Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 4-Η ανικητη ελπιδα,Χρηστος Χριστοβασιλης

0 σχόλια

                       Η ΑΝΙΚΗΤΗ ΕΛΠΙΔΑ
Πηγη εικονας: http://highlandgallery.com
ΣΗΜΕΡΑ τα Φώτα, το δειλινό της παραμονής του Άη-Γιαννιού, η κάκω η
Μήτραινα, σαν όλες της παραμονές του Άη-Γιαννιού, έσφαξε μια παχειά
και μεγάλη κόττα, από τες δέκα-δώδεκα κοττούλες, που είχε στην
πλατύχωρη αυλή της, τη ζεμάτησε, τη μάδησε, και την έβαλε να βράση
ακέρια, μέσα σ' ένα κακκάβι, συγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε
στην κορφή της παραστιάς τη νυφιάτικη την προκόβα της, έδεσε τη
γκρινιάρα της τη σκύλλα στην κρικέλλα, και περίμενε, σαν όλες τες
παραμονές του Άη-Γιαννιού, νάρθη ο ξενιτεμένος της ο Γιάννης,
ξημερόνοντας του Άη-Γιαννιού.

Αυτή η ιστορία εξακολουθούσε χρόνια και χρόνια. Είταν ακόμη νεια η
κάκω η Μήτραινα, όταν, χήρα πεντάμορφη και πεντάρφανη, ξεκίνησε τον
μονάκριβο της τον Γιάννη για την έρημη την Ξενιτειά. Δεν είχε ακόμα
άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για
ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια
απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και
να γίνεται άφαντος. Χρόνια και χρόνια από τότε η δόλια η κάκω-Μήτραινα
περνούσε τη ζωή της μονάχη στο σπιτοκάλυβό της, έχοντας για
μόνη συντροφιά, της τους τέσσερους τοίχους, το εικόνισμα, τη στια,
μια γίδα, μια γάτα, μια σκύλλα, και καμμιά δεκαριά κόττες, μ' έναν
ώμορφο πετεινό, που της χρησίμευε κάθε πρωί, σαν ωρολόγι, να την
ξυπνάη για ν' ανάβη τη φωτιά της, και ν' αρχινάη το εργόχειρο της:
ρόκα, ή πλέξιμο, ή μπάλωμα, ή για να πηγαίνη στο λόγγο να ζαλκόνεται
και να κουβαλάη ξύλα.

Τα νειόπαιδα του χωριού πήγαιναν κι' έρχονταν στην ξενιτειά, ποιο σε
τρία, ποιο σε τέσσαρα, και ποιο σε πέντε χρόνια, το βαρύ-βαρύ, αλλ'
ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας ούτε φαίνονταν, ούτε ακούονταν
πουθενά! Όλος ο κόσμος τον θωρούσε χαμένο, και ο προεστός του χωριού
τον ξέγραψε από το δεφτέρι του, για να μη πληρόνη η κακομοίρα η
κάκω-Μήτραινα το χαράτσι του. Και όμως η κάκω η Μήτραινα έσχισε τα
ρούχα της, άμα έμαθε, ότι της ξέγραψε ο προεστός το παιδί της, και
πήγε στο σπίτι του και τον έκανε απ' ασπρού.

 — Ακούς εκεί, έλεγε βγαίνοντας από του προεστού, να μου σβήση το
παιδί μου! Τι τον μέλλ' αυτόν, σαν πληρόνω εγώ; Να σβήσ' το κεφάλι
του ο παλιάνθρωπος! Κακό χρό... να μην έχη!

Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη,
και της φαίνονταν, ότι το παιδί της είταν γερό και καλά, ότι
κέρδαινε χρήματα, με το σωρό, ότι απόχτησε χτήματα, κι' ότι
βρίσκεται στο δρόμο νάρχεται. Ζούσε η καημένη με τ' αργατικό, πότε
στ' αμπέλια και πότε στα χωράφια των χωριανών της, κι' ενώ όλος ο
κόσμος τη συμπονιώνταν, αυτή δεν τώβανε κάτω, αλλ' απολογιώνταν με
θυμό:

 — Μπα! και ποιος σας πληρόνει να μου τραβάτε την αγκούσα; Μη σας
πέρασ' από την ιδέα, ότι χάθηκε το παιδί μ' και δε θα μώρθ'; Αυτό ζη
και βασιλεύει, δόξα σ' ο Θεός!

