Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 20-Η βοσκοπουλα με τα μαργαριταρια και αλλες ιστοριες-Παυλου Νιρβανα(Γ'μερος)

0 σχόλια
Παυλος Νιρβανας
Ο καμπουρης


Μέσα στο μελίσσι των παιδιών που σχολούσαν, μεσημέρι και δείλι, απ' το σχολειό της ενορίας και γέμιζαν το δρόμο με φωνές και κακανίσματα, το πιο περήφανο ήτανε ο Γιαννάκης ο Καμπούρης.
Ο Γιαννάκης, όταν γεννήθηκε δεν είχε κανένα σημάδι απάνω του. Ο πατέρας του κ' η μάννα του τον καλοδεχθήκανε, όπως καλοδέχονται όλα ταρσενικά παιδιά. Μονάχα ήτανε λίγο χλωμός αδύνατος και κακοθρεμμένος. Οι γονείς του τον τάξανε στον Θεό για να δυναμώση και να γίνη γερός κι' αντρειωμένος, μα ο Τρισκατάρατος είχε βάλει την ουρά του πριν βάλη ο Θεός το χέρι του. Σιγά — σιγά τα πόδια του Γιαννάκη αρχίσανε να λιγύζουν, το κορμάκι του να ζαρώνη και με τον καιρό ένα καρβέλι του φάνηκε αποπίσω του κι' άλλο ένα από μπρος του. Με τον καιρό το μεγάλο τετράγωνο κεφάλι του εβούλιαξε ανάμεσα στα δυο καρβέλια κι' ο Γιαννάκης άρχισε να μεγαλώνη στα χρόνια, χωρίς να μεγαλώνη και στο μπόι.
Οι γονείς του, σαν τον βλέπανε, λέγανε απομέσα τους.
— Δεν πεθαίνει το καϋμένο να ησυχάση απ' τα βάσανα; Τι τη θέλει τη ζωή ;…
Γιατί οι γονείς του δεν μπορούσανε να βλέπουν ένα τόσο άσχημο πλάσμα κοντά τους και να συλλογίζωνται πως αυτοί το πλάσανε.
Ο Γιαννάκης όμως είχε άλλην ιδέα. Η ζωή του άρεσε, ήτανε ευχαριστημένος που ήλθε στον κόσμο και δεν είχε κανένα παράπονο με τους γονείς του. Τα μάτια του λάμπανε από χαρά και, ανάμεσα στάλλα παιδιά, περπατούσε τόσο τεντωμένος και αλύγιστος, που θάλεγες πως το είχε περηφάνεια πως ήτανε τόσο διαφορετικός και τόσο ξεχωριστός από τάλλα τα παιδιά. Περπατούσε πάντα μοναχός, φουσκωμένος σαν γάλος, με το κεφάλι ψηλά και πατούσε στερεά το χώμα με τα δυο αδύνατα ποδαράκια του.
Το μόνο, που του κακοφαινότανε κάποτε, ήτανε όταν οι άλλοι περνούσαν κοντά του και σκύβανε να τον κυττάξουν. Για λίγο καιρό κάποια στενοχώρια φαινότανε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Μα γλήγορα βρήκε τρόπο να διορθώση αυτή την ιστορία. Γύρω απ' το λιμάνι, που ήτανε ο δρόμος του, είχανε κτίσει τον τελευταίο καιρό έναν καινούργιο μώλο μ' ένα ψηλό πεζούλι, ως μισό μέτρο απάνω απ' το δρόμο. Ο μώλος ήτανε κτισμένος απάνω στα βράχια που τριγύριζαν το λιμάνι. Ο Γιαννάκης γύρισε μια μέρα κ' έρριξε μια ματιά ευχαριστημένη στο νεόκτιστο πεζούλι. Απ' την άλλην ημέρα δεν περπατούσε πια στο δρόμο. Ανέβαινε απάνω στο πεζούλι και με ταδύνατα ποδαράκια του, κορδωμένος και περήφανος, με το κεφάλι ψηλά, έκανε όλον το γύρο του λιμανιού ως το σπίτι του. Τώρα δεν έσκυβαν οι άλλοι να τον ιδούν. Έσκυβε αυτός και τους κύτταζε από ψηλά.
