Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 25-Λογια της πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Δ

0 σχόλια
Ανδρεας Καρκαβιτσας


Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΑ

Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη γρήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι προξενήτρες στο νησί για να παινέψουν τον γαμπρό έλεγαν: Καλόγνωμος σαν τον καπετάν Παλούμπα. Οι ναυτικοί όταν ήθελαν να συστήσουν κάποιο καράβι: Καλοτάξειδο σαν τη γολέτα του καπετάν Παλούμπα. Και οι νέοι όταν εμιλούσαν για την αγαπητική τους: Όμορφη σαν τη γυναίκα του καπετάν Παλούμπα. Ήταν φημισμένος σε όλα τα Δωδεκάνησα αυτός και το έχει του.
— Τήρα καλά, κακομοίρη· την καπετάνισα και τα μάτια σου! μου είπε όταν την έφερε στη γολέτα. Δεν ξέρεις, καλό παιδί, πόσο την αγαπώ!… Τρέμω να την αφήσω μονάχη και να φύγω.
Ε, καλά! και ποιος δεν το ήξευρε; Απάνω στα εξήντα χρόνια του ο καπετάν Παλούμπας αποφάσισε να παντρευτή. Το αποφάσισε όχι· ψέμματα είπα. Η τύχη το έφερε. Εκεί που εγύριζε σε κάποιο νησί είδεν άξαφνα τη Λενιώ να κολυμπά και ανατρίχιασε σύψυχος. Μια πάνα εσηκώθηκε από τα μάτια του και είδε τη ζωή καθόλου διαφορετική. Το βλέμμα της κόρης ράβδος έγινε μαγική του Μωϋσή και άνοιξε την πέτρινη καρδιά του ναυτικού κ' επήδησεν εκείθε κεφαλόβρυσο το αίσθημα. Το λυγερό κορμί που έφευγε λαυράκι στα νερά εξάφνισε στον οργασμό τα νεύρα του και το γέλοιο που απέμεινεν οκνό στον αιθέρα ετύλιξε τον απαλά σε πόθους και όνειρα.
Δεν χασομερίζει καθόλου. Πλένεται λιγάκι, βάνει τα γιορτινά ρούχα του, τη φουφουλοβράκα τσακιστή ανεμιστή, γαλάζες κάλτσες, μυτερά παπούτσια· ζώνη στη μέση κοκκινομέταξο ζωνάρι· περνά το κεντητό γιλέκο· λεβέντικα τσακίζει στο πλευρό το τουνεζίνικο φέσι και τρέχει στο σπίτι της Λενιώς. Πριν όμως πατήση στη βάρκα πισογυρίζει και κρεμά στην αριστερή μασχάλη χρωματιστό μεταξομάντηλο και παίρνει στο χέρι γαρουφαλοκέντητο πορτοκάλι. Το ένα γάμου κάλεσμα, το άλλο συμπεθεριάς σημάδι.
— Γεια σας κ' ήρθα, λέγει της γριάς. Είμαι ο καπετάνιος της «Κυραδέσποινας» που άρραξε προχτές στο νησί σας. Τ' όμορφο καράβι ταιριάζει με όμορφη καπετάνισα. Ήρθα να πάρω το Λενιώ γυναίκα μου. Αν είνε με το θέλημα του Θεού και την ευχή σου, αύριο τη στεφανώνω.
— Καλώς ήρθατε και καλώς κοπιάσατε σαν τον καλόν το χρόνο· απάντησεν η γριά γλυκομίλητη. Ο λόγος απ' το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί.