Έτσι μου λέει η ελπίδα, πώχω εδώ μέσα στην καρδιά μ'!

Κάθε δειλινάκι, χειμών-καλόκαιρο, όταν έτρεμε ο ήλιος να βασιλέψη,
άφινε την αργατειά της, και γνέθοντας πήγαινε ψηλά στη ραχούλα, στ'
αγνάντια του χωριού, που δίνουν στο μάτι μεγάλο δρόμο, κι' εκεί
κάθονταν, κι' αγνάντευε τη στράτα, ως μια ώρα μακρυά, όσο έκοβε το
μάτι της, και με ανίκητη ελπίδα ακολουθούσε τους διαβάτες, που
έρχονταν, και μοναχοκουβέντιαζε:

 — Να! αυτός είναι! Αυτός ο καβαλλάρης! Κύττα πώς τρέχει το μουλάρι
του! Καλώς ώρισες, παιδί μ'! Καλώς τα μάτια σ' τα δυο!

Και ξεφώνιζε κι' άνοιγε την αγκαλιά της με άφατη χαρά, και ροβολούσε
δύο-τρία βήματα, αλλ' ο καβαλλάρης εκείνος δεν είταν ο Γιάννης της
κάκως της Μήτραινας, ούτε καν χωριανός της, γιατί, άμα ζύγονε προς
το χωριό, έπαιρνε τον άλλον τον δρόμο, τραβώντας για ξένο χωριό, κι'
η κάκω-Μήτραινα, χαρωπή-χαρωπή, έπαιρνε από κοντά με το βλέμμα της
άλλον καβαλλάρη διαβάτη, για το Γιάννη της, όσο που κι' αυτός
έπαιρνε άλλον δρόμο, και δεν έφευγε από τ' αγνάντια παρά όταν
θόλονε, κι' άρχιζε να χύνεται το σκοτάδι με το σακκί απάνω στη γη.
Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με
την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας:

 — Ποιος ξέρ' το μοναχό μ', πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση
του δρόμου να φτάσ' απόψε! Κι' αύριο μέρα του Θεού ξημερόν'! Αύριο
έρχεται......

Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια. Η ελπίδα φώλιαζε
βαθυά στα φυλλοκάρδια της κάκως της Μήτραινας και τίποτε δεν
μπορούσε να την ξεσκαλίση απέκει μέσα. Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια
περνούσαν μπροστά της, σαν ερμητικό ποτάμι, σαν όνειρο φτερωτό, και
παρέσερναν στο διάβα τους νειάτα, κι' ελπίδες, αλλ' η κάκω η
Μήτραινα δε σκοτίζονταν καθόλου κι' είχε πάντα την καρδιά της
περιβόλι. Όταν δούλευε με την αργατειά, αυτή έσερνε πάντα το
τραγούδι, και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον
ξενιτεμένο τον γυιό της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα,
και ποτέ δε φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την
ψυχοπονιώνταν την καημένη την κάκω-Μήτραινα, κι' έλεγαν μέσα τους:

 — Ο Θεός να της αυγατάη την ελπίδα της ορφανής!

Τα λειανόπαιδα όμως του χωριού, όταν η κάκω η Μήτραινα τραβούσε με
την ρόκκα στο ζωνάρι προς τ' αγνάντια, για ν' αγναντέψη τάχα τον
γυιόκα της, που έρχονταν από τα ξένα, την έπαιρναν από το κοντό, κι'
όταν άρχιζε να μοναχοκουβεντιάζη της έλεγαν με παιδιακίσια κακία:

     Όταν ασπρίση ο κόρακας και γένη περιστέρι
     Τότε κι' ο Γιάννης σου θ' αρθή, μ' ένα ραβδί στο χέρι.
     Χα χα χα χα χα χα χ α χ α χ α α ά!

Η κάκω η Μήτραινα τες πλειότερες φορές δεν τους απολογιώνταν, αλλ'
όταν την παραφούρκιζαν, τα κακολογούσε:

— Ουγκζού! Να δαγκάσετε τη γλωσσά σας! Ουγκζού! Κακό χρό..... να μην
έχετε! Έτσι λέτε σεις να μην έλθη ο Γιάννης μου! Μωρέ θάρθη,
παλιόπαιδα, και θα σκάσετε!....