Όμως κάποιο κακό μάτι έπεσε απάνω του. Γιατί όλοι όσοι τον βλέπανε λέγανε μέσα τους: «Για κύττα τον καμπουράκη…. θάρρος που τόχει! Καμμιά μέρα θα πέση να σκοτωθή». Και από τα πολλά τα μάτια κάποιο τονέ βάσκανε. Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κυττάζοντας τον ήλιο, γλύστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του. Όταν τον περνούσανε στο δρόμο οι διαβάτες τον κυττάζανε και κουνούσαν το κεφάλι τους: «Ο Θεός τον ανάπαυσε, λέγανε. Τι να την κάνη το κακόμοιρο τέτοια ζωή !» Όταν τον περάσανε απ' το σχολείο όλα τα παιδιά τρέξανε να ιδούνε τον καμπουράκη, που είχε πέσει απ' το μώλο. Τριγυρίσανε το σανίδι και τον κυττάζανε, σαν παράξενο πράμα. Ύστερα γυρίσανε τα παιδιά το ένα στο άλλο και λέγανε με θαυμασμό: «Μωρέ είδες από τι ψήλωμα έπεσε ο καμπουράκης! Πέντε μπόγια ψήλωμα». Ο Γιαννάκης ήτανε ξαπλωμένος χλωμός κι' ακίνητος απάνω στο σανίδι. Μα και ξαπλωμένος φαινότανε περήφανος και θαρρούσες πως χαμογελούσε στα παιδιά που τον τριγύριζαν. Ήτανε περήφανος, που έπεσε από τόσο ψηλά.

Η αγαπη του σκιαχτρου

Αυτή είναι μια αληθινή και παράξενη ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα.
Στο χωριό του ζούσε ο ασχημότερος άνθρωπος του κόσμου. Καλά — καλά δεν μπορούσες να καταλάβης γιατί ήτανε άσχημος. Δεν ήτανε η μύτη του, τα μάτια, ταυτιά του, το σαγόνι, το κεφάλι του ή το κορμί του. Ήτανε κι' άλλοι ανθρώποι στο χωριό στραβομύτες, στραβοσάγονοι, κεφαλάδες κι' αλλοίθωροι. Μα η ασχημιά του ανθρώπου αυτουνού ήτανε άλλο πράμα. Ούτε ζωντανό κανένα, ούτε πετούμενο, ούτε ψάρι ματαστάθηκε ποτέ τόσο άσχημο. Ήτανε μοναδικός στον κόσμο.
Οι ανθρώποι στο δρόμο σταματούσαν και τον κύτταζαν. Τον κύτταζαν όχι πια με περιέργεια, με αηδία ή με συχαμό. Τον κύτταζαν με θαυμασμό και κάποτε, όταν ήτανε νύκτα ή σκοτεινιά, με φόβο. Και δεν ήτανε μονάχα οι ανθρώποι. Τα σκυλιά τον έπαιρναν από πίσω και τον γαυγίζανε σα λυσσασμένα. Δεν κοτούσε να περάση από γειτονιά, από δρόμο ή από στάνη. Μόλις τον απείκαζαν τα σκυλιά, μικρά, μεγάλα, χυμούσανε να τον φάνε. Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του, ήξερε πως κάτι τι τον φύλαγε σα φυλακτό απ' τη λύσσα των σκυλιών. Και είχε δίκαιο. Τα σκυλιά τρέχανε από πίσω του, τον ζυγώνανε να τον ξεσχίσουν με τα δόντια, μα μόλις τον ζύγωναν κάτι τα σταματούσε. Βάζανε την ουρά κάτω από τα σκέλια τους και φεύγανε με λυπητερές στριγλιές, σαν να τα είχε δαρμένα.
