Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου Αναγνωσμα Νο 39:Ο δεκαπενταετης πλοιαρχος,Ιουλιου Βερν,μερος Α,κεφαλαιο Α,Β,Γ

0 σχόλια
ΜΕΡΟΣ Α'

Ιουλιος Βερν

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α.


Ο Μυοπάρων Πίλγριμ.

Τη 2 Φεβρουαρίου 1878 ο μυοπάρων [γολετόβρικον) «Πίλγριμ») ευρίσκετο υπό την 43° 57 νοτίου πλάτους και 165° 19 δυσμικού μήκους του μεσημβρινού της Γρανβίχης.
Το πλοίον τούτο, χωρητικότητος τετρακοσίων τόννων, εφοπλισθέν εν Αγίω Φραγκίσκω δια την μεγάλην αλιείαν των νοτίων θαλασσών, ανήκεν εις τον Ιάκωβον Βέλδων, πλούσιον της Καλιφορνίας εφοπλιστήν, όστις από πολλών ετών είχεν εμπιστευθή την διοίκησιν αυτού εις τον πλοίαρχον Χουλ.
Το «Πίλγριμ» ήτο το μικρότερον αλλά και το καλλίτερον πλοίον του στολίσκου εκείνου τον οποίον ο Ιάκωβος Βέλδων κατά πάσαν εποχήν απέστελλεν άλλοτε μεν πέραν του Βεριγγίου πορθμού μέχρι των βορεινών θαλασσών, άλλοτε δε εις τα παράλια της Τασμανίας ή της άκρας Χορν, μέχρι του ανταρτικού ωκεανού. Έπλεεν εξόχως. Ο εξοπλισμός αυτού, λίαν ευμεταχείριστος, επέτρεπεν αυτώ να διακινδυνεύη μετ' ολίγων ανδρών απέναντι των αδιαπεράστων σύρτεων του νοτίου ημισφαιρίου. Ο πλοίαρχος Χουλ ήξευρε «να γλυστρά», ως λέγουσιν οι ναύται, εν τω μέσω των πάγων εκείνων οίτινες κατά το θέρος παρασυρόμενοι φθάνουσι δια της Νέας Ζηλανδίας ή δια του Ευέλπιδος Ακρωτηρίου εις πλάτος πολύ κατώτερον εκείνου εις το οποίον φθάνουσιν εν ταις αρκτικαίς θαλάσσαις της υδρογείου. Το αληθές όμως είναι ότι οι παγοσωροί εκείνοι των οποίων μέγα μέρος διαλύεται εντός του Ειρηνικού ή του Ατλαντικού, μικρόν είχον όγκον, σμικρυνθέντες, ήδη υπό των συγκρούσεων και διαλυθέντες υπό των θερμών υδάτων.
Υπό τας διαταγάς του πλοιάρχου Χουλ καλού ναυτικού, και ταυτοχρόνως ενός των επιδεξιωτέρων αγκιστρευτών του στολίσκου, ευρίσκετο πλήρωμα συγκείμενον εκ πέντε ναυτών και ενός δοκίμου. Τούτο ήτο ολίγον διά την αλιείαν εκείνην της φαλαίνης, ήτις απαιτεί πολυαριθμότερον προσωπικόν. Απαιτούνται πολλοί άνδρες διά τον χειρισμόν των εις προσβολήν πεμπομένων λέμβων ως και διά τον διαμελισμόν των αγρευομένων ζώων. Αλλά, κατά το παράδειγμα εφοπλιστών τινων, ο Ιάκωβος Βέλδων εθεώρει πολύ οικονομικώτερον να επιβιβάζη εις Άγιον Φραγκίσκον τον αριθμόν των ναυτών των αναγκαιούντων μόνον διά την διεύθυνσιν του πλοίου. Η Νέα Ζηλανδία ουδόλως εστερείτο αγρευτών, ναυτών πάσης εθνικότητος, λιποτακτών ή άλλων, οίτινες εζήτουν να μισθωθώσι διά την εποχήν και εξήσκουν επιτηδείως το αλιευτικόν επάγγελμα. Περαιουμένης άπαξ της χρησίμου περιόδου επληρώνοντο, απεβιβάζοντο εις την ξηράν και περιέμενον όπως οι φαλαινοθήραι του επομένου έτους έλθωσι να ζητήσωσι την υπηρεσίαν των. Κατά την μέθοδον ταύτην και καλλιτέρα χρήσις των διαθεσίμων ναυτών εγίνετο και μεγαλείτερον όφελος προέκυπτεν εκ της συνεργασίας των.
Τούτο εγένετο και εις το «Πίλγριμ».
Ο μυοπάρων είχε διέλθει την αλιευτικήν εποχήν επί του ορίου του πολικού ανταρτικού κύκλου. Αλλά δεν είχε το φορτίον του πλήρες ελαίου, υπολαιμίων ακατεργάστων και τεμαχίων αυτού. Κατ' εκείνην ήδη την εποχήν, η αλιεία καθίστατο δύσκολος. Τα κήτη, μεγάλως καταδιωχθέντα, ήσαν σπάνια. Η γνησία φάλαινα, ήτις καλείται Nord-caqer εν τω βόρειο Ωκεανώ και Sulpher-boltone εν ταις νοτίαις θαλάσσαις, ήρχιζε να εκλείπη.
Οι αλιείς έπρεπε να στραφώσι κατά του Φιν-μπακ, γιγαντώδους μαστοφόρου, ου αι προσβολαι δεν ήσαν άμοιροι κινδύνων.
Τούτο έπραξεν ο πλοίαρχος Χουλ εις την εκδρομήν ταύτην, αλλά κατά το επόμενον ταξείδιον εσκόπευε να ανοιχθή εις πλάτος υψηλότερον, και εάν ήτο ανάγκη να προχωρήση μέχρι των γαιών εκείνων της Κλαρίας και της Αδελίας, των οποίων η ανακάλυψις, αμφισβητηθείσα υπό του Αμερικανού Βίλκες, ανήκει οριστικώς εις τον διάσημον πλοίαρχον του Αστρολάβου και της Ζηλείας εις τον Γάλλον Δουμόνδον Δουρβίλ.
Εν συνόψει η εκδρομή δεν υπήρξεν ευτυχής διά το «Πίλγριμ». Κατά τας αρχάς του Ιανουαρίου, ήτοι περί τα μέσα του βορείου θέρους, και μολονότι η προς επάνοδον των φαλαινοθηρών εποχή δεν είχεν επέλθει έτι, ο πλοίαρχος Χουλ ηναγκάσθη να εγκαταλίπη τα μέρη της αλιείας. Το επιβοηθητικόν αυτού πλήρωμα, — άθροισμα αχρείων υποκειμένων, — ήρχησε να απειθή, και εδέησε να σκευθή όπως αποχωρισθή αυτών.
Το «Πίλγριμ» λοιπόν διηυθύνθη βορειοδυτικώς, προς τας γαίας της Νέας Ζηλανδίας, την οποίαν είχε επισκεφθή κατά την 15ην Ιανουαρίου. Έφθασεν εις Βαϊτεμάταν, λιμένα του Ωκλάνδ κειμένου εις τον μυχόν του κόλπου Χουράκι επί της ανατολικής παραλίας της βορείας νήσου και απεβίβασε τους αλιείς ους είχε παραλάβει διά την εκδρομήν.
Το πλήρωμα δεν ήτο ευχαριστημένον. Προς συμπλήρωσιν του φορτίου του «Πίλγριμ» έλειπον διακόσια τουλάχιστον βαρέλια ελαίου. Ουδέποτε πτωχοτέρα αλιεία. Ο πλοίαρχος Χουλ επέστρεφε λοιπόν με την δυσαρέσκειαν δεδοκιμασμένου κυνηγού, όστις διά πρώτην φοράν άνευ ή σχεδόν άνευ θηράματος επιστρέφει. Η φιλαυτία του είχε λίαν εξερεθισθή και δεν εσυγχώρει τους αθλίους εκείνους των οποίων η απείθεια είχε συντελέσει εις την αποτυχίαν της εκδρομής του.
Εις μάτην προσπάθησε να συναθροίση εξ Ωκλάνδ νέον πλήρωμα αλιευτικόν. Όλοι οι διαθέσιμοι ναυτικοί είχον επιβή εις άλλα πλοία φαλαινοθηρευτικά. Εδέησε λοιπόν να αποβάλη πάσαν ελπίδα σημπληρώσεως του φορτίου του «Πίλγριμ» και παρασκευάζετο να εγκαταλείπη οριστικώς το Ωκλάνδ, ότε αίτησις πλοός τω εγένετο ην δεν ηδύνατο να αρνηθή.
Η κυρία Βέλδων, σύζυγος του εφοπλιστού του «Πίλγριμ», ο πενταετής αυτής υιός Ζακ, καί τις των συγγενών τον οποίον εκάλουν εξάδελφον Βενέδικτον, ευρίσκοντο τότε εις Ωκλάνδ. Ο Ιάκωβος Βέλδων, τον οποίον αι εμπορικαί του επιχειρήσεις ηνάγκαζον ενίοτε να επισκέπτηται την Νέαν Ζηλανδίαν, είχε φέρει εκεί και τους τρεις, εσκόπευε δε να τους επαναφέρη εις Άγιον Φραγκίσκον.
Αλλά καθ' ήν στιγμήν όλη η οικογένεια έμελλε να αναχωρήση, ησθένησε βαρέως ο μικρός Ζακ, ο δε πατήρ του, βιαζόμενος υπό των υποθέσεών του ηναγκάσθη να απέλθη του Ωκλάνδ, καταλείπων εκεί την σύζυγόν του, τον υιόν και τον εξάδελφον Βενέδικτον.
Τρεις μήνες είχον παρέλθει, τρεις μακροί μήνες αποχωρισμού, οίτινες υπήρξαν λίαν οδυνηροί εις την κυρίαν Βέλδων. Εν τούτοις το νεαρόν τέκνον της εθεραπεύθη και εμελέτα να αναχωρήση ότε τη ανήγγειλον την άφιξιν του «Πίλγριμ».
Κατ' εκείνην την εποχήν, όπως επιστρέψη εις Άγιον Φραγκίσκον η κυρία Βέρδων ήτο ηναγκασμένη να μεταβή εις Αυστραλίαν διά να ζητήση πλοίον της υπερωκεανείου Εταιρίας του Χρυσού Αιώνος, εξ εκείνων άτινα εκτελούσι την υπηρεσίαν από Μελβούρν εις τον ισθμόν του Παναμά διά του Παπεϊτή. Ερχομένη άπαξ εις Παναμάν, ώφειλε να περιμένη την αναχώρησιν του αμερικανού ατμοπλοίου όπερ εκτελεί τακτικήν συγκοινωνίαν μεταξύ του ισθμού και της Καλιφορνίας. Τούτου ένεκα, βραδύτητες, μεταβιβάσεις, πάντοτε δυσάρεστοι διά μίαν γυναίκα μετά μικρού παιδίου. Κατ' αυτήν λοιπόν την στιγμήν ηγκυροβόλησε το «Πίλγριμ» εις Ωκλάνδ, δεν εδίστασε και εζήτησε παρά του πλοιάρχου να παραλάβη εις το πλοίον αυτήν, τον υιόν της, τον εξάδελφον Βενέδικτον και την Ναν, γραίαν μαύρην ήτις την υπηρέτει από της νηπιακής ηλικίας της, όπως τους μεταφέρη εις Άγιον Φραγκίσκον. Τρεις χιλιάδες θαλάσσιοι λεύγαι να διανυθώσι διά πλοίου ιστιοφόρου! αλλά το πλοίον του πλοιάρχου Χουλ ήτο λίαν στερεόν και η εποχή ωραία εισέτι. Ο πλοίαρχος Χουλ εδέχθη και παρεχώρησεν αμέσως τον ιδιαίταιρον θάλαμόν του εις την διάθεσιν της επιβάτιδος. Ήθελεν ώστε κατά τον διάπλουν, όστις ηδύνατο να διαρκέση τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα ημέρας, η κυρία Βέλδων να έχη όλας τας δυνατάς αναπαύσεις εντός του πλοίου.
