Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 22:Λογια της πλωρης, Ανδρεα Καρκαβιτσα,Α'μερος

0 σχόλια
Ανδρεας Καρκαβιτσας

ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ

ΘΑΛΑΣΣΑ

Ο πατέρας μου — μύρο το κύμα που τον ετύλιξε — δεν είχε σκοπό να με κάμη ναυτικό.
— Μακριά έλεγε· μακριά παιδί μου, από τ' άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστι· δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες· δόξασέ την· εκείνη το σκοπό της. Μην κυτάς που χαμογελά, που υπόσχεται άπειρα τα πλούτη της. Αργά — γρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη πετσί και κόκκαλο, άχρηστον στον κόσμον. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα το ίδιο κάνει.
Και τα έλεγεν αυτά ο άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι· που ο πατέρας, ο πάππος, ο προπάππος όλοι ως τη ρίζα της γενεάς εξεψύχησαν απάνω στο παλαμάρι. Και όχι μόνον αυτός αλλά κ' οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τόρα και οι νεώτεροι, που είχαν νωπούς ακόμη τους κάλους στα χέρια, όταν εκάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ τους εκινούσαν μελαγχολικά το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν·
— Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
Η αλήθεια όμως ήταν πως πολλοί από αυτούς όχι κλήμα αλλά νησί ολάκερο ημπορούσαν ν' αποχτήσουν με τα χρήματά τους. Και όμως όλα τα έρριχναν στη θάλασσα. Άμιλλα είχαν ποιος να χτίση μεγαλείτερο καράβι· ποιος να πρωτογίνη καπετάνιος. Κι' εγώ που άκουα συχνά τα λόγια τους κ' έβλεπα τόσο αντίθετα και ασύμφωνα τα έργα τους δεν ημπορούσα να λύσω το μυστήριο. Πνεύμα έλεγα θεϊκό, κάποια δύναμις από το άπειρο σταλμένη, ερχόταν κ' έσερνεν όλες εκείνες τις ψυχές και τις εκρήμνιζε σκλάβες και άβουλες στα πέλαγα όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.
Αλλά το ίδιο πνεύμα έσπρωχνε κ' εμένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματά μου να ειπής, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιγνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ' ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια μ' ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Επήγα και το έρριξα στη θάλασσα με συγκίνησι. Αν θέλεις είχα και τον εαυτό μου εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα κ' εβούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλείτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς γι' αυτό ήταν στο λιμανάκι του Αϊνικόλα. Το έρριξα στη θάλασσα και τ' ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμένα που το επήρε το ρέμμα πέρα μακριά. Αργότερα έγεινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος· μόνον τα λέπια μου έλειπαν.
— Μωρέ γεια σου και συ θα μας ντροπιάσης όλους! έλεγαν με το αγαθό τους χαμόγελο οι γεροναύτες, όταν μ' έβλεπαν να τσαλαβουτώ στο νερό σαν δέλφινας.
Εγώ εκαμάρωνα στο άκουσμα κ' επίστευα ν' αποδείξω μιαν ημέρα προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία μου — επήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαι — τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν εύρισκα μέσα που να συμφωνή με τον πόθο μου. Ενώ οι εικόνες που είχα τριγύρω μου, ψυχωμένες και άψυχες, μου έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά ρούχα· οι γέροντες με τα διηγήματά τους· τα ξύλα με την εκφραστική τους όψι, οι λυγερές με τα τραγούδια τους:
Όμορφος που 'νε ο γεμιτζής όταν βραχή κι' αλλάξη και βάλη τ' άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτση.
Το άκουα το τραγούδι αυτό από την κούνια μου κ' έλεγα πως ήταν ύμνος που τον έγβαζε το νησί μας για να παρακινήση τους κατοίκους στη θαλασσινή ζωή. Όνειρο είχα πότε κ' εγώ να γίνω γεμιτζής και να κάτσω θαλασσοβρεγμένος στο τιμόνι. Θα εγινόμουν όμορφος τότε, παλήκαρος σωστός· θα μ' εκαμάρωνε το νησί, θα μ' αγαπούσαν τα κορίτσια. Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν' απλόνεται από τ' ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, ακίνητη, σιωπηλή κ' επάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα ωργισμένη άλλοτε, τρελή να δέρνη με αφρούς τ' ακρογιάλι, να καβαλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στων βράχων τις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη ανήσυχη, λέγεις κ' εζητούσε να φθάση στα έγκατα της γης να σβύση τις φωτιές της. Κ' έτρεχα μεθυσμένος να παίζω μαζί της, να την θυμώσω εναντίον μου, να την αναγκάσω να ριχθή κατόπιν, να με κυνηγήση, να αισθανθώ τον αφρό ράπισμα επάνω μου όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ' αγρίμια. Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από τον λιμένα και ν' αρμενίζη στ' ανοιχτά· όταν άκουα τις παρακινητικές φωνές των ναυτών που εγύριζαν τον αργάτη και τα κατευοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου επέτα μελαγχολικό πουλάκι απάνω του. Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· σχοινιά τα κοντυλογραμμένα στον ορίζοντα· τα πόμολα που άφιναν νομίζεις φωτεινή γραμμή στον αιθέρα μ' έκραζαν να πάω μαζί τους, μου υπόσχονταν άλλους τόπους, ανθρώπους, πλούτη, χαρές, φιλιά σε μένα άγνωστα στην καρδιά μου όμως αποθηκευμένα, του γονιού μου βέβαια μακρινή απόλαυσις. Και νυχτόημερα η ψυχή μου εκατάντησε άλλον πόθο να μην έχη παρά το ταξείδι. Ταξείδι στη γαλήνη, ταξείδι και στην τρικυμία. Και ακόμη την ώρα που ερχόταν είδησις ναυαγίου στο νησί και ο πνιγμός, ο θάνατος επλάκωνε τις ψυχές όλων κ' εχυνόταν βουβή η θλίψις από τα ρυτιδωμένα μέτωπα ως τ' άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς· όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους σαν χρυσόξυλα ερειπωμένου αρχοντόσπιτου και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις αρραβωνιαστικές· όταν άκουα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριό τους πείσμα μ' έπιανε που δεν ήμουν κ' εγώ εκεί μέσα, να ιδώ τη φιλενάδα μου στο άγριο μεγαλείον της και να παλαίψω, να παλαίψω μέχρι θανάτου μαζί της.
Δεν εκρατήθηκα περισσότερο. Έλειπεν ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξείδι. Εμίσευε τότε και ο καπετάν Καλιγέρης ο θείος μου για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον επαρακάλεσε κ' η μάνα μου από φόβο μην αρρωστήσω· μ' επήρε μαζί του.