Ήταν έξυπνη η μάνα της Λενιώς, ψημένη στη ζωή, από τα μικρά της χρόνια χήρα. Ο άντρας της βουτηχτής, έγινε του σκυλόψαρου τροφή στης Μπαρμπαριάς τα νερά και άφησε πεντάρφανο το κορίτσι. Εκείνη επάλαιψε με τον κόσμο, ανάθρεψε γαρυφαλίτσα πρόσχαρη τη Λενιώ. Δεν έλεγεν όμως ποτέ να της δώση άντρα γέροντα. Ούτε καν εδιάβαινε στον νου της τέτοιο κακό. Όταν συχνά — πυκνά εσυλλογιζόταν τον γαμπρό, έβλεπε πάντα ένα μεστωμένο και γερό παληκάρι χρόνων είκοσι με κατσαρά μαλλιά, μουστάκι μαύρο, βλέμμα ζωηρό, δυνατά μπράτσα και στήθος πλατύ ν' αντιστέκη άφοβα στου πελάγου τη μανία και ν' αλλάζη άκοπα της τύχης τον κατατρεγμό. Αλλά τόρα μόλις είδε τον καπετάν Παλούμπα καλοδέματον αληθινά, πάντα όμως ψαρομάλλην, ταμπακορρούφην, σαλιάρην και τέλος γέροντα, δεν εδίστασε να δώση αμέσως τον λόγο της. Γέροντας, σου λέγει, αλλά καπετάνιος· και καπετάνοι δεν βρίσκονται κάθε ημέρα στο νησί!
Ο καπετάν Παλούμπας εστεφανώθηκε τη Λενιώ και μόλις έφτασε στη Σύρα ολάκερο βιος εξώδεψε για τα στολίδια της.
— Γυναίκα μου, κυρά μου, αφέντρα μου! να τα φορής να χαίρεσαι· της είπε δακρύζοντας από χαρά και περηφάνεια όταν την είδε λαμπροστολισμένη σαν την Ηλιογέννητη. Αν δεν σου φτάνουν αυτά, σου παίρνω κι' άλλα. Κι' αν δεν αρκούν κ' εκείνα, πουλώ και τη γολέτα μου να σε χρυσοντύσω σαν την Τηνιακιά.
Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνον απόμεινε κυτάζοντας λαίμαργα τα φανταχτερά ρούχα της. Καθρέφτης ο ίσκιος της. Και όταν αργά εσήκωσε τα μάτια επάνω του, το πικρό χαμόγελό της δεν ήθελε να ειπή αν έβγαινεν απρόθυμη από το νησί είτε αν της έδωσαν άντρα γέροντα.
Μέσα στη γολέτα είμαστε όλοι και όλοι έξη νομάτοι. Ο καπετάνιος με τον γραμματικό του δυο· εγώ και το ναυτόπουλο άλλοι δυο και δυο ναύτες Μυκωνιάτες. Άλλος κανείς. Μα ο γραμματικός, ο Πέτρος Ζούμπερος ήταν ο ναύτης μας, ο κυβερνήτης, ψυχή, και στόλος της όμορφης γολέτας μας. Μόλις ίδρωνε το μουστάκι του. Τα μαύρα του μαλλιά έφευγαν από το πλατύ μέτωπο, ανέβαιναν στην κορφή, εκατέβαιναν κατσαρά στα λαιμοτράχηλα, σαν πολυτρίχι που ζη δροσερό — μεταξωτό απάνω σε μελαχροινό κεφαλοκόλωνο. Είχε τα μπράτσα δυνατά, πλατύ το στήθος, άτρομο το βλέμμα, άστρο νομίζεις αυγινό που ρίχνεται από την άπειρη δύναμι να σύρη σε ανατολή και δύσι λαμπρό και αδαπάνητο. Αν τον έβλεπεν η γριά μάνα της Λενιώς, βέβαια θα εγνώριζεν ευθύς τον ονειρεμένο της γαμπρό. Τον είδε όμως η κόρη. Τον είδε και τον αναγνώρισεν ευθύς για φαντασιά της μάνας της, ίσως και για στοχασμόν δικό της. Έβγαλεν αμέσως τα μεταξωτά φουστάνια, έκλεισε τα χρυσαφικά σ' ένα κοχυλοστόλιστο κουτάκι κ' έλαμψε στο κατάστρωμα, με το κόκκινο μεσοφόρι και τον άσπρο σάκκο της όλη αρμονία και χάρις. Ωιμέ τ' ήταν εκείνο! τι πλάσμα ήταν εκείνο