Ο άσχημος άνθρωπος — έτσι τον έσπρωξε ο Πειρασμός — αγάπησε τομορφότερο κορίτσι του τόπου. Το αγάπησε με τα σωστά του. Μέρα — νύκτα περνούσε κάτω απ' το σπίτι του κοριτσιού και κύτταζε στα παράθυρα μ' ένα παράπονο, που τον έκανε ασχημότερο. Ο κόσμος έκανε το σταυρό του και γελούσε. Ταδέρφια του κοριτσιού γελούσανε κι' αυτά. Δεν άξιζε τον κόπο να θυμώση και κανένας. Ποιος γύριζε να ιδή τέτοιο σκιάχτρο! Οι γειτόνισσες γελούσανε κ' εκείνες και πειράζανε τόμορφο κορίτσι με λόγια και με χωρατά. Μόνο τόμορφο κορίτσι καθότανε μοναχό του κ' έκλαιγε απ' το μεγάλο του κακό. «Τι μου ήτανε γραφτό! έλεγε. Να μ' αγαπήση ένα σκιάχτρο!» Τώπαιρνε σαν καταφρόνια και σαν φοβέρα. Και την έπαιρνε το παράπονο κ' έκλαιγε μοναχή της.
Ο άσχημος άνθρωπος δεν μπόρεσε να βαστάξη στη φλόγα της αγάπης. Τον έκαιγε μέρα και νύκτα. Και όσο περνούσανε μέρες, από την πίκρα και τον καϋμό του γινότανε ολοένα ασχημότερος. Οι διαβάτες δεν τον κυττάζανε πια. Γυρίζανε το κεφάλι τους με τρομάρα. Τα σκυλιά τον γαυγίζανε από μακρυά. Τρελλαμένος απ' την αγάπη είδε κι' απόειδε και μια νύκτα έβαλε ένα τρομπόνι στα μιλίγγια του και σκόρπισε στον άνεμο το άσχημο πρόσωπό του. Το πρωί τον βρήκανε κάτω από τα παράθυρα του κοριτσιού. Σημάδι δεν έμενε πια απ' την ασχημιά του και χρειάσθηκαν άλλα σημάδια για να γνωρίσουν ποιος ήτανε. Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σαν σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο.
Μα τόμορφο κορίτσι δεν μπορούσε να βαστάξη την καταφρόνια, που της έκανε η αγάπη ενός σκιάχτρου. Δεν μπορούσε να χωρέση ο νους της πως μέσα σε τόσα κορίτσια, όμορφα και άσχημα, διάλεξε αυτήνε να την αγαπήση. Κι' απ' την ημέρα που σκοτώθηκε για την αγάπη της, το πήρε σαν παράπονο και συχάθηκε η ίδια την ομορφιά της. Μα δεν έλεγε τίποτε σε κανένα κ' έλυωνε μοναχή της. Οι γειτόνισσες, που την βλέπανε αχνή και λυπημένη, την πειράζανε περισσότερο, αντί να την παρηγορήσουν, της λέγανε για την αγάπη του άσχημου άνθρωπου, για την ομορφιά της, που μάγεψε ένα σκιάχτρο, για τον άγριο σκοτωμό του.
Τόμορφο κορίτσι το πήρε μαράζι. Έκλαιγε, έκλαιγε κρυφά απ' τον κόσμο κ' έλυωνε σαν το κερί. Κι' όλο έλυωνε, ως που μια μέρα έκλεισε τα ματάκια με τα μεγάλα ματόκλαδα, και δεν τάνοιξε πια. Ο κόσμος έκλαψε τον άδικο χαμό της κ' οι τραγουδιστάδες της βγάλανε τραγούδι. Μα τα φθονερά κορίτσια λέγανε πως πέθανε κι' αυτή απ' την αγάπη, πως ένας κρυφός καϋμός την έφαγε για τον άσχημο άνθρωπο και πως όλα γίνονται στον κόσμο. Κανένας όμως δεν το πίστεψε….
Έτσι ο άσχημος άνθρωπος σε λίγο καιρό πήρε μαζή του την αγάπη του, και δεν την άφησε να την χαρή άλλος κανένας στον κόσμο. Και είναι μια αληθινή ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα.

Ο ανθρωπινος πονος

Περπατούσαμε μονάχοι στο σκοτάδι. Περπατούσαμε, κρατημένοι σφικτά απ' τα χέρια, εγώ και ο Άλλος. Μανάχα εμείς περπατούσαμε στη μαύρη πεδιάδα. Τίποτε άλλο. Τα μεγάλα βουνά ακίνητα μας έζωναν τριγύρω. Βαρειά σύννεφα ήταν σταματημένα απάνω απ' το κεφάλι μας. Τα ψηλά δένδρα, ανάρηα — ανάρηα, έστεκαν ασάλευτα μέσα στον άτρεμον αέρα. Περπατούσαμε και δεν ξέραμε πού πάμε.