— Θα σε πάρω, μου λέγει, μα θα δουλέψης· το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είνε ψαρότρατα νάχης φαγί και ύπνο.
Ετρόμαζα πάντα τον θείο μου. Ήταν άγριος και κακός σε μένα όπως και στους ναύτες του. Εκείνοι απόφευγαν να δουλέψουν κοντά του. Κάλλιο σκλάβος στ' Αλιτζέρι — παρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να δείξουν την απονιά του. Τους έψηνε τα ψάρι στα χείλη. Όχι μόνον στη δουλειά μα και στο φαγί και στην πληρωμή ακόμη. Ό,τι παστό παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό, σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί τεμπεσύρι στην αποθήκη του Καλιγέρη ευρισκόταν για τους ναύτες του. Και ο λόγος του πάντα προσταγή, αγριοβλαστήμια και βρισίδι. Μόνον απελπισμένοι επήγαιναν στη δούλεψή του. Ήξερα λοιπόν καλά πως δεν με καρτερούσαν χάδια και διασκέδασες. Αλλ' ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου έκαμε να τα περιφρονήσω όλα. Να πατήσω μια στο κατάστρωμα, έλεγα, και δουλειά όση θέλεις.
Και αληθινά ερρίχθηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιγνίδι τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, πρώτος ανέβαινα. Ίσως ο θείος μου ήθελε να παιδευτώ από την αρχή, να μάθω τους άμετρους κόπους του ναύτη και να μετανοήσω. Από την πλύση του καταστρώματος στο ξύσιμο· από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών το πλέξιμο· από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τόρα στην τρόμπα· τόρα στον αργάτη· φόρτωμα — ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος· τι μ' έμελλε; Μου έφτανε πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση, με το μεγάλο δάχτυλο γατζωμένος στο σχοινί κ' έβλεπα κάτω χάος τη θάλασσα να σχίζεται και να πισωδρομεί υποταχτική μου. Εμέθαγα συγκρίνοντας μαζί μου το πουλί που στο άγνωστον ουρανοδρομεί γεμάτο περηφάνεια και θρίαμβον. Εθάμπωνα με την έξαρσί μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς με θλίψι τους έβλεπα. Μου φαίνουνταν μερμήγκια, φίδια σουρταριάρικα, χελώνες αργοκίνητες καταραμένες πάντα να φέρνουν απάνω τους, βάρος περίσσο το καύκαλό τους.
Ψε! … έλεγα με άμετρη περιφρόνησι. Ζουν τάχα και αυτοί!
Απάνω στους ενθουσιασμούς εκείνους ακούω άξαφνα τη φωνή του καπετάνιου να βροντά κεραυνός δίπλα μου.
— Μάινα πανιά! . . . Μάινα και στίγγα πανιά! . . .
Ετρόμαξα στη φωνή και τρέχω πίσω από τους ναύτες χωρίς να καταλάβω την αιτία. Τραβούν εκείνοι στις θέσεις τους· τραβώ κ' εγώ. Πηδούν στους φλόκους· κοντά κ' εγώ. Σκαρφαλώνουν στις σταύρωσες, απάνω κ' εγώ. Σε πέντε λεφτά το μπάρκο έμεινε ξυλάρμενο. Και ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του δεν έπαυε να φωνάζη και να βρίζη και να βλαστημά. Τον κυτάζω· ανάθεμα κ' εκατάλαβα τι έλεγε.
— Μωρέ τι τρέχει; ρωτάω τον διπλανό μου εκεί που εδέναμε τον παπαφίγγο.
— Η τρόμπα μωρέ· δε βλέπεις; Ο σίφουνας!
Ο σίφουνας! έφριξα ολόκορμος. Ακουστά είχα τα θαύματά του· πως σαρώνει ό,τι τύχη στο διάβα του· σχίζει πανιά, ρίχνει κατάρτια, γονατίζει πλεούμενα. Τόρα όμως πρώτη φορά τον έβλεπα με τα μάτια μου. Δεν ήταν ένας· ήσαν τρεις — τέσσερες. Οι δύο κατά το Βατούμ· οι άλλοι δίπλα στ' ανοιχτά ουρανοθέμελα. Κ' εμπρός μας ο Καύκασος πελώριος, σκυθρωπός έδειχνε τα χαλαρόφραχτα περιγιάλια του δόντια αστόμωτα. Ο ουρανός ψηλά συγνεφοσκεπασμένος, βαρύς· κάτω η θάλασσα μαυριδερή μ' ένα ελαφρό τρέμουλο από άκρη σε άκρη, σαν να είχεν ανατριχίλα. Πρώτη φορά που έβλεπα φοβισμένη τη φιλενάδα μου.
Ο ένας σίφουνας ψιλός, καμαρωτός σαν προβοσκίδα ελέφαντα, μαύρος εκρεμόταν στα νερά και ακίνητος. Ο άλλος χοντρός, ολόισος, εκόπηκεν άξαφνα στη μέση σαν καπνοκολώνα, εσκόρπισε χίλια σύψαλα η βάσις του και απόμεινε γλωσσίδι πολύκροσσο κρεμάμενος από τα σύγνεφα. Τον είδα να τεντώνη τον λαιμό εδώ κ' εκεί, να κινή τις φούντες σαν φιδόγλωσσες, λέγεις κ' εζητούσε κάτι στα νερά και άξαφνα με ορμή να κουλουριάζεται και να φωλιάζη μέσα στα σύσκοτα. Ο τρίτος όμως σταχτόμαυρος, χοντρός σαν κορμός πλατάνου χιλιόχρονου αφού ερούφηξε κ' επρίσθηκε καλά, εταλαντεύθη κ' εβάδισε θεότρομος όγκος καταπάνω μας.
— Κάτου μωρέ! κάτου! ακούω φωνή βραχνήν από το κάσαρο.
Γυρίζω· οι ναύτες όλοι είχαν κατεβή. Μόνος εγώ αγκαλιασμένος καλά στο κορζέτο εξεχάσθηκα κυτάζοντας το θαύμα. Γοργά εγλύστρησα δίπλα στον καπετάνιο. Τον βλέπω με αγριεμένο πρόσωπο, το μάτι βαθύ, γοργογύριστο ν' ατενίζη το απειλητικό στοιχειό, λέγεις κ' ήθελε να το αβασκάνη. Στο δεξί χέρι εκράτει ένα μαυρομάνικο λάζο κ' έστεκεν εμπρός στο πρυμιό κατάρτι σαν να το έβανε μετερίζι. Κοντά ο ναύκληρος εγέμιζε βιαστικά το σκουριασμένο τρομπόνι, ρίχνοντας στην άδροση γαστέρα του με τη μπαρούτη χίλιων λογιών παλιόκαρφα και μολύβια. Και τριγύρω οι άλλοι ναύτες, σταυροχεριασμένοι, άφωνοι, εκύταζαν πότε τον ουρανό, πότε τη θάλασσα με την αδιαφορία ενός μοιρολάτρη.
