης και το γιούσουρι του Βόλου;
Επέτρωσεν ευθύς το χαμόγελο στα χείλη· εσοβαρεύθηκε το πρόσωπό του. Εγύρισε και μ' εκύταξεν αφαιρεμένα, σαν να έλειπεν ο νους μίλια από το σώμα του.
— Α! είπε κινώντας το κεφάλι. Το γιούσουρι του Βόλου δεν είνε το ίδιο. Επήγα μια φορά κ' εγώ, μα λίγο έλειψε ν' αφήσω δίχως άντρα τη μάνα σου.
— Αφού κόβεται!…
— Κόβεται όταν είνε μικρό. Κάτω στη Μπαρμπαριά είνε δάση ολάκερα. Εκεί που ψαρεύουν το σφουγγάρι αρπάζουν και κάνα κλαρί. Έτσι κλεφτά, στην ώρα που κοιμάται. Άμα όμως ξυπνήση δεν το κόβει ούτε η ρομφαία του Αρχάγγελου.
— Το γιούσουρι του Βόλου δεν κοιμάται ;
— Κοιμάται· μπορεί να κάμη δίχως ύπνο; Μα εκείνο εστοίχειωσε πια· ζη με τους αιώνες· ποιος ξέρει από πότε: Να ιδής των παλαβών τα κόκκαλα πώς κρέμονται σαν πολυέλαιοι απάνω του! …
Και το βλέμμα του έγινε πάλιν αόριστο, κάπως δειλό εστυλώθηκεν απάνω σε μια στάμνα που έστεκε σπασμένη στην αυλή, το μέτωπο εσούφρωσε κ' εκέρωσε, λέγεις κ' έβλεπε ασπίδα να προβάλη αποκεί.
— Εσύ πατέρα πώς επήγες; Με τη μηχανή; τον ερώτησα.
— Όχι, με την πέτρα σαν τους Καλυμνιώτες. Πού μηχανές στον καιρό μας!
— Εγώ σαν μεγαλώσω θα πάω να το κόψω· είπα πεισματικά.
Ενόμιζα πως θα έλεγεν όχι· πως θα εφρόντιζε με χίλια — δυο να μ' εμποδίση· πως θα μου εδιηγώταν ιστορίες τρόμου και φρίκης για ν' απελπισθώ. Τίποτα όμως. Μια στιγμή μ' εκύταζε συλλογισμένος από τα πόδια ως την κορφή σαν να εμετρούσε το ανάστημά μου, εχαμογέλασε·
— Καλά· σα μεγαλώσης να πας· είπε με την πρώτη του απάθεια. Τόρα που είσαι μικρός σύρε να μάθης τη θάλασσα.
Επήγα κ' έμαθα τη θάλασσα. Ναυτόπουλο έγινα, έπειτα ναύτης· είδα φουρτούνες, χιονιές, αγριοκαίρια· επήγα και με τα σφουγγαράδικα στη Μπαρμπαριά. Μα και ναυτόπουλο και ναύτης και σφουγγαράς δεν εξέχασα το στοιχειωμένο γιούσουρι και τον λόγο που έδωκα του πατέρα μου. Το εναντίον μαζί με το κορμί εμεγάλωνε και ο πόθος μέσα μου, σαν να τον είχα προγονική σπορά στο αίμα. Εγώ ήθελα να κόψω το γιούσουρι, στην ανάγκη να το ξεριζώσω και να το σύρω σκλάβο πίσω από το καΐκι στο νησί μας. Θα το εξάπλωνα στην αμμουδιά θρασίμι και θα έβανα διαλαλητή να διαλάληση σε όλη τη χώρα: — Εβγάτε χωριανοί να ιδήτε το μέγα θαύμα! Το στοιχειό της θάλασσας ενικήθηκεν από του νησιού μας το στοιχειό, τον Γιάννο Γκάμαρο. Τρέμουν — τρίζουν τα βουνά! Εβγάτε χωριανοί να ιδήτε και να ειπήτε!…». Θα έτρεχεν αμέσως μελίσσι ο λαός· θα έβλεπαν οι θαλασσογέννητοι και θα εσταυροκοπούνταν θα έβλεπαν οι γυναίκες και θα ετρόμαζαν τα παληκάρια και θα εζηλοφθονούσαν, οι λυγερές και θα έλεγαν: — Να λεβεντονιός για να γίνη άντρας μας! Δεύτερος Άγιος Γιώργης θα εδοξαζόμουν στο νησί. Κ' ένας τρόμος μυστικός, μια λαχτάρα εβασάνιζε κάθε τόσο την ψυχή μου, μήπως προλάβη άλλος και αρπάξη τη δάφνη μου. Γυρεύεις τι γίνεται; Αλλά πάλιν ησύχαζα στην ιδέα πως άλλος αξιώτερός μου δεν ήταν δυνατόν να γεννηθή. Και ακόμη επίστεψα πώς το δεντρί εκείνο δεν εκαθόταν τόσους αιώνες εκεί στον ανήλιαστο θρόνο του παρά να γίνη μιαν ημέρα άθλο δικό μου και έπαινος. Κ' έτσι έκλεισα τα είκοσι χρόνια μου. Εψάρευα το σφουγγάρι με τη μηχανή του καπετάν Στραπάστου στην Έγριπο. Δώσε απάνω — δώσε κάτω εφτάσαμε και στον κόρφο του Βόλου. Άρπαξα την περίστασι.
— Τι λες καπετάνιε; κάνουμε την απόπειρα;
— Ποια;
— Πάμε να κόψουμε το γιούσουρι;
Εγέλασε ο καπετάν Στραπάτσος· εγέλασαν και οι άλλοι· εγέλασα τέλος κ' εγώ. Δεν ετολμούσα να κάνω τον σοβαρό.
— Ρε τι λες; μου κάνει· είσαι στα συγκαλά σου ή να στείλω για τον παπά; Αμή!.. επήγαν τόσοι και τόσοι και δεν έκαμαν τίποτα και θα κάνουμ' εμείς;
— Γιατί όχι; είμαστ' αδέξοι εμείς! Έπειτα — άκου να σου ειπώ — εκείνοι επήγαν με την πέτρα. Μια βουτιά κι' απάνου. Τι θες να κάμουν με μια βουτιά;
— Μωρέ κύτα να βγάλουμε το καρβέλι και άφησε τα όνειρα! μου λέγει τέλος ο καπετάνιος.
Δεν απελπίστηκα. Θα τον καταφέρω στο ύστερο· εσκέφθηκα. Και αλήθεια έδωκα — πήρα τον εκατάφερα μια Κυριακή που δεν εψαρεύαμε.
— Τι λες, πάμε; του κάνω.
— Μωρέ που να πάμε ;
— Για το γιούσουρι.
— Και ποιος θα βουτήξη ;
— Εγώ βουτάω· γι' αυτό ρωτάς!
Επήγαμε τέλος. Κυτάζω με το γυαλί στον βυθό· πουθενά το γιούσουρι! Φέρνω μια βόλτα, δυο, τρεις· τίποτα! Άρχισε να με πιάνη απελπισία. Μιαν απελπισία παράξενη. Τόσα χρόνια το ανάστενα στη φαντασία μου, το έβλεπα γιγαντωμένο εμπρός μου, επάλαιβα μαζί του, εθριάμβευα και τόρα να βγαίνουν όλα ψέματα! Δεν ημπορούσα να το υποφέρω. Κάπου έπρεπε να υπάρχη, κάπου να το συναντήσω, θέλεις κάτω στους βυθούς, θέλεις πέρα στο ακρογιάλι, θέλεις απάνω στα σύγνεφα· έστω! Να το συναντήσω, να μετρηθώ μαζί του και ας με καταλύση. Ας κρεμασθούν και τα δικά μου κόκκαλα, τρόπαιο θλιβερό απάνω του, όπως και των άλλων παλαβών. Όχι όμως να μην το γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου. Τότε γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους βυθούς; Μόνον για το καρβέλι!
— Τραβάτε για το λιμάνι, τραβάτε να πιούμε και καμμιά· είπεν ο καπετάνιος βαριεστισμένος. Οι γερόντοι λένε κάποτε και παραμύθια.
Κρύος ίδρωτας μ' επήρε. Άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου.
— Στο Θεό σου. καπετάνιε, του λέγω· έχε υπομονή. Να φέρουμε μια βόλτα πάλι.
Ούτ' εκείνος όμως, ούτε οι λαμνοκώποι με άκουαν. Το καΐκι εγύρισε κ' έφευγε για το λιμάνι βαριεστισμένο κ' εκείνο. Εγώ κρεμασμένος από την κουπαστή δεν έπαυα να κυτάζω ζερβόδεξα, με καρδιοχτύπι μεγάλο, σαν να εζητούσα της μάνας μου τα κόκκαλα. Μάταια όμως! Το νερό πρασινογάλαζος αιθέρας έφτανε ως κάτω στον πυθμένα και μου έδειχνε ξερά τα φύκια, όχθους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες απλωσές σουφρωμένες, ζεστές, των νεράιδων κρεβάτια μαλθακά και απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ' ονειρεμένο μου δεντρί. Έλεγα ν' αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα. Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσεν εμπρός μου, πίσω έμεινε σαν να εδιάβηκε φάλαινα.
— Στοπ! φωνάζω· σταθήτε!
Εστάθηκε το καΐκι, εγύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι πελώριο δέντρο σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι! Ντύνομαι γοργά, παίρνω τον λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι και βουτώ κάτω. Μα καθώς εσήκωσα τα μάτια σύγκρυο μ' έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! τι Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είνε το θαύμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες έσφιγγαν Βριάρεως χέρια το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, εβύζαιναν τους μαστούς, αγκάλιαζαν τ' αγκωνάρια, εγάτζωναν τις ποδιές του ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμις ακαταγώνιστη. Απάνω ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ κ' εκεί κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργυιές εψήλωνε με προαιώνιο θράσος και έπαρσι. Και αποκεί κλαδιά και αντικλάδια πολύκαμπα, μυριόροζα, καμαρωτά και ολόισα έφευγαν περαδώθε, ψηλά και χαμηλά, λέγεις κ' έπασχαν ν' αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το δίχτυ τους. Ολόγυρα το νερό διάφανο, ακίνητο σαν γυάλα το έσκεπε και το έλουζε τροφός μαζί και ταίρι, πνοή του και κλίνη του. Και κάτω από το μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινή έχασκεν η άβυσσος, κρύα και άπατη σαν κάποιος κύκλος μαγικός αλύτων μυστηρίων και σιγής ατάραχης.