— Πού πάμε; ρώτησα με πνιγμένη φωνή.
Δεν ξέρω πού πάμε, μου είπ' ο Άλλος. Η καρδιά μου κτυπάει δυνατά….
Ύστερα σταματήσαμε. Δεν μπορούσαμε να πάμε μπροστά. Τα πόδια μας καρφώθηκαν στο χώμα. Με τα βαρειά βουνά, με τα μεγάλα δένδρα, με τα μαύρα σύννεφα, μείναμε ακίνητοι.
— Τα χέρια σου τρέμουν! μου είπε ο Άλλος.
— Και τα δικά σου.
— Πού είμαστε;
— Δεν ξέρω.
— Δεν ακούς;
— Ακούω.
Τι ήτανε αυτό που άκουα μες στο σκοτάδι; Αυτό μας έκανε να τρέμουμε. Ένας θρήνος πλατύς ανέβαινε απ' τη γη. Ο θρήνος εγέμιζε τον κάμπο, τον ουρανό, τον αέρα. Τρυπούσε τα βαρειά σύννεφα κ' έσβυνε απάνω. Πλημμυρούσε όλη την πλάση, ζυμωμένος με το σκοτάδι.
Ο ανθρώπινος πόνος
 — Εμπρός, είπα στον Άλλον. Προχώρησε να φύγουμε. Τρέμω. Ακούς τι
σου λέω;
 — Δεν μπορώ να προχωρήσω, μου είπ' ο Άλλος. Κάτι τι μου καρφώνει
τα πόδια. Τράβηξέ με.
— Δεν μπορώ ούτ' εγώ. Τα πόδια μου είναι κολλημένα στο χώμα….
Στεκόμαστε ασάλευτοι. Τα νύχια μου είχανε μπη στα κρέατά του. Ένοιωθα τα νύχια του που σχίζανε το κρέας μου.
— Μη μ' αφίνης.
— Σε κρατώ. Σφίξε μου το χέρι.
Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας.
Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι.
— Ο αέρας τρέμει…. του είπα. Νοιώθεις τον αέρα που τρέμει τώρα;
— Ναι. Και τα δένδρα. Βλέπεις τα δένδρα;
— Τα βλέπω. Και τα σύννεφα απάνω.
— Και τα σύννεφα, Θεέ μου!
— Βλέπεις τα μακρυνά βουνά;
— Βλέπω. Ένας σεισμός τα ταράζει.
Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι, σαν βογγητό ανέμου μέσα στο πένθος του δάσους.
— Ο άνεμος κλαίει;
— Όχι. Δεν είναι ο άνεμος. Ο αέρας είναι πεθαμένος. Πνίγομαι.
— Κ' εγώ. Βλέπεις εκεί κάτω;
— Βλέπω. Είν' ένα μαύρο σημάδι….
— Ένα μαύρο σημάδι σαλεύει. Αυτό είναι.
— Τι είναι;
— Αυτό είναι η πηγή του θρήνου. Αυτό είναι.
— Τόσο μικρό; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος.
— Ναι απέραντος. Πλατύτερος απ' τον ουρανό.
— Πλατύτερος. Πιο βαρύς απ' τα μεγάλα βουνά.
— Πιο βαρύς. . . .Ψηλότερος απ' τα ψηλά δένδρα.
— Ψηλότερος.
— Το μαύρο σημάδι σαλεύει.
— Αυτό είναι. Είναι η μαύρη πηγή του θρήνου.
 — Τόσο μικρό ; Σαν μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι
απέραντος.
 — Δεν είναι μια φούχτα χώμα. Μια καρδιά είναι κρυμμένη στο μαύρο
σημάδι. Για κύττα! Κάτι σέρνεται στο χώμα σαν φίδι.
— Δεν είναι φίδι. Είναι μαλλιά. Τα μαλλιά σέρνονται στο χώμα.
— Κάτι κτυπάει τη γη. Τ' είν' αυτό που ασπρίζει;
— Είναι χέρια. Δεν βλέπεις; Δυο χέρια γυμνά που κτυπούν το χώμα.
— Δεν ακούς;
— Ακούω. Ο άνεμος βογγάει μέσα στο πένθος του κάμπου.