Υπό τους όρους τούτους ο διάπλους θα είχεν ευχαρίστησίν τινα διά την κυρίαν Βέλδων. Το μόνον δυσάρεστον ήτο ότι ο διάπλους εκείνος εξ ανάγκης θα παρατείνετο ένεκα της υποχρεώσεως του «Πίλγριμ» ν' αποβιβάση το φορτίον του εις Βαλπαραΐζον της Χιλής. Τούτου γενομένου, δεν υπελείπετο άλλο ειμή να ανέλθη την αμερικανικήν ακτήν, μετ' απογείων ανέμων, οίτινες καθιστώσι λίαν ευχάριστα τα παράλια εκείνα.
Άλλως τι η κυρία Βέλδων ήτο γυνή θαρραλέα, ήτις δεν επτοείτο υπό της θαλάσσης. Τριακονταέτις την ηλικίαν, έχουσα υγείαν ισχυράν και πολλήν έξιν εις τους μακρούς πλόας εις ους πολλάκις συνόδευσε τον σύζυγόν της, δεν εδειλία απέναντι των τυχαίων συμβεβηκότων, άτινα ηδύναντο να επέλθωσιν εις πλοίον μετρίας χωρητικότητος. Εγνώριζεν ότι ο πλοίαρχος Χουλ ήτο εξαίρετος ναυτικός εις ον ο Ιάκωβος Βέλδων είχε πάσαν εμπιστοσύνην. Το «Πίλγριμ» ήτο πλοίον στερεόν, ταχύπλουν, διακρινόμενον εν τω στολίσκω των αμερικανικών φαλαινοθηρών. Η ευκαιρία ήτο καλή και έπρεπε να επωφεληθή. Η κυρία Βέλδων επωφελήθη ταύτης.
Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος ώφειλε να την συνοδεύση.
Ο εξάδελφος εκείνος ήτο αγαθός ανήρ, πεντηκονταέτης περίπου. Αλλά, μεθ' όλην την πεντηκονταετίαν του θα ήτο ασύνετον να τον αφήση τις μόνον να εξέλθη. Μακρός μάλλον ή υψηλός, στενός μάλλον ή ισχνός, με πρόσωπον οστεώδες, με κρανίον παμμέγιστον και λίαν τριχωτόν. Εν όλω τω ατελειώτω ατόμω του ηδύνατό τις να αναγνωρίση ένα των αξιολόγων εκείνων χρυσοδιοπτροφόρων επιστημόνων, των αβλαβών και αγαθών, προορισμένων να μείνωσι καθ' όλον τον βίον των μεγάλα παιδία και να αποθνήσκωσιν εκατονταετή εις τας αγκάλας της τροφού των.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος, — ούτως εκαλείτο πάντοτε, και εκτός έτι της οικογενείας, και πράγματι ήτο εξ εκείνων των αγαθών ανθρώπων οίτινες φαίνονται ωσεί εγεννήθησαν εξάδελφοι όλου του κόσμου, — ο εξάδελφος Βενέδικτος, πάντοτε ενοχλούμενος υπό των μακρών χειρών του και υπό των μακρών ποδών του, θα ήτο εντελώς ανίκανος να διεκπεραιώση μόνος, έστω και την απλουστάτην υπόθεσιν. Ουδένα ενοχλών, ειμή μόνον εαυτόν, έζη βίον εύκολον, έστεργε τα πάντα, ελησμόνει να φάγη ή να πίη, αναίσθητος εις το κρύο ως και εις τον καύσωνα, εφαίνετο δε ανήκων εις το φυτικόν βασίλειον μάλλον ή εις το ζωικόν. Φαντάσθητε δένδρον όλως ανωφελές, άνευ καρπών και άνευ φύλλων, ανίκανον να θρέψη ή να σκιάση, αλλ' έχων καλήν καρδίαν.
Τοιούτος ήτο ο εξάδελφος Βενέδικτος. Ευχαρίστως θα προσέφερεν υπηρεσίας εις τους ανθρώπους, εάν, ως θα έλεγεν ο Προυδώμ, ήτο ικανός να προσφέρη.
Τέλος, ηγαπάτο ένεκα αυτής ταύτης της αδυναμίας του. Η κυρία Βέλδων τον εθεώρει ως τέκνον της, — ως μεγάλον πρωτότοκον αδελφόν του μικρού της Ζακ.
Δέον να προσθέσωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν ήτο εν τούτοις ούτε αδρανής, ούτε άεργος. Εξ εναντίας ήτο εργατικός. Το μοναδικόν πάθος του, η φυσική ιστορία, τον απερρόφα ολόκληρον.
Λέγοντες φυσικήν ιστορίαν, λέγομεν πολύ.
Γνωστόν ότι τα διάφορα μέρη εξ ων απαρτίζεται η επιστήμη αύτη είναι η ζωολογία, η βοτανική, η ορυκτολογία και η γεωλογία.
Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος ούτε βοτανικός, ούτε ορυκτολόγος, ούτε γεωλόγος ήτο.
Μήπως άρα γε ήτο ζωολόγος, καθ' όλην την σημασίαν της λέξεως, είδος τι Κυβιέρου του Νέου Κόσμου, αποσυνθέτων το ζώον διά της αναλύσεως, ή ανασυνθέτων αυτό διά της συνθέσεως, είς των βαθέων εκείνων ειδημόνων, των ασκηθέντων εις την σπουδήν των τεσσάρων τύπων, εις ους η νεωτέρα επιστήμη ανάγει το ζωικόν βασίλειον, των σπονδυλωτών δηλαδή, των μαλακίων, των ενάρθρων και των ακνινωτών; Των τεσσάρων τούτων διαιρέσεων, ο αφελής αλλά φιλόσπουδος επιστήμων παρετήρησέ ποτε τας κλάσεις και ηρεύνησε τας τάξεις, τας οικογενείας, τας φυλάς, τα γένη, τα είδη, τας διακρινούσας αυτάς ποικιλίας;
Όχι!
Μη άρα γε ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν αφοσιωθή εις την σπουδήν των σπονδυλωτών, μαστοφόρων, πτηνών, ερπετών και ιχθύων;
Ουδαμώς.
Μη άρα γε προυτίμησε τα μαλάκια από των κεφαλοπόδων μέχρι των βρυοζώων, και η μαλακολογία δεν είχε πλέον μυστήρια δι' αυτόν;
Παντάπασι.
Μη άραγε έκαυσεν επί τοσούτον χρόνον το έλαιον του λύχνου του ασχολούμενος εις τα ακτινωτά, τα εχινόδερμα, τας ακαλήφας, τους πολύποδας, τους έλμινθας, τα σπογγιώδη και τα εγχυματογενή;
Δέον να ομολογήσωμεν ότι ουδέ τούτο εγένετο.
Επειδή λοιπόν δεν υπολείπεται άλλο είδος ζωολογίας, ειμή η διαίρεσις των ενάρθρων, έπεται εξ ανάγκης ότι επί ταύτης της διαιρέσεως είχεν ασκηθή το μόνον πάθος του εξαδέλφου Βενεδίκτου.
Ναι, αλλά και τούτο πρέπει σαφανισθή.
Η διακλάδωσις των ενάρθρων περιλαμβάνει έξ κλάσεις: τα έντομα, τα μυριάποδα, τα αραχνοειδή, τα μαλακόστρακα, τα μαλλόποδα και τα ερύθραιμα.
Αλλ' ο εξάδελφος Βενέδικτος δεν θα ηδύνατο να διακρίνη τον σκώληκα από της θεραπευτικής βδέλης, το κρήθμον από της κογχύλης, την οικιακήν αράχνην από τον ψευδοσκορπιόν, την καραβίδα από του βατράχου, τον ίουλον από της σκολοπένδρας.
Τι ήτο λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος;
Ουδέν άλλο ή απλούς εντομολόγος.
Εις ταύτα δύναταί τις βεβαίως να απαντήση ότι η εντομολογία, κατά την ετυμολογικήν αυτής έννοιαν, είναι μέρος των φυσικών επιστημών περιλαμβάνον όλα τα έναρθρα. Υπό γενικήν έποψιν τούτο είναι αληθές, αλλ' επεκράτησεν η συνήθεια να μη δίδεται εις την λέξιν ταύτην ειμή έννοια μάλλον περιωρισμένη. Δεν εφαρμόζεται λοιπόν ειμή εις την κυρίως λεγομένην σπουδήν των εντόμων, ήτοι «όλων των ενάρθρων ζώων, των οποίων το σώμα, συγκείμενον εκ δακτυλίων τεθειμένων άκρον προς άκρον, σχηματίζει τρία διακεκριμένα τμήματα, άτινα κέκτηνται τρία ζεύγη ποδών, ένεκα του οποίου ωνομάσθησαν εξάποδα».
Επειδή λοιπόν ο εξάδελφος Βενέδικτος είχε περιορισθή εις την σπουδήν των ενάρθρων της κλάσεως ταύτης ήτο μόνον απλούς εντομολόγος.
Αλλά μη απατώμεθα! Εν τη κλάσει ταύτη των εντόμων περιλαμβάνονται ουχί ολιγώτεραι των δέκα τάξεων τα ορθόπτερα (1) , τα νευρόπτερα (2) τα υμενόπτερα (3) , τα λεπιδόπτερα (4) , τα ημίπτερα (5) , τα κολεόπτερα (6) . τα δίπτερα (7) , τα ριπίπτερα (8) , τα παράσιτα (9) και τα θυσάνουρα (10) . Είς τινα δε των τόξων τούτων τα κολεόπτερα παραδείγματος χάριν, εξηκριβώθησαν τριάκοντα χιλιάδες είδη και εξήκοντα χιλιάδες εις τα δίπτερα. Εκ τούτων λοιπόν δύναταί τις να εννοήση ότι τα αντικείμενα σπουδής δεν ελλείπουσι και ότι υπάρχει πολλή ύλη όπως απασχολήση ένα άνθρωπον μόνον.
Τοιουτοτρόπως όλος ο βίος του εξαδέλφου Βενεδίκτου ήτο αφιερωμένος εντελώς εις την εντομολογίαν.
Εις την επιστήμην ταύτην απησχόλει όλας τας ώρας του, — όλας ανεξαιρέτως και αυτάς τας του ύπνου, αφού ωνειρεύετο πάντοτε «εξάποδα». Αναρίθμητοι ήσαν αι καρφίδες αι εμπεπηγμέναι εις τας χειρίδας, εις το περιπεριτραχήλιον του ενδύματός του, εις το βάθος του πίλου του και εις τα πλάγια του εσωκαρδίου του.

