Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 11:Αφιερωμα στον Νικο Καζαντζακη

0 σχόλια
                                 Αποσπασμα απο το εργο"Αλεξης Ζορμπας"





(Στο παρακάτω απόσπασμα: Η μαντάμ Ορτάνς -που είναι ένα από τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος επειδή ήταν συνδεδεμένη με τον Ζορμά- έχει πεθάνει και ο συγγραφέας με τον Ζορμπά επιστρέφουν από την κηδεία της.)

 Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.
Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.
-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς;
Μα ο ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο* και δεν αποκρίθηκε.
'Οταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:
-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.
-'Οχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.
-Νυστάζεις;
-'Οχι.
-Μήτε εγώ. Ας καθήσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω.
'Ημασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε.
Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας, έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμπωση ώρα σώπαινε. 'Ενας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.
Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στώμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά.
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκηνιμένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;
-Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκριθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορουσα να το εξηγήσω.
-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.
'Ομοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό. 

1957, Στιγμιότυπο από την κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο.

Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; 'Αμα δεν λένε αυτό τι λένε;
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
-Καναβάρο*! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί. Στράφηκε πάλι σε μένα
-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχώμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές* θάχεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί, τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του δινα μια απόκριση!
'Ενιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη, μά κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι 'ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας. τ' αλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει, το γευόμαστε, τρώγεται, το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου. Από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...
Σταμάτησα. 'Ηθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.
-Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. 'Αλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρούν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός". 'Αλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».
Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα. Βασανίζουνταν να καταλάβει.
-Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο, τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. 'Ομως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσι. 'Οχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:
-'Οχι, δε θ' απλώσω εγώ στο χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!» 

1957, 6 Νοεμβρίου. Ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη στον προμαχώνα Martinego του ενετικού τείχους του Ηρακλείου

Δε μιλούσα. στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λες «Ναι»! στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου ελέφτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα.
Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
-Καλήνύχτα, αφεντικό, είπε φτάνει.
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να 'ταν πωρικό, το μυαλό μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα. Ενιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. 'Εβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. 'Ο,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.
Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξυμέρωνε.


* Ο παπαγάλος ανήκε στη μαντάμ Ορτάνς που τον αγαπούσε ιδιέτερα.
Αποσπασμα απο το εργο"Ο Χριστος ξανασταυρωνετε"