 — Όχι, δεν είν' ο άνεμος. Η φωνή φωνάζει κάποιον να βγη απ' το
χώμα : «Έλα! Έλα !. .. » Τον φωνάζει.
 — Ναι, ακούω τώρα. Φωνάζει: «Έλα! Έλα…. Τα χέρια κτυπούν το
χώμα. Τα μαλλιά σέρνονται χάμω. Η φωνή φωνάζει: «Έλα ! Έλα….»
— Και δεν έρχεται. Γιατί δεν έρχεται!
— Δεν θάρθη ποτέ.
— Και θα φωνάζη ως πότε; Θεέ μου! Τρέμω.
— Θα φωνάζη αιώνια….
— Μια φούχτα χώμα. Κι' ο θρήνος είναι απέραντος.
— Δεν είναι μια φούχτα χώμα. Είναι μια καρδιά… Σφίξε μου το χέρι. Κάνει κρύο.
— Είναι μια καρδιά…
— Τα χέρια σου είναι παγωμένα.
— Κρυώνω. Πώς κρυώνω!
— Τα δόντια σου κτυπούν άγρια. Γιατί κτυπούν έτσι τα δόντια σου; Προχώρησε να φύγουμε. Έλα κοντά μου.
— Έρχομαι. Τα πόδια μου είναι μολύβι.
Προχωρήσαμε μες στο σκοτάδι.
— Σφίξε μου το χέρι. Έλα κοντά μου.
Κρατούσαμε σφικτά ο ένας το χέρι του άλλου, τα νύχια μου είχαν μπη βαθιά στα κρέατα του κ' ένοιωθα τα νύχια του να σχίζουν τη σάρκα μου. Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας.
— Σφίξε μου το χέρι, σου λέω. Τρέμω…
Το αίμα έτρεχε απ' τα χέρια μας. Και προχωρούσαμε στο σκοτάδι. Πηγαίναμ' εμπρός. Μονάχοι, εγώ και ο Άλλος…

Ο προφητης

Άξαφνα, μιαν ανοιξιάτικη αυγή, που ο ήλιος έλαμπε απάνω στη δροσολουσμένη πρασινάδα και τη γέμιζε διαμάντια, και τα περιβόλια σκορπούσαν ευωδίες λογιών — λογιών στον αέρα, φανερώθηκε στη χώρα, δειλός και μαζεμμένος, ο όμορφος τρελλός. Από πού ήρθε, πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, πού ήτανε κρυμμένος τόσον καιρό, κανένας δεν ήξερε. Λέγανε κάποιοι πως ήτανε φθασμένος από κάποιο απόμερο χωριό, πως είχε περπατήσει μερόνυκτα σε βουνά και σε λαγκάδια, τρώγοντας άγρια χορτάρια και πίνοντας με τις φούχτες του νερό απ' τις ερημικές βρυσούλες. Κι' αλήθεια τα ποδήματά του ήτανε ξεσχισμένα και γεμάτα σκόνη και τα ρούχα του σπαραγμένα απ' ταγκάθια του δρόμου. Το πρόσωπό του ωστόσο ήτανε όμορφο κ' ευγενικό, με κάτι βαθειά, μεγάλα, ουρανιά μάτια, είχε τα ξανθά του μαλλιά μακρυά και ακτένιστα, σκορπισμένα στους ώμους, τανάρηα του γένεια σκέπαζαν σαν χνούδι τα χλωμά μάγουλά του, και το πλατύ κερένιο μέτωπό του, νέον ωστόσο, ήτανε ωργωμένο από βαθειές ρυτίδες. Κι' απ' την ημέρα που φανερώθηκε στο χωριό, περπατούσε πάντα μονάχος και πάντα έρημος στα χωράφια και τις ακροποταμιές.