Ο σίφουνας όμως επλάκωνε φτεροπόδαρος, στηθάτος ρουφώντας, διψασμένος Τάνταλος το νερό και τινάζοντάς το στον ουρανό μαύρη καταχνιά και αντάρα. Τόρα έλεγες θα μας γδύση το κατάστρωμα ή θα σηκώση το καράβι σύσκαρμο ψηλά. Έφτασεν έτσι οργυιές δυο μακριά μας. Έφεγγεν ο αγύριστος όγκος του ολοστρόγγυλος, γυαλιστερός, ξανθοπράσινος σαν καπνισμένο κρύσταλλο και στα στέρνα του μέσα έμβολο χοντροπελέκητο, μαυριδερό ανέβαινε το νερό βιαστικά κόσμους να πλημμυρίση στα επουράνια.
— Βάρα! προστάζει ο καπετάνιος.
Ο ναύκληρος γοργός αδειάζει απάνω του το τρομπόνι. Παλιόκαρφα, μολύβια, στουπιά όλα εχώνεψαν στα πλευρά του. Εφάνηκε να τρεμουλιάζη από την κορφή ως τα νύχια. Δισταγμός κάποιος εμπήκε στην ψυχή του· κρύος φόβος επάγωσε τον νου του κ' εσταμάτησε. Εδοκίμασε πάλι να κινηθή, εταλαντεύθηκεν, έκαμε δυο κλωθογυρίσματα στον τόπο του κ' εστάθηκε πάλιν ακίνητος, σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό πύργος γυάλινος.
— Δεν κάναμε τίποτα· είπε πικραμένος ο καπετάνιος στον ναύκληρο.
 — Τίποτα· το βλέπω κ' εγώ. Κάνε την πεντάλφα, καπετάνιε, και το
κρίμα το παίρνω.
 — Θε μου ήμαρτον· εψιθύρισεν αποφασιστικά εκείνος κάνοντας τον
σταυρό του.
Και με τον λάζο εχάραξε πεντάλφα επάνω στο κατάρτι κ' εψιθύρισε τρεις φορές το ξόρκι:
— Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος· είπε καρφώνοντας το μαχαίρι στη μέση της πεντάλφας με πάθος, σαν να το εκάρφωνε στα σπλάχνα του θεριού.
Βρόντος αντήχησε, λέγεις κ' έσκασε κανόνι δίπλα στο καράβι μας και πελώριο κύμα εκύλισεν απάνω στο κατάστρωμα. Σύγκαιρα ο Καύκασος άστραψε κ' εβρυχήθη τρανολάλητα, δρόλαπας εξέσπασε και η θάλασσα η φοβισμένη, άφρισε τόρα κ' εμάνιασεν από άκρη σε άκρη του πόντου. Σωστός κλύδωνας.
— Ίσα πανιά! επρόσταξεν ο καπετάνιος γοργά. Τις γάμπιες! τους φλόκους! τα τρέγα!… Κατσάρετε τις σκότες!
Ανοίξαμε τα πανιά και το μπάρκο έπιασε πάλι σε λίγη ώρα τη γραμμή του.
*
Τρεις εβδομάδες αργότερα εκατεβήκαμε στην Πόλη φορτωμένοι. Εκεί έλαβα πρώτο γράμμα της μάνας μου. Πρώτο γράμμα πρώτο μαχαίρι στην άμαθη καρδιά μου.
«Παιδί μου, Γιάννη μου· έλεγεν η γριά. Όταν γυρίσης πάλι στο νησί με τη βοήθεια του Αγίου Νικόλα και την ευχή μου, δεν θα ήσαι καπετάνιου παιδί όπως όταν εμίσεψες. Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη σκούνα πάει· πάνε οι δόξες μας! Τα ερρούφηξεν όλα η Μαύρη θάλασσα. Τόρα, δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την άφτουρη και τον Θεό. Υγειά στα χέρια σου! Δούλεψε παιδί μου και τίμα τον θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο στέλνε το ν' ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου».
Εσταύρωσα τα χέρια μου, εκύταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα. Τα λόγια της γραφής μού εφάνηκαν απόφωνο στα λόγια του πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης και τόρα η χήρα του επρόσμενε το δικό μου ξεδούλειο για να κάμη τα κόλλυβά του! Να κάμη τα κόλλυβά του και να συντηρηθή άπορη! Κ' εκείνου το κορμί, τα σιδερένια μπράτσα ποιος ξέρει τάχα σε τι χάλαρα δέρνονται, ποιος γλάρος τα πετσοκόβει, ποιο κύμα να λευκαίνη τα ψιλόλιγνα κόκκαλα!
Ωιμέ! πόσο σημαντικός ήταν ο τελευταίος λόγος του. Ανταμώσαμε ύστερη φορά μόλις εμπήκα στη Θεοδόσια. Καθώς με είδε ψηλά να μαϊνάρω τον τρίγγο έκαμε τον σταυρό του κ' έμεινε άφωνος άλαλος. Δεν το επερίμενε τέτοιο πράγμα.
— Τι τον κυτάς, καπετάν Αγγελή; του φωνάζει ο Καλιγέρης όταν επέσαμε δίπλα· δεν τον αλλάζω με τον καλήτερο ναύτη σου.
Εγώ εκείνη την ώρα εδιπλοπαρακάλουν ν' ανοίξη η θάλασσα να με καταπιή. Όσο αισθανόμουν απάνω μου το αυστηρό βλέμμα του ησυχία δεν εύρισκα. Έτρεχα βιαστικός, τάχα πως είχα δουλειά, από τη μιαν άκρη στην άλλη, εκατέβαινα στην πλώρη, ανέβαινα στο κάσαρο, επέρναγα στις στραλιέρες, έπιανα τον αργάτη, εδούλευα την τρόμπα για να τον αποφύγω. Εκείνος εκατάλαβε πως τα είχα σαστισμένα και δεν εσηκώθηκεν από τη θέσι του· μόνον με ακολουθούσε μ' ένα βλέμμα, μελαγχολικό, παραπονιάρικο σαν να μ' έβλεπε στο νεκροκρέβατο.