που έπεσε δώρον τ' ουρανού ή του κυμάτου γέλασμα στο σκυθρωπό σκαφίδι μας! Άλλαξεν ευθύς η έρμη ζωή του ναύτη. Το καράβι έγινε σπίτι της. Από την αυγή ως το βράδυ το εγύριζε, το εστόλιζε, το επεριποιόταν σαν νοικοκυριό της. Ανέβαινε στο κάσαρο, εκατέβαινε στην πλώρη, εσυγύριζε τα φτωχόρουχα στα γιατάκια μας· έμπαινε στο μαγεριό, έβγαινε στο τσιμπούκι να δέση μαζί μας τους φλόκους. Τ' ήθελες και δεν έκανε του καθενός; Ποιος είχε ράψιμο να του ράψη· ποιος είχε μπάλωμα να τον μπαλώση· ποιος είχε λύπη στην καρδιά να την σηκώση με το δροσάτο γέλοιο της, με τον γλυκόλογό της. Πουλάκι, νομίζεις, αγαπησάρικο και ομορφόπλουμο, επέταξεν από τα δέντρα της Παράδεισος στη σκοτεινή την κούρνια μας και με το απαλό φτερούγισμα, με τον κελαϊδισμό, με το είνε του, άπλωσε βάλσαμο στις τυρανισμένες ψυχές, ανάδωσε γιγαντωμένη τη χαρά, πλανεύτρα την ελπίδα, τον πόνο και τον μόχθον άβλαβα και ποθητά. Έφευγεν η μαρτιάτικη ημέρα γοργή σαν γυρευτό διάνεμα. Ερχόταν η αυγή κ' ελέγαμε: ποτέ να μη νυχτώση! Ενύχτωνε κ' ελέγαμε: πότε θα ξημερώση; Την ημέρα όλοι μαζί· χαρά, τραγούδι, γέλοια. Τη νύχτα μοναχός καθένας, συλλογισμένος, μισάνθρωπος! Ένας του άλλου απόφευγε το συναπάντημα, παρεξηγούσε το βλέμα, με τον παραμικρό λόγο άπλωνε το χέρι στον λάζο σαν να είχε αντίδικο. Κάθε χαραυγή το μάτι ανυπόμονο εγύριζε στου καπετάνιου την κάμαρη, λέγεις κ' ήταν σημάδι τ' ουρανού να δείξη της ημέρας τον άνεμο. Και όταν τέλος εχάραζε στο κεφαλόσκαλο το κόκκινο μεσοφόρι κ' έχυνε στο κατάστρωμα ψυχάρπαστους του κρεβατιού τη ζεστασά, της γυναικός το άρωμα και της νυχτός τα μυστικά, αλοί στους ταύρους και τα κόκκινα μεσοφόρια!
Άξαφνα ο ουρανός εσυγνέφιασεν. Όχι ο ουρανός ψηλά, ο πλατύχωρος θόλος που έγινε μια φορά σκάλα του Ιακώβ για ν' ανεβή στον θεό του. Εκείνος εξακολουθούσεν ολογάλαζος και ηλιολουσμένος την ημέρα, τη νύχτα κοσμοστόλιστος να σκέπη το τρυφερό θαύμα που έπεσε στη γολέτα μας. Ερωτευμένος, λέγεις, ήταν κ' εκείνος μαζί του κ' έβλεπε και αναγάλλιαζεν. Άλλος ουρανός εσυγνέφιασε· το μέτωπο του καπετάν Παλούμπα. Η καλόγνωμη σπατάλη της Λενιώς δεν του άρεσε. Την ήθελε τη γυναίκα του· μα την ήθελε για τον εαυτό του. Ούτε από τον αέρα της δεν εχάριζε κουρέλι στους άλλους. Στην αρχή έκαμε παράπονα· έπειτα την επεριόρισε.
— Από την άκρη του κάσαρου δεν έχεις να κάμης βήμα· της είπεν ορθά — κοφτά.
Και για να χαράξη διακριτικό σύνορο, άπλωσε στο ξύλο που κρατά τους κουβάδες ένα σταχτόμαυρο καραβόπανο. Εχωρίστηκεν έτσι σε δυο η γολέτα. Εδώ η Κόλαση· εκεί Παράδεισος. Εκείνη εθύμωσε.
— Παλιόγερε! του εψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε! Με πήρες περιστέρι από τον κόρφο της μάνας μου και κοντέβεις να με κάμης κουρούνα με τις γρίνιες σου.
Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μα δεν εβάσταξε πολύ. Σε λίγω πάλι τα γέλοια και τα χάχανα. Σβούρα πάλι από άκρη σε άκρη στο κατάστρωμα. Το μεσοτοίχι που επίστεψεν ακλόνητο εκείνος, έγινε μαγνάδι αέρινο στην ανίκητη θέλησι της γυναίκας. Την κονταυγή όταν ο καπετάνιος ξενυχτισμένος εβαρυροχάλιζε κάτω στην κάμαρη, εξέφευγεν αχτίνα εκείνη από το πλευρό του κ' ερχόταν να πλύνη μαζί μας το κατάστρωμα.
Ωχρόδροση σαν αυγινή μοσκιά με τα χρυσόμαλλα κυματιστά στον άνεμο, με τον άσπρο σάκκο αφρόντιστα κουμπωμένον και το κόκκινο μεσοφόρι σφιχτοσηκωμένο στα γόνατα, ετσαλαβουτούσε στα νερά κ' έτριβε τα σανίδια ξαναμένη, τρελλή. Μέσα στα σμιχτά φορέματα το λυγερό κορμί παράμεστο, λαχταριστό, ολότρεμο, ελάχτιζε σαν αρμονία μουσικής αγρίας την ψυχή μας. Κάτω από τα χυτά μαρμαροτράχηλα ανέτελεν αυγερινός το στήθος της· και κάτω από το μεσοφούστανο — π’ ανάθεμά το! — οι κνήμες τορνευτές, τα σφυρά, τα ρόδιν' ακροδάχτυλα, ξέφευγαν ανεμόφτερα με τη χάρι της Αυγής. Εκείνη όμως αδιάφορη στον πειρασμό μας, έτριβε με πάθος τα σανίδια και κάθε τόσο αργυρογελώντας έλεγε στον Πέτρο Ζούμπερο.
— Ε, καλό γραμματικούδι· δεν με παίρνετε μούτσο σας;
Κ' εξεχνιόταν κυτάζοντάς τον με τα μάτια γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα των χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κ' έτρεχε να κολλήση σε γλυκόχυμον ανθό. Αλλ' αμέσως ξαφνισμένη από το κάμωμά της. — Σουτ! εσφύριζε βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα διψασμένα χειλάκια της και βλέποντας ολόγυρα — σουτ! μη μας ακούση ο γέρος!…
Και λέγοντας σουτ! έβαζε κάτι γέλοια, κάτι τρελούτσικα, πεταχτά, κυματιστά γέλοια που και νεκρόν ημπορούσαν ν' αναστήσουν. Αλλά σε λίγω το γκουχ! γκουχ! εσαχλοβρόντα μέσα στην κάμαρη και η Λενιώ έσβυνε πίσω στο κάσαρο. Έκλειεν ευθύς η πύλη της Παράδεισος κ' έμεναν απέξω ταλαιπωρημένοι, άθλιοι, ταπεινοί και περίλυποι οι εξώριστοι δαίμονες.
Εδώ ανέτελε κ' εκεί εφώτιζεν η ημέρα. Γέλοια εκεί, τραγούδια και μπουζούκια· βάσανα εδώ, δουλειά και καταφρόνια. Εγωιστής ο μπούφος σφυχτοκρατεί στα νύχια την άδολη τριγόνα, ελεύθερος αναγυρίζει τα φτερά της, ψηλαφά τους κόρφους, μαδά λυσσάρης τα μεταξένια πούπουλα, σφίγγει την και πνίγει στα νεκρά στήθη του. Δεν φτάνει πλέον σ' εμάς παρά το σβυσμένο γέλοιο της. Το γέλοιο που φορτώνει μολίβι την καρδιά, σφίγγει μάγγανο τη συνείδησι, το αίμα φέρνει πλημμύρα στο κεφάλι μας. Έτσι την