Εύρα το δέντρο στον ύπνο του. Μα και στον ξύπνο να το εύρισκα ίδιο έκανε. Αν ήταν ν' αρπάξω ένα κλαδί και να εβγώ απάνω, καλά. Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο εκατέβηκα εκεί. Έκαμα τον σταυρό μου, εξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του εκατάφερα την πρώτη. Εξύπνησεν Όφις. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας χτύπος, ένα κακό, λέγεις κ' εχύθηκαν όλα τα ρέματα επάνω μου. Το στεκάμενο νερό εχόχλασεν, εδάρθηκε κλωθογύριστο, σκότος επήδησεν από την άβυσσο κ' έχασα τα πάντα. Έκατσα χαμηλά και αρπάχθηκα σ' ένα ρίζωμα μήπως με σύρουν. Και είδα άξαφνα τους ρόζους τους κλειστούς να γλαυκοπαίζουν μάτια αράπικα και να χύνεται αστρίτης η φλόγα επάνω μου. Και στα κλαδιά τα λευκοπράσινα είδα σωρούς να κρέμονται τα σκέλεθρα κάτασπρα, ετοιμόρροπα, πομπή και γάνα όλων των παλαβών εκείνων που εστηρίχθηκαν στης φαντασίας την ορμή και όχι στου νεύρου τη δύναμι και της σάρκας την αλύγιστη επιρροή. Μέσα στο βρύχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό, έναν κουφό χτύπο· και δεν ήταν άλλος παρά τα κόκκαλα που εδέρνονταν συναμεταξύ τους και τα γυμνά ποδάρια ελάχτιζαν με πείσμα τ' άσαρκα μέτωπα, σαν να ελάχτιζαν ίδια τη σκέψι τους, σαν να τους έλεγαν: — Γιατί μας έφερες εδώ!
Από απάνω μου ετσίμπαε ο καπετάνιος.
— Έλα, τόρα. Έλα και δεν θα κατορθώσης τίποτα.
Δεν θα κατορθώσω τίποτα! Κ' εγώ το εκατάλαβα. Μα και με τι μούτρα ν' ανεβώ απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλέον; πού ο Άγιος Γιώργης! Α, όχι· αν δεν εκατέβαινα καλά· μα τόρα πάει! Μόλις έπεσε ο σίφουνας σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με όλη μου τη δύναμι. Πέτρα να εχτύπαγα το λιγότερο θα ερράγιζε· εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε. Αντί να πάη μέσα το τσεκούρι έφευγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες σαν να εχτυπούσα σε λάστιχο. Πρέπει να το ξερριζώσω· επικροσυλλογίστηκα. Τσιμπάω απάνω·
— Ρίχτε μου το λοστό.
Μου κατεβάζουν το σύνεργο. Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και αδράχνω τον λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Ετυρανήθηκα κ' εγώ δεν ξεύρω πόσο. Ώρες έρχονταν ώρες επερνούσαν κ' εγώ με τον λοστό στο χέρι. Μόνον εστεκόμουν κάποτε να πάρω την αναπνοή μου είτε να ρίξω γύρω καμμιά ματιά, μήπως ιδώ το σκυλόψαρο να ριχθή απάνω μου. Τέλος τσιμπάω πάλι·
— Ρίχτε μου τη γούμενα.
— Μωρ' έλ' απάνω· τσιμπάει ο καπετάνιος ανυπόμονος. Για σένα τη θες τη γούμενα; Έχουμε και ψιλώτερο σχοινί. Έλα 'πάνω· θα σου κόψω τον αέρα
— Κόβεις τον αέρα μα σχίζω το λάστιχο· του απαντώ θυμωμένα. Ή ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου.
Τα εχρειάσθηκεν ο καπετάν Στραπάτσος· μου έρριξε τη γούμενα. Πιάνω από μακριά και θηλυκόνω καλά τον κορμό. Έπειτα πηγαίνω στο άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με τον λοστό τις ρίζες. Εκείνο δος του κ' εγλαυκόπαιζε τα μάτια του σαν να ήθελε να με μαγνητίση. Εσειόταν κ' ετάραζε σαν ψάρι· τα κλαδιά του, χταποδιού αποκλαμοί ελάγκευαν εδώθε — κείθε, εκουλουριάζονταν, ετίναζαν βέλη καταπάνω μου τ' ακροδάχτυλά τους να με συλλάβουν. Μα πού να με συλλάβουν! Και αν δεν ήξευρα καθόλου τα δολερά παιγνίδια του, ποτέ αν δεν είχα ακούσει τα καμώματα του, εκείνα τα σκέλεθρα που έβλεπα σφινομένα ψηλά ήσαν αρκετά να μου διδάξουν τον κίνδυνο. Σε κάθε του στοιχείου ανακλάδισμα εμαζευόμουν ελάχιστος, στρείδι εκολλούσα στα πλευρά του μάρμαρου. Δεν είχα μόνον σύντροφο τη δύναμι αλλά και τη γνώσι ακέρια. Πόδια, χέρια, μάτια όλα εδούλευαν σύγκαιρα. Και ο λοστός ανίκητος, αψύς, εξεκόλωνεν ένα με το άλλο τ' αντιρίμματα, τα έβγαζεν από τα θαλάμια τους, τα εχώριζεν από την πέτρα ξεφλουδισμένα πολλές φορές και άλλες πολλές με σκλήθρες χάλαρων, με κοχύλων φόρτωμα, λέγεις και τον εδούλευαν όχι ανθρώπου χέρια παρά ατμομηχανή.
Τέλος εκατάλαβα πως άρχισε να κλονίζεται. Έχανε το στήριγμά του.
— Απάνω! τσιμπάω.
Με ανεβάζουν απάνω. Γδύνομαι αμέσως, παίρνω την πρώτη ανάσα. Μπρε! Πήρε κ' εσούρπωνε. Αντίκρυ το Πήλιο εψήλωνε βαθυγάλαζο σαν από λουλάκι. Τα χωριά του άσπριζαν στις πλαγιές σκόρπια μάρμαρα. Κάτω στον Βώλο άναβαν τα φώτα και ψηλά ο ουρανός ολοπόρφυρος από το ηλιοβασίλεμα, έβγαζεν ένα — ένα τρεμόφεγγα τ' αστέρια του. Μου εφάνηκε πως εξανάζησα όταν είδα εμπρός μου γνώριμα πρόσωπα και γνωστότερα πράγματα. Εξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι, και τους αγώνες μου, τα όνειρα και τη δόξα μου ακόμη.
— Τι απόκαμες; ρωτάει ο καπετάν Στραπάτσος.
— Τόρα θα ιδής, του λέγω πηδώντας απάνω. Έλα παιδιά· τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε.
— Μωρέ τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; δεν σ' άγγιξε το στοιχειό!
Και ρίχνονται όλοι απάνω μου, με ψηλαφούν, σφίγγουν τα κρέατά μου, κινούν τα μπράτσα μου και ακόμη δεν πιστεύουν πως είμαι γερός.
— Μα τραβάτε, παιδιά· λέγω στενοχωρημένος· το δέντρο εκόπηκε.
Ρίχνονται στα κουπιά· τραβούν με δύναμι. Ναι! Αντί να σύρη εμπρός πίσω πηγαίνει το καΐκι μας.
— Μωρέ μας γελάς· λέγει ο καπετάνιος αγαναχτισμένος· τι μολογάς πως έκοψες το γιούσουρι;
— Μα τον Αϊνικόλα τόκοψα — του κάνω· τράβα! Τ' ήθελες να τ' αποκόψω για να με πλάκωση από κάτω. Δυο τραβήγματα θέλει και θα 'ρθη με τις ρίζες του.
Αρχίζουμε πάλι το τράβηγμα. Κάπου μια ώρα έτσι αγωνισθήκαμε. Άκουες τους σκαρμούς κ' ετριζοβόλουν σαν οξιές ανεμόδαρτες. Πείσμα έπιασε τους ναύτες τόρα και αντρειεύονταν σαν ξωτικά. Ο καπετάν Στραπάτσος ξετρελαμένος από χαρά και υπερηφάνεια, ψυχή έδινε σε όλους με τις παρακινητικές φωνές του:
— Ω — ω! … ω — ω! … Γεια σας παληκάρια! … Ίσα λιοντάρια μου! … Ντροπή μας! Μωρέ ίσα τίγριδες! …
Και τα παληκάρια, τα λιοντάρια, οι τίγριδες έθαφταν βαθειά το κουπί και το έπαιρναν πίσω με τόση δύναμι, που έλεγες τόρα θα γίνη σύψαλα. Τέλος βαθύ μούγγρισμα στην άβυσσο αντήχησε και η θάλασσα εσήκωσε πελώριο κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι επέταξε γοργόφτερο εμπρός. Και αμέσως μέγα κήτος εφάνηκε να πιάνη από άκρη σε άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι.
— Να ιδώ! κ' εγώ να ιδώ!…
Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν σκοτεινό κορμί και σταυροκοπούνται φοβισμένοι.
— Εμπρός! λέγω στον καπετάν Στραπάτσο. Να το βγάλουμε όξω τόρα που νύχτωσε πριν το νοιώσουν και μας το πάρουν οι τούρκοι.
Μόλις εβγήκαμε από τον κόρφο Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η Νοτιά. Ο ουρανός έσβυσε τ' αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. Άδης το σκότος απλώθηκεν απάνω μας. Το κύμα εψήλωνε βουνό αδιάβατο, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κ' έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα. Τι άλογα και τι άτια! τι φώκες και τι φάλαινες! τι Σειρήνες και τι Μέδουσες εκλωθογύριζαν κοπαδιαστά, εβρυχώνταν και αλλάλαζαν με χίλιων λογιών σφυρίγματα, χτύπους, κραυγές, δοντοκοπήματα στο σύσκοτον εκείνο χάος και την ασάφεια. Ν' ανησυχώ άρχισα. Ο Ποσειδώνας βέβαια έλειπε κάπου και τα στοιχειά ελεύθερα εβγήκαν εμπρός μου πίσω να πάρουν το λατρευτό δεντρί τους, ίσως στολίδι κ' ίσως αβρός σύντροφος στα παιγνίδια τους. Δεν ήταν θάλασσα εκείνη· ήταν θυμός και σείσμα, κατάρα και χολή, φαρμάκι της άβυσσος. Τη δόξα του θνητού επρόβαινε ζηλότυπο να την φιλονεικήση το αθάνατο. Κ' έφερνε συντροφιά όλες τις δυνάμεις της φύσεως, άπιαστες, αόριστες και ανυπόταχτες ακόμα στο αδύνατο πλάσμα.