Την άλλη την ημέρα μ' έμπλεξε που επήγαινα με τους ναύτες στην πόλι. Μόλις τον αγνάντεψα ηθέλησα να κρυφτώ· αλλ' από μακριά τόσο προσταχτικό ήταν το νόημά του που τα πόδια αρνήθηκαν ν' ακούσουν τη θέλησί μου.
— Βρε παιδί μου τι έπαθες· μου λέγει με θλιμμένη φωνή. Το σκέφθηκες καλά τι θέλεις να κάμης;
Πρώτη φορά εγνώριζα τη γλύκα της πατρικής φωνής. Δεν εσάστισα όμως.
— Πατέρα, του είπα με θάρρος· το σκέφθηκα. Κακό και ψυχρό μπορεί να είνε το κίνημά μου· μα δεν δύναμαι να κάμω αλλοιώς. Δεν μπορώ να ζήσω αλλοιώτικα. Με κράζ' η θάλασσα. Μη θες να μ' εμποδίσης. Άσε με 'κεί που βρίσκομαι γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δεν με ξαναβλέπεις.
Έκαμε τον σταυρό του με την επιμονή μου. Εστάθηκε λίγο μ' εκύταξε κατάματα, εκούνησε το κεφάλι.
— Καλά παιδί μου, είπε· κάνε ό,τι σε φωτίση ο Θεός. Εγώ έκαμα εκείνο που ήταν από χέρι μου. Ούτ' έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια· θυμήσου το να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευχή μου.
Ύστερή του ευχή, πρώτη μου θλίψις. Η θάλασσα στο πρώτο μου ταξείδι αντάμειψε την αγάπη μου. Έμεινα πλέον αναγκαστικός δουλευτής του καπετάν Καλιγέρη. Δουλευτής για το ψωμάκι. Ψωμάκι το δικό μου και της καπετάνισας. Αλλά με όλη τη συμβουλή της ούτε να τον τιμήσω, ούτε να τον δουλέψω ημπόρεσα περισσότερο τον θείο μου. Αν είνε να δουλέψω ναύτης εσκέφθηκα, δόξα σοι ο Θεός βρίσκονται και άλλα καράβια. Από να δέχομαι χαλαζόβραχο τις βρισές του συγγενή μου καλήτερα ενός ξένου. Ο ξένος περισσότερο θα σεβασθή τ' όνομά μου. Αποφάσισα στο πρώτο λιμάνι να ξεμπαρκάρω με το καλό.
— Με το καλό; άσε και να ιδής· λέγει ο καπετάν Καλιγέρης όταν εμάντεψε τη σκέψι μου.
Πάω μιαν ημέρα να του ζητήσω λίγο λάδι για το φαγί. — Δεν έχει, μου λέγει· το τρώει εκείνος που κάθεται στο τιμόνι. Πάω δεύτερη· το ίδιο. Πάω τρίτη· πάλι το ίδιο. Δεν αρκεί που μας ετάιζεν όλα τα ρέπεια πράγματα· ήθελε και το λάδι να μας κόψη. Η φιλαργυρία και η απονιά συχαμερή αρρώστια του. Φυλάω κ' εγώ μιαν ημέρα που ήμουν στο τιμόνι, παίρνω τον Άγιο Νικόλα, τον δένω στο δοιάκι και το αφίνω μάρμαρο. Το καράβι άρχισε να γυρίζη σαν άμυαλο στη θάλασσα.
— Μπρε Γιάννη! μου φωνάζει ο καπετάνιος. Ποιον άφηκες στο τιμόνι;
— Εκείνον που τρώει το λάδι· του απαντώ.
Οι ναύτες όλοι σκάνε τα γέλοια. Εκείνος θυμώνει.
— Να φύγης! μου λέγει· γρήγορα τα ρούχα σου και όξω.
— Να φύγω· το λογαριασμό.
Με παίρνει στην κάμαρη και αρχίζει να στρώνη τον λογαριασμό κατά τη συνήθεια του. — Την τάδε ημέρα συμφωνήσαμε· την τάδε μπήκες μέσα, την άλλη έφερες τα ρούχα σου, την άλλη φύγαμε, την άλλη έπιασες δουλειά. Δεν είνε έτσι;
Ούτε πολλές ούτε λίγες. Πέντε ημερών μισθό μου έτρωγε. Πάλι καλά.
— Έτσι· του απάντησα.
Κ' εβγήκα με δύο σβάντσικες στη Μεσσήνα.
*
Άρχισε τόρα η ζωή του ναύτη με τα όλα της. Ζωή και τήξη. Μερμήγκι τέλειο. Μερμήγκι στη δουλειά, ποτέ όμως και στο σύναγμα. Τι να εύρης, τι να συνάξης; Ημεροδούλι ημεροφάι. Ένα ζευγάρι ποδήματα, ένας μισθός. Ένας μουσαμάς, άλλος μισθός. Ένα γλέντι στο Κεμέρ αλτί, τρίτος. Ένας μήνας δίχως δουλειά· έξη μήνες χρέος. Σύρε να κάμης κομπόδεμα και να κυβερνήσης σπίτι. Δόξα να έχη ο Χάρος που το έκλεισε γρήγορα· πέθανε η καπετάνισα στον χρόνο απάνω κ' έτσι ξενοιάσαμε. Από καράβι σε καράβι, από καπετάνιο σε καπετάνιο, από ταξείδι σε ταξείδι, δέκα χρόνια τα έκλεισα στη θάλασσα. Ζωή βασανισμένη· μια χαρά — τρεις τρομάρες. Όσο να ειπής «Κύρι' ελέησον» πάλι «Παναγία βόηθα!» Τα λόγια του πατέρα μου νυχτόημερα στ' αυτιά μου. Μα τι τ' όφελος; Βάρε του μαχαιριού γροθιά· χτύπα το κεφάλι σου στο κατάρτι· το κατάρτι δεν σπάει. Αν είχα κ' εγώ ένα κλήμα στη στεριά πέτρα μαύρη θα έρριχνα. Μα πού το κλήμα; Απόφασι το επήρα. Ή το κύμα θα με φάγη ή θα με δώση πετσί και κόκκαλο άχρηστον στον κόσμο. Καλά λοιπόν· ζωή χαρισάμενη! Δουλειά και διασκέδασι. Τάχα μήπως ήμουν μόνος εγώ; Όλος ο ναυτόκοσμος έτσι δέρνεται. Έκαμα σε τόσα καράβια· είδα και τους ξένους, μα δεν εζήλεψα την τύχη τους. Παντού ίδια η ζωή του ναύτη. Βρισές από τον καπετάνιο, από τον φορτωτή καταφρόνια, φοβέρες από τη θάλασσα, σπρωξίματ' από τη στεριά. Όπου και να γυρίσης στα κόντρα βρίσκεσαι.