Οι τιτλοι αρχης της τηλεοπτικης μεταφορας
του εργου"Ο Χριστος ξανασταυρωνετε"
ΕΙΧΕ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΣΕΙ ΠΙΑ, ΤΑ ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙΑ, Ερωτεμένα και πεινασμένα, άρχισαν να φωνάζουν. Πάνω στον ουρανό τα πρώτα άστρα, τα πιο μεγάλα, κρεμάστηκαν.
«Να σκοτεινιάσει ακόμα πιο πολύ, να μην με δούνε στο χωριό» συλλογίζουνταν ο Μανολιός και κατέβαινε αργά το γαγλωτό μονοπάτι. Κατέβαινε, κι' έκλωθε στο νου του τι λόγια να βρει και πως να της μιλήσει, για να μπορέσει να φτάσει ίσαμε την καρδιά της ο λόγος του θεού. «Θα χτυπήσω την πόρτα, ανάδευε στο νου του, θα'ρθει να μου ανοίξει... Θα ξαφνιστεί ως θα με δει, θα σφαλήξει την πόρτα και θα μπούμε μέσα...» Την αυλή την είχε δει, δεν τη φοβόταν, τις γαρουφαλιές, τα βασιλικά, το πηγάδι... Μα μέσα; Ο Μανολιός τρόμαξε. Στάθηκε να πάρει ανάσα. "Εκεί μέσα θα'ναι το κρεβάτι...» συλλογίστηκε.
Ο νους του θόλωσε. Δεν ήξερε πια τι να της πει, μήτε γιατί κατέβηκε τέτοια ώρα, νύχτα, από το βουνό και χτύπησε την πόρτα της. Και αυτή θα τον έβλεπε να κοκκινίζει και να τα χάνει και θα την έπαιρναν τα γέλια. «Βρε Μανολιό, θα του'λεγε, ήρθες και δεν κατέχεις κι' ο ίδιος γιατί ήρθες. Μην είδες κανένα όνειρο και συ; Σε ονείρεψε ο πειρασμός, Μανολιό μου, για μπας η Παρθένα Μαρία; Για μπας και σ' ονείρεψαν κι οι δυο -γίνεται κι αυτό, Μανολιό μου- κι ήρθες, και στην αρχή θα μου μιλάς για το Θεό και την Παράδεισο, κι ύστερα, αγάλια αγάλια, χωρίς και συ να το καταλάβεις, Μανολιό μου, χωρίς κι εγώ η κακομοίρα να το καταλάβω , θα βρεθούμε σφιχταγκαλιασμένοι κι οι δυο στο κρεβάτι... 'Αντρας είσαι, μαθές, γυναίκα είμαι, έτσι μας έκαμε ο Θεός, τι φταίμε εμείς; σαν είμαστε ο ένας κοντά στον άλλο, να μας πιάνει ζάλη, να τα χάνουμε και ν'ανοίγουμε τα χέρια και τα πόδια και να σμίγουμε...»
Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του Μανολιού. Βούιξαν στο νου του τα λόγια αυτά τα ξεδιάντροπα, τα'κουγε κατακάθαρα να του τα λέει η χήρα και να γελάει και να ζυγώνει... 'Ενοιωθε κιόλα την αναπνοή της, μύριζε μαστίχα και γαρούφαλο, κι από το ανοιγμένο μπολκάκι της ανέβαινε η μυρουδιά του κορμιού της ζεστή, ανακατεμένη με ιδρώτα και μοσκοκάρυδο...
Κουράστηκε απότομα, τα γόνατά του λύγισαν, κουκούβισε σε μια πέτρα.
«Ποιος μίλησε μέσα μου; αναρωτήθηκε τρομαγμένος. Ποιος γέλασε; Ποιο'ταν το γόνατο που με άγγιξε και κόπηκαν τα γόνατά μου;» Είχε αληθινά ακούσει μέσα του τα λόγια αυτά και τα γέλια της χήρας -και τ'αρθούνια του ήταν ακόμα ζεστά από τη μυρωδιά της.
-Θεέ μου, βοήθεια! έσυρε φωνή και σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό.