Στο τέλος άλλαζε τη φωνή της και τάπιανε με το καλό:

 — Σωπάτε, παιδάκια μ'! Σωπάτε καλημέρα σας! Τι καλούδια θα σας φέρη
ο Γιάνν'ς μου ολωνών, όταν έρθ'!...

Και τα παιδιά, ακούοντας ότι ο Γιάννης της Μήτραινας. θα τους έφερνε
καλούδια, προντίζονταν και την άφιναν ήσυχη.

Πέρασαν χρόνια και χρόνια, που εξακολουθούσε η κάκω η Μήτραινα να
ελπίζη, κι' όλο να ελπίζη. Κάθε βράδυ περίμενε το Γιάννη της, και
κάθε βράδυ ξενυχτούσε έρημη και μοναχή στο σπιτοκάλυβό της, χωρίς να
χολιάζη, χωρίς να αδημονάη, χωρίς ν' απελπίζεται, περιμένοντας και
βγαίνοντας στ' αγνάντια. Είχε χάσει τον λογαρισμό πόσα χρόνια είχε ο
Γιάννης της στα Ξένα. Δε θυμώνταν πόσα χρόνια της βάραιναν τη ράχη,
κ' από την ημέρα, που ξεκίνησε το μονάκριβό της, και τ' αγνάντεψε
από τη ραχούλα, ως που τώχασε από τα δακρυόπνιχτα μάτια της, είχε
σκεπάσει τον καθρέφτη της, που είχε κρεμασμένο δεξιά στη θύρα της,
κι' από τότε δεν είχε ιδή το πρόσωπό της! Τα μαλλιά της είχαν
ασπρίσει όλα, τα μούτρα της είχαν ζαρώσει, κι' η ράχη της είχε
κυρτώσει, κ' αυτή δεν το γνώριζε! Τα χρόνια σωρεύονταν το έν' απάνω
στ' άλλο, κι' η κάκω η Μήτραινα δεν το καταλάβαινε, γιατί τα δόντια
της στέκονταν γερά, και κάθε Σάββατο, που λούζουνται, λούζονταν
σύνταχα, στα σκοτεινά στο πρώτο λάλημα του πετεινού της, και πέταζε
τ' αποχτενίδια στη φωτιά, κι' έτσι δε μπορούσε να ιδή τα μαλλιά της
που είχαν γένει άσπρα, σαν βαμπάκι.

Αν και κάθε δειλινό έβγαινε στ' αγνάντια η κάκω η Μήτραινα, για να
ιδή το παιδί της νάρχεται, όμως ούτε φαγί ετοίμαζε, ούτε την πρόκοβα
έστρωνε, ούτε τη σκύλλα έδενε στην κρικέλλα, για να μην αληχτάη τους
χωριανούς. Μόνο την παραμονή του Άη-Γιαννιού έκανε αυτή τη δουλειά.
Το είχε κομποδεμένο εκείνη την ημέρα, ότι θάρχονταν ο Γιάννης της,
χωρίς άλλο, ξημερόνοντας η γιορτή του, κι' από την παραμονή, χωρίς
να βγη καθόλου στ' αγνάντια, έσφαζε την παχύτερη της την κόττα, τη
ζεματούσε, τη μαδούσε, και την έβανε να βράση, σκούπιζε το σπίτι
καλά καλά, έστρωνε την πρόκοβα της τη νυφιάτικη στην κορφή κι' έδενε
την σκύλλα στην κρικέλλα, για νάνε όλα έτοιμα το πρωί, και να μην
έχη άλλη δουλειά, παρά να πάη μόνο στην εκκλησιά, κι' ούδ' άλλο, κι'
ούδ' άλλο.

Τόσοι Άη-Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει και καρτέρει, που μπορούσαν να
φκιάσουν ακέριο μήνα κι' ο Γιάννης της κάκω Μήτραινας δε φαίνονταν!
— Τι να είχε γείνει ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας; — Χωρίς άλλο
θα έλυωσαν τα κόκκαλά του άβγαλτα κι' ατάραγα, κάτω από το μαύρο
μνήμα, χωρίς κηρί, χωρίς λιβάνι, χωρίς τρισάγιο, χωρίς λουλούδια,
χωρίς δάκρυα! Αλλά, πού περνούσαν αυτά από το νου της κάκως της
Μήτραινας! Μπάξ' ο Θιός να της έκανε κανείς τέτοιον λόγο! Τον έτρωε
με τα σκουτιά!...