Μια φορά που ήρθα στον Πειραιά με την εγγλέζικη φρεγάδα είπα να πάω στην πατρίδα. Από τότε που έφυγα με τον καπετάν Καλιγέρη δεν εγύρισα ποτέ. Η τύχη με άρπαξε στα φτερά της και μ' εγύρισε σβούρα στη γη. Επήγα, ηύρα το σπίτι μας χάρβαλο, τον τάφο της μάνας μου χορταριασμένον και μια μικρούλα μου αγαπητηκή σωστή αντρογυναίκα. Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα ένα κερί στην ψυχή του πατέρα μου, έρριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη. Στη δεύτερη ματιά έφριξα ολόκορμος.
— Ποιος ξέρει, επικροσυλλογίσθηκε· ποιος ξέρει αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς;
Ο πατέρας της ο καπετάν Πάραρης ήταν παλιός καραβοκύρης, συνομήλικος του δικού μου. Εστάθηκε τυχερός στη θάλασσα, την ετρύγισε καλά, ηύρε την εποχή, επούλησε το μπάρκο τον «Άγιο Στέφανο» αγόρασε ξεροχώραφα και τα έκαμε περιβόλι· εμούτζωσε για πάντα το ταξείδι.
Την άλλη την ημέρα δεν έφυγα όπως είχα σκοπό· ούτε την άλλη. Ούτε αποβδόμαδα. Δεν ξεύρω τι μ' εκράταγ' εκεί· δουλειά δεν είχα. Μα κάθε στιγμή στον νου μου ερχόταν λυχνοσβύστης ο ίδιος συλλογισμός:
— Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς;
Κ' έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο τον δρόμο που θα επήγαινε στο πηγάδι για νερό να της πάρω μια ματιά. Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ. Όταν την έβλεπα να διαβαίνη χαμηλοθώρα, λεβεντοπερπάτητη με στήθη μεστωμένα και τα μαλλιά, τα κατάμαυρα μαλλιά της ανεμιστά στις πλάτες, πόθον αισθανόμουν να τρέξω μαζί, να κολλήσω στρείδι απάνω της. Τα μάτια της τ' αμυγδαλωτά και μαύρα μου έδιναν υπόσχεσι να με φέρουν σε μια κοιτίδα ήσυχη, ευτυχισμένη, ακούνητη· και ο κόρφος της σε κόρφους άλλους πλέον γαληνεμένους και αμμόστρωτους, να δέση ο ναύτης άφοβα τη βαρκούλα του. Η αστασία φαίνεται που έχουμε καθημερινά γύρω μας· τα κύματα, ο ουρανός, η γη, τα αποδοσίδια της, οι άνθρωποι, ίδια η ζωή μας, αιώνια μεταβατική και αλλοπρόσαλλη κουράζουν την ψυχή. Αναγκαστικό ισοζύγισμα θέλει να φέρη η φύσις την σταθερότητα. Θέλει ο νους κάποιο μέρος για να κολλήση νυχτόημερα, αφού το σώμα νυχτόημερα τρέχει και δέρνεται. Και βρίσκει μόνος του την γυναίκα, την παντρειά. Μικρό είνε τάχα όταν εσύ γυρίζεις βαρύκοπος τον κόσμο να ξέρης κάποιαν άκρη που σε αγαπούν και σε απαντέχουν ανυπόμονα; Ο μαγνήτης που μ' έσυρε άπραγο παιδί μια φορά στη θάλασσα, ίδιος και μεγαλείτερος τόρα με έσερνε, άντρα μεστωμένον στη γυναίκα. Με την ίδια τύφλα και το ίδιο πάθος ερρίχτηκα στ' αχνάρια της πεντάμορφης. Εκεί έβαλα προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη· εδώ τη γριά Καλομοίρα, προξενήτρα ξακουσμένη στο νησί.
— Δεν φεύγω αν δεν πάρω απόκρισι· εσυλλογίσθηκα.
Η προξενήτρα όμως τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια της κ' επλάνεσε κορίτσι και πατέρα ευθύς.
— Να σου ειπώ· μου λέγει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο σκοπός σου καλός και τίμιο το φέρσιμό σου. Δεν θέλω και καλήτερο να μπάσω σπίτι μου παρά το γιο του φίλου, του αδερφού μου. Το Μαριώ είνε δικό σου· με μια συμφωνία όμως. Θ' αρνηθής τη θάλασσα. Εκείνο που έλεγε ο πατέρας σου το λέω κ' εγώ. Δεν έχει πίστι, δεν έχει έλεος. Θα την αφίσης λοιπόν τη θάλασσα.
 — Μα τι να κάμω; του είπα· πώς θα ζήσω; Ξέρεις καλά πως άλλη
τέχνη δεν έμαθα.
 — Το ξέρω. Μα το Μαριώ έχει το δικό του. Μου εφάνηκε πως μ'
ερράπισε.
— Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφη; του είπα κατακόκκινος.
— Όχι, δε θα σε τρέφει· μη θυμώνεις. Δε θέλω να σε προσβάλω. Θα δουλεύης· θα δουλέψετε κ' οι δυο. Είνε το περβόλι, είνε τ' αμπέλι, είνε το χωράφι. Δουλευτάδες καρτερούν.
Η αλήθεια είνε πως δεν ήθελα και τίποτε άλλο. Τη θάλασσα την αρνιόμουν και την απαρνιόμουν. Είχα καταντήσει σαν τον Άγιο Ηλιά που επήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη τα βουνά, ζητώντας κατοικία εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε τ' όνομά του. Ούτε να την ιδή ούτε να την ακούση πλέον ήθελε. Παρόμοια κ' εγώ. Ούτε τ' όνομά της ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν πλέον για μένα μυστικά· τα μάγια ελύθηκαν.
— Σύμφωνοι· του είπα· έχεις το λόγο μου.