Όμως τίποτα. Το γιούσουρι σφιχτοδεμένο ακολουθούσε τ' απονέρια που έστρωνε δρόμο, νομίζεις η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζη, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο. Ντροπή το είχε πως ενικήθη κ' επάσχιζε με κάθε τρόπο ν' απαλλαγή. Μα ποίος το άφινε; Τ' όνειρο της ζωής μου εκατόρθωσα να το κρατώ πράγμα τόρα στα χέρια μου και δεν τα απαρατούσα αν δεν με άφινε πρώτα η ψυχή. Έβλεπα να με ακολουθή ταπεινό το ανυπόταχτο κ' ελάγκευε μέσα η καρδιά μου, θρόνος εγινόταν το σαπιοκάικο και αρματοδρομούσα στα δαφνόφυλλα θριαμβευτής αυτοκράτορας. Μέσα στα άγριο πέλαγο μια εξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του διαλαλητή· ένα εγνώριζα αίσθημα τον θαυμασμό των γερόντων μας· έναν πόθο την ευχή των ·
— Να λεβεντονιός για να γίνη άντρας μας!
Με το χάραμα είδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο το νησί μας. Τρία μίλια ηθέλαμε ακόμη. Μα τρία μίλια γερά. Τα μπράτσα ελύθηκαν όλη νύχτα επάνω στο κουπί, τα πρόσωπα εσούρωσαν τα μάτια εθόλωσαν. Ζάρες έκαμε το πλατύ μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σαν να εκύλισαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος ξαπλωμένος τ' ανάσκελα στον πάγκο έμοιαζε πτώμα. Οι άλλοι λαμνοκώποι σκυθρωποί και αμίλητοι εκινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν αναίσθητα τα έργον τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα ν' αγωνίζωμαι σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους επήρα. Μα τι να κάμω κ' εγώ; Περισσότερος ήταν ο πόθος παρά η δύναμίς μου. Το κύμα επίμενε να ψηλώνη ακόμα, να λιχνίζη το καΐκι, να μας βρέχη και να μας κλυδωνίζη επίφοβα.
Τέλος ερόδισεν η ανατολή, έφεξεν ο ήλιος, διώχτης αμείλιχτος των μυστικών της φύσεως και των ονείρων του ανθρώπου. Εφάνηκαν βουρκωμένες οι στεριές, θολό το πέλαγο, φιλόξενο το νησί μας αντίκρυ.
— Άλα, παιδιά κ' εφθάσαμε· ολόχαρος εφώναξα.
Και πηδώ στην πλώρη ν' αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την αμμουδιά που θα δεχθή ακλόνητο βάθρο το λαμπρό μου κατόρθωμα. Ανάλαφρα το καΐκι επίταξε μέσα, εγλύστρησε στα νερά, δυο χάλαρα επήδησε, άρραξεν απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδράζω τη γούμενα. Ωιμέ το πλάνο τ' όνειρο! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ μόνον στα χέρια μου!
Πώς έφυγε το άθλο μου· τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου, απάνω στον θεόχτιστον πάγκο του με τις λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένον τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του περαδώθε, λέγεις και πάσχει ν' αποκλείση όλα στο δίχτυ του. Ακόμη το παραδίνουν γενιά σε γενιά οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σε αγκόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό.
Κ' εγώ Γιάννος ο Γκάμαρος, νέος Άγιος Γιώργης του νησιού, εβδομηντάρης κ' ετοιμόρροπος τόρα δεν θαλασσοδέρνομαι παρά για το καρβέλι!
                                                         ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ
                                                                        ΤΕΛΟΣ

Αυριο:Η φονισσα-Αλεξανδρος Παπαδιαμαντης,μερος Α

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 28:Λογια της πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Η

0 σχόλια

ΚΑΚΟΣΗΜΑΔΙΑ

Μας εύρε το ηλιοβασίλεμα ανάμεσα Σίφνου — Σέρφου, διόμισυ μίλια κάτω από την κόκκινη Χερρόνησο. Ως εκεί εβοήθησεν ο γρεγολεβάντες και με πρωτοδεύτερα πανιά εκατεβήκαμε από της Μύκονος τον Γούρλο για πέντε ώρες. Ήταν γρήγορη η γολέτα του καπετάν Κρεμύδα και δεν είχε δυσκολία σε καλόν καιρό να πάρη και οχτώ και δέκα μίλια την ώρα. Όμως αποδώ κ' εμπρός δεν έπαιρνε ουδέ τρία στη βόλτα. Γιατί άξαφνα εχύθηκεν από το βουνό της Μήλου μ' έναν ξερό και αδιάκοπο πάταγο σαν να εδιάβαινε από απέραντον καλαμιώνα το πουνεντογάρμπι, εκεφάλωσε τον Γρέγο και μας εξώρισεν ευθύς κάτω από την Κίμωλο. Ο καπετάν Κρεμύδας μόλις εσυνήρθε στον πάταγο κ' επρόσταξε να κατεβάσουμε τα πανιά. Μα ώστε να το ειπή εξεθύμανεν ο καιρός και σε λίγο έπηξε η θάλασσα κ' έγινε λιμνοστάσι.
— Όρσε, διάολε! είπε φαρμακωμένος· μια φέρνει να μας πνίξη μια μαγκάρει… Ταρσανά θα κάνουμε!…
Ο καπετάν Κρεμύδας ήταν πενηντάρης, κοντόχοντρος, στιβαρός, με κεφάλι ολοστρόγγυλο, με πρόσωπο κρεμεζοβαμμένο και μαλλιά κατάσπρα· με μάτια μικρά, φρύδια και μουστάκια βλάγκα· με φωνή βραχνή και βαρειά σαν ρέκασμα κυμάτου που σκάει στης ακρογιαλιάς τα χάλαρα και με καρδιά απονήρευτη. Από ναύτης ήταν δουλευτής ακούραστος και οικονόμος. Λίγο — λίγο απόχτησε μερικά λεφτά, επήρε μισακό ένα σαπιοκάικο κ' εδούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. Έπειτα το σαπιοκάικο έγινεν όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξείδια του πέρα στον Ποταμό. Μα τόρα ήταν όλος θυμό. Όταν εκατεβαίναμε από τη Μαύρη θάλασσα, οι ναύτες που ήσαν συντοπίτες του εφρόντιζαν κάθε ώρα να του θυμίζουν με τρόπο την πατρίδα και τα σπίτια τους.
— Ε, καπετάνιε και να ήταν κανένας σαββατογεννημένος εδώ μέσα, και να 'πιανε ένας δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζα και να βρίσκαμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικο και να διπλάρωνε η γολέτα μας κάτω από τον Τσικνιά! έλεγεν ο ένας.
— Εκεί που θα ειπής τον Τσικνιά δε λες καλήτερα τση Μύκονος τον Τούρλο; επρόσθετεν άλλος, κυτάζοντάς τον κατάματα.
Εκείνος εγύριζεν αλλού, τάχα πως δεν άκουε κ' έπιανε κουβέντα με τον Μπαρμπατρίμη για τον καιρό. Και όταν τον εστενοχωρούσαν με τα λόγια τους και με τα βλέμματά τους που ήσαν πλέον παρακαλεστικά από τα λόγια τους, έσκαε την κόκκινη σκούφια του χάμω και μελανιάζοντας έλεγε:
— Ανάθεμα στον καπετάνιο που τσουρμάρει συντοπίτες του! Να με ιδής στο πίκι κρεμασμένον Μπαρμπατρίμη, αν βάλω άλλη φορά στη γολέτα μου Μυκονιάτη!…
Οι ναύτες έσκυφταν αμέσως το κεφάλι κ' εσκορπούσαν κατακόκκινοι από ντροπή, σαν παρθένες άβγαλτες, με λυπητερό χαμόγελο στα χείλη και μ' ένα δάκρυ, ψιλό — ψιλό και αόρατο στην τριανταφυλλένια βρύση των ματιών τους. Και ο καπετάνιος πικραμένος γιατί τους επίκρανε και οργισμένος γιατί του εξύπνησαν αναγκαστικά βαρυκοιμισμένους πόθους, έφευγε σέρνοντας στο κατάστρωμα τα ποδήματά του επίτηδες, για να φανή φοβερός και τρομερός κ' εκλειόταν στην κάμαρη του. Όμως κ' εκείνου η καρδιά ελαχτάριζε για τη Μύκονο. Είχεν εκεί τη γυναίκα του, την ψιλομελάχροινη Ελεφάντω μ' ένα παιδί στην κούνια και άλλο στην κοιλιά. Μα οι καιροί ενάντιοι μας άργησαν και αντί να φτάσουμε στη Μαρσίλια, δεν είχαμε ούτε τον μισό δρόμο παρμένον. Όμως να που ήταν κάποιος σαββατογεννημένος στη γολέτα κ' έπιασε δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζια και ηύραμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικον κ' εδιπλάρωσεν η «Βαγγελίστρα» μας κάτω από τον Τσικνιά. Επήδησεν ο καπετάνιος πρώτος· έτρεξε σπίτι του. Μα στον γυρισμό ούτε παιγνίδια ούτε φίλους έφερε. Και στο ταξείδι τόρα αν και είνε την πλώρη κατά τον Γαρμπή τα μάτια του ήσαν στυλωμένα στον Γρέγο κ' έβλεπε πάντα εμπρός του, από τα χιονάτα σπίτια και τις όμορφες εκκλησιές του νησιού ένα μόνον σπιτάκι και μέσα τη γυναίκα του, κλιναρομένη να χαροπαλαίβη! Την έβλεπε να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά μάτια της και ν' αργολέγη με αδύνατη φωνή: — Πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε!… πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε! … Και πού να ζητήοη, πού να εύρη ησυχία. Εδρασκέλαεν από πρύμη σε πλώρη το κατάστρωμα, σαν το λεοντάρι μέσα στο κλουβί· πότε εμίλαε μόνος του δυνατά· πότε εχειρονομούσε χωρίς αιτία· πότε ετραβούσε τα μαλλιά κ' εχτυπούσε το κεφάλι του στα ξύλα και όλο εβλαστημούσε την τύχη του και την τέχνη του.