εσυνειθίσαμε πάντα μαζί, που επίστεψε καθένας πως η γυναίκα εκείνη ήρθε να σκορπίση σε όλους την άμετρη χάρι της και ποτέ σ' ένα μοναχά· ποτέ! Έτσι φαίνεται το εσυνήθισε κ' εκείνη· έτσι το επίστεψε και το ήθελε. Γιατί άξαφνα, εκεί που ετριβόταν μικρή κ' ελάχιστη σαν χαϊδεμένη γάτα κοντά στον καπετάνιο, επεταγόταν απάνω κ' εμέριαζε το καραβόπανο φωνάζοντας τρομαχτικά:
— Παναγία βόηθα!… Παναγία βόηθα!…
Κ' ευθύς που εδροσόλουζε το καράβι με το βλέμμα της εγύριζε πίσω, γελαστά ψιθυρίζοντας στον τρομαγμένον δεσπότη της:
— Τίποτα, καλέ! τίποτα… Έλεγα πως ήταν βαπόρι να μας κόψη…
Έτσι εξημερωθήκαμε εμπρός στην Καλλίπολι. Να ειπώ την αλήθεια εξημέρωσεν η ημέρα και όχι εμείς. Η «Κυραδέσποινα» στο σύθαμπο αρμένιζεν ακόμη. Πυκνή ομίχλη επλάκωνε τον Ελλήσποντο και ούτε θάλασσα, ούτε στεριά, ούτε δέντρο μας έδειχνε. Μόνον μια στιγμή, μια μοναχή στιγμή, δεξιά μου ιχνογραφήθηκεν ένας μιναρές, κάποιο σπιτάκι, ένας μύλος με ανοιγμένες φτερωτές, κάτι αληθινό και μαζί ψεύτικο! Χρυσό ετρεμόφεγγε το μισοφέγγαρο του μιναρέ· έσβυνε κ' εθάμπωνε, έλαμπε κ' έσβυνε. Το σπιτάκι παραφουσκωμένο επισωπατούσε, μουλωχτά έφευγε. Οι φτερωτές του μύλου ακίνητες, πείσμα έδειχναν και την απλή έκπληξι ενός γίγαντα. Σύντροφοι όμως ήσαν και τους εκύταζα με ψυχοπόνια. Μα ζηλιάρα η ομίχλη έσυρε κ' εκεί την υγρή σκέπη της, μας απομόνωσε στη γολέτα· έκλεισε τα πάντα στο μυστήριο. Καθένας έπιασε τόρα τη θέσι του. Ο καπετάν Παλούμπας κοντά στο τιμόνι· ο γραμματικός ορθός στο τσιμπούκι σαν να ήταν φυγούρα· οι άλλοι ναύτες κρεμασμένοι ζερβόδεξα στις κουπαστές· το ναυτόπουλο στο κορζέτο ψηλά· εγώ με τον κόχυλα και το γλωσσίδι της καμπάνας στα χέρια.
— Μπου!… μπου!… Νταγκ!… Νταγκ — νταγκ!..
Εσφύριζα μια και δεκαείκοσι απαντούσαν ευθύς στο θλιβερό σύνθημά μου. Μπουρούδες εμπρός, καμπάνες πίσω, δεξιά σφυρίχτρες, αριστερά μας σήμαντρα. Κάθε λογίς φωνή· εκφράσεως κάθε ήχος. Και μόνον σύμφωνες όλες στο κυρίαρχον αίσθημα του τρόμου και της καταστροφής. Κέρατα, όστρακα, ξύλα, μέταλλα και ανθρώπινα λαρύγγια δεν εβροντοφωνούσαν άλλο με κάθε τρόπο, βραχνά, πένθιμα, παραπονιάρικα είτε απειλητικά, παρά την τρομερή προσταγή: — Σταθήτε!… φυλαχθήτε!… μη και τρακάραμε!… Όλοι το έλεγαν και το αισθάνονταν όλοι να πέφτη χιονοβολή στην ψυχή τους. Και μόνον η ομίχλη αδιάφορη, ασυγκίνητη επίμενε να πυκνώνη τους ατμούς κρύους και να τυλίγη, να τυλίγη τα τόσα τέρατα που εβρυχόταν περίτρομα στους κόρφους της.