Μα του φάνηκε πολύ ψηλά απόψε ο ουρανός, πολύ μακριά από τον άνθρωπο, βουβός, αδιάφορος, μήτε φίλος μήτε εχτρός, και τρόμαξε. Τ'άστρα τον κοίταζαν, κι η καρδιά του Μανολιού πάγωσε. Κάποτε, στις χειμωνιάτικες νύχτες, έβλεπε γύρα από το μαντρί, ανάμεσα από τα χιονισμένα κλαριά, τα μάτια του λύκου, ασάλευτα, κίτρινα. όλο μίσος. Τέτοια του φάνηκαν απόψε τ' αστέρια.
Κι η θύμηση της χήρας χύθηκε πάλι στο νου του σα μέλι. Μέσα στην παγωνιά και την έχτρητα του κόσμου, παρηγοριά μεγάλη. Τώρα πια δε μιλούσε, δε γελούσε, σπαρτάριζε ξαπλωμένη στο φαρδύ της κρεβάτι και γουργούριζε, όλο ευγνωμοσύνη και παράπονο, σαν περιστέρα.
'Εφραξε τ' αυτιά του ο Μανολιός να μην ακούει, σβούριξε το μυαλό του, οι φλέβες του λαιμού του φούσκωσαν. 'Ενιωσε πάλι το αίμα του ν' ανεβαίνει, αγριεμένο, στο κεφάλι του. Τα μελίγγια του χτυπούσαν δυνατά, τα ματόφυλλά του βάρυναν, κι όλο το πρόσωπό του μερμίδισε. Θαρρείς και πέσαν στα μάγουλά του, στο πηγούνι, στο μέτωπο, και τσιμπούσαν κι έτρωγαν τη σάρκα του χιλιάδες μερμήγκια.
Κρύος ιδρώτας τον περίλουσε. Σήκωσε το χέρι, έψαξε αρπαχτά το πρόσωπο, τινάχτηκε απάνω.
«Θεέ μου!» έκαμε να φωνάξει, μα δε μπόρεσε.
'Εβαλε πάλι το χέρι, 'εψαξε τα μάγουλά του, τα χείλια του, το πηγούνι, είχαν πρηστεί, και το στόμα είχε ολούθε στριμωχτεί και δεν μπορούσε ν' ανοίξει.
«Τι έπαθα; τι έχω; γιατί κουράστηκα;» συλλογίζουνταν και πασπάτευε απελπισμένος το πρόσωπό του αλάκερο ως το λαιμό. 'Ολο του το μούτρο ήταν τούμπανο, μα δεν πονούσε. Μονάχα τα μάτια του τον έτσουζαν κι είχαν αρχίσει τα δάκρυα να τρέχουν.
«Πρέπει να δω, να δω, θέλω να ξέρω!» λόγιαζε. 'Εβγαλε από το ζωνάρι του το καθρεφτάκι, χαμήλωσε, άναψε μιαν αστοιβίδα, κοίταξε... Μέσα στις φλόγες που πηδούσαν είδε το πρόσωπό του κι έσυρε φωνή. 'Ολο του το πρόσωπο είχε ξαφρίσει, τα μάτια του είχαν γίνει δυο μικρές χάντρες, η μύτη του είχε χωθεί μέσα στα τουμπανισμένα μάγουλα και το στόμα του είχε γίνει μια τρύπα.
Δεν ήταν τούτο ανθρώπου πρόσωπο, ήταν μια σάρκινη μουτσούνα, απάνθρωπη, αναγουλιαστικιά. Σα να μην ήταν δικό του κρέας. Είχε κολλήσει απάνω του ένα ξένο κρέας, το πρόσωπό του αφανίστηκε.
«Θεέ μου, μην είναι λέπρα;» μπήκε στο νου του ξαφνικά και σωριάστηκε χάμω.
'Επιασε πάλι το καθρεφτάκι, μα αναγύρισε ευτύς το κεφάλι μα αηδία. 'Ανθρωπος ήταν τούτος; δαίμονας; Τινάχτηκε απάνω: «Δεν μπορώ πια να πάω... Πως να με δει; Πως να της μιλήσω; Σιχαίνουμαι. Θα γυρίσω πίσω!»
Στράφηκε κι άρχισε ν' ανηφορίζει τρεχάτος το μονοπάτι, σα να τον κυνηγούσαν.
Σαν έφτασε στο μαντρί, στάθηκε. Μπήκε κλεφτάτα μέσα, έτρεμε μην ξυπνήσει τον Νικολιό, ν' ανάψει φως και να τον δει... «Αύριο το πρωί, με τη δύναμη του Θεού, μπορεί να'μαι καλά...» συλλογίστηκε και γαλήνεψε λίγο.
Ανακάθισε στο αχερένιο στρωσίδι του, έκαμε το σταυρό του, παρακάλεσε το Θεό να τον λυπηθεί. «Θεέ μου, σκότωσέ με καλύτερα, του 'λεγε, μα μην με ντροπιάζεις μπροστά στους ανθρώπους... Γιατί μου κόλλησες αυτό το κρέας απάνω στο πρόσωπο; Βγάλ' το, Θεέ μου, πέταξέ το από πάνω μου. Αύριο το πρωί δώσε να 'ναι το πρόσωπό μου καθαρό, ανθρώπινό, σαν και πρώτα!»