 — Τι λέγαμε στην αρχή;... Α! λέγαμε ότι η κάκω η Μήτραινα έσφαξε
την πλειο παχειά της κόττα, τη ζεμάτησε τη μάδησε και την έβαλε να
βράση ακέρια, σιγύρισε το σπιτοκάλυβό της, έστρωσε στην κορφή της
παραστιάς την πρόκοβα της τη νυφιάτικη, έδεσε στην κρικέλλα τη
σκύλλα της και περίμενε να ξημερώση του Άη — Γιαννιού, για νάρθη ο
ξενιτεμένος της....

Όταν έβρασε καλά καλά η κόττα, είχε βασιλέψει ο ήλιος. Τότε η κάκω η
Μήτραινα την έβγαλε από τη φωτιά, την απόθεκε ψηλά στο πεζούλι της
στιας, κι' ύστερα έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα,
παρακαλώντας την Κυρά την Παναγιά και τον Άη — Γιάννη να της φέρουν
το παιδί της γερό και καλά από τα Ξένα, πήρε την τσέργα της, χάλασε
και σκέπασε τη φωτιά, έσβησε το λυχνάρι, και πλάγιασε ψηλά στην
πρόκοβα της τη νυφιάτικη, για να κοιμηθή, γιατί είταν περασμένη η
ώρα.

Τα πρόσφορα τα είχε έτοιμα από την ημέρα του Σταυρού. Το βαθύ πρωί,
νύχτα ακόμα, πριν λαλήσουν οι πετεινοί, άμα ήκουσε το σήμαντρο της
εκκλησιάς, σηκώθηκε, νύφτηκε, άναψε το καντήλι στο εικόνισμα, έκανε
το σταυρό της, άναψε τη φωτιά, κι' έβαλε ψηλά ένα μεγάλο κούτσουρο·
έφκιασε τρία-τέσσαρα κηριά, από ένα κρουγγί κηρί, που είχε ψηλά σε
μια σκαλοφρύδα, γέμισε το ροΐ της λάδι, πήρε το πρόσφορό της, και
κίνησε για την εκκλησιά, κλειώντας πίσω της τη θύρα μόνον με το
μάνταλο, για να μπορέση να μπη μέσα μονάχο του, το ξενιτευμένο της
το παιδί. Είταν τόσο βέβαιη η κάκω η Μήτραινα, ότι θάρχονταν, χωρίς
άλλο, ο Γιάννης της εκείνο το πρωί, που μπορούσε να στοιχηματίση το
κεφάλι της το ίδιο. Στην εκκλησιά κάθησε από την αρχή της
λειτουργίας ως το τέλος, και, κατά πώς το συνηθούσε πάντα, πήγε στη
θύρα του ιερού πρώτη-πρώτη για να πάρη αντίδωρο μπροστύτερα απ' όλο
τ' άλλο το Χωριό και να πάγη γλήγορα στο σπήτι της, να δεχτή το
παιδί της, που έρχονταν από την Ξενιτειά. Έτσι έκανε πάντα, κι' ο
παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της, της έδινε αντίδωρο πρώτα απ'
όλους, κι' αυτή, παίρνοντας τ' αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την
εκκλησιά, κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροΐ, και τράβησε ίσια γιό
το σπιτοκάλυβό της.

Και το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι' η συννεφιά η
βαρειά, που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και
φόβιον. Ο άνεμος τραβούσε δυνατά, κι' η κάκω η Μήτραινα έτρεχε
γλήγορα, πατώντας, όπως λάχαινε, μέσα στες λάσπες, για να φτάση το
γληγορότερο στο σπιτοκάλυβό της και να σφίξη στην αγκαλιά το παιδί
της. Μπαίνοντας μέσα στην αυλή, κύτταξε ολόγυρα για να δοκηθή αν
κλωτσοβροντάη κανένα μουλάρι, και μη δοκιώντας τίποτε, απόθεκε κάπου
το ροΐ της, βγήκε στο δρόμο, και τράβηξε ίσια κατά τ' αγνάντια, κι'
άμα έφτασε στη μεριά, που είχε ξεχωριστή τον Γιάννη της, φώναξε με
μεγάλη φωνή.

 — Ώωωωρε Γιάννηηηηη!!! Γιάννη ούουουουού!!!...

 — Όρσεεεεεε!!!!