Στη γολέτα ήσαν απλωμένα όλα τα πανιά. Τέσσεροι φλόκοι εμπρός και πέντε πανιά στο πλωριό κατάρτι· τρεις στραλιέρες στη μέση και μπούμα και φλις στο πρυμιό κατάρτι. Μα το ξύλο έμενε ακίνητο σαν βάρυπνο. Ρίζες έρριξε, νομίζεις, στον βυθό κ' έμελλε να βλαστοβολήση. Αποκαρωμάρα εβασίλευε περίγυρα, από άνθρωπο σε ξύλο, από θάλασσα σε ουρανό. Κουρελιασμένα σύγνεφα καφετιά, σαν γιγάντιες αράχνες εκρέμονταν εδώ κ' εκεί και σταχτοκόκκινη σκόνη εκαθόταν ανάλαφρα στις στεριές και τη θάλασσα. Εκινούνταν κάποτε, έβγαζαν καμμιά σπηλιάδα, έπαιρναν μπουρίνα τα πανιά και αυλακώναμε τη θάλασσα ζερβόδεξα μ' ένα γλυκομουρμούρισμα, αποκαρωτικό κ' εκείνο. Έπειτα έπεφτεν ο άνεμος, τα πανιά εκυματούσαν σιγαλινά, τα σχοινιά ελάγκευαν κ' εχτυπιόνταν στο κατάστρωμα, ως που έμεναν τέλος ακίνητα, νεκρά. Και ο καπετάν Κρεμύδας φαρμακωμένος εσυχνοψιθύριζε, σφίγγοντας τα δόντια του.
Όρσε, διάολε! μια φέρνει να μας πνίξη μια μαγκάρει… Ταρσανά θα κάνουμε! …
Σώπα, καπετάνιε και γλήγορα δυναμώνει ο Νότος· είπεν ο Μπαρμπατρίμης· ιδές τι τέμπλο έκανε στο Τσιρίγο!
Αληθινά κάτω στη νοτιά μαυροκόκκινα σύγνεφα εσωριάζονταν τετραπανωτά. Και πίσω βασιλεύοντας ο ήλιος ετόξευε ανάμεσ' από κρωσσοτές σχισμάδες, από σκοτεινόξανθες είτ' αιματένιες σπηλιές, δεμάτια αχτίνες έλουζε την χτίσι με φως και χρώματα. Η θάλασσα ασπρογάλαζη, εκαθρέφτιζε τους ίσκιους των νησιών και αυλακωνόταν από τα ρέματα, σαν πλατύς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος από δρόμους και μονοπάτια. Και τα νησιά, η Μήλος και η Ερημόμηλος που τρέφει τ' αγριόγιδα· πίσω η Σίφνος και η Σέρφος με τα παρδαλά γαϊδούρια της· η Νάξος παραπάνω με τους Βαραβάδες και η Πάρος με τα μάρμαρα· η Πόλυβος η καμπουρωτή και η Κίμωλος η σαλαμάντρα· η Σίκινος και η Φολέγαντρος εδώθε και κάτω τα Γερακούνια χωριστά, σαν κοτρώνα κυματοπλανημένη έπαιρναν ένα χρώμα κ' έδιναν μύρια, έπεφτε μιαν αχτίνα στο χαλίκι του γιαλού και του βουνού την πέτρα, στο γυαλί του δρόμου και το χορτάρι της πλαγιάς κ' επηδούσε χρυσορρόδινη θαμπερή φλόγα. Έστεκε το ένα με κάποιο συγνεφάκι στην κορφή· το άλλο με ζωνάρι ομίχλης στη μέση· το εδώθε με κροκκοβαμμένο μέτωπο· το εκείθε καστροστεφανωμένο· το παρακεί με κάτασπρο χωριδάκι, σαν απλοχεριά χιονιού που ελησμονήθηκε στη λακκούλα του. Και πέρα στη θάλασσα, σε μεταξωτό παραπέτασμα τα καράβια κοντυλογραμμένα επήγαιναν οκνά και ο μαύρος καπνός των βαποριών εψήλωνε κ' έσβυνε σε χρυσόξανθες τουλούπες. Ανάερα πουλάκια επετούσαν κυματιστά κ' έλαμπαν τα χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλα που άρπαξεν ο άνεμος από εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια, της στεριανής ζωής η βουή έφτανε τραγούδι Σειρήνων, γεμάτο από χαρές και γέλοια, δίχως πίκρες και δάκρυα. Χώρια από τον καπετάνιο, οι άλλοι απλώναμε σώμα και ψυχή να ρουφήξουμε εκείνη την παράδεισο, με φανερή ζήλια στα μάτια για εκείνους που την χαίρονται. Και άξαφνα, δεν ξεύρω πώς, η πολυποίκιλη εικόνα έχυσε στα παιδιάτικά μου στήθη μια ευτυχία γλυκειά και μια θλίψι πλέον γλυκότερη, που αναγκαζόμουν να την ξεμυστηρευθώ, να την φωνάξω, γιατί μ' έπνιγε στην ορμητική πλημμύρα της. Και άρχισα το τραγούδι:
Του ναύτ' η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι!…
— Σκάσε, βρε, μη σου σπάσω το δοιάκι στο κεφάλι! μ' έκοψε του καπετάνιου η φωνή.
Εξέχασα ευθύς το τραγούδι και τα αισθήματα κ' ελούφαξα σε μια κώχη. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω στο πλωριό κατάρτι μια κουκουβάγια. Τα μαύρα νυχοπόδαρά της εγύριζαν δαχτυλίδια στα χείλη της κόφας κ' εστήριζαν ακίνητο το κορμί σαν να ήταν ψεύτικη. Και αληθινά έμοιαζε για ψεύτικη. Ήταν η ομορφώτερη που είδα στη ζωή μου! Το πούπουλο της με γραμμές ρεβιθιές, λιγότερες στο πεταχτό στήθος, πυκνώτερες στα φτερά και τη ράχη, εγυάλιζε σαν καθαρό μετάξι κ' εκατέβαινε άψεγο, χιονάτο στα ψαλιδωτά ακροφτέρια, που έσμιγαν με την ουρά κ' έπεφταν πλατομαντήλα, στα δασωμένα καλαμοπόδαρά της. Και ήταν αληθινά φεγγαροπρόσωπη! Τ' ολοστρόγγυλο κεφάλι της πεταχτό πίσω σαν καρύδι, ίσα πλάκα εμπρός ήταν χωμένο στους ώμους σαν ολοφέγγαρο ανάμεσα σε δυο κοντορραχούλες. Στο κέντρο τρίγωνη επρόβαινεν η μύτη, με την κορφή απάνω και κάτω τη βάσι και αποκεί κοφτερό και γυριστό σαν δρεπάνι εφύτρωνε το ράμφος από μαύρο τροχισμένο κόκκαλο. Δεξιά και αριστερά της μύτης, μέσα σε λακκούλες στεφανωμένες από ψιλά πούπουλα, εγυάλιζαν τα μάτια δίχως ματόφυλλα, θρασύτατα, ολοστρόγγυλα, με τη μεμβράνη τους τσιτωμένη από ανθοκίτρινο υγρό και με τη μαύρη κόρη ακίνητη, σαν πέτρα δαχτυλιδιού καλοδεμένη στη σφεντόνα του. Και ολόγυρα πούπουλα καφετιά ανέβαιναν σγουρά κ' εσχημάτιζαν στεφάνι. Και όπως εκαθόταν συμμαζωμένη, με τα μάτια στυλωμένα πέρα, δεν έκανε τη μισητή εντύπωσι που ταιριάζει στο είδος της. Έμοιαζε καλονοικοκυρά βγαλμένη στην πόρτα να προσμείνη τον άντρα της. Μου ήρθε όρεξις να παίξω με το πουλί και άρχισα να το προγγάω, κινώντας χέρια και πόδια:
— Ξιξιξί!… ξιξιξί!…
— Τι κάνεις αυτού, μωρέ! μου φωνάζει ο καπετάνιος.
— Μια κουκουβάγια κάθεται στην κόφα.
— Κουκουβάγια!…
Εσηκώθηκεν από τη θέσι του και ήρθε να την ιδή από κοντά. Μα εκείνη καθώς εψήλωσα το χέρι μου να δείξω φρου!… έκαμε κ' επέταξε πέρα. Ο καπετάν Κρεμύδας ακολούθησε για κάμποση ώρα το τρεμουλιαστό πέταγμά της κ' έπειτα, σαν να μην είχε δύναμι να γυρίση στη θέσι του, εκάθησε σωρός απάνω στο αμπάρι. Έμεινεν εκεί με τα κεφάλι σκυμμένο· έπειτα μου είπε:
— Κακοσημαδιά, μωρέ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά!… Είδες το άτιμο να πάρη τα ζερβά!… Αν πετούσε δεξιά θα είχαμε καλό ταξείδι· μα τόρα κακά σημάδια. Ή σε μας ή στο σπίτι κάτι κακό θε να γένη!…
Κ' εγώ εκείνη την ώρα τα ίδια εσυλλογιζόμουν. Η κουκουβάγια λέγουν πως ήταν αδερφή των οχτώ παιδιών και του Κωσταντή. Η μάνα της την είχε πολύτιμη παρακαταθήκη του αντρός της·
Στα σκοτεινά την έλουζε στ' άφεγγα την έπλεκε. στ' άστρι και τον αυγερινό έφτιανε τα σγουρά της.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών ήρθαν προξενητάδες και την εζητούσαν νύφη στη Βαβυλώνα. Η μάνα και τα οχτώ αδέρφια δεν ήθελαν να την δώσουν τόσο μακριά· δεν ημπορούσαν να υποφέρουν τον αποχωρισμό της. Μα ο Κωσταντής επίμενε και κάθε ημέρα εσυχνόλεγε της γριάς του:
Δός τηνε μάνα μ' δος τηνε την Αρετή στα ξένα Στα ξένα 'κεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω, Να 'χω κ' εγώ παρηγοριά να 'χω κ' εγώ κονάκι.