*
Τρία χρόνια έκαμα με το Μαριώ απάνω στο Τραπί, χωριό του πεθερού μου. Τρία χρόνια ζωή αληθινή. Έμαθα την αξίνα κ' εδούλευα μαζί της το περιβόλι, το αμπέλι, το χωράφι. Πώς επέρναεν ο καιρός δεν το κατάλαβα. Δουλειά και αγάπη. Τόρα εσκάφταμε, τόρα ετρέχαμε κάτω από τις κιτριές σαν πουλαράκια πρωτόβγαλτα. Της έλεγα και μου έλεγε· την εφίληγα και μ' εφίληγε. Έμαθα να σκαλίζω τις κιτριές, να κλαδεύω το αμπέλι, να οργώνω το χωράφι. Να κόβω το φθινόπωρο τα κίτρα, να τρυγώ τον Αύγουστο τα σταφύλια, να θερίζω τον θεριστή τα στάχια. Είχα πενήντα τάληρα τον χρόνο από το κίτρο, είκοσι από το κρασί, από το σιτάρι σαράντα· χωριστά ο σπόρος και η φάκνα του σπιτιού. Πρώτη φορά που είδα ζωντανή στα χέρια μου την αμοιβή. Πρώτη φορά που αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη στον κόπο μου και ανταπόδοσι. Το άλαλο χώμα έκανε χίλιους τρόπους, χρώματα, σχήματα, μυρουδιές, καρπούς και άνθη για να λαλήση, «ευχαριστώ» να μου ειπή που το εδούλευα. Άνοιγα τ' όργωμα και τ' όργωμα έμενε πιστό στη θέσι του· εδεχόταν τον σπόρο, ζηλιάρικο τον έκρυβε από τα πετεινά, εζέσταινε και τον ενότιζε ως που τον έδειχνε πάλι στα μάτια μου ολόδροσον, χλωροπράσινον, χρυσαφένιον σαν να μου έλεγε: Κύτα πώς τον ανάστησα! Αλάφρωνα το κλήμα από το περιττό βάρος του και το κλήμα δακρύζοντας, λέγεις από συγκίνησι, ετιναζόταν χαρωπό, τα μάτια του άνοιγε σαν πεταλούδα και άξαφνα επρόβαινε σταφυλοφορτωμένο. Εκαθάριζα την κιτριά κ' εκείνη βεργολυγερή, πανώρια, εψήλωνε φουντωτή καμαρωτή, μου εχάριζεν ίσκιο στα μεσημερνά κάματα και ύπνον αρωματισμένο τις νύχτες· το είνε μου όλο εδρόσιζε με τον χρυσόξανθον καρπό της. Α! ο Θεός ευλόγησε την γη που της έδωκεν αίσθημα. Όχι εκείνο το αναίσθητο στοιχειό που το αυλακώνεις και τρέχει να σβύση τ' αχνάρι σου σαν να μη θέλει ν' αφίση άλλος σημάδι στην αιωνιότητα· που το καλοπιάνεις, το παινεύεις, το τραγουδάς κ' εκείνο σε σπρώχνει σαν να σου λέγη «τι θες εδώ!» και βρυχέται να σου ανοίξη τον λάκκο, τίγρις ανήμερη. Ο Κάης θαλασσινός έπρεπε να πάη έπειτ' από το κακούργημα.
Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα· πίσω εγώ με την αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το Μαριώ να ετοιμάση το δείπνο μας. Άναβα κ' εγώ την πίπα μου στο κατώφλι ξαπλωμένος, ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που εσκάλωνε πασίχαρο στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους διόσμους, τις μαντζουράνες, που δεν εζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, κόμπο νεράκι για να μας λούσουν με τ' αρώματα και τη χάρι τους.
— Καλή 'σπέρα.
— Καλή σου 'σπέρα.
— Καλή νύχτα.
— Ώρα σου καλή.
Άλλαζα καρδιοστάλλαχτες ευχές με τους διαβάτες συντοπίτες μου. Δεν εκύταζα πλέον τον ουρανό, δεν εξέταζα του φεγγαριού τη θέσι, το τρεμολάμπημα των άστρων, του ανέμου το φύσημα, της πούλιας την ανατολή. Και όταν αργά στης γυναίκας μου άραζα την αγκαλιά ποιος κόρφος και ποιο λιμάνι πλάνο ημπορούσε να χαρίση την ευτυχία μου!
Έτσι επέρασεν ο δεύτερος χρόνος κ' εμπήκαμε στον τρίτον. Μια κυριακή του Φλεβάρη εκατέβηκα με τη γυναίκα μου στον Άγιο Νικόλα. Ο ξάδερφός της ο καπετάν Μαλάμος εβάφτιζε το μπρίκι του και μας είχε καλεσμένους στη χαρά. Ήταν ωραία ημέρα — αρχή του πόθου μου. Ο ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, ροκανίδια πλήθος. Ο αέρας παράμεστος από την άρμη του νερού, το άρωμα του νωπού ξύλου, τη βαρειά οσμή του κατραμιού, της πίσας, των σχοινιών. Λόφοι τα στουπιά, σωροί τα σίδερα. Και από άκρη σε άκρη της ακρογιαλιάς βαρκούλες ομορφοβαμμένες, μπρίκια ανασκελωμένα, γολέτες ξαρμάτωτες, καρίνες αμακιασμένες και στρειδοφόρτωτες· σκελετοί καϊκιών, σκούνας, τρεχαντιριών, άλλοι με το κοράκι μόνον και τον σταυρό, άλλοι ντυμένοι ως την κουπαστή, μισοτελειωμένοι άλλοι. Όλα του ναυτόκοσμου τα σύνεργα, τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, οι απλοί πόθοι και οι μεγάλες ελπίδες, από των μαστόρων τα χέρια ξυλόχτιστες έστεκαν εκεί στην ξανθήν αμμουδιά με ζωηρή την έκφρασι. Οι καλεσμένοι — το νησί ολόκληρο — γέροντες, παιδιά, γυναίκες και γριές γιορτινοντυμένοι εγύριζαν ανάμεσα στα σκαριά, επηδούσαν μέσα τα παιδιά, τα εψηλαφούσαν οι άντρες, τα εκαμάρωναν, τους εμιλούσαν πολλές φορές· έλεγαν την αξία τους, εχτιμούσαν τη γοργάδα τους, εσυμβούλευαν οι απόμαχοι τον πρωτομάστορα για το καθετί, εμετρούσαν τη χωρητικότητά τους, ελογάριαζαν τα κέρδη τους. Και τέλος έφθαναν στο συμπέρασμα να ευχηθούν του καραβοκύρη και το καρφί τους μάλαμα.