Απολογήθηκε μια φωνή από μακρυά.

 — Χτύπα γλήγορα, παιδάκι μ', γιατί σέφαγε το κρύο!

Του απολογήθηκε η κάκω η Μήτραινα.

Σε λίγο το ποδοβολητό του μουλαριού ακούονταν ξαστερώτερα, αλλ' η
κάκω η Μήτραινα δεν το κουνούσε παραπέρα από εκείνη τη μεριά. Τον
περίμενε εκεί τον Γιάννη της, ως που ήρθε.

 — Παιδάκι μ'! και ψυχούλα μ'!

 — Μαννούλα μ'! Ποιος σου πήρε τα σχαρήκια και βγήκες τέτοια ώρα εδώ
να με καρτεράς;

 — Η Ελπίδα μ' ψυχούλα μ'. Η ανίκητη Ελπίδα μ' που φώλιαζε μέσα εδώ
στην καρδιά μ' βαθυά!

Ο Γιάννης κατέβηκε από το μουλάρι, η κάκω η Μήτραινα άνοιξε την
αγκαλιά, και μάννα και παιδί έγειναν ένα σώμα από το
σφιχταγκάλιασμα. Εκεί στην ίδια μεριά, που αγκαλιάσθηκαν και
φιλήθηκαν μάννα και παιδί το θεόπικρο αγκάλισμα και φίλημα του
ξεχωρισμού εδώ και τόσα χρόνια, εκεί στην ίδια τη μεριά πάλε μάννα
και παιδί ξαναφιλιώνταν και ξαναγκαλιάζονταν το χαρμόσυνο φίλημα κι'
αγκάλιασμα του ερχομού! Κι' έτσι φιλιώντας κι' αγκαλιάζοντας,
έφτασαν στο σπιτοκάλυβο. Μια βαρειά ντουφεκιά έπεσε στον αυλόγυρο
της κάκως της Μήτραινας, που βρόντησε όλο το Χωριό. Η χαρά της κάκως
της Μήτραινας, ούτε γράφεται ούτε μολογιέται!

***

 — Μωρέ τι τρέχει;

Έλεγε ο ένας στον άλλο.

 — Κάποιος ξενιτεμένος θάρθε!

Απολογιώνταν.

Σε λίγο όλο το Χωριό έμαθε, ότι ήρθε ο Γιάννης της κάκως της
Μήτραινας από τα Ξένα, κι' έτρεξαν να τον καλωσορίσουν. Το
σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι' αχολογούσε από
φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει, κι' ο ήλιος
έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.

Κι' όταν ο κόσμος τραβήχτηκε, και τα λειανοπαίδια πήραν τα καλούδια
τους, που τους είταν ταγμένα τόσες φορές κι' έμειναν μάννα και παιδί
μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κύτταξε καλά-καλά το Γιάννη
της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του, και στα
μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαχολικόν τόνο:

 — Άρχισες να γηράζης, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε!

 — Αμ τι δα! Μισοκαίριασα, μάννα μ'!

Της απολογήθηκε ο Γιάννης.

Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη
της, γιατί της φαίνονταν, ότι δεν είχαν περάση παρά λίγα χρόνια,
τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο,
για τα Ξένα. Παράξενο της φαίνονταν, που τον έβλεπε και
μουστακωμένον ακόμα. Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι της στον καθρέφτη
της ταμπακέρας, πούχε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι
είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα. Γύρισε να ιδή και δεν βλέπει κανέναν
άλλον ξένον μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Είταν αυτή μέσα στον καθρέφτη;
Μα πώς είταν δυνατό! Τότε για να καταλάβη καλύτερα πήγε στο δεξί της
θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και για πρώτη φορά,
αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κύτταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε
τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπό της, πρόσωπο βάβως!
Όλη η δροσιά του προσώπου της είταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την
καρδιά της, κι' είπε με καημό μεγάλο:

 — Γέρασα η καημένη, και δεν τώξερα!

Κι' ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάειπε:

 — Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι' αν γέρασα κι' αν
δε γέρασα!

Το κύτταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαχολήση.....Κρέμασε
τα μούτρα κι' άρχισε να συλλογιέται.

Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι' άρχισε να κλαίη, και τα δάκρυα της
κίνησαν κι' έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι.

Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάση, που δεν είχαν δακρύσει τα
μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε,
έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπή κλάμα και
πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νειάτα σε τριάντα χρονών και
πλειότερο Ξενιτειά. Όλη η πολύχρονη Ξενιτειά του μοναχογυιού της
έγεινε ένα καταπότι και την κατάπιε μοναμιάς! Τι κλωνισμό που
αισθάνονταν εκείνη τη στιμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν
η καρδιά κολυμπάη σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται
σταυροχεριασμένη μπροστά στον Πλάστη της!

Ο Γιάννης, για να σκορπίση τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψη
κι' αυτός τη συγκίνηση του και τα δάκρυα του:

 — Δε μας φέρ'ς να φάμε, μάννα;

 — Αλήθεια, παιδάκι μ', μου είσαι πεινασμένο!.... Είπε και σηκώθηκε
τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι' απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το
ψωμί και το προσφάγι, και κάθησαν να φάνε.

Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάννα του μια σακκούλα
γεμάτη φλιοριά, να τάχη δικά της, και να δίνη για την ψυχή της, και
της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτειάς του:

 — Φεύγοντας, μαννούλα μ', απέδω, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια
μέρα μπήκα σ' έναν αφεντικό, κι' ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε
μαζύ για τη Μολδαβιά, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του.
Έδειξε τόση αγάπη και συμπάθεια για μένα, ο αφεντικός μ', που δεν
μολογιέται. Με θεωρούσε σαν παιδί τ'. Εκεί μια μέρα, ύστερα από
λίγον καιρό, μώδωκε ένα γράμμα, και το γράμμα αυτό διαλάβαινε ότι
είχες πεθάνει, εσύ! Μαθόντας αυτήν την είδηση κόπηκα στα κλάματα.
Αυτός κι' η γυναίκα προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσ'ν, και
στα υστερνά μώταξαν να με κάν'ν παιδί τ'ς και να μ' αρραβωνιάσ'ν με
την μοναχοθυγατέρα τ'ς! Δεν είταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα
ξένα, αλλά ο θάνατος της μάννας μ'..

 — Στάχτη στη γλώσσα τ'ς, παιδάκι μ'!.....

Διέκοψε η κάκω η Μήτραινα με θυμό...

 — .... Μ' έκανε να μου φαίνεται φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου
φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του
θανάτου σ'...

 — Άλας και ακάρφη στη γλωσσά τ'ς....

Ξανάειπε η Μήτραινα.

 — Αλλ' η πατρίδα, όσο γλυκειά κι' αν είναι, χωρίς μάννα, χωρίς
πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως είμουν εγώ έρημος,
μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι' έτσι, ύστερα από τρία χρόνια,
παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ'...

 — Παναγιά μ'! Ζουρλάθηκες, παιδί μ'! Τ' είν' αυτά που μου λες;

Ξεφώνησε απελπιστικά η κάκω η Μήτραινα.

 — ..... κι' απόφευγα να γνωρίζωμαι με πατριώτες, για να μη μου
ανοίγη η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μ'.

 — Ούι! παιδάκι μ' τι μου λες. ... Παντρεύτηκες!

Ξεφώνησε πάλε η κάκω η Μήτραινα, τραβώντας τα μαλλιά της.

 — Σώπα, μάννα, της είπε ο Γιάννης, ν' ακούσης πρώτα την ιστορία,
και ύστερα κρίνε!

 — Λέγε, γυιέ μ'!

 — Πήρα την θυγατέρα τ' αφεντικού μ', αλλά προκοπή τίποτε!

 — Βέβια! βέβια!

Χαμογέλασε η κάκω η Μήτραινα και της ήρθε η καρδιά στον τόπο.

 — Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι' ύστερα
από λίγα χρόνια πάη κι' η γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό.

 — Ας είναι! Συ να είσαι καλά παιδί μ'!

 — Μ' άφησε ένα παιδάκι.

 — Τι; Τι;

Αλλά σ' ένα-δυο μήνες πάη κι' αυτό!

 — Βέβια! Βέβια!