Άξαφνα βλέπω κάτω και γνωρίζω ασημοστρωμένη τη θάλασσα. Μπουλούκι θαλασσοπούλια επέταξαν, λέγεις από την πλώρη μας, ετεντώθηκαν γραμμή ολότρεμη, εξύρισαν με το φτερό τα νερά, εχάθηκαν πέρα σαν μαύρο φείδι μακρύτατο που φεύγει τη φωτιά. Και ζερβόδεξα φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που ταξειδεύουν στο χάος. Έτρεχαν κ' εκείνοι ζερβόδεξα, εκύταζαν ολόγυρά τους, κάτω στα νερά και απάνω στον αιθέρα, μήπως ξεβράσει κακό η θάλασσα και μήπως βρέξη χάλαρα ο ουρανός. Έτρεχαν κ' εφώναζαν κ' εσφύριζαν δαιμονισμένα: — Σταθήτε!… φυλαχθήτε!… μη και τρακάραμε!…
— Μπου!… μπου!… Νταγκ!… νταγκ — νταγκ!…
Φυσώ κ' εγώ τον κόχυλα και τινάζω το γλωσσίδι της καμπάνας ξετρελαμένος. Σαν να εφύσηξαν Τρίτωνες στ' όργανό μου η ομίχλη εσηκώθηκεν ευθύς Λευκοθέας πέπλος από τη Ρούμελη. Εφάνηκαν τόρα οι πλαγιές καταπράσινες, τα χτίρια ροδισμένα, τ' ακρογάλια γελαστά, κατάγλαυκη η θάλασσα. Ο ήλιος χρυσόθρονος ανέβαινε στον αιθέρα, σπέρνοντας παντού στο χόρτο και το λιθάρι, στον άμμο και τα νερά σωρό τις διαμαντόπετρες. Τα ελευθερωμένα πλεούμενα με κατάβροχα πανιά εφρόντιζαν να πιάσουν τη γραμμή τους. Και κάτω εκεί από το στενό της Μάδητος επρόβαλλε τρεχάτο σαν να έκοψε τις αλυσίδες του, σύγνεφο μαύρο το Αράπικο βαπόρι ερχάμενο καταπάνω μας.
Αλλά η «Κυραδέσποινα» αρμένιζεν ακόμη στο σύθαμπο. Γύρω μας και γύρω στ' άλλα τέρατα που δεν έπαυαν να βρυχώνται και να βογγούν με απελπιστικήν επιμονή και στην Ανατολή αντίκρυ έστεκεν η ομίχλη βαρυθεμέλιωτη, κρύα, σκοταδερή, αέρινος Καύκασος σαν να μας είχε πείσμα. Μόνον δυο τρεις φορές οι αχτίνες του ήλιου ελόγχισαν με δύναμι τ' αδυνατώτερα μέρη κ' έδειξαν ολόγυρα τη φυλακή μας ασημοχρύσωτο κρύσταλλο. Κάτω στα νερά μονοπάτι φιδωτό έδενε τ' αντίθετ' ακρογιάλια, σαν να εμαρμάρωσε πλοίο παραμυθιού τη γραμμή του πίσω, είτε θαλασσινοί Θεοί εχάραξαν εκεί σύνορο στα υγρά κράτη τους. Μα εγώ ούτε το σύνορο ούτε τα ρέματα έβλεπα. Εξακολουθούσα πάντα να προσθέτω με τον κόχυλα και την καμπάνα μου βουή και κλάγγασμα στον αλλαλαγμόν εκείνον και τον θρήνο.
— Μπου!… μπου!… Νταγκ!… νταγκ — νταγκ!…
Μια στιγμή κάπως άκουσα ψιθυρίσματα εμπρός, στην πλώρη κατάνακρα. Βάνω τ' αυτί μου. Ένα γέλοιο μικρό, γαργαλιστικό, κομματιασμένο, γνώριμο γέλοιο έρχεται να μου παγώση την καρδιά. Και μια φωνίτσα μασημένη, κελαϊδιστή ακούω να λέγη:
— Αχ, τι καλά!… Τι όμορφα… Έτσι πάντα!… έτσι πάντα!… αιώνια έτσι!…
Ήταν η φωνή της καπετάνισας.
— Γιατί έτσι πάντα; ρωτάει του γραμματικού η φωνή, τρυφερή κ' εκείνη.
— Για να είμαστε οι δυο μόνοι, οι δυο μας σ’ όλον τον κόσμο!… Και γύρω μας μεταξοσέντονα όπως τόρα· μεταξοσέντονα με χρυσές ούγιες