Το μπρίκι του καπετάν Μαλάμου ορθό στη σκάρα του, λυγερόκορμο, με την πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη την πρύμη, με τα ποντήλια του απλωτά ζερβόδεξα, έμοιαζε σαρανταποδαρούσα κοιμάμενη στην αμμουδιά. Ολογάλαζη εμπρός η θάλασσα άστραφτε και επαιγνίδιζε κ' έφτανε γλώσσες — γλωσσίτσες στα πόδια του· το ερράντιζε με τον χλιαρόν αφρό της, το εμύρωνε με τον αρμυρόν ανασασμό της και του εκελαδούσε μυστικά κ' εμπιστευμένα. — «Έλα, έλα, του έλεγε, να σε πλαγιάσω στους κόρφους μου, να σ' αναστήσω μ' ένα μου φίλημα· ψυχή να σου δώσω και νεύρα και περπατησιά. Τι κάθεσαι ακόμη άψυχο ξύλο και βάρυπνο; Δεν εβαρέθηκες του δάσους την νάρκη και την άβουλη ζωή; Ντροπή σου! Έβγα έξω στον ήλιο, στον αέρα, στο φως· έβγα να παλαίψης με το κύμα και να το νικήσης· ώρμησε στηθάτο να ξεσχίσης κουρέλια τον άνεμο. Έλα να γίνης φθόνος της φάλαινας, σύντροφος στο δελφίνι, του γλάρου ανάπαυσις, τραγούδι των ναυτών, καύχημα του καπετάνιου σου. Έλα, χρυσό μου έλα!..» Κ' εκείνο το άπραγο, λέγεις εμαγνητιζόταν στην όψι της άρχισε να τριζοβολή έτοιμο ν' αφίση την κλίνη του.
Ολόγυρα οι καλεσμένοι, ο καπετάν Μαλάμος φρεσκοξουρισμένος, γελαστός, με την τσοχίνη βράκα και το πλατύ ζωνάρι· δίπλα του η καπετάνισα ντυμένη στα μεταξωτά άστραφταν και οι δυο τους σαν να έκαναν πάλι τους γάμους τους. Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι έχυναν περίγυρα ήχους αρμονικούς, τρελούς, λέγεις και ήθελαν να σπείρουν την αγαλλίασι στα τετραπέρατα.
Εγώ — τι να σου ειπώ; — δεν εχαιρόμουν καθόλου. Καθισμένος κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνη στα πόδια μου και κάποια θλίψις μου έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ' από χρόνια έβλεπα την πρώτη μου αγάπη, νέα πάλι, ωραία, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη. Επίστεψα πως μ' εκύταζε κατάματα, πως εμιλούσε θλιμμένα, πως μ' έβριζε παραπονιάρικα:
— Άπιστε, απατεώνα, δειλέ! …
— Πίσω μου διάτανε! είπα κάνοντας τον σταυρό μου.
Ηθέλησα να φύγω· αλλά δεν εβάσταγαν τα πόδια μου. Μολύβι το σώμα εκόλλησε στ' ορθολίθι και τα μάτια μου, τ' αυτιά, η ψυχή μου όλη παραδομένη στο κύμα, κολακευμένη άκουε το μελαγχολικό παράπονο:
— Άπιστε, απατεώνα, δειλέ! …
Λίγο έλειψε ν' αρχίσω τα δάκρυα. Το μίσος μου, η τυρανία, τα κακά της, οι αγρύπνιες και ο κάματος όλα τα έδιωξα ευθύς σαν κακά όνειρα. Δεν εκράτησα παρά τις πρώτες χάρες, το μεθύσι που μ' επότισε, των ταξειδιών τη γλύκα, των κινδύνων την μαγική ανατριχίλα, της σωτηρίας την απόλαυσι, την ασυλλόγιστη ζωή. Κύταξε! όλα επήγα και τ' άφισα για μια γυναίκα!
— Ε πουλί μ' τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου φωνή.
Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή το λεβέντικο ανάστημά της, τα δροσερά χείλη, τους μεστωμένους κόρφους, τα μάτια της τα λαμπερά και τα κατάμαυρα μαλλιά της. Εσάστισα, λέγεις και μ' έπιανε να κάνω απιστίες.
— Τίποτα, εψιθύρισα, τίποτα… Πιάσε με να σηκωθώ γιατί ζαλίστηκα.
Κ' επιάσθηκα, εγατζώθηκα επάνω της σαν να εφοβόμουν μήπως με συνεπάρη στο κρύο σκότος η άβυσσος. Ο παπάς με τα ιερά του άμφια εδιάβαζε την ευχή στο πλεούμενο. Ο πρωτομάστορης άρχισε τα προστάγματα.
— Φόρα το πρυμιό ποντίλι!
— Φόρα το πλωριό!
— Φόρα σκόντρα και σκαρί!…
Ένα με το άλλο τα στηρίγματα έφευγαν από τη σκάρα και το μπρίκι άρχισε να ταλαντεύεται μουδιασμένο θαρρείς από την τόση ακινησία, άτολμο ακόμη στο νέο του στάδιο. Τα παιδιά που είχαν ανεβή απάνω του έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη, από πλευρό σε πλευρό μαζί όλα, με τον κουφό θόρυβο κοπαδιού προβάτων.
— Γιούργια! έκραξε μια στιγμή ο πρωτομάστορης.
Και με το σύγκαιρο σπρώξιμο τόσων στηθών το πλοίο εστέναξεν, εταλαντεύθη κ' εγλύστρησε τέλος στα νερά σαν πάπια μαζί με το αμούστακο πλήρωμά του.
— Καλοτάξειδο, καπετάν Μαλάμο, καλοτάξειδο! και το καρφί του μάλαμα! εφώναξεν ο ναυτόκοσμος βρέχοντας το αντρόγυνο με θάλασσα.
Μα εκείνη την ώρα ένα παιδί στο τρέξιμό του εχτύπησε κάπου κ' επλατάγισε λειπόθυμο στα νερό. Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα ρούχα μου. Δυο βουτιές κ' έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα εκείνο μα εμπλέχθηκα εγώ αλύτρωτος στα δίχτυά της. Από τότε έφυγεν ο ύπνος, η ησυχία, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το θαλασσοβούτημα, το χλιαρό νερό που αγκάλιασε το κορμί μου έσυρε την ψυχή σκλάβα κατόπιν του. Το εθυμόμουν κ' ενόμιζα ρεύμα ηλεκτρικό πως έσερνε στη ραχοκοκκαλιά μου ζεστά φιλήματα. Ανοιχτά τα μάτια κ' έβλεπα εμπρός μου παρθένα γαλαζοντυμένη, ολογέλαστη, δροσάτη να μου γνέφη από μακριά και να μου λέγει. — Έλα!