Τα παιδιά μόλις τον ένοιωθαν τον παίρνανε από πίσω. «Αι! Αι! ο τρελλός»… Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του αδιάφορα και τα παιδιά δεν μπορούσανε να τον φθάσουν. Κι' όταν τον έφθαναν τους έπιανε τέτοιος φόβος, που γύριζαν πίσω. Οι μεγάλοι τον κύτταζαν ξαφνισμένοι σαν περνούσε, του μιλούσαν, του φώναζαν: «Αι! Αι! παλικάρι»… Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του, χωρίς να δίνη απόκριση. Οι γυναίκες μόνο τον κύτταζαν με συμπάθεια και δεν του μιλούσαν. Μιλούσαν μόνο ανάμεσό τους για το χλωμό του πρόσωπο, τα μακρυά του μαλλιά και τα μεγάλα βαθουλωμένα μάτια τον, μιλούσαν για το γλυκύ παράπονο που ήτανε χυμένο στην όψη του. Και γύρευαν να μάθουν ποιος είναι, από πού ήρθε και τι έκανε. Μα κανένας δεν ήξερε να τους ειπή.
Κάποιος είπε τότε πως τον άκουσε να μιλάει σ' απόμερα μέρη με φτωχές γυναικούλες και πως η φωνή του ήτανε γλυκειά και οι τρόποι του ήμεροι και συμπαθητικοί. Άλλος είπε πως τον είδε να μαζεύει γύρω του τα μικρά παιδάκια σε μιαν ακροποταμιά και να τους λέη ιστορίες και παραμύθια. Και τα μικρά παιδάκια τον κύτταζαν ολοτρόγυρα μ' ανοικτό το στόμα. Άλλος πάλι έλεγε πως τον είδε να κάθεται ώρες στη ρίζα ενός δένδρου, και να κυττάη τον ουρανό με τα μεγάλα παραπονεμένα μάτια του. Όταν περνούσε όμως βιαστικά από μέσα απ' τη χώρα, τα παιδιά τρέχανε από πίσω του. «Αι! Αι! ο τρελλός…»
Ύστερ' από καιρόν ο τρελλός, όπως φανερώθηκε άξαφνα, έτσι άξαφνα και χάθηκε. Είπανε πως έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Άλλος είπε πως τον πήρανε οι Νεράιδες. Άλλος πως ήτανε κρυμμένος μέσα στη μεγάλη σπηλιά του βουνού και τη νύκτα έβγαινε σαν το αγρίμι και μάζευε άγρια χορτάρια, για τροφή του. Και πάλι άλλος είπε πως τον είδε να σκάβη με τα νύχια του το χώμα στην κορφή ενός βουνού. Έκανε ένα μεγάλο λάκκο και θάφτηκε μέσα ζωντανός. Έτσι γέμισε το χωριό από λογιών — λογιών ιστορίες. Οι γυναίκες ωστόσο ρωτούσανε πάντα να μάθουν: «Ο καϋμένος ο τρελλός! Τι νάγινε ο τρελλός;» Κανένας όμως δεν μπορούσε να μάθη την αλήθεια.
Πέρασαν χρόνια πολλά κι' ο τρελλός δεν ξαναφάνηκε. Άξαφνα είχε φανερωθή κι' άξαφνα χάθηκε. Η πατρίδα του τον ξέχασε χωρίς να μάθη ποτέ ποιος ήτανε. Μονάχα οι γυναικούλες, που δεν είχανε άλλη δουλειά, τον φέρνανε συχνά στις ομιλίες τους: «Ο καϋμένος ο τρελλός!… » Μιλούσανε για τα μεγάλα του ξανθά μαλλιά, για το χλωμό του πρόσωπο και τα βαθουλωμένα του μάτια. Κι' όταν γυρίζανε την άνοιξη και το καλοκαίρι απ' τα χωράφια και τις ακροποταμιές λέγανε πειράζοντας η μια την άλλη: «Να ο τρελλός!» Και καμμιά δεν τρόμαζε. Μόνο λέγανε πάλι μια με την άλλη: «Πού να βρίσκεται ο καϋμένος!» Καλοκαίρι κι’ άνοιξη οι γυναικούλες, γυρίζοντας απ' τα χωράφια, μιλούσανε για τον τρελλό, που χάθηκε και κανένας δεν ξέρει πού να πήγε.