Μα της μάνας η καρδιά δειλή και φιλύπωπτη πάντα δεν θέλει ν' ακούση τα λόγια του πραγματευτή και σοφά του απαντά:
Φρόνημος είσαι Κωσταντή κι' άσχημ' απελογήθης. Κι' αν μώρθη γιε μου θάνατος κι' αν μώρθη γιε μ' αρρώστια Κι' αν τύχη πίκρα ή χαρά ποιος θα μου τηνε φέρει;
Εγώ! απαντάει εκείνος με άσκοπη προθυμία βάζοντας όρκο φριχτό. Κ' έτσι εκατάφερε να χωρίση την Αρετή από τη φαμελιά της. Δεν επέρασεν όμως πολύς καιρός και οι φόβοι της μάνας αλήθεψαν. Φριχτό θανατικό έπεσε στη χώρα! Εσάρωσε κόσμο και κοσμάκη, εσάρωσε και της δόλιας μάνας τα εννιά παιδιά! Έρμη εκείνη, καταμόναχη τόρα, κλαίει και μύρεται στα κρύα μνήματα των οχτώ παιδιών αλλά στο μνήμα του πραγματευτή, κλωτσά τις πλάκες και βρυχέται και αναθεματίζει:
Ασήκω, σήκω Κωσταντή, την Αρετή μου θέλω! Το Θεό μου βαλες εγγυτή και τους αγίους μαρτύρους αν τύχη πίκρα ή χαρά να πας να μου τη φέρης!
Η κατάρα των γονέων ακούεται όπως και η ευχή. Τινάζεται ο Κωσταντής μισολυωμένος από το μνήμα·
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρι σαλεβάρι και το φεγγάρι συντροφιά και πάει και την φέρνει…
Η μάνα βλέποντας την άξαφνα δεν ημπορεί να πιστέψη τα μάτια της. Και όταν τέλος την αναγνωρίζει και μαθαίνει τον ανέλπιστο γερανό της, σωριάζεται το γεροντικό κουφάρι ελεεινό από το μαρτύριο. Και η Αρετή μέσα στον φοβερόν εκείνον ξεκλήρισμα της γενεάς της, απελπισμένη από τη μούχλα και τη σαπίλα που εβασίλευεν ολόγυρα, ρίχνεται στον Θεό, παρακαλεί και λέγει του:
Θε μου και κάνε με πουλί, κάνε με νυχτοπούλι, να περπατώ στις ερημιές να κλαίω τους αδερφούς μου!
Έτσι έγινε κουκουβάγια η πεντάμορφη. Άλλαξε το είδος δεν άλλαξεν όμως και την ψυχή. Ο ξεκληρισμός ακολουθεί ακόμη, σαν θεϊκή κατάρα το πέταγμά της και όπου πάει και καθήση, φέρνει κ' εκεί τη νέκρα και την ερήμωσι. Αφού τόρα ήρθε κ' έκατσε στο καράβι μας, βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο έκαμα τον αδιάφορο.
— Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέγω· ο Θεός καλός όλα καλά.
Εκείνος δεν είπε τίποτα και κουνώντας θλιβερά το κεφάλι εκατέβηκε στην κάμαρή του.
— Πάει ν' ανάψη κι' άλλο κερί· εψιθύρισεν ο Μπαρμπατρίμης. Οι μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο.
Μα δεν ήταν τόρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήση από το σπίτι όλα τα σημάδια του ήρθαν ανάποδα. Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα. Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω. Τέλος την Πέφτη, αφού πρώτα εβγήκαν οι συγγενείς του να ψάξουν τους δρόμους και οι γυναίκες ετράβηξαν εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, εκατόρθωσε να φτάση στη γολέτα. Και τόρα η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήση από το καράβι! Ήρθε πάλι κ' εκάθησε στο κατάρτι. Ήταν γυρισμένη στον καπετάνιο κ' εστύλωνε τα μεγάλα μάτια της καταπάνω του. Μόλις την είδα, εφρόντισα με χειρονομίες να την προγγίξω. Αλλά χίλια και αν έκανα δεν εξεκολλούσεν ο πειρασμός. Έβλεπε τις χειρονομίες μου μια στιγμή κ' έπειτα εγύριζε αλλού το κεφάλι με αδιαφορία, μ' ένα ήθος περιφρονητικό σαν να μου έλεγε: Μωρέ άει χάσου!…
Τέλος ο καπετάνιος την είδε: Πίσω μου σατανά! είπε κάνοντας τον σταυρό του. Εσήκωσε τα μάτια και την εκύταξε μ' επιμονή κατάματα. Μα κ' εκείνη με την ίδια επιμονή κατάματα τον εκύταζε, λέγεις και ήθελε να τον αβασκάνη. Και αληθινά στο τέλος τον αβάσκανε. Ο καπετάνιος έγινε κίτρινος σαν το κερί. Ύστερα για μιας άλλαξε χρώμα κ' έγινε καταμέλανος· ανέβηκε το αίμα να τον πνίξη. Τα μαλλιά του εσηκώθηκαν ορθά· τα μουστάκια του αγρίεψαν, τα μάτια του έρριξαν αστραπές και είτε από τον θυμό είτε από το αβάσκαμα, όλος άρχισε να τρέμη. Εκύταζε το πουλί και δεν έπαυε να μουρμουρίζη σαν αδικοτυρανισμένη και πολύπαθη ψυχή:
— Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο. πειρασμέ! Τι θες μωρέ από μένα, άθεε!… Φεύγα αποπάνω μου και μη με κολάζεις. Άσε με, φαμελίτη άνθρωπο να βγάλω το ψωμί μου!…
Μα εκείνη δεν εκαταλάβαινε από τέτοια· έμενε στη θέσι της, θεότης αιγυπτιακή ακούοντας από τον στυλοβάτη ασυγκίνητη τα δάκρυα και τις παράκλησες του πιστού της. Από λεφτό σε λεφτό εχαμηλοπλάγιαζε το κεφάλι ζερβόδεξα, σαν ν' αυτιαζόταν ήχους μαντικούς, που έφερνεν από μακριά, πολύ μακριά ο αιματοβαμμένος αιθέρας. Έπειτα το εψήλωνε απότομα με τα μάτια κάπου γιαλιστά, στον αιθέρα στυλωμένα δίχως έκφρασι και ζωή, σαν να είχεν αφαιρεθή από τα κοσμικά για να εξηγήση τους ήχους. Και άξαφνα έδειχνεν έκφρασι ικανοποιητική του εγωισμού της και φοβεριστική σύγκαιρα σαν να έλεγε: Κύταξε καλά· αν θελήσω αλλοίμονο και τρισαλλοίμονο εσένα και το σπίτι σου!… Και σκύβοντας έχωνε το ράμφος στα στήθη της, εσήκωνε τα λιανοπούπουλα του προσώπου σαν αγκυστρωτά λεπίδια, εγούρλωνε τα μάτια κ' έπαιρνε θηρίου μανισμένου στάσι, λέγεις και ήθελε να κάμη φοβερό κακό και αδύνατη εξέσχιζε τα κρέατά της να ξεθυμάνη. Και ο μαυροκαπετάνιος βλέποντάς την έτσι, εχαμήλωνε τα μάτια του κ' έφευγε να μην τη θυμώση περισσότερο. Αλλ' ανυπόμονος, νευρικός, αναμένος όλος, αφού εβημάτιζε λίγο στο κατάστρωμα εστεκόταν απότομα κάτω από το πινό και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος εσήκωνε το κεφάλι με φόβο και θράσος μαζί και της έλεγε:
— Μωρή φεύγα! πήγαινε στο καλό· πήγαινε στην ευχή του Θεού και των γονέωνέ μου· άσε με να πάω στο δρόμο μου και μη με κολάζης… Φεύγα μωρή άτιμη, σκύλα, συχαμένη, βρωμιάρα!… Πήγαινε στο καλό, πήγαινε στο διάολο! …
Και η φωνή του από μαλακή και παρακαλεστική που ήταν ανέβαινε σιγά — σιγά κ' εξέσπαε τέλος βρισάρα, σαν το κύμα που πιάνεται μαλακό, παιγνιδιάρικο στο ένα ακρογιάλι και καταντά στο αντικρυνό φοβερός και τρομερός κοσμοχαλαστής. Αλλά το πουλί σαν να ευχαριστιόταν με την παραφορά του εκείνη, άνοιγε το στόμα του, έδειχνε γλώσσα μικρή και σουβλερή κ' εχαυνιζόταν πλατειά με χαμώγελο και περιφρόνησι. Κ' εκείνος βλέποντάς έτσι όλο και άναβε· εβλαστημούσε κ' έβριζε κ' εχειρονομούσε κ' εδάγκωνε πεισματικά ως που αιμάτωνε τα δάχτυλά του.
— Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! εφώναξεν άξαφνα· φέρε μου την τσάγκρα να του πιώ το αίμα!
Εκίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή. Με πλατειά βήματα δρασκελώντας το κατάστρωμα έφτασε πρώτος στην κάμαρη, άρπαξε το σκουροντούφεκο και από τη σκάλα, χωρίς να σημαδέψη την άναψε στο πουλί. Ένας ξερός χτύπος ακούστηκε μα τίποτ' άλλο. Ο κόκορας έπεσε αλλά δεν έπιασε το καψούλι. Επαγώσαμε. Κακοσημαδιά στην κακοσημαδιά· όλα ανάποδα επήγαιναν σήμερα! Καλά το είπε ο καπετάν Κρεμύδας: Τι στο καράβι ή στο σπίτι μεγάλο κακό θε να γένη!…
Στον ξερό χτύπο η κουκουβάγια επέταξε τόρα. Αλλά δεν επέταξε μακριά να φύγη, να χαθή από εμπρός μας· εχαμοπετούσε πεισματικά περίγυρα σχίζοντας τον αέρα με τα ψαλιδωτά φτερά της, εκαθόταν στο ξάρτι και στυλώνοντας το κορμί, με το στήθος ολοφούσκωτο και τον λαιμό χωμένον στους ώμους έρριχνε ξαφνικά μία στριγγιά φωνή που επάγωνε το αίμα.