Δεν έπιασα πλέον δουλειά. Εδοκίμασα να πάω στο περιβόλι, στο χωράφι, στο αμπέλι· όλα στενόχωρα σαν Κόλαση. Ο ίσκιος της κιτριάς μου εφάνηκε βαρύς και άνοστος· τα κλήματα με τους κόμπους συχαμερά σαν πόδια του αστακού. Τα οργώματα πρόστυχα. Εγύριζα ολημερίς στο ακρογιάλι, εβούταγα με ηδονικήν ανατριχίλα στο νερό, αχόρταγα ερουφούσα την αρμυρή μυρουδιά, εκυλιόμουν μακάριος στα φύκια σαν μεταξοπούπουλα· εκυνήγουν αχινούς και καβούρια. Συχνά εκατέβαινα στο λιμάνι και δειλά επλησίαζα τις συντροφιές των ναυτικών ν' ακούσω κουβέντα για τ' άρμενα, για ταξείδια, για τρικυμίες και ναυάγια. Εκείνοι όμως δεν εγύριζαν καθόλου να με ειδούν. Χωριάτης βλέπεις εγώ, παλιογεωργός· εκείνοι ναυτικοί, αγριοδέλφινοι. Τι έχει να κάμη μία λεύκα με το λάπατο; πώς θα σκύψη από τον τόσον ψήλο να ιδή τα πόδια της; Ούτε μ' ελογάριαζαν στη συντροφιά τους. Τα ναυτόπουλα μ' εκύταζαν με τόση έκπληξι σαν να έλεγαν: — Μωρέ πού βρέθηκε αυτό το ξωτικό! Οι παλαιότεροι, μια φορά σύντροφοι και φίλοι, αξίωναν να μου λέγουν κάποτε με ανάμπαιγμα:
— Εσύ Γιάννη την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ουδ' άνεμο ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες.
Και είχαν τέτοια έκφρασι στα μάτια που εδιάβαζα τον οίκτο τους: Πάει πέθανες, δεν ζης πια στον κόσμο! Κ' έφευγα πάλι στο ακρογιάλι να ειπώ τη θλίψι μου στα κύματα. Τέλος έκανα καραβάκια, και καραβάκια περίτεχνα τόρα, με κατάρτια πριναρίσια με παλαμάρια και πανιά και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Εγύρισα πάλι στα πρώτα χρόνια μου.
Η Μαριώ μ' έβλεπε κ' έκανε τον σταυρό της.
— Παναγία μου, παλάβωσε ο άντρας μου! έλεγεν ανήσυχη.
Κ' έταζε λαμπάδες στην Τηνιακιά, επήγαινε ξυπόλυτη στα εξωκλήσια, εδιάβαζε τα ρούχα μου κ' εστηθοχτυπιόταν μερόνυχτα για να πείση τους αγίους να με φέρουν στα λογικά μου.
— Τι τα πας, τι τα γυρεύεις Μαριώ· της λέγω μιαν ημέρα. Ούτε τάματα ούτε οι άγιοι ωφελούν στην αρρώστια μου. Εγώ είμαι παιδί της θάλασσας. Με κράζει και θα πάω. Θέλεις τόρα θέλεις αργότερα θα γυρίσω πάλι στην τέχνη μου. Δεν μπορώ αλλοιώς να ζήσω.
Καθώς το άκουσε, εντύθηκε στα μαύρα. Τόρα εννόησε το φίδι που την εκρυφοδάγκωνε τόσον καιρό.
— Την τέχνη σου! λέγει· ναύτης θα πας να γένης· θα καταντήσης ναύτης πάλι!
Ναι· ναύτης· δεν μπορώ. Με κράζ' η θάλασσα!…
Μα πού εκείνη! Να μη το ειδή να μη το ακούση. Άρχισε τα δάκρυα, τα παρακάλια· ερριχνόταν απάνω μου, μ' έσερνε στους κόρφους της μ' εσκέπαζε με φιλιά. Ήθελε να μου δείξη τα ναυάγια, τους κινδύνους, τους κόπους, ζηλιάρα στην αγάπη της. Έβριζε τη θάλασσα, την εψεγάδιαζε, την εκαταριόταν λέγεις και της ήταν αντίζηλος. Του κάκου! Ούτε οι κόρφοι, ούτε τα φιλιά της μ' έδεναν πλέον. Όλα μου εφαίνονταν άνοστα· και το κρεβάτι ακόμα.
Ένα ηλιοβασίλεμα που εκαθόμουν συλλογισμένος στο ακρωτήρι, βλέπω αντίκρυ μου μια φρεγάδα με γιομάτα πανιά. Θεόρατη πέτρα έμοιαζε στη θάλασσα. Όλα της τα ξάρτια εξεχώριζαν ένα κ' ένα στον γλαυκόν αιθέρα θαυμάσια. Είδα τους φλόκους, τις μαΐστρες, τους παπαφίγγους, τις γάμπιες, τους τρίγγους, τα πόμολα. Ακόμα και το σωτρόπι ημπορώ να ειπώ πως είδα. Το μάτι μου παντοδύναμο έκανε κρύσταλλο το ξύλο κ' έφτανε στα έγκατά του. Είδα την κάμαρη του καπετάνιου ομορφοστολισμένη με τον Άγιο Νικόλα ψηλά και το καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις απλές κουβέντες τους, αισθάνθηκα τη ξυνή μυρουδιά τους. Είδα το μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου πάλι μελαγχολικό πουλάκι εκάθησεν απάνω της. Άκουσα τον αέρα να σχίζεται στα ξάρτια και να λέγη με αρμονία υπέρθεη του ναύτη τη ζωή. Επέρασαν εμπρός μου ανεμοπόδαρες παρθένες ξανθές, μελαχροινές, μαυρομάτες, ανθοστολισμένες και γυμνόστηθες να μου χαρίζουν φιλήματα. Είδα λιμάνια πολυθόρυβα, ταβέρνες γεμάτες από καπνούς και κρασοπότηρα, σαντούρια και λαβούτα γλυκόφωνα. Εκεί άκουσα ένα ναύτη να με δείξη στους συντρόφους του και να ειπή:
— Να κ' ένας που αρνήθηκε τα καλά της θάλασσας από φόβο!
Ετινάχθηκα τρελός απάνω. Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω γοργά στο σπίτι· η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Τόσο καλήτερα. Κόβω τα ρούχα στον ώμο, παίρνω και το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο, ρίχνω ένα βλέμμα στο κρεβάτι και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφθασα στον Άγιο Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φθάνω στη φρεγάδα.
Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπής δεν μετανόησα; Κ' εγώ δεν ξεύρω να σου αποκριθώ. Αλλά και να γυρίσω τόρα στο νησί, πάλι δεν θα ησυχάσω.
Με κράζει η θάλασσα.
(Αυριο το Β'μερος)

Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 22:Λογια της πλωρης, Ανδρεα Καρκαβιτσα,Α'μερος"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com