Εις την επιστήμην ταύτην απησχόλει όλας τας ώρας του
Όταν ο εξάδελφος Βενέδικτος επέστρεφεν έκ τινος επιστημονικού περιπάτου, ο πολύτιμος πίλος του ήτο αποθήκη φυσικής ιστορίας, κατάστικτος εσωτερικώς τε και εξωτερικώς υπό εντόμων διαπερασμένων. Και τώρα εξηγείται ότι το πρωτότυπον εκείνο ον συνόδευσε τον κύριον και την κυρίαν Βέλδων εις Νέαν Ζηλανδίαν εκ πάθους εντομολογικού. Εκεί, η συλλογή του επλουτίσθη διά τινων σπανίων αντικειμένων, και ευνόητον ήτο ότι εβιάζετο να επανέλθη όπως ταξινομίση αυτά εις το σπουδαστήριόν του εν Αγίω Φραγκίσκω.
Επειδή λοιπόν η κυρία Βέλδων και το τέκνον της επέστρεφον εις Αμερικήν διά του «Πίλγριμ», ουδέν φυσικώτερον να συνοδεύση αυτούς ο εξάδελφος Βενέδικτος κατά τον διάπλουν.
Αλλ' η κυρία Βέλδων ουδόλως έπρεπε να βασίζεται επ' αυτού, εάν παρουσιάζετο κρίσιμός τις περίστασις. Ευτυχώς δεν επρόκειτο ειμή περί ταξειδίου ευκόλου εκτελουμένου κατά την καλήν εποχήν, και διά πλοίου του οποίου ο κυβερνήτης ήτο άξιος πάσης εμπιστοσύνης.
Κατά την τριήμερον διαμονήν του «Πίλγριμ» εν Βαϊτεμάτα, η κυρία Βέλδων ενήργησεν εν μεγάλη βία τας προετοιμασίας της, καθότι δεν ήθελε να επιβραδύνη την αναχώρησιν του μυοπάρωνος. Οι ιθαγενείς υπηρέται οίτινες υπηρέτουν αυτήν κατά την εις Ωκλάνδ διαμονήν της απελύθησαν, και τη 22 Ιανουαρίου επεβιβάσθη επί του «Πίλγριμ» φέρουσα μεθ' εαυτής τον υιόν της Ζακ, τον εξάδελφον Βενέδικτον και την γραίαν υπηρέτριαν Ναν.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος έφερεν εντός ιδιαιτέρου κιβωτίου όλην την εντομολογικήν συλλογήν του. Εν τη συλλογή εκείνη διεκρίνοντο μεταξύ άλλων δείγματά τινα των νέων εκείνων σταφυλίνων, είδους σαρκοβόρων κολεοπτέρων, ων οι οφθαλμοί ευρίσκονται υπεράνω της κεφαλής, και οίτινες μέχρι τότε ενομίζοντο ότι ανήκον μόνον εις την Νέαν Καληδονίαν. Τω είχον συστήσει φαρμακεράν τινα αράχνην, την «κατιπώ» των Μαορή, της οποίας το δήγμα είναι πολλάκις θανατηφόρον εις τους ιθαγενείς. Αλλ' η αράχνη δεν ανήκει εις την τάξιν των κυρίως καλουμένων εντόμων, κατατάσσεται εις τα αραχνοειδή, και κατ' ακόλουθίαν ουδεμίαν είχεν αξίαν εις τους οφθαλμούς του εξαδέλφου Βενεδίκτου. Ως εκ τούτου την περιεφρόνησε, και το ωραιότερον κειμήλιον της συλλογής του ήτο αξιοσημείωτός τις σταφυλίνος Νεοζηλανδικός.
Εννοείται ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος, πληρώσας μεγάλα ασφάλιστρα, εξησφάλησε το φορτίον του, όπερ τω εφαίνετο πολυτιμότερον του εξ ελαίου και ελασμάτων φορτίου εν τω κύτει του «Πίλγριμ».
Κατά την στιγμήν του απόπλου, ότε η κυρία Βέλδων και οι συμπλωτήρες αυτής ευρέθησαν επί του καταστρώματος του μυοπάρωνος, ο πλοίαρχος Χουλ επλησίασε την επιβάτιδα.
 — Εννοείται κυρία Βέλδων, τη είπεν, εάν ταξειδεύηται διά του «Πίλγριμ» υμείς μόνη είσθε υπεύθυνος.
 — Διατί μοι απευθύνετε την παρατήρησιν ταύτην, κύριε Χουλ; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
 — Διότι δεν έλαβον διαταγήν περί τούτου παρά του συζύγου σας, και όπως δήποτε είς μυοπάρων δεν δύναται να σας προσφέρη τας εγγυήσεις καλού διάπλου, τας οποίας θα είχετε εντός ατμοπλοίου ειδικώς προωρισμένου προς μεταφοράν επιβατών.
 — Εάν ο σύζυγός μου ήτο εδώ, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, νομίζετε, κύριε Χουλ ότι θα εδίσταζε να επιβιβασθή επί του «Πίλγριμ» συνοδευόμενος υπό της συζύγου και του τέκνου του;
 — Όχι, κυρία Βέλδων δεν θα εδίσταζεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ· όχι βεβαίως! ως δεν θα εδίσταζον ούτε εγώ! Το «Πίλγριμ» είναι καλόν πλοίον, αν και η εκδρομή του υπήρξε πολύ αθλία, και είμαι βέβαιος περί αυτού όσον δύναται να ήνε ναυτικός περί του πλοίου όπερ κυβερνά από πολλών ετών. Ό,τι σας είπον, κυρία Βέλδων, το είπον όπως καλύψω την ευθύνην μου και όπως σας επαναλάβω ότι εντός του πλοίου δεν θα έχετε τας αναπαύσεις εκείνας εις τας οποίας είσθε συνηθισμένη.
 — Επειδή δεν πρόκειται ειμή περί αναπαύσεων, κύριε Χουλ απήντησεν η κυρία Βέλδων, τούτο δεν είναι ικανόν να με εμποδίση. Δεν είμαι εκ των δύσκολων εκείνων επιβατών οίτινες αδιακόπως παραπονούνται διά το στενόν των κοιτωνίσκων και την ανεπάρκειαν της τραπέζης.
Είτα η κυρία Βέλδων, αφού παρετήρησεν επί τινας στιγμάς τον μικρόν της Ζακ, ον εκράτει εκ της χειρός·
 — Ας αναχωρήσωμεν, κύριε Χουλ, είπεν.
Αι διαταγαί εδόθησαν προς απόπλουν, τα ιστία ανεπετάσθησαν, και το «Πίλγριμ» χειριζόμενον εις τρόπον ώστε να εξέλθη του κόλπου όσον τάχιστα, έστρεψε την πρώραν προς τα αμερικανικά παράλια.
Αλλά, τρεις ημέρας μετά την αναχώρησίν του, ο μυοπάρων στενοχωρηθείς υπό βιαίων ανατολικών ανέμων, ηναγκάσθη να στρέψη αριστερά όπως επιτύχη πάλιν ούριον άνεμον.
Και τοιουτοτρόπως, κατά την 2 Φεβρουαρίου, ο πλοίαρχος Χουλ ευρίσκετο εισέτι εις πλάτος υψηλότερον εκείνου όπερ ήθελε και εις θέσιν ναυτικού ζητούντος μάλλον να παρικάμψη το ακρωτήριον Χορν ή να πλησιάση την νέαν ήπειρον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.