— Κουκουβάου!… κουκουβάου — βάου!…
Τόρα ο ήλιος ήταν βασιλεμένος και δεν έβλεπες στη δύσι παρά σύγνεφα αιματοβαμμένα και κατακόκκινον αιθέρα ν' ανεβαίνη σαν αναλαμπή μεγάλης πυρκαϊάς και να χωνεύη ανάλαφρα στο γαλάζιο χρώμα τ' ουρανού. Πέρα στο Τσιρίγο ο Νότος καλός πρωτομάστορης, έχτισε το τέμπλο σωριάζοντας σύγνεφα θεοσκότεινα και ανώμαλα σαν χάλαρα στη βάσι, στη μέση ανοιχτώτερα, στην κορφή καταγάλαζα· και απάνω στα κυματιστά χείλη, στους πύργους και τις πολεμίστρες, έχυσε πλατύ χρυσογάιτανο και άλλο αποπάνω κατάργυρο και ψηλά φλάμπουρο εσήκωσε τον Αποσπερίτη να λαμπρύνη τη δόξα του. Και πίσω από το αεροκάμωτο τείχος ετόξευε σπηλιάδα σε σπηλιάδα τον άνεμο, καρτερώντας τη στιγμή να χυθή συφάμελος και να ταράξη τα σύμπαντα. Μα κ' εκείνες άρχισε να τις αισθάνεται η θάλασσα, τα πανιά μας να φουσκώνουν, να παίρνει δρόμο το πλεούμενο. Ο Μπαρμπατρίμης που ακολουθούσε συλλογισμένος το χτίσιμο του τέμπλου κ' εγύριζε ζερβόδεξα το μάτι, σαν σκυλί κυνηγάρικο που μυρίζεται τον αέρα είπεν άξαφνα του καπετάνιου:
— Καπετάν Κρεμύδα, θα μας βγάλη αέρα ο Νότος λέω να πάρουμε κάτω λίγα πανιά.
Μα εκείνος αφαιρεμένος στο πουλί είπεν αδιάφορος:
— Μπα! καλοκαιρινός είνε· ας το κι' ας πάει…
Ο καπετάνιος ήταν αγαθός άνθρωπος. Μακριά όμως να μη τον θυμώσης. Τον εθύμωσες; φεύγα από κοντά του. Ίδιος βοριάς στις πρώτες του ημέρες γίνεται. Τρέχα να εμπής στο λιμνοστάσι γιατί φίδι που σ' έφαγε! Τόρα εθύμωσε με το πουλί.
— Αν δεν σου πιω το αίμα, να μη με ειπούν καπετάν Κρεμύδα· είπε σκάζοντας χάμω τον κόκκινο σκούφο του.
Άλλαξε αμέσως το καψούλι, έφτιασε την αβιζώτη και δίνοντας το τιμόνι στον γέροντα·
 — Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, είπε· ίσ' απάνου στ' άτιμο. Τήρα
καλά να μην το χάσης από τα μάτια σου!
 — Λέω καπετάνιε, να μαϊνάρουμε λίγα πανιά. Θα βγάλη αέρα ο
Νότος· εξανάειπε σιγά εκείνος.
 — Μωρέ δος του να παίρνη, γεροξεκουτιάρη! εφώναξε ο καπετάν
Κρεμύδας. Κυβέρνα καλά κι' απάνω του σου λέω!…
Ο Μπαρμπατρίμης μουρμουρίζοντας έκατσε στο τιμόνι κ' επήρε στα χέρι το δοιάκι. Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε. Οι σπηλιάδες έρχονταν συννώτερες και τα πανιά ένα με το άλλο άρχισαν να γεμίζουν, να γουβώνουν σαν μεγάλες αχιβάδες, τα ξάρτια και οι μακαράδες να τριζοβολούν. Ο γέρος έδινε τόρα τα προστάγματα γοργά· οι ναύτες έτρεχαν από σκότα σε σκότα· η γολέτα επηδούσε στα κύματα σαν γοργάλογο στον απλωτό κάμπο και η πλώρη της ελίχνιζε το νερό. Μα και καπετάνιος και ναύτες δεν είχαν τον νου στο ξύλο ούτε στον καιρό, παρά στην κουκουβάγια που δεν έπαυε να κλωθογυρίζη πετώντας πάντα ζερβόδεξα.
Στην αρχή έβλεπε καθένας παράξενη την επιμονή του καπετάνιου να τα βάλη μ' ένα πουλί. Έξω από τον Μπαρμπατρίμη, που είχε τις παλιές ιδέες, οι άλλοι είμαστε δίβουλοι. Μα σιγά ένας με τον άλλον, εξεχαστήκαμε ακολουθώντας το πέταγμά του. Πείσμα και πρόληψες επάλαιβαν τόρα και μας εδαιμόνιζαν. Ηθέλαμε να πιτύχη ο καπετάνιος τον σκοπό του. Εκαρδιοχτυπούσαμε μήπως πετάξη μακριά το πουλί και γλυτώση στον θαμπόν αιθέρα. Ναι· ή σ' εκείνον ή σ' εμάς έπρεπε να ξεσπάση η κακοσημαδιά. Αν το εσκότωνε εσωνόμαστε κ' εμείς και το καράβι και τα σπίτια μας. Τα σπίτια και οι συγγενείς και οι φίλοι μας. Γιατί ποιος ξεύρει αν ήταν για τον καπετάνιο η κουκουβάγια και όχι για κανένα άλλον. Αληθινά ήταν ο καραβοκύρης· αυτός ώριζε, αυτός στο σπίτι του άφησεν άρρωστο· μα ποιος ήταν βέβαιος; Ο καπετάνιος, νομίζεις, εμετάδωσε τη μανία του και ειμπορώ να ειπώ πως αν μας έβλεπες, θα επίστευες πως εφάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν είχε τα λογικά του.
— Να το, βάρ' του!… εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια και πόδια στον καπετάνιο.
Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο.
Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια. Δεν επετούσε τόσο μακριά να το χάνουν τα μάτια μας· αλλ' ούτε και κοντά να το φτάνη η τσάγκρα. Εφανερωνόταν δεξιά μας και η γολέττα έτρεχε βόλι απάνω του. Εκείνο επετούσε κατάμπροστα στην πλώρη, κρατώντας πάντα την ίδια απόστασι, σαν κακόγνωμο πνεύμα που έσερνε με αόρατα βρόχια το πλεούμενο. Έφτανεν έτσι κάτω στη Μήλο, είτε απάνω από τα Γερακούνια, είτε κατά την Ερημόμηλο. Τότε για να προφυλαχθή από τις δόλιες ξέρες επόδιζε η γολέτα. Μα ενώ λυσσασμένοι εβλαστημούσαμε που το εχάναμε, εκείνο εφαινόταν πίσω στο πίκι, να στυλώνη τα κρασάτα μάτια του κατά τον καπετάνιο με μίσος. Και μόλις εκείνος εξάμωνε το ντουφέκι, έρριχνε τη φωνή του βρυσιά και περιγέλασμα, κ' επετούσε κλωθογυρίζοντας εδώ κ' εκεί, μ' ένα πέταγμα τρεμουλιαστό και βαρύ και άταχτο σαν μεθυσμένο. Και η γολέτα, λέγεις πλέον μεθυσμένη, έτρεχε καταπάνω του με τα πανιά γεμάτα· ο καπετάνιος με την τσάγκρα στο χέρι· κ' εμείς όλοι με τα μαλλιά ορθά, τα μάτια γουρλωμένα, τα πρόσωπα κατακόκκινα, χερονομώντας και παραμιλώντας που αν μας έβλεπες, βέβαια θα επίστευες πως εφάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν ήταν στα λογικά του!…
Τόρα το φεγγάρι εψήλωνε ολοστρόγγυλο από το βουνό της Νάξου και το ζωντανό και ολόπυρο φως του ήλιου εδιαδέχθηκεν ένα φως ήμερο και γλυκό, που έδειχνε την πλάσι όλη κοιμισμένη σε όνερο. Τα μακρινά νησιά και περιγιάλια σκοτεινιασμένα, ενόμιζες πως έπλεκαν όγκοι πελώριοι στον θαμπόν αιθέρα κ' έδιναν να μαντεύης παρά να ξεχωρίζης τα σχήματά τους. Τα κοντινά η Κίμωλος και η Πόλυβος, η Μήλος και η ερημόμηλος και τα Γερακούνια εξεχώριζαν καθαρά τυλιγμένα σε ασπρογάλαζη ομίχλη, με τις σχισμάδες και τις σπηλιές τους σκοτεινόμαυρες, τ' ακρωτήρια και τις ραχούλες φωτεινώτερες, τις πλαγιές τους ήμερες, στρωτές, δίχως λάκκους και αγριαγκάθια, τις ρεματιές τους και τ' ακρογιάλια δίχως λιθάρια και χάλαρα. Όλα μέσα στο μαγικό φως λουσμένα είχαν μια πλάνα έκφρασι, σαν να ήσαν τα νησιά των Μακάρων. Το πουλί μας είχε ρίξει κάτω από την Ερημόμηλο κ' εβλέπαμε φώτα στο Κάστρο της Μήλου και άλλα κάτω στα Κρητικά να παιγνιδίζουν στο νερό σαν χρυσόφιδα και δυο φωτιές μεγάλες να χύνωνται ποτάμια πύρινα και να φτάνουν στο καράβι που έλεγες τόρα θ' ανάψη κ' εκείνο. Από το αντίθετο πλευρό εκατέβαινε του φεγγαριού η λαμπάδα κ' έγλειφε με γλώσσες αργυρές το κατραμαλειμμένο σκαφίδι, έπεφτε μέσα στο κατάστρωμα, στις σκουριασμένες αλυσίδες και τους ξανθούς μουσαμάδες, στους μπαμπάδες και τους μούρσους, στις γούμενες και τις αλτσάνες και τους σκαρμούς, ανέβαινε στα κατάρτια τα βαρυφορτωμένα με σίδερα και σχοινιά, έπεφτε στα πανιά, επερνούσε στις σταύρωσες, άλλα εφώτιζε και άλλα ίσκιωνε, που ενόμιζες το πλεούμενο κρίνον γιγάντιο στη θάλασσα φυτρωμένον.
Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε· εσφύριζε μέσα στ' άρμενα κ' έβγαζε χίλιων λογιών ήχους, από το άγριο ούρλιασμα κοπαδιού τσακαλιών και λύκων ως το γλυκοφωνότερο τραγούδι και το πεταχτό λάλημα φλογέρας. Ο Μπαρμπατρίμης συλλογισμένος αυτιαζόταν το σφύριγμα και την ώρα που ο καπετάνιος τον επλησίαζε του ξανάειπε ανήσυχος:
— Καπετάν Κρεμύδα, ο Νότος δυναμώνει· να μαϊνάρουμε, λέω, λίγα πανιά, γιατί θα μας τα φάη.
— Κάμε ό,τι θες· απάντησεν εκείνος.
Και αποκαμωμένος, καταϊδρωμένος, ακούμπησεν αγκομαχώντας στην κουπαστή και απαράτησε χάμω την τσάγκρα. Μα την ίδια στιγμή αντήχησε σπαραχτική σαν κινδύνου ανάκρασμα η φωνή της κουκουβάγιας απάνω από το κεφάλι του:
— Κουκουβάου!… κουκουβάου, βάου!…
Το αναθεματισμένο πουλί τόσην ώρα ήταν χωμένο στο ξάρτι κ' εμείς είδησι δεν είχαμε. Ευθύς ετινάχθηκεν ορθός, άδραξε την τσάγκρα και αγριοφώναξε:
— Στο τιμόνι, Μπαρμπατρίμη! στο τιμόνι κι' απάνω του!…
Αφήσαμε όλοι το πανιά κ' επήρε καθένας τη θέσι του. Ο Μπαρμπατρίμης εγύρισε τη γολέτα από την Ερημόμηλο κατά τα Γερακούνια. Ήταν επικίνδυνο το μέρος γιατί έχει ρέματα ορμητικά κ' εύκολα ημπορεί να σε ξεπέση. «Ερημόμηλο ξεπέσης Γερακούνια καταντάς», έλεγαν οι παλαιοί. Μα ο γέροντας είχε στιβαρό κ' επιδέξιο χέρι. Όταν εχούφτωνε το τιμόνι λαχτάρα το έπιανε. Είχε και μάτι δυνατό που ημπορούσε τριών ημερών πούλια να διακρίνη. Ώστε δεν είχαμε φόβο και αρχίσαμε πάλι τον τρελόν αγώνα.
Μα το πουλί το πλάνο δεν είχε σκοπό να πάψη το παιγνίδι του. Μαύρο σαν χούφτα χώμα, επετούσε στον ωχρόν αιθέρα αργά — αργά, λέγεις κ' εφρόντιζε να μη χαθή από τα μάτια μας και πότε εστριφογύριζε στη γολέτα, πότε εδιάβαινε σαΐτα ανάμεσ' από τα πανιά κ' εχώνευε στις στραλιέρες κ' εκαβαλίκευε τον τρίγκο κ' εδιάβαινε κάτω από τα κουρταλατσίνια κ' εκαθόταν στον έξω φλόκο· και άξαφνα με φωνές και φτεροκοπήματα επηδούσε πάλι μέσα, εκατέβαινε στο φλις, ερροβολούσε στη μπούμα· και αποκεί ρίχνοντας άλλη φωνή, εξανάρχιζε το παράδοξο κλωθογύρισμά του.
— Πίσω μου, διάολε!… έλεγε ο μαυροκαπετάνιος.
— Μωρέ το κεφάλι μου κόβω, πως δεν είνε πουλί αυτός ο πειρασμός· είπε μια στιγμή ο Μπαρμπατρίμης· πιάσε, λέω, την τσάγκρα με το ζερβί να μη στην πάρη… Δεν ακούς μια ώρα τόρα το σκυλί πώς γρινιάζει!
Αληθινά ο Πιστός ο σκύλος μας, πεσμένος στην πλώρη, συμμαζωμένος λέγεις κ' εφρόντιζε να γίνη όσο το δυνατόν ελάχιστος, με την ουρά κρυμμένη στα σκέλια, το κεφάλι ριγμένο απάνω στα μπροστινά του πόδια τ' αυτιά κρεμασμένα, ανοιγοσφαλούσε τα μάτια κ' εγρίνιαζε μη τολμώντας ν' αλυχτήση από την παρουσία κακού φαντάσματος. Μας έπιασε κ' εμάς τρομάρα και αρχίσαμε τα σταυροκοπήματα. Άλλος εφιλούσε το φυλαχτό του, άλλος έπαιρνε στην τσέπη κερί του Επιταφίου και άλλος εψιθύριζε θρησκευτικά τροπάρια. Ο καπετάνιος καθώς είδε το σκυλί εσταυροκοπήθηκε, έπιασε με το ζερβί του χέρι το σκαντάλι.
Τέλος ήρθε μια στιγμή που είπαμε πως ετελείωσαν τα βάσανα. Η κουκουβάγια κουρασμένη, φαίνεται, άρχισε ν' αργοπετά τόρα, να χαμηλώνη και άξαφνα εβρόντησε χάμου στο κατάστρωμα.
— Βάρ' της! εφωνάξαμε ομόφωνοι.
Μα ώστε να ξαμώση ο καπετάνιος, διάργυρος εχάθηκεν από εμπρός μας. Εκείνος άρχισε να μας βρίζη που δεν εμιλήσαμε σύγκαιρα. Μα την ίδια στιγμή βλέπω τον Μπαρμπατρίμη να παραιτή το δοιάκι και αρκουδίζοντας να τον πλησιάζη και με χερονομίες να δείχνη στο σχοινί της μεσανής στραλιέρας το πουλί.
— Βάρ' της!
Μπαμ! αντήχησε στον ήσυχον αιθέρα και καπνός με σκάγια και στουπιά έπεσε στα πανιά, σαν να τα έδερνεν αδρύ χαλάζι. Αλλά με την ντουφέκια ένας άλλος χτύπος συγκρατητός αντήχησεν, όπως όταν γκρεμίζεται δέντρο συγκλαδοκορμόρριζο κ' επέσαμε όλοι προύμυτα.
Ο διάβολος έκαμε τον σκοπό του! Μια στιγμή που απαράτησεν ο γέρος το τιμόνι, μας άρπαξε το ρέμα στα κλωθογυρίσματά του, μας έσπρωξε απάνω στα Γερακούνια και η δόλια γολέτα άνοιξε σαν καρύδι. Και από τη θαμπή ερημία του νησιού, ανέβηκε για τελευταία φορά, πλέον άγρια κ' αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας, κραυγή νικητήριος συφοράς και δακρύων:
— Κουκουβάου!… κουκουβάου — βάου!…
— Αχ, μ’ έχασες πειρασμέ!… εστέναξεν ο καπετάνιος τραβώντας τα μαλλιά του.
Μα ο Μπαρμπατρίμης έτρεξε χαρούμενος και του εβούλωσε το στόμα.
— Φτύσ' στον κόρφο σου και μη βαργομάς το θεό!… Να που ξεδιάλυνε η κακοσημαδιά· κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι σου!
Ο καπετάν Κρεμύδας εγύρισε και τον εκύταξε άφωνος. Ήρθεν ευθύς εμπρός του η θλιβερή εικόνα του σπιτιού με τη γυναίκα του κλιναρομένη να χαροπαλαίβη, να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά μάτια της και κάτω τα παιδιά να σέρνονται και να κλαίνε μόνα κ' έρημα. Και πέφτοντας με λυγμούς και δάκρυα στην αγκαλιά του Μπαρμπατρίμη·
— Ναι· είπε με φωνή μισοσβυσμένη, λέγεις και δεν ήθελε να την ακούση ο ίδιος. Δόξα νάχη ο Θεός! Κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι μου!…

Η ΓΟΡΓΟΝΑ

Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη νύχτα. Σπάνια νύχτα· πρώτη και τελευταία θαρρώ στη ζωή μου. Τι είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού επηγαίναμε; Πού αλλού από τον Πειραιά. Πράγματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο είκοσι φορείς. Μα εκείνη τη βραδιά αισθανόμουν τέτοιο πλάκωμα στην ψυχή που εκινδύνευα να λιποθυμήσω. Δεν ξεύρω τι μου έφταιγε· θέλεις η γαληνεμένη θάλασσα, θέλεις ο ξάστερος ουρανός, θέλεις το διαπεραστικό ηλιοπήρι· δεν ειμπορώ να ειπώ. Μα είχα τόσο βαρειά την ψυχή, εύρισκα τόσο σαχλοπλημμυρισμένη τη ζωή, που αν με άρπαζε κανείς να με ρίξη στο νερό δεν θα έλεγα «όχι!»
Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος. Τα χρυσοπόρφυρα συγνεφάκια που εσυντρόφευαν το κατέβασμα του εσκόρπισαν στον πλατύν ορίζοντα, εσκάλωσαν κάπου μαύρα σαν γιγάντιες καπνιές. Ο Αποσπερίτης έλαμψε κρυσταλλόχιονο μέσα στα σκούρα. Εφάνηκαν ψηλά οι αστερισμοί ένας κ' ένας. Τα νερά κάτω επήραν εκείνο το λευκοσκότεινο χρώμα το κρύο και λαχταριστό του ατσαλιού. Το ναυτόπουλο άναψε τα φανάρια στη θέσι τους· ο καπετάνιος εκατέβηκε να κοιμηθή· ο Μπούλμπερης έκατσε στο τιμόνι· ο Μπραχάμης ο σκύλος μας εκουλουριάσθηκε στη ρίζα του αργάτη ν' αναπαυθή κ' εκείνος. Εγώ ούτε ν' αναπαυθώ ημπορούσα. Ούτε ύπνο — ούτε ξύπνο. Εδοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τον τιμονιέρη· μα είχε τόσην ανοστιά που έσβυσεν ευθύς σαν φωτιά αναμμένη με χλωρόξυλα. Επήγα να παίξω με τον Μπραχάμη· αλλά κ εκείνος ετρύπωσεν ακόμη περισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και βαριεστισμένος εγρίνιασε σαν να μου έλεγε: — Άφησέ με και δεν έχω την όρεξί σου! Τότε βαριεστισμένος κ' εγώ επήγα κ' εξαπλώθηκα προύμητα καταμεσίς κ' έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου, θέλοντας να μη βλέπω τίποτα περίγυρα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγο — λίγο σχεδόν το εκατόρθωσα. Κάτι ελάχιστο σαν θαμπό καντηλάκι έβλεπα να ζη στο κέντρο της υπάρξεως μου και γύρω κρύα στάχτη να σκορπούνε τ' άκρα, να σμίγουν και να χωνεύουν μέσα στ' αναίσθητα σανίδια του καταστρώματος.