…. Ένας χωρικός γύρισε με χρόνια από μακρυνή και πλούσια πολιτεία. Ο νεοφερμένος ιστορούσε στους συντοπίτες του μια παράξενη ιστορία. Την ιστορία ενός Προφήτη. Ένας Προφήτης είχε φανή στην ξένη πολιτεία. Ο κόσμος έτρεχε από πίσω του. Όπου περνούσε ο προφήτης έσερνε πίσω του χιλιάδες. Ο λαός έτρεχε σαν τα μυρμήγκια. Σκάλωναν απάνω στα δένδρα να τον ιδούν, ανέβαιναν στα κεραμίδια των σπιτιών, έσπρωχνε ο ένας τον άλλον για να τον πρωτοκυττάξη, Οι μανάδες σήκωναν τα παιδιά τους στα χέρια τους για να τον κυττάξουν και οι γέροι στυλώνανε τα κορμιά τους να τον ιδούν μια φορά πριν πεθάνουν.
Αυτά έλεγε ο χωριανός κι' όλη η χώρα τον άκουγε μ’ ανοικτό στόμα. Έλεγε ακόμα πως ο Προφήτης, που ήξερε όλα τα μυστήρια που κρύβει ο κόσμος κι' όλα ταπόκρυφα του Θεού, μιλούσε, με ωραία και σοφά λόγια, στα πλήθη του κόσμου. Μιλούσε για τη Ζωή, για το Θάνατο και για την Αγάπη. Τα λόγια κυλούσαν απ' τα χείλη του γλυκά σαν το μέλι. Η φωνή του ξεπερνούσε το πιο γλυκό τραγούδι. Και όταν μιλούσε για τη Ζωή, οι πιο δυστυχισμένοι λαχταρούσαν να ζήσουν, κι' όταν μιλούσε για το Θάνατο, οι πιο ευτυχισμένοι τον αποζητούσαν, κι' όταν μιλούσε για την Αγάπη, τα ξερά κλαδιά πετούσανε νέα φύτρα . . .
Αυτά έλεγε ο χωριανός. Και ύστερα είπε ακόμα, με τα δάκρυα στα μάτια, τη δική του τη συμφορά και την αμαρτία του. Σαν έτυχε στην ξένη πολιτεία, πήγε κι' αυτός να ιδή τον ωραίο Προφήτη. Έσπρωξε τον κόσμο, στριμώχθηκε μέσα στο λαό, ίδρωσε, παρακάλεσε. Σαν έφθασε όμως κοντά, έτριψε τα μάτια του. Γιατί δεν πίστευε κι' ο ίδιος αυτό που έβλεπε. Στο τέλος δεν μπόρεσε να βασταχθή. Χωρίς να θέλη, μια φωνή του ξέφυγε απ' τα χείλη: «Αι! Αι! ο τρελλός!» Το πλήθος ρίχθηκε απάνω του να τον πνίξη. Έβαλε φτερά στα πόδια. Βοή και κατάρα τον ακολουθούσε από πίσω του σαν φοβέρα. Έφυγε, χάθηκε μακρυά απ' την πολιτεία. Κρύφθηκε στους λόγγους και στα βουνά κ' ύστερα πήρε το δρόμο, σαν αφωρισμένος…. «Και νάμαι που ήρθα. Ο Θεός να με συχωρέση, αδέρφια!»…
Αυτά έλεγε ο χωριανός και τα δάκρυα τρέχανε απ' τα μάτια του. Κανένας δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήση. Ο ένας κύτταζε τον άλλον. Και μόνον οι γυναικούλες του χωριού, που δεν είχανε ξεχάσει τον τρελλό με τα μακρυά ολόξανθα μαλλιά, με το χλωμό πρόσωπο και τα βαθουλωμένα μάτια, αναστέναζαν βαθιά: «Ω! ευτυχισμένε, που είδες τον Προφήτη!» Κι' από τότε, όταν γυρίζουν οι γυναικούλες καλοκαίρι κι' άνοιξι απ' τα χωράφια και τις ακροποταμιές, γλυκομιλούν και λένε ακόμα για τον ωραίο τον Προφήτη.

Οι μενεξεδες

Το λεωφορείο σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Οι επιβάτες γύρισαν με περιέργεια και κύτταξαν τη γυναίκα που έμπαινε. Ήταν ντυμένη κατάμαυρα και φορούσε ένα μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Από κάτω απ' το μαντήλι ξεχείλιζαν να ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της ήτανε μικρούτσικο σαν παιδιακίσιο, παραπονεμένο κι' όμορφο.