ΔΙΚ ΣΑΝΔ

Εν τούτοις η θάλασσα ήτο καλή, και εξαιρέσει των βραδυτήτων ο πλους εξετελείτο υπό αρκούντως ευνοϊκούς όρους.
Η κυρία Βέλδων είχεν εγκατασταθή εντός του «Πίλγριμ» όσον ήτο δυνατόν ανέτως. Ούτε πυργίσκος ούτε άλλο τι ευρίσκετο εις τα όπισθεν του καταστρώματος. Δεν υπήρχε λοιπόν κοιτωνίσκος εις την πρύμνην όπως δεχθή την επιβάτιδα, ήτις εδέησε να αρκεσθή εις τον θάλαμον του πλοιάρχου Χουλ κείμενον επί της πρύμνης και αποτελούντα την μετρίαν αυτού ναυτικήν κατοικίαν. Εδέησεν όμως να την παρακαλέση επιμόνως ο πλοίαρχος όπως δεχθή. Εκεί λοιπόν, εις το μέτριον εκείνο οίκημα, εγκατέστη η κυρία Βέλδων μετά του τέκνου της και της γραίας Ναν. Εκεί εγευμάτιζεν, έχουσα συνδαιτυμόνας τον πλοίαρχον και τον εξάδελφον Βενέδικτον, διά τον οποίον εσχηματίσθη επί του καταστρώματος είδος τι θαλαμίσκου.
Ο δε πλοίαρχος του «Πίλγριμ» είχε καταλάβει κοιτωνίσκον τινά του πληρώματος, κοιτωνίσκον όστις έπρεπε να κατέχηται υπό του υποπλοιάρχου, εάν υπήρχεν υποπλοίαρχος εν τω πλοίω. Αλλ' ως γνωρίζομεν, ο μυοπάρων εταξείδευεν υπό συνθήκας αίτινες επέτρεπον να γίνεται οικονομία ενός υποπλοιάρχου.
Οι άνδρες του «Πίλγριμ» καλοί και εύρωστοι θαλασσινοί, εφαίνοντο πολύ συνηνωμένοι εκ της ταυτότητος των ιδεών και των έξεων. Η αλιευτική εκείνη περίοδος ήτο η τετάρτη την οποίαν εξετέλουν ομού. Άπαντες εκ της δυτικής Αμερικής εγνωρίζοντο από παλαιού χρόνου και ανήκον εις την αυτήν χώραν της Καλιφoρνίας.
Οι γενναίοι εκείνοι άνδρες εφαίνοντο πολύ περιποιητικοί προς την κυρίαν Βέλδων, την σύζυγον του εφοπλιστού των, προς τον οποίον έτρεφον απεριόριστον αφοσίωσιν. Δέον να είπωμεν ότι μεγάλως ενδιαφερόμενοι εις τα κέρδη του πλοίου, είχον θαλασσοπορήσει μέχρι τότε μετά πολλής ωφελείας. Εάν ένεκα του μικρού αριθμού των ουδενός εφείδοντο κόπου, συνέβαινε τούτο διότι πάσα εργασία ηύξανε τα κέρδη των κατά την τακτοποίησιν των λογαριασμών εκάστης περιόδου. Είναι αληθές όχι την φοράν ταύτην το κέρδος θα ήτο μηδαμινόν, και τούτο δικαίως τους εξώργιζε κατά των αχρείων εκείνων της Νέας Ζηλανδίας.
Είς μόνον μεταξύ όλων εν τω πλοίω δεν ήτο καταγωγής αμερικανικής. Πορτογάλλος εκ γενετής, αλλ' ομιλών ευχερώς την αγγλικήν, εκαλείτο Νεγορός, και εξετέλει τα ταπεινά έργα μαγείρου του μυοπάρωνος.
Όταν ο μάγειρος του «Πίλγριμ» ελιποτάκτησεν εις Ωκλάνδ, ο Νεγορός εκείνος, άνευ εργασίας τότε, προσεφέρθη να τον αντικαταστήση. Ήτο άνθρωπος σιωπηλός, ήκιστα κοινωνικός, έμενε μεμονωμένος, αλλά καλώς εξεπλήρου το επάγγελμά του. Παραλαβών αυτόν εις την υπηρεσίαν του ο πλοίαρχος Χουλ εφαίνετο ότι αρκούντως επέτυχεν εις την εκλογήν του· από της στιγμής της εισόδου του εις το πλοίον ο Νεγορός ουδεμίαν επέσυρεν επίπληξιν.

Ήτο άνθρωπος σιωπηλός
Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ ελυπείτο διότι δεν έσχε τον απαιτούμενον καιρόν να λάβη ακριβείς πληροφορίας περί του παρελθόντος αυτού. Η μορφή του, ή μάλλον το βλέμμα του, μετρίως τω ήρεσκε, και προκειμένου να εισαγάγη τις ένα άγνωστον εις την τόσω στενήν και τόσω περιωρισμένην ζωήν πλοίου, πρέπει ουδέν να παραμελή όπως πληροφορήται περί των προηγουμένων αυτού.
Ο Νεγορός εφαίνετο τεσσαρακοντούτης. Ισχνός νευρώδης, μεσαίου αναστήματος, είχε την κόμην μελανωτάτην, το δέρμα ολίγον τι ηλιοκαές και ήτο εύρωστος. Είχεν άρα γε λάβει ανατροφήν τινα; Ναι, τούτο δε εφαίνετο έκ τινων παρατηρήσεων αίτινες τω διέφευγον ενίοτε. Άλλως τε δε ουδέποτε ωμίλει περί του παρελθόντος του, πού είχε ζήσει. Ποίον θα ήτο το μέλλον του; ούτε τούτο ηδύνατό τις να ηξεύρη. Έλεγε μόνον ότι εσκόπευε ν' αποβιβασθή εις Βαλπαραΐζον. Βεβαίως ήτο άνθρωπος αλλόκοτος. Όπως δήποτε, δεν εφαίνετο ότι υπήρξε ναυτικός· εφαίνετο μάλιστα πλειότερον ξένος προς τα ναυτικά πράγματα παρ' όσον δύναται να είναι μάγειρος, του οποίου μέρος της υπάρξεως διήλθεν εν τη θαλάσση.
Εν τούτοις ο σάλος ή ο προνευτασμός του πλοίου δεν τον ηνόχλει ως εκείνους οι οποίοι ουδέποτε εταξείδευσαν και τούτο ήτο αρκετά σπουδαίον διά μάγειρον πλοίου.
Εν συντόμω, ολίγον εφαίνετο. Την ημέραν έμενε συνήθως περιωρισμένος εντός του στενού μαγειρίου του, ενώπιον του εκ χυτοσιδήρου κλιβάνου του, όστις κατείχε την περισσοτέραν θέσιν. Επερχομένης της νυκτός και σβυνομένου του κλιβάνου, ο Νεγορός επανήρχετο εις την καλύβην ήτις είχεν επιφυλαχθή αυτώ εις το βάθος του κύτους. Είτα κατεκλίνετο αμέσως και απεκοιμάτο.
Είπομεν ανωτέρω ότι το πλήρωμα του «Πίλγριμ» συνέκειτο εκ πέντε ναυτών και ενός δοκίμου.
Ο νέος ούτος δόκιμος, ηλικίας δεκαπέντε ετών, ήτο τέκνον πατρός και μητρός αγνώστων. Το δυστυχές εκείνο ον, εγκαταλειφθέν ευθύς από της γεννήσεώς του, παρελήφθη υπό της δημοσίου ευσπλαγχνίας και ανετράφη υπ' αυτής.
Ο Δικ Σανδ — ούτως εκαλείτο — εφαίνετο ότι κατήγετο εκ της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, και βεβαίως εκ της πρωτευούσης της πολιτείας ταύτης.
Εάν το όνομα Δικ — κατά συγκοπήν του ονόματος Ριχάρδου — εδόθη εις τον μικρόν ορφανόν, σημαίνει ότι ήτο το όνομα του ελεήμονος διαβάτου όστις τον παρέλαβεν, δύο ή τρεις ώρας μετά την γέννησίν του. Το όνομα Σανδ απεδόθη αύτω προς ανάμνησιν του μέρους ένθα ευρέθη, ήτοι επί της άκρας εκείνης Σάνδυ Χουκ (11) , ήτις σχηματίζει την είσοδον του λιμένος της Νέας Υόρκης, κατά το στόμιον Χούδσων.
Ο Δικ Σανδ όταν ήθελε φθάσει εις όλην την ανάπτυξίν του δεν θα υπερέβαινε μεν το μεσαίον ανάστημα, αλλ' ήτο ισχυράς κράσεως. Ουδείς ηδύνατο ν' αμφιβάλλη περί της αγγλοσαξωνικής αυτού καταγωγής. Ήτο μελαγχροινός, είχεν οφθαλμούς κυανούς των οποίων το κρυσταλλώδες έλαμπεν υπό πυρός ζωηρού. Το ναυτικόν του επάγγελμα τον είχεν ήδη προπαρασκευάσει εις τους αγώνας του βίου. Η ευφυής φυσιογνωμία του ανέπνεε την ενεργητικότητα, ενεργητικότητος ουχί αυθάδους, αλλά τολμητίου. Συχνάκις αναφέρουσι τας τρεις ταύτας λέξεις ατελούς τινος στίχου Βιργιλίου.
Audaces fortouna junvat. .
αλλά τας αναφέρουσιν εσφαλμένως. Ο ποιητής είπεν:
Audentes fortouna juvat. .
Εις τους τολμητίας και ουχί τους αυθάδεις προσμειδιά σχεδόν πάντοτε η τύχη. Ο αυθάδης δύναται να είναι απερίσκεπτος. Ο τολμητίας σκέπτεται πρώτον, ενεργεί έπειτα. Ιδού η διαφορά.
Ο Δικ Σανδ ήτο τολμητίας. Δεκαπενταέτης έτι, όταν απεφάσιζέ τι εξετέλει αυτό καθ' ολοκληρίαν μετά πάσης επιμονής. Το ήθος αυτού ζωηρόν άμα και σοβαρόν, εφείλκυε την προσοχήν. Δεν κατηναλίσκετο εις λόγους ή εις χειρονομίας ως πράττουσι συνήθως οι ομήλικες αυτώ παίδες. Ενωρίς εις εποχήν του βίου ότε δεν συζητεί τις τα προβλήματα της υπάρξεως είχεν αντιμετωπίσει την αθλίαν κατάστασίν του και είχεν υποσχεθή να αναδειχθή αφ' εαυτού.