Πόσο έμεινα έτσι δεν ηξεύρω. Τι μαύρες ιδέες έκλωσα στο πνεύμα μου ή και αν έκλωσα καθόλου δεν θυμούμαι. Άξαφνα όμως άρχισα ν' ανατριχιάζω· κάποια μαγνητική ενέργεια να ερεθίζη τα νεύρα μου όπως η υγρασία ερεθίζει τα πουλιά στο φλυάρισμα. Κ' ευθύς πορφυρό κύμα εχύθη απάνω μου, έδραμε απ' όλους τους πόρους της σαρκός, επέρασε στα αισθητήρια κ' επλημμύρισε το εγώ μου ολάκερο. Επίστεψα πως εκολύμπουν στα αίματα. Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο, αυτόματα ξυπνά στο λαμπρόλευκο φως της ημέρας κ' εγώ αισθάνθηκα τη ζωή από άκρη σε άκρη να κουφοδρομή και άνοιξα τα μάτια μου. Τ' άνοιξα ή τα έκλεισα δεν θυμούμαι, θυμούμαι μόνον πως έμεινα ακίνητος, μαρμαρωμένος όπως οι αρχαίοι εμπρός στο κεφάλι της Μέδουσας, Πρώτη μου σκέψις ήταν πως εξύπνησα μέσα στον φάρυγγα κάποιου ψαριού, που γίγαντας ερρούφηξε το καράβι μας. Και όμως δεν ήτο φάρυγγας ψαριού. Ήταν ο ουρανός ψηλά και κάτω η θάλασσα. Μα όλα ψηλά και χαμηλά στρωμένα ήσαν με ρούχο κατακόκκινο, κυματιστό, που έβαφε με αβρό φεγγοβόλημα ως και το σωτρόπι της σκάφης μας. Κάπου στα πέρατα της γης πυρκαγιά ετίναζε τη λαμπάδα της ψηλά κ' έρριχνε φοβερούς αποκλαμούς περαδώθε, άπληστη να χάψη τα σύμπαντα. Μα πού το κάμα και πού η αθάλη της; Και τα δυο έλειπαν. Ο αέρας ήταν ίδιος όπως και πριν λίγο δροσερός, υγρός περισσότερο και τα ξύλα, τα σίδερα, τ' άρμενα του καραβιού δεν είχαν κανένα σημάδι.
Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε κ' ετύλιξε μέσα γαλαζόχρωμα τ' αστέρια και τέλος τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του. Και παραπάνω τόξο απλώθηκε λευκοκίτρινο κ' έχυσε μεσούρανα ποτάμια σκοτεινά και ποτάμια πράσινα, χρυσορρόδινα και γλαυκά, λέγεις και ήθελε να βάψη το στερέωμα. Και το τόξο κινητό σαν ανεμόδαρτο παραπέτασμα έσειε τα κρώσσα εμπρός, άπλωνε τις αραχνοΰφαντες δαντέλες του κ' επρόβαινε καταχτητής του αιθέρα, Όπως η πλημμύρα προβαίνει και σκεπάζει με αφρούς και γλώσσες την αμμουδιά. Τ' αέρινα ποτάμια έτρεχαν γοργά κ' εφούσκωναν κ' εκυλούσαν πάντα σκοτεινά είτε πράσινα, χρυσορρόδινα είτε γλαυκά κ' εσκόρπιζαν αντιφεγγίσματα παντού, σαν ηλεκτρικού προβολές χοντρές και αδαπάνητες. Η θάλασσα ακίνητη αντανακλούσε τα τόσα χρώματα κ' εφαίνονταν όλα εκστατικά εμπρός στη θαυμαστή σπατάλη του τόσου σέλαος. Μα περισσότερο εκστατικός ήμουν εγώ. Δεν ήξευρα τι να κάμω και τι να συλλογισθώ. Έφτασε, είπα, του κόσμου η συντέλεια. Τέτοια όμως συντέλεια ημπορούσε να ευχαριστήση τον καθένα. Ηλιογάβαλος η γη βούλεται να πεθάνη μέσα στα ροδοκύματα.
Άξαφνα όμως ανατρόμαξα. Κάτω βαθειά, μέσ' από το μενεξεδένιο σύγνεφο είδα να προβαίνη ίσκιος πελώριος. Η χοντρή κορμοστασιά, το πυργογύριστο κεφάλι του εφάνταζαν στο βάθος τ’ ουρανού σαν Αγιονόρος. Τα δυο του μάτια μεγάλα και λαμπρά, εγύριζαν φωτεινούς κύκλους την ίριδα κ' έβλεπαν υπερήφανα τον Κόσμο πριν τον λαχτίσουν στην ανυπαρξία. Νάτος! είπα ο θεόσταλτος άγγελος, ο χαλαστής και σωτήρας. Τον έβλεπα με μάτια ορθάνοιχτα και είχα σύγκρυο στην ψυχή. Από στιγμή σε στιγμή επρόσμενα σφυρί να πέση απάνω μου το φριχτό χτύπημα. Πάει τόρα η γη με τους καρπούς, πάει και η θάλασσα με τα ξύλα της! Ούτε τραγούδια πλέον, ούτε ταξείδια, ούτε φιλιά. Η μήτρα της γεννήσεως και της θανής θα πέση τέλος στης ανυπαρξίας το βάραθρο, χωρίς καθόλου να συγκινήση τους κόσμους.
Αλλά δεν άκουσα ακόμη το χτύπημα. Ο ίσκιος επρόβαινε στα νερά με άλματα πύρινα. Και όσο γρηγορώτερα επρόβαινε τόσο εμίκραινε η κορμοστασιά του. Και άξαφνα ο θεότρομος όγκος αγλαόμορφη κόρη εστάθηκεν αντίκρυ μου. Διαμαντοστόλιστο στέμμα εφορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά, γαλάζια χαίτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ' αμυγδαλωτά μάτια, χείλη της τα κοραλλένια έχυναν περίγυρα κάποια λάμψι αθανασίας και κάποια υπερηφάνεια βασιλική. Από τα γλαφυρά λαιμοτράχηλα εκατέβαινε κ' έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός κ' επρόβαλε στο αριστερό την ασπίδα κ' έπαλλε στο δεξί τη Μακεδονική σάρισσα.
Δεν είχα συνέρθη από την απορία και φωνή γλυκειά ήμερη και μαλακή, σαν το μονότονο ψιθύρισμα προαιώνιας βρύσης άκουσα να μου λέγη:
— Ναύτη — καλεναύτη. Ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος;
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος! εψιθύρισα με περισσότερη απορία. Πώς είνε δυνατόν να ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Δεν ήξευρα τι ερώτησις ήταν εκείνη και τι να της αποκριθώ· όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε·
— Ναύτη — καλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος;
— Τόρα, κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφθώ τι κάνω. Τόρα βασιλιάς Αλέξαντρος! ούτε το χώμα του δεν βρίσκεται στη γη.
Ωιμέ! κακό που το έπαθα! Η αγλαόμορφη κόρη έγινεν ευθύς βδελυρό τέρας. Πελώρια εβγήκεν από το κύμα κ' έδειξε στέλεχος λεπιδοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξώμαλλα εσηκώθηκαν περαδώθε, έβγαλαν γλώσσα και κεντριά φαρμακερά κ' έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. Το θωρακωτό στήθος και το παρθενικό πρόσωπο άλλαξαν τη σύστασί τους αμέσως σαν να ήταν η Μονοβύζω του παραμυθιού, Στρίγγλα μαζί και Μέγαιρα. Τόρα εκαλογνώρισα με ποιον είχα να κάμω! Δεν ήταν όχι ο Χάρος της γης, ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα του Αλεξάντρου η αδερφή, που έκλεψε το αθάνατο νερό και γυρίζει ζωντανή και παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κ' αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνον για εκείνης τον ερχομό έχυσεν ο Πόλος άφθονο το σέλας του, να στρώση τον αιθέρα με της πορφύρας το χρώμα. Δεν ερωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα αλλά για την μνήμη του αφέντη της. Και τόρα στην άκριτή μου απόκρισι μανισμένη έρριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι στην κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κ' έδειξε άγριον Ωκεανό τον μαλακό Πόντο.
— Όχι. κυρά, ψέματα είπα· ψέματα!… ετρανοφώναξα με λυμένα τα γόνατα.
Εκείνη μ' εκύταξε αυστηρά, εστάθηκε κολοσσός εμπρός μου και με φωνή τρεμάμενη εξαναρώτησε:
— Ναύτη — καλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος ;
— Ζη και βασιλεύει· απάντησα ευθύς· ζη και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.
Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σαν να εχύθηκε αθάνατο ρευστό η φωνή μου στις φλέβες της άλλαξεν αμέσως το τέρας κ' έλαμψε παρθένα πάλι αγλαόμορφη. Εσήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, εχαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα στον ολοπόρφυρον αέρα εχύθηκεν αύρα μυστική, τραγούδι πολεμικό, παιάνες νικητήριοι, λέγεις κ' εγύριζε τόρα η Μακεδόνικη φάλαγξ από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη.
Εσήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα τα αιθέρια ποτάμια, τα σκοτεινά και τα πράσινα, τα χρυσορρόδινα και τα γλαυκά να σμίγουν στο ζενίθ και να κάνουν Στέμμα γιγάντιο. Ήταν κάμωμα του καιρού ή μήπως συμβολική απόκρισις τ' ουρανού στο ερώτημα της αθάνατης; Ποιος ξεύρει. Μα σιγά — σιγά οι φωτεινές αχτίνες άρχισαν να ωχραίνουν, να συγχίζονται και τέλος να σβύνουν μια με την άλλη, λέγεις κ' έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο. Τόρα ούτε Στέμμα ούτε τόξο εφαινόταν πουθενά. Μόνον κάπου κάπου σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα στον ουρανό· και μέσα στην ψυχή μου έτσι ωχρή και συγχισμένη έμεινεν η λαμπρή πορφύρα της πατρίδας μου.
Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη νύχτα.
 Συνεχιζετε.....
Αυριο το Θ μερος
 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com