Τότε πήρα όλο το βιο, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ' και τράβησα
τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα της
Ρουσσίας, κι' εκεί ζούσα, σαν έρημος, που είμουν, χωρίς να με ξέρη
κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ'. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη
Μόσχα η Στέψη του Αυτοκράτορα της Ρουσσίας, κι' έτρεξαν από τα
τέσσαρα πέρατα του κόσμου, κόσμος και κοσμάκης. Ανάμεσα στους
πολλούς υπάρχονταν και κάμποσοι πλούσιοι πατριώτες μας κι' η
Βασίλισσα μας, η Όλγα, με το Διάδοχο τον Κωνσταντίνο και το δεύτερο
της παιδί, τον Γεώργιο. Ο πόνος της Πατρίδας με τραβούσε στο παλάτι,
που είταν κονεμένη η Βασίλισσα. Πήγα πολλές φορές, για να βλέπω τη
Βασίλισσα και τα βασιλόπουλα από μακρυά. Εκεί γνωρίστικα μ' έναν
υπηρέτη της βασιλικής συνοδείας. Απ' ομιλία σ' ομιλία μ' αυτόν, και
με το «πούθε είσαι» και «πούθε είμαι», γνωριστήκαμε πατριώτες! και
τι πατριώτες; Χωριανοί! Είταν ο Κώστας της γειτόνισσας μας της
Γιώργαινας! Κι' όταν του είπα, πως είμαι της Μήτραινας του Ζώτου
παιδί με κύτταξε καλά καλά, και μου είπε:

 — «Μωρέ συ είσ' ο Γιάνν'ς ή το φάντασμα τ';»

 — «Εγώ! όλος κι' όλος!»

Του είπα και άρχισαν να τρέχ'ν τα δάκρυα μ' ποτάμι, κι' η καρδιά μ'
να φουσκόνη, σα βουνό.

 — «Βρε τρισκατάρατε», μου είπε με θυμό, «γιατί δε γράφ'ς της μάννας
σ'; Γιατί δεν της στέλλ'ς χρήματα να ζήση;....... Γιατί τη
λησμόνησες; Γιατί......; Γιατί......; Γιατί.....; » κι' ένα σωρό άλλα.
«γιατί;»

Μου φάνηκε, πως άνοιξαν τα ουράνια, θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε
μπροστά μου από την είδηση, ότι ζη η μαννούλα μ'.

 — «Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρ'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ
και τριάντα χρόνια, ότι η μάννα μ' είναι πεθαμένη.... θάχης κανένα
λάθος.... »

«Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάννα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε
ζη και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα Ξένα και.... »

 — «Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάννα μ';»

Του είπα.

 — «Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο
μ' έχεις;»

Τότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντάς τον, του είπα για ύστερη
φορά να βεβαιωθώ καλύτερα:

 — «Αλήθεια, ζη η μάννα μ';»

 — «Ζη και παραζή, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε
ώρα και στιγμή!»

Μου φάνηκε, ότι κέρδισα ένα βασίλειο. Μου φάνηκε, ότι είμουν πλειο
ευτυχισμένος από όλους, τους βασιλειάδες του κόσμου, κι' όλα τα
βασιλόπουλα, που είταν' μαζωμένα εκεί στη Μόσχα.

 — «Ζη η μάννα μ', είπα μέσα μ', και με καρτεράει, κι' εγώ κάθομαι
στα Ξένα! Να φύγω το γληγορότερο!»

Κι' έτσι πούλησα ό τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ' και το άλλο
μ', κίνησα για εδώ, κι' ήρθα γερός και καλά, δόξα σ' ο Θεός.

Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκανε τρεις φορές το σταυρό του, με
μεγάλη κατάνυξη.

Η κάκω η Μήτραινα τον ξαναγκάλιασε πάλι, και τον έσφιξε δυνατά στα
στεγνωμένα στήθια της, λέγοντας του:

 — Καλώς ήρθες, παιδάκι μ'! καλώς ήρθες!

Ο Γιάννης, εξακολούθησε:

 — Πιστεύω, τον ψεύτικο θάνατό σ' τον έπλασε ο μακαρίτης ο πεθερός
μ', για να με κάνη γαμπρό τ'. Αλλά βλέπ'ς; δεν τώστρεξε το άδικο ο
Θεός! Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι' όπως έστρωσε έτσ' πλάγιασε!
Θεός σχωρέσ'τον όμως, ας πούμε τώρα!

* * *

Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς να σηκώση το ύψωμα, για τ' όνομα του
Γιάννη.

Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο
ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!!

Χρηστος Χρηστοβασιλης

Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 4-Η ανικητη ελπιδα,Χρηστος Χριστοβασιλης"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com