Και ανεδείχθη, γενόμενος ήδη σχεδόν ανήρ καθ' ήν ηλικίαν άλλοι είναι εισέτι παίδες.
Συγχρόνως λίαν ευκίνητος, λίαν επιτήδειος εις όλα τα σωματικά γυμνάσια, ο Δικ Σανδ ήτο εκ των προνομιούχων εκείνων όντων περί των οποίων δύναταί τις να είπη ότι εγεννήθησαν με δύο πόδας αριστερούς και δύο χείρας δεξιάς. Τοιουτοτρόπως πράττουσι τα πάντα διά της καλής χειρός και αναχωρούσι πάντοτε διά του καλού ποδός.
Η δημοσία ευσπλαγχνία, ως είπομεν, ανέθρεψε τον μικρόν ορφανόν. Πρώτον εισήχθη εις έν των παιδοτροφείων εκείνων άτινα εν Αμερική έχουσι πάντοτε θέσιν διά τα εγκαταλελειμένα παιδία. Έπειτα, εν ηλικία τεσσάρων ετών, ο Δικ εμάνθανε να αναγινώσκη, να γράφη, να αριθμή εις έν των σχολείων εκείνων της πολιτείας της Νέας Υόρκης, άτινα αι ελεήμονες συνδρομαί συντηρούσι μετά γενναιότητος.
Οκταετής την ηλικίαν, ένεκα της προς την θάλασσαν αγάπην την οποίαν είχε εκ γενετής, ο Δικ επέβη ως καμαρώτος εις πλοίον των Νοτίων θαλασσών. Εκεί εμάνθανε το επάγγελμα του ναυτικού και ως πρέπει τις να το μανθάνη, από της μάλλον νεαράς ηλικίας. Ολίγον κατ' ολίγον εδιδάχθη υπό την οδηγίαν αξιωματικών οίτινες συνεπάθησαν προς τον μικρόν εκείνον νεανίαν. Ούτως, ο ναυτόπαις δεν εβράδυνε να γίνη δόκιμος, ελπίζων βεβαίως και άλλην προαγωγήν. Ο παις όστις ευθύς εξαρχής είχεν εννοήσει ότι η εργασία είναι ο νόμος της ζωής, εκείνος όστις είχε μάθει ενωρίς ότι ο άρτος δεν κερδαίνεται ειμή διά του ιδρώτος του προσώπου — δόγμα της Ιεράς Γραφής όπερ είναι κανών της ανθρωπότητος — ο παις εκείνος είναι βεβαίως προωρισμένος διά μεγάλα πράγματα, καθότι ημέραν τινα, μετά της θελήσεως, θα έχη και την δύναμιν να εκτελέση ταύτα.
Ότε λοιπόν ο Δικ Σανδ ευρίσκετο ως ναυτόπαις επί τινος εμπορικού πλοίου διεκρίθη υπό του πλοιάρχου Χουλ! Ο γενναίος ούτος ναυτικός ησθάνθη συμπάθειαν προς το αγαθόν εκείνο παιδίον και το εσύστησε βραδύτερον εις τον εφοπλιστήν Ιάκωβον Βέλδων. Ούτος συνεπάθησεν ομοίως προς τον ορφανόν εκείνον του οποίου συνεπλήρωσε την αγωγήν εις Άγιον Φραγκίσκον και τον ανέθρεψεν εις την καθολικήν θρησκείαν, εις ην ανήκεν η οικογένειά του.
Κατά την διάρκειαν των σπουδών αυτού ο Δικ Σανδ ιδιαιτέραν κλίσιν ησθάνθη προς την γεωγραφίαν και τας θαλασσοπορίας, επιφυλαττόμενος βραδύτερον, όταν θα έφθανεν εις την πρέπουσαν ηλικίαν, να σπουδάση το μαθηματικόν μέρος το σχετιζόμενον προς την ναυτιλίαν. Είτα εις το θεωρητικόν εκείνο μέρος της μαθήσεώς του δεν παρημέλησε να ενώση το πρακτικόν. Επέβη λοιπόν του «Πίλγριμ» διά πρώτην ήδη φοράν ως δόκιμος. Ο καλός ναυτικός οφείλει να γνωρίζη την μεγάλην αλιείαν όσον και την μεγάλην ναυσιπλοΐαν, διότι είναι καλή προπαρασκευή εις όλα τα ενδεχόμενα συμβεβηκότα τα οποία συμπαραφέρει το ναυτικόν στάδιον. Άλλως τε ο Δικ εταξείδευε μετά πλοίου του Ιακώβου Βέλδων, του ευεργέτου του, πλοίου κυβερνωμένου υπό του πλοιάρχου Χουλ! Ευρίσκετο λοιπόν υπό ευνοϊκωτάτας συνθήκας.
Περιττόν να αναφέρωμεν μέχρι τίνος βαθμού έφθασεν η αφοσίωσίς του προς την οικογένειαν Βέλδων, εις ην ώφειλε τα πάντα. Προτιμότερον να αφήσωμεν τα γεγονότα να ομιλήσωσιν. Αλλ ευκόλως δύναταί τις να ενοήση πόσον ο δόκιμος υπήρξεν ευτυχής όταν έμαθεν ότι η κυρία Βέλδων έμελλε να επιβιβασθή επί του «Πίλγριμ». Επί τινα έτη την κυρίαν Βέλδων εθεώρει ως ιδίαν εαυτού μητέρα, εις δε τον Ζακ έβλεπε μικρόν αδελφόν, ουδέποτε όμως λησμονών την θέσιν του απέναντι του υιού του πλουσίου εφοπλιστού. Αλλά — οι προστάται του εγίνωσκον τούτο — ο καλός εκείνος σπόρος ον είχον σπείρει έπεσεν επί αγαθής γης. Υπό την ζέσιν του αίματός του, η καρδία του ορφανού εξωγκούτο εξ ευγνωμοσύνης, και εάν επέπρωτο να θυσιάση ποτέ την ζωήν του δι' εκείνους οίτινες τον εδίδαξαν ν' αγαπά τον Θεόν και την σπουδήν, ο νεαρός δόκιμος δεν θα εδίσταζε να το πράξη. Εν συντόμω, να είναι δεκαπέντε ετών, αλλά να ενεργή και να πράττη ως τριακονταετής, τοιούτος ήτο ο Δικ Σανδ.
Η κυρία Βέλδων εγνώριζε την αξίαν του προστατευομένου της, ηδύνατο δε άνευ ουδεμιάς ανησυχίας να τω εμπιστευθή τον μικρόν Ζακ. Ο Δικ Σανδ υπερηγάπα το παιδίον εκείνο, όπερ εννοούν ότι τον ηγάπα ο «μεγάλος αδελφός», τον εζήτει πάντοτε. Κατά τας μακράς ώρας της αναπαύσεως, αίτινες είναι τόσω συχναί εις τον πλουν, ότε η θάλασσα ήτο ήσυχος, ότε τα ιστία καλώς διηυθετημένα ουδένα απαιτούσι χειρισμόν, ο Δικ και ο Ζακ ευρίσκοντο πάντοτε σχεδόν ομού. Ο νεαρός δόκιμος εδείκνυεν εις το παιδίον παν ό,τι εκ του επαγγέλματός του ηδύνατο να τον διασκεδάζη. Η κυρία Βέλδων αφόβως έβλεπε τον Ζακ, συνοδευόμενον υπό του Σανδ, να ορμά εις τους προτόνους, να αναρριχάται εις τους ιστούς και να κατέρχηται ως βέλος διά των εξαρτίων. Ο Δικ Σανδ προηγείτο ή είπετο πάντοτε, έτοιμος να τον υποστηρίξη ή να τον κρατήση εάν οι πενταετείς βραχίονές του ήθελον εξασθενήση κατά τα γυμνάσια. Πάντα ταύτα ωφέλουν τον μικρόν Ζακ όστις εκ της ασθενείας είχεν ωχριάσει ολίγον αλλά το χρώμα του επανήρχετο ταχέως εντός του «Πίλγριμ», χάρις εις την καθημερινήν εκείνην γυμναστικήν και εις τας ζωογόνους αύρας της θαλάσσης.