Η γυναίκα κάθησε σε μια γωνιά με τα μάτια σκυμμένα κάτω. Κρατούσε στα χέρια της ένα μεγάλο μάτσο από μενεξέδες και είχε τη ματιά της καρφωμένη απάνω στα λουλούδια, σαν να μιλούσε όλη την ώρα μαζή τους. Στο χέρι της, ένα άσπρο παχουλό χεράκι μια χρυσή βέρα άστραφτε στο μεσιανό δάκτυλο.
Ένας επιβάτης είπε κρυφά στον άλλον:
— Κάποια χήρα θα είναι.
Ο άλλος του είπε, λιγώνοντας τα μάτια του :
— Τι όμορφη που είναι!…
Ο πρώτος ξαναείπε:
— Το μαύρο μαντήλι την κάνει ομορφότερη….
Ο δεύτερος αναστέναξε.
Οι δυο μαζή γύρισαν και την κύτταξαν με γλυκά μάτια. Ο πρώτος ήταν ξανθός, με μεγάλα μουστάκια και γαλανά μάτια. Ο δεύτερος μελαχροινός, χλωμός, με λίγο μαύρο χνούδι απάνω απ' το χείλι του.
Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τους κύτταξε, σαν να κατάλαβε πως μιλούσαν γι' αυτήν. Τα μάτια της όμως πέσανε απάνω στο μελαχροινό. Τα κατάμαυρα μαλλιά και γένεια, τα μάτια του μαύρα σαν την πίσσα, σαν ένα πένθος χυμένο απάνω στο χλωμό πρόσωπο, τράβηξαν τη θλιμμένη ψυχή της, σαν να ταίριαζαν με τον πόνο της. Χαμογέλασε κ' έσκυψε πάλι απάνω στο μάτσο με τους μενεξέδες, και ξανάρχισε με τα λουλούδια την ομιλία που είχε διακόψει.
Σε λίγο άρχισε να διορθώνη τα λουλούδια με τα παχουλά, νευρικά της δάκτυλα. Δυο κλώνοι με μενεξέδες της πέσανε κάτω στο πάτωμα. Ο μελαχροινός κύριος έσκυψε να τους σηκώση. Τους πήρε και τους πρόσφερε στη γυναικούλα μ' ένα κίνημα ευγενικό. Εκείνη τον κύτταξε γλυκά και του είπε:
— Δεν πειράζει, κύριε. Κρατήστε τα, αν σας κάνουν ευχαρίστηση.
Ο μελαχροινός κύριος ευχαρίστησε τη γυναίκα μ' ένα γλυκό χαμόγελο, έφερε τους μενεξέδες στα χείλη του με μια βαθειάν αναπνοή που έμοιαζε σαν αναστεναγμός κ' έπειτα τους έβαλε με προσοχή στην κουμπότρυπά του.
Στο στρίψιμο του δρόμου η γυναικούλα έγνεψε στον οδηγό. Ο οδηγός κτύπησε το κουδούνι, κ' η γυναικούλα σηκώθηκε με χάρη, χαιρέτισε μ' ένα χαμόγελο τον μελαχροινόν κύριον και κατέβηκε απ' το λεωφορείο.
Οι δυο επιβάτες γύρισαν απ' τα τζάμια και την κύτταζαν. Με το κεφάλι σκυμμένο πάντα τράβηξε το δρόμο που πήγαινε στο νεκροταφείο, το μεγάλο δρόμο με τα κυπαρίσσια.
Ο πρώτος επιβάτης είπε στο δεύτερο:
— Η καϋμένη. Πηγαίνει τους μενεξέδες στον τάφο του ανδρός της. Δεν τονέ ξέχασε ακόμα.
Ο δεύτερος δεν εμίλησε. Έσκυψε και μύρισε βαθιά απάνω στην κουμπότρυπά του το μπουκετάκι με τους μενεξέδες, που τους είχε μοιρασθή μ' έναν πεθαμένο. Τα μάτια του λάμπανε από αγάπη κι' από ζήλεια.
Το λεωφορείο τράβηξε το δρόμο του.

Αυριο το Δ και τελευταιο μερος.



Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 20-Η βοσκοπουλα με τα μαργαριταρια και αλλες ιστοριες-Παυλου Νιρβανα(Γ'μερος)"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com