'Εβαλε τα θάρρη του στο Θεό, παρηγορήθηκε λίγο. 'Εκλεισε τα μάτια κι είδε όνειρο, πως ήρθε, λέει, μια μαυροφόρα, θα 'ταν η Παναγία, κι έσκυψε απάνω του και του χάδεψε αργά, απαλά, το πρόσωπο. Κι ευτύς το πρόσωπο δροσίστηκε, αλάφρωσε, κι ο Μανολιός άπλωσε τα χέρια, άρπαξε το θαυματουργό χέρι κι ήθελε να το φιλήσει. Μα ένα γάργαρο περιπαιχτικό γέλιο ακούστηκε, έπεσε ο μαύρος πέπλος, κι ο Μανολιός έσυρε φωνή και ξύπνησε. Δεν ήταν η Παναγία, ήταν η χήρα...
'Ακουσε τη φωνή, ξύπνησε και στην άλλη γωνιά το Νικολιό. Ανασηκώθηκε, είδε γυρισμένο κατά τον τοίχο το αφεντικό του. Γέλασε φουρκισμένο.
-Μωρέ, γύρισες, Μανολιό; 'Εκαμες κιόλα τη δουλειά σου;
Μα ο Μανολιός, γυρισμένος κατά τον τοίχο, έψαχνε, έψαχνε το πρόσωπό του, και θα 'χε ανοίξει και πληγές, γιατί ογραίνουνταν τώρα τ 'ακροδάκτυλά του κι έσταζαν πηχτό, γλοιτσιασμένο νερό.
«Χάθηκα... χάθηκα... συλλογίζουνταν. Θα 'ναι λέπρα!»
"'Επεσε μπρούμυτα στο στρωσίδι κι΄ έχωσε το πρόσωπό του στο μαξιλάρι.
-Καλά πέρασες, αφεντικό; έκαμε πεισματωμένο το Νικολιό. Πήγαν καλά οι δουλειές σου; Κουράστηκες, κακομοίρη, κοιμήσου.
«Χάθηκα... χάθηκα... μουρμούριζε ο Μανολιός ανέλπιδος. Θα 'ναι λέπρα!»
Ξημέρωνε πια, το Νικολιό πετάχτηκε απάνω να βγάλει τα πρόβατα στη βοσκή. Ετοιμάζουνταν να δρασκελίσει την πόρτα, οι πρώτες αχτίδες είχαν μπει από το φεγγίτη, το χαμώι φωτίστηκε, το βοσκόπουλο στράφηκε:
-Μανολιό, έκαμε, καλό βράδυ!
Αποξεχάστηκε ο Μανολιός, γύρισε το πρόσωπό του ν' απαντήσει. Το Νικολιό τον είδε, έδωκε ένα σάλτο, πετάχτηκε έξω από την πόρτα.
-Παναγιά μου, φώναξε, ένας καλικάντζαρος!
Τα μάτια του Μανολιού έτρεχαν, ολούθε είχε ραΐσει το πρόσωπό του, έτρεχε. Μόχτησε να μιλήσει, να δώσει κουράγιο στο βοσκόπουλο, μα δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Του κούνησε μονάχα το χέρι, να το ησυχάσει.
Το Νικολιό ακούμπησε το πρόσωπό του στο παραστάτη της πορτούλας, με το κορμί πίσω, έτοιμο να πάρει δρόμο. Κοίταζε, κοίταζε, με γουρλωμένα τα μάτια... Σιγά σιγά συνήθιζε, έρχουνταν η καρδιά στον τόπο της.
-Για όνομα του Θεού, εσύ ' σαι, Μανολιό; του κάνει. Κάμε το σταυρό σου να καταλάβω.
Ο Μανολιός έκαμε το σταυρό του, το Νικολιό αναθαρρεύτηκε, δρασκέλισε το κατώφλι, μπήκε μέσα, μα δε ζύγωσε.
-Τι έπαθες, κακομοίρη; τον ρώτησε με συμπόνια. Ο διάολος θα χίμηξε απάνω σου και θα σου κόλλησε αυτή τη μουτσούνα, Θεός να φυλάει! Ο διάολος σου λέω, σίγουρα! Το ίδιο έπαθε κι ο παππούς μου.
Ο Μανολιός κούνησε το κεφάλι, στράφηκε πάλι κατά τον τοίχο να μην τρομάζει τον παραγιό του, του 'καμε νόημα να φύγει.
-Καλό βράδυ, ξανάπε δειλά το Νικολιό και τινάχτηκε έξω σα να τον κυνηγούσαν.