ο Δικ και ο Ζακ ευρίσκοντο πάντοτε σχεδόν ομού
Τα πράγματα έβαινον λοιπόν ούτω. Ο διάπλους εξηκολούθει υπό τας συνθήκας ταύτας και μολονότι ο καιρός δεν ήτο ευνοϊκός, ούτε οι επιβάται ούτε το πλήρωμα παρεπονούντο.
Εν τούτοις η επιμονή εκείνη των ανατολικών ανέμων πολύ απησχόλει τον πλοίαρχον Χουλ καθότι δεν κατώρθωνε να φέρη το πλοίον εις καλήν οδόν. Εφοβείτο δε μάλιστα μήπως βραδύτερον, πλησίον του τροπικού του Αιγόκαιρω, συναντήση νηνεμίαν ήτις θα τον εβασάνιζε πολύ, χωρίς να αναφέρωμεν το ισημερινόν ρεύμα όπερ θα τον απόθει άνευ αντιστάσεως προς δυσμάς. Ανησύχει λοιπόν διά την βραδύτητα ην ήθελεν υποστή η κυρία Βέλδων, καίτοι αυτός δεν ήτο υπεύθυνος. Ως εκ τούτου, εάν συνήντα υπερωκεάνειόν τι ατμόπλοιον κατευθυνόμενον προς την Αμερικήν, εσκέπτετο ήδη να συμβουλεύση την επιβάτιδά του να μεταβιβασθή εις αυτό. Ατυχώς ευρίσκετο εις λίαν υψηλά πλάτη και δεν ήτο δυνατόν να συναντήση ατμόπλοιόν τι κατευθυνόμενον προς τον Παναμάν, άλλως τε δε κατά την εποχήν εκείνην αι διά του Ειρηνικού συγκοινωνίαι μεταξύ Αυστραλίας και Νέου Κόσμου δεν ήσαν τόσω συνεχώς όσω έκτοτε εγένοντο.
Έδει λοιπόν να αφήση τα πράγματα εις το έλεος του Θεού, και εφαίνετο ότι ουδέν θα διετάρασσε τον μονότονον εκείνον διάπλουν, ότε επήλθε το πρώτον συμβάν, ακριβώς κατά την ημέραν εκείνην της 2 Φεβρουαρίου, υπό το πλάτος και το μήκος τα οποία εσημειώσαμεν κατά την έναρξιν της ιστορίας ταύτης.
Περί την ενάτην ώραν της πρωίας ο Δικ Σανδ και ο Ζακ, του καιρού όντος λίαν καθαρού, ήσαν εστηριγμένοι επί του επιστηλιδίου [κόντρα τσιμπούκι). Από του μέρους εκείνου έβλεπον όλον το πλοίον και μέγα μέρος του Ωκεανού. Όπισθεν η περίμετρος του ορίζοντος διεκόπτετο μόνον υπό του μεγάλου ιστού φέροντος επίδρομον [μπούμα) και λαίφος [φλίσι) και κρύπτοντος μέρος της θαλάσσης και του ουρανού. Έμπροσθεν εξετείνετο ο πρωραίος ιστός μετά των τριών αυτού αρτεμόνων [φλόκων), οίτινες εφαίνοντο ως τρεις μεγάλαι άνισοι πτέρυγες. Κάτωθεν ευρίσκετο ο ακάτιος και άνωθεν το μικρόν επιστήλιον [τσιμπούκι) και το μικρόν επιστηλίδιον του οποίου ο ποδεών υπέτρεμεν υπό την πνοήν της αύρας. Ο μυοπάρων έπλεε λοιπόν προς τα αριστερά, κολπούμενος διά των ιστίων του όσον το δυνατόν τον αέρα.
Ο Δικ Σανδ εξήγει εις το Ζακ πως το «Πίλγριμ», καλώς ηρμοσμένον, καλώς ισορροπούν εις όλα αυτού τα μέρη, δεν ηδύνατο να ναυαγήση, αν και έκλινε πολύ εις τα πλάγια, ότε το παιδίον τον διέκοψε.
 — Τι βλέπω εκεί κάτω;
 — Βλέπεις τι, Ζακ; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ ανορθωθείς επί των ξύλων.
 — Ναι, εκεί, απεκρίθη ο μικρός Ζακ δεικνύων σημείον τι της θαλάσσης μεταξύ του μεγάλου αρτέμονος [φλόκου) και του προθόου [κόντρα φλόκου).
Ο Δικ Σανδ παρετήρησε προσεκτικώς το υποδειχθέν σημείον και αμέσως, διά φωνής ισχυράς, ανέκραξεν.
 — Έν ναυάγιον, προς τον άνεμον ευθύς, δεξιά!

