Αποσπασμα απο το εργο"Αλεξης Ζορμπας"
Αποσπασμα απο το εργο"Ο Χριστος ξανασταυρωνετε"
Αποσπασμα απο το εργο"Ο φτωχουλης του Θεου"
|
![]() |
| Το εξωφυλλο απο το βιβλιο "Ο φτωχουλης του Θεου" |
Αρχοντόπουλο μου, είπα, να με συμπαθάς· ένα ήθελα να σε ρωτήσω, ετούτο: τρώς, πίνεις είσαι ντυμένος στο μετάξι, τραγουδάς κάτω από τα παραθύρια, γλέντι η ζωή σου· τίποτα λοιπόν δε σου λείπει;
Ο νέος στράφηκε απότομα, αναμέρισε βίαια το μπράτσο, να μην τον αγγίξω.
- Τίποτα δε μου λείπει, αποκρίθηκε πεισματωμένος· γιατί με ρωτάς; Δε θέλω να με ρωτούν.
Έδεσα κόμπο την καρδιά μου.
- Γιατί σε λυπούμαι αρχοντόπουλό μου, αρχοντόπουλό μου, του αποκρίθηκα.
Ο νέος να το ακούσει, τίναξε με αλαζονεία το κεφάλι:
- Εμένα; Είπε, εσυ;! - και γέλασε.
- Εμένα; Είπε, εσυ;! - και γέλασε.
Μα σε λίγο, χαμηλώνοντας τη φωνή του:
- Γιατί με λυπάσαι, γιατί; Ρώτησε λαχανιασμένος.
- Γιατί με λυπάσαι, γιατί; Ρώτησε λαχανιασμένος.
Δεν αποκρίθηκα.
- Γιατί; Ξαναρώτησε.
Έσκυψε, με κοίταξε στα μάτια.
- Ποιός είσαι ντυμένος σα ζητιάνος; ποιός; Ποιός σ' έπεψε να με βρεις, εδώ στους δρόμους της Ασίζης τα μεσάνυχτα;
Αγρίεψε:
- Μολόγα την αλήθεια! κάποιος σε στέλνει, ποιός;
Και μην παίρνοντας απόκριση:
- Τίποτα δε μου λείπει! έκαμε χτυπώντας το πόδι του στη γης, δε θέλω να με λυπούνται· θέλω να με ζηλεύουν. Ναι, ναι, τίποτα δε μου λείπει!
- Τίποτα; έκαμα, μήτε ο ουρανός;
Έσκυψε το κεφάλι, σώπασε· και σε λίγο:
- Πολύ αψηλά 'ναι ο ουρανός, δεν τον φτάνω·καλή 'ναι η γης, περίκαλη, κοντά μου!
- Πολύ αψηλά 'ναι ο ουρανός, δεν τον φτάνω·καλή 'ναι η γης, περίκαλη, κοντά μου!
- Δεν υπάρχει πράμα πιο κοντά μας από τον ουρανό· η γης είναι κάτω από τα πόδια μας και την πατούμε· ο ουρανός είναι μέσα μας.
Το φεγγάρι είχε αρχίσει να χαμηλώνει, λίγα άστρα στον ουρανό· ανάρια ακούγονταν κοι καντάδες, όλο πάθος, από τις αλαργινές γειτονιές· ήταν γεμάτος ο νυχτερινός ετούτος καλοκαιριάτικος αέρας μυρωδιές κι έρωτα. Κάτω η πλατεία βουίζε.
- Ο ουρανός είναι μέσα μας, αρχοντόπουλό μου, ξανάπα εγώ.
- Πως το ξέρεις; με ρώτησε και με κοίταξε αλαφιασμένος.
- Πείνασα, δίψασα, πόνεσα - το 'μαθα.


Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.



Comments
0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 11:Αφιερωμα στον Νικο Καζαντζακη"
Δημοσίευση σχολίου