Αποσπασμα απο το εργο"Ο φτωχουλης του Θεου"

Το εξωφυλλο απο το βιβλιο
"Ο φτωχουλης του Θεου"
 Αρχοντόπουλο μου, είπα, να με συμπαθάς· ένα ήθελα να σε ρωτήσω, ετούτο: τρώς, πίνεις είσαι ντυμένος στο μετάξι, τραγουδάς κάτω από τα παραθύρια, γλέντι η ζωή σου· τίποτα λοιπόν δε σου λείπει;
      Ο νέος στράφηκε απότομα, αναμέρισε βίαια το μπράτσο, να μην τον αγγίξω.
- Τίποτα δε μου λείπει, αποκρίθηκε πεισματωμένος· γιατί με ρωτάς; Δε θέλω να με ρωτούν.
      Έδεσα κόμπο την καρδιά μου.
- Γιατί σε λυπούμαι αρχοντόπουλό μου, αρχοντόπουλό μου, του αποκρίθηκα.
      Ο νέος να το ακούσει, τίναξε με αλαζονεία το κεφάλι:
- Εμένα; Είπε, εσυ;! - και γέλασε.
     Μα σε λίγο, χαμηλώνοντας τη φωνή του:
- Γιατί με λυπάσαι, γιατί; Ρώτησε λαχανιασμένος.
     Δεν αποκρίθηκα.
- Γιατί; Ξαναρώτησε.
     Έσκυψε, με κοίταξε στα μάτια.
- Ποιός είσαι ντυμένος σα ζητιάνος; ποιός; Ποιός σ' έπεψε να με βρεις, εδώ στους δρόμους της Ασίζης τα μεσάνυχτα;
     Αγρίεψε:
- Μολόγα την αλήθεια! κάποιος σε στέλνει, ποιός;
     Και μην παίρνοντας απόκριση:
- Τίποτα δε μου λείπει! έκαμε χτυπώντας το πόδι του στη γης, δε θέλω να με λυπούνται· θέλω να με ζηλεύουν. Ναι, ναι, τίποτα δε μου λείπει!
- Τίποτα; έκαμα, μήτε ο ουρανός;
     Έσκυψε το κεφάλι, σώπασε· και σε λίγο:
- Πολύ αψηλά 'ναι ο ουρανός, δεν τον φτάνω
·καλή 'ναι η γης, περίκαλη, κοντά μου!
- Δεν υπάρχει πράμα πιο κοντά μας από τον ουρανό· η γης είναι κάτω από τα πόδια μας και την πατούμε· ο ουρανός είναι μέσα μας.
     Το φεγγάρι είχε αρχίσει να χαμηλώνει, λίγα άστρα στον ουρανό· ανάρια ακούγονταν κοι καντάδες, όλο πάθος, από τις αλαργινές γειτονιές· ήταν γεμάτος ο νυχτερινός ετούτος καλοκαιριάτικος αέρας μυρωδιές κι έρωτα. Κάτω η πλατεία βουίζε.
- Ο ουρανός είναι μέσα μας, αρχοντόπουλό μου, ξανάπα εγώ.
- Πως το ξέρεις; με ρώτησε και με κοίταξε αλαφιασμένος.
- Πείνασα, δίψασα, πόνεσα - το 'μαθα.

Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 11:Αφιερωμα στον Νικο Καζαντζακη"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com