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟΝ

Εις την κραυγήν του Δικ Σανδ το πλήρωμα ανεστατώθη. Όσοι δεν ήσαν της υπηρεσίας ανέβησαν επί του καταστρώματος. Ο πλοίαρχος Χουλ εξελθών του κοιτώνος του, διευθύνθη προς την πρώραν.
Η κυρία Βέλδων, η Ναν, και αυτός ο αδιάφορος Βενέδικτος ήλθον και εστηρίχθησαν επί του δεξιού διαζώματος, ώστε να βλέπωσι το υπό του νεαρού δοκίμου αναγγελθέν ναυάγιον.
Μόνος ο Νεγορός δεν εγκατέλιπε την καλύβην ήτις εχρησίμευεν αυτώ ως μαγειρείον, και εξ όλου του πληρώματος, ως πάντοτε, αυτός μόνος εφάνη αδιάφορος διά την συνάντησιν του ναυαγίου.
Όλοι τότε παρετήρουν μετά προσοχής το κυματίζον αντικείμενον, όπερ τα κύματα εταλάντευον εις τριών μιλίων απόστασιν από του «Πίλγριμ».
 — Ε! τι να είναι άρα γε; ηρώτα ναύτης τις.
 — Σχεδία τις εγκαταλειφθείσα, απεκρίνετο έτερος.
 — Ίσως ευρίσκονται επί της σχεδίας εκείνης δυστυχείς ναυαγοί, είπεν η κυρία Βέλδων.
 — Θα το μάθωμεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλά το ναυάγιον εκείνο δεν είναι σχεδία. Είναι σκάφος αναστραφέν εις τα πλευρά . . .
 — Μήπως είναι μάλλον θαλάσσιόν τι ζώον, μαστοφόρον τι μεγάλου αναστήματος; παρετήρησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος.
 — Δεν το νομίζω, απεκρίθη ο δόκιμος.
 — Συ, Δικ, τι νομίζεις ότι είναι; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
 — Σκάφος ανατεστραμμένον, κυρία Βέλδων, ως είπεν ο πλοίαρχος. Με φαίνεται μάλιστα ότι βλέπω την χαλκίνην τρόπιν του λάμπουσαν εις τον ήλιον.
 — Ναι . . . τωόντι . . . απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ.
Είτα δε, αποτεινόμενος προς τον πηδαλιούχον:
 — Το πηδάλιον προς τον άνεμον, Βόλτων. Λόξευε ούτως ώστε να πλησιάσωμεν το ναυάγιον.
 — Μάλιστα, κύριε, απεκρίθη ο πηδαλιούχος.
 — Αλλά, επανέλαβεν ο εξάδελφος Βενέδικτος, επιμένω εις ό,τι είπα. Βεβαίως είναι ζώον.
 — Τότε θα είναι χάλκινόν τι κήττος, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ καθότι, βεβαίως επίσης, το βλέπω να λάμπη εις τον ήλιον.
 — Όπως δήποτε, εξάδελφε Βενέδικτε, προσέθηκεν η κυρία Βέλδων, θα μας επιτρέψητε να παραδεχθώμεν ότι το κήτος εκείνο είναι νεκρόν, διότι δεν κάμνει ουδέ την ελαχίστην κίνησιν.
 — Ε! εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, δεν είναι η πρώτη φορά καθ' ήν απαντά τις φάλαιναν να κοιμάται εις την επιφάνειαν της θαλάσσης.
 — Τωόντι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ σήμερον όμως δεν πρόκειται περί φαλαίνης αλλά περί πλοίου.
 — Θα το ίδωμεν, απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος όστις άλλως τε ευχαρίστως θα έδιδεν όλα τα μαστοφόρα των αρκτικών ή ανταρκτικών θαλασσών αντί εντόμου τινός σπανίου είδους.
 — Κυβέρνα, Βόλτων, κυβέρνα! έκραξεν εκ νέου ο πλοίαρχος Χουλ και μη πλησιάσης πολύ το ναυάγιον. Πέρασε εις απόστασίν τινα. Εάν δεν δυνάμεθα να προξενήσωμεν μέγα κακόν εις αυτό το σκάφος, δύναται όμως τούτο να μας προξενήση ζημίαν τινά και δεν επιθυμώ να προσκρούσωσι τα πλευρά του «Πίλγριμ». Επίδος [όρτσα) ολίγον, Βόλτων, επίδος!
Η πρώρα του «Πίλγριμ», ήτις διηυθύνετο προς το ναυάγιον, εξέκλινεν ολίγον δι' ελαφράς κινήσεως του πηδαλίου.
Ο μυοπάρων ευρίσκετο εισέτι εις απόστασιν μιλίου από του ναυαγήσαντος σκάφους. Οι ναύται το παρετήρουν απλήστως. Ίσως περιείχε πολύτιμον φορτίον, όπερ θα ήτο δυνατόν να μεταβιβασθή επί του «Πίλγριμ».
Είναι γνωστόν ότι εις τοιαύτας διασώσεις το τρίτον της αξίας ανήκει εις τους διασώζοντας, και εν τη περιπτώσει τοιαύτη, εάν το φορτίον δεν ήτο βεβλαμμένον, οι άνθρωποι του πληρώματος θα έκαμνον καλόν εύρημα. Θα ήτο μικρά τις παρηγορία διά την ατελή αλιείαν των.
Μετά έν τέταρτον της ώρας, το ναυάγιον ευρίσκετο εις απόστασιν ολιγωτέραν του ημίσεως μιλίου από του «Πίλγριμ».
Ήτο τωόντι πλοίον, όπερ παρουσιάζετο διά της δεξιάς αυτού πλευράς. Βεβυθισμένον μέχρι των παραρρυμάτων, τόσην κλίσιν είχεν ώστε ήτο σχεδόν αδύνατον να σταθή τις επί του καταστρώματος. Εκ των εξαρτημάτων του δεν εφαίνετο πλέον τίποτε. Εις τους προτόνους εκρέμαντο μόνο ολίγαι τινές τεθραυσμέναι αλύσεις, τεμάχια ξύλων και ολίγα καλώδια. Επί της δεξιάς πλευράς ηνοίγετο μεγάλη οπή μεταξύ των επηγκενίδων και του καταβεβυθισμένου σανιδώματος.
 — Το πλοίον αυτό προσέκρουσεν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ.
 — είναι αναμφίβολον, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ και θαυμάζω πώς δεν κατεβυθίσθη αμέσως.
 — Εάν εγένετο σύγκρουσις παρετήρησεν η κυρία Βέλδων, πρέπει να ελπίζωμεν ότι το πλήρωμα του πλοίου τούτου θα εσώθη παρ' εκείνων οίτινες προσέκρουσαν εις αυτό.
 — Ας το ελπίζωμεν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, εκτός εάν το πλήρωμα εκείνο εζήτησε καταφύγιον εις τας ιδίας του λέμβους μετά την σύγκρουσιν, και τότε το προσκρούσαν πλοίον εξηκολούθησε τον πλουν του, όπερ δυστυχώς συμβαίνει ενίοτε.
 — Είναι δυνατόν! Αλλά τούτο είναι απόδειξις μεγίστης απανθρωπίας Χουλ.
 — Μάλιστα κυρία Βέλδων . . . μάλιστα . . και τα παραδείγματα δεν λείπουσιν. Όσον δε αφορά το πλήρωμα, εκείνο το οποίον με αναγκάζει να πιστεύσω ότι εγκατέλιπε το πλοίον, είναι ότι δεν βλέπω πλέον ούτε μίαν λέμβον, και εκτός εάν συνελέχθησαν οι άνθρωποι, πιστεύω μάλλον ότι θα επειράθησαν να φθάσωσιν εις την ξηράν. Αλλ' ένεκα της αποστάσεως της αμερικανικής ηπείρου ή των νήσων της Ωκεανίας, φοβούμαι μήπως δεν επέτυχον.
 — Ίσως, είπεν η κυρία Βέλδων, δεν θα γνωσθή ποτέ το μυστήριον της καταστροφής ταύτης! Εν τούτοις πιθανόν άνθρωπός τις εκ του πληρώματος να είναι ακόμη εντός του πλοίου.
 — Δεν είναι πιθανόν, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Η πλησίασις ημών θα παρετηρείτο και θα μας έκαμνον σημείον τι. Αλλά τώρα θα βεβαιωθώμεν περί τούτου. — Επίδος ολίγον, Βόλτων, επίδος! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ, δεικνύων διά της χειρός την διεύθυνσιν την οποίαν έπρεπε να ακολουθήση.
Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εξακόσια μέτρα μακράν του ναυαγίου, και δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία ότι το σκάφος εκείνο είχεν εντελώς εγκαταλειφθή παρ' όλου του πληρώματος.
Αλλά, κατά την στιγμήν εκείνην, ο Δικ Σανδ διά κινήματος επέβαλε σιωπήν.
 — Ακούσατε! ακούσατε! είπεν.
Έκαστος επέστησε την προσοχήν του.
 — Ακούω τι ως υλακήν! έκραξεν ο Δικ Σανδ.
Πράγματι, υλακή μεμακρυσμένη αντήχει εις το εσωτερικόν του σκάφους. Υπήρχεν εκεί βεβαίως κύων τις φυλακισμένος ίσως επειδή πιθανόν τα φατνώματα να ήσαν στεγανώς κεκλεισμένα. Αλλά δεν ηδύναντο να τον ίδωσι, καθότι το κατάστρωμα του ναυαγήσαντος πλοίου δεν ήτο εισέτι ορατόν.
 — Έστω και είς κύων να υπάρχη, κύριε Χουλ είπεν η κυρία Βέλδων, θα τον σώσωμεν!
 — Ναι . . . ναι ανέκραξεν ο μικρός Ζακ . — Θα τον σώσωμεν! . . Θα του δώσω να φάγη!. — Θα μας αγαπήση πολύ . . Μήτερ, θα υπάγω να εύρω έν τεμάχιον σακχάρου.
 — Μείνε, τέκνον μου, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα. Νομίζω ότι το δυστυχές ζώον θα αποθνήσκη της πείνης και ότι θα προτιμά καλόν φαγητόν ή τεμάχιον του σακχάρου.
 — Καλά, ας τω δώσωσι την σούπαν μου! έκραξεν ο μικρός Ζακ. Ειμπορώ να περάσω και χωρίς σούπαν.
Κατ' εκείνην την στιγμήν αι υλακαί ηκούοντο μάλλον ευδιακρήτως. Τριακόσιοι πόδες το πολύ διεχώριζον το δύο πλοία. Σχεδόν πάραυτα μέγας κύων εφάνη επί των παραρρημάτων της δεξιάς και ανερριχάτο επ' αυτών υλακτών απελπιστικώτερον ή πρότερον.
Χόβικ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον ναύκληρον του «Πίλγριμ», ανακωχεύσατε και ας καταβιβασθή η μικρά λέμβος εις την θάλασσαν.
 — Περίμενε, κύον μου, περίμενε! έκραξεν ο μικρός Ζακ προς το ζώον, όπερ εφάνη ότι τω απήντησε δι' υλακής ημιπεπνιγμένης.
Τα ιστία του «Πίλγριμ» ταχέως διηυθετήθησαν ούτως ώστε το πλοίον να μένη σχεδόν ακίνητον, εις απόστασιν εκατόν σχεδόν μέτρων από του ναυαγίου.
Η λέμβος κατεβιβάσθη, και ο πλοίαρχος Χουλ, ο Δικ Σανδ, και οι δύο ναύται εισήλθον παρευθύς.
Ο κύων εξηκολούθει να υλακτή. Προσεπάθει να κρατηθή επί του παραρρύματος, αλλά καταπάσαν στιγμήν επανέπιπτεν επί του καταστρώματος. Θα έλεγέ τις, ότι αι υλακαί του δεν απευθύνοντο πλέων προς τους ερχομένους προς αυτόν. Μήπως απευθύνοντο προς ναύτας ή επιβάτας φυλακισμένους εις το πλοίον εκείνο;
 — Μήπως υπάρχη ναυαγός ος επέζησεν; εσκέφθη η κυρία Βέλδων.
Η λέμβος του «Πίλγριμ» δι' ολίγων κωπηλασιών έμελλε να φθάση το κεκλιμένον σκάφος.
Αίφνης τα κινήματα του κυνός μετεβλήθησαν. Τας πρώτας υλακάς, αίτινες προσεκάλουν τους σωτήρας να έλθωσι, διεδέχθησαν υλακαί μανιώδεις. Σφοδροτάτη οργή ηρέθιζε το παράδοξον ζώον.
 — Τι έχει άρα γε ο σκύλος εκείνος; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ ενώ η λέμβος έστρεφε το όπισθεν του πλοίου διά να φθάση εις το μέρος του καταστρώματος, όπερ ήτο βεβυθισμένον εις την θάλασσαν.
Ό,τι τότε δεν ηδύνατο να παρατηρήση ο πλοίαρχος Χουλ, ό,τι δεν ηδύναντο ουδ' αυτοί οι εντός του «Πίλγριμ» να παρατηρήσωσιν, ήτο ότι η μανία του κυνός εξεδηλώθη ακριβώς καθ' ήν στιγμήν ο Νεγορός, καταλιπών το μαγειρείον του, είχε κατευθυνθή προς την εμπροσθίαν κρηπίδα.
Εγνώριζε λοιπόν και ανεγνώριζεν ο κύων εκείνος τον μάγειρον; Αλλά τούτο ήτο λίαν απίθανον.

Εγνώριζε λοιπόν και ανεγνώριζεν ο κύων εκείνος τον μάγειρον
Όπως δήποτε, αφού παρετήρησε τον κύνα, χωρίς να φανερώση ουδεμίαν έκπληξιν, ο Νεγορός, του οποίου αι οφρύς συνεσπάσθησαν προς στιγμήν, επέστρεψεν εις την θέσιν των ανθρώπων του πληρώματος.
Εν τούτοις η λέμβος είχε στραφή εις το όπισθεν του πλοίου. Ο πίναξ αυτού έφερε τούτο μόνον το όνομα Βάλδεκ και ουδεμίαν σημείωσιν του λιμένος εις ον ανήκεν. Αλλ' εκ του σχηματισμού του σκάφους, έκ τινων λεπτομερειών τας οποίας ο ναυτικός δύναται ευθύς εξ αρχής να αντιληφθή, ο πλοίαρχος Χουλ εννόησεν ότι το πλοίον εκείνο ήτο κατασκευής αμερικανικής. Άλλως τε δε και το όνομά του επεβεβαίου τούτο. Και τώρα το κέλυφος εκείνο ήτο παν ό,τι απέμενεν εκ του μεγάλου πλοίου χωρητικότητος πεντακοσίων τόνων.
Εις το εμπρόσθιον μέρος του Βάλδεκ υπήρχεν ευρεία οπή δεικνύουσα την θέσιν ένθα εγένετο η σύρραξις. Ένεκα της ανατροπής του σκάφους, η οπή εκείνη ευρίσκετο τότε πέντε ή έξ πόδας υπεράνω της θαλάσσης — όπερ εξήγει διατί ο πάρων δεν είχεν εισέτι βυθισθή.
Επί του καταστρώματος, όπερ ο πλοίαρχος Χουλ έβλεπε καθ' όλην αυτήν την έκτασιν, ουδείς εφαίνετο.
Ο κύων, εγκαταλείψας το παράρρυμα, είχε καταβή εις το κεντρικόν φάτνωμα όπερ ήτο ανοικτόν, και υλάκτει οτέ μεν εις το εσωτερικόν οτέ δε εις το εξωτερικόν.
 — Βεβαιότατα το ζώον εκείνο δεν είναι μόνον εις το πλοίον! παρετήρησεν ο Δικ Σανδ.
 — Όχι, αληθώς! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ.
Η λέμβος παρέπλευσε τότε το αριστερόν παράρρυμα όπερ ήτο κατά το ήμισυ βεβυθισμένον, Εάν επήρχετο ισχυρόν τι κύμα ο «Βάλδεκ» θα κατεποντίζετο εντός ολίγων στιγμών.
Το κατάστρωμα του πάρωνος ήτο σαρωμένον απ' άκρου εις άκρον. Δεν έμενον πλέον ειμή οι κορμοί του μεγάλου ιστού και του ακατίου ιστού [τουρκέτου), αμφότεροι τεθραυσμένοι δύο πόδας άνωθεν της βάσεως και οι οποίοι θα έπεσαν κατά την σύρραξιν, παρασύροντες προτόνους, εξάρτια και σχοινία. Εν τούτοις καθ' όλην την έκτασιν εις ην ηδύνατο να φθάση η όρασις, ουδέν σύντριμμα εφαίνετο περί τον «Βάλδεκ», — όπερ εμαρτύρει ότι η καταστροφή θα συνέβη προ πολλών ημερών.
 — Εάν δυστυχείς τινες επέζησαν μετά την σύγκρουσιν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, πιθανόν ότι η πείνα και η δίψα θα τους κατέβαλον, καθότι το ύδωρ θα κατέκλυσε τας οψοθήκας . . . Ώστε μόνον πτώματα θα υπάρχωσιν εις το πλοίον.
 — Όχι ανέκραξεν ο Δικ Σανδ, όχι! Ο κύων δεν θα υλάκτει τοιουτοτρόπως! Υπάρχουσιν εκεί άνθρωποι ζώντες.
Την στιγμήν εκείνην το ζώον, αποκρινόμενον εις την πρόσκλησιν του δοκίμου ερρίφθη εις την θάλασσαν και εκολύμβησεν επιπόνως προς την λέμβον, διότι εφαίνετο εξηντλημένον.
Το ανέσυρον και ώρμησεν απλήστως, ουχί επί τεμαχίου άρτου όπερ το προσέφερεν ο Δικ Σανδ, αλλ' επί πίθου τινός περιέχοντος ολίγον πόσιμον ύδωρ.
 — Το δυστυχές ζώον αποθνήσκει της δίψης! εφώνησεν ο Δικ Σανδ.
Η λέμβος εζήτει τότε θέσιν ευνοϊκήν, όπως προσμίξη ευκολώτερον τον Βάλδεκ, και τούτου ένεκεν απεμακρύνθη οργυιάς τινας. Ο κύων ενόμισε προδήλως ότι οι σωτήρες αυτού δεν ήθελον ν' αναβώσιν εις το πλοίον, καθότι συνέλαβε τον Δικ Σανδ εκ του επενδύτου και ήρχισε πάλιν μετά νέας δυνάμεως να υλακτή θρηνωδώς.
Το Εννόησαν. Αι κινήσεις, η γλώσσα του, ήσαν τοσούτω σαφείς όσω ηδύνατο να είναι η γλώσσα ανθρώπου. Η λέμβος επροχώρησεν αμέσως μέχρι της αριστεράς επωτίδος. Εκεί, οι δύο ναύται την προσέθεσαν στερεώς, ενώ ο πλοίαρχος Χουλ και ο Δικ Σανδ, αναβάντες επί του καταστρώματος συγχρόνως μετά κόπου μέχρι του φατνώματος, όπερ ηνοίγετο μεταξύ των κορμών των δύο ιστών.
Διά του φατνώματος εκείνου, αμφότεροι εισέδυσαν εις τον πυθμένα.
Ο Πυθμήν του Βάλδεκ, ημιπλήρης ύδατος, ουδέν εμπόρευμα περιείχεν.
Ο πάρων έπλεεν μόνον μετά του έρματος, έρματος εξ άμμου όπερ ολισθήσαν προς τα αριστερά, συνετέλει εις το να κρατή το πλοίον κεκλιμένον εις τα πλάγια. Εκεί λοιπόν ουδέν υπήρχε προς διάσωσιν.
 — Ουδείς εδώ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
 — Ουδείς απήντησεν ο δόκιμος, αφού επροχώρησε μέχρι του εμπροσθίου μέρους του κύτους.
Αλλ' ο κύων όστις ήτο επί του καταστρώματος, εξηκολούθει να υλακτή και εφαίνετο επικαλούμενος επιτακτικώτερον την προσοχήν του πλοιάρχου.
 — Ας ανέλθωμεν, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προς τον δόκιμον· αμφότεροι ανήλθον πάλιν εις το κατάστρωμα.
Ο κύων δραμών προς αυτούς, εζήτει να τους παρασύρη προς το υψηλότερον μέρος της πρώρας. Τον ηκολούθησαν.
Εκεί, πέντε σώματα, — πέντε πτώματα βεβαίως, — έκειντο επί του σανιδώματος.
Εις το φως της ημέρας όπερ εισέδυεν απλέτως διά του φεγγίτου, ο πλοίαρχος Χουλ ανεγνώρισε τα σώματα πέντε μαύρων.
Ο Δικ Σανδ, μεταβαίνων από του ενός εις τον άλλον, ενόμισεν ότι οι δυστυχείς ανέπνεον εισέτι.
 — Εις το πλοίον! εις το πλοίον! έκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ.
Οι δύο ναύται, οίτινες εφύλαττον την λέμβον προσεκλήθησαν και εβοήθησαν εις την μεταφοράν των ναυαγών έξω της πρώρας.
Τούτο δε εγένετο άνευ κόπου· μετ' ολίγα λεπτά οι πέντε μαύροι ήσαν κατακεκλιμένοι εν τη λέμβω χωρίς ουδείς εξ αυτών να αισθανθή ότι προσεπάθουν να τους σώσωσι. Σταγόνες τινές δυναμωτικού και ολίγον δροσερόν ύδωρ εμφρόνως διδόμενον, ηδύνατο ίσως να τους ανακαλέσωσιν εις την ζωήν.
Το «Πίλγριμ» ευρίσκετο εκατόν μέτρα μακράν του ναυαγίου, η δε λέμβος έφθασεν εις αυτό ταχέως.
Καλώδιον της μεγάλης κεραίας ερρίφθη και έκαστος των μαύρων, ανελκυσθείς κεχωρισμένως, ανεπαύθη τέλος επί του καταστρώματος του «Πίλγριμ».
Ο κύων τους είχε συνοδεύσει.
 — Οι δυστυχείς! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, ιδούσα τους πτωχούς εκείνους ανθρώπους, οίτινες δεν ήσαν πλέον ειμή πτώματα ακίνητα.
 — Ζώσι, κυρία Βέλδων! Θα τους σώσωμεν! Ναι! θα τους σώσωμεν! έκραξεν ο Δικ Σανδ.
 — Τι συνέβη λοιπόν εις αυτούς; ηρώτησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος.
 — Περιμένετε μέχρις ου ημπορέσωσι να ομιλήσωσιν, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ και θα μας διηγηθώσι την ιστορίαν των. Αλλά, προ παντός άλλου, ας τοις δώσωμεν να πίωσιν ολίγον ύδωρ, εις το οποίον να αναμίξωμεν ολίγας σταγόνας ρουμίου.
Είτα στρεφόμενος.
 — Νεγορέ! εφώνησεν.
Εις το όνομα τούτο ο κύων ωρθώθη ως εάν παρεμόνευε, με τρίχας ανωρθωμένας, με το στόμα ανοικτόν.
Εν τούτοις ο μάγειρος δεν εφαίνετο.
 — Νεγορέ! επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ.
Ο κύων έδειξεν αύθις σημεία άκρας μανίας.
Ο Νεγορός εξήλθε του μαγειρείου.
Αλλά μόλις εφάνη επί του καταστρώματος και ο κύων ώρμησε κατ' αυτού θέλων να πηδήση εις τον λαιμόν του. Διά ξύλου όπερ εκράτει ο μάγειρος απεμάκρυνε το ζώον καί τινες ναύται κατώρθωσαν να το καθησυχάσωσι.
 — Μήπως γνωρίζετε αυτόν τον κύνα; ηρώτησε τον μάγειρον ο πλοίαρχος Χουλ.
 — Εγώ! απήντησεν ο Νεγορός. Ποτέ δεν το είδα.
 — Παράδοξον πράγμα! εψιθύρισεν ο Δικ Σανδ.

Συνεχιζετε....
Αυριο το Δ,Ε και ΣΤ κεφαλαιο

Comments

0 comments to "Καφεδακιου Αναγνωσμα Νο 39:Ο δεκαπενταετης πλοιαρχος,Ιουλιου Βερν,μερος Α,κεφαλαιο Α,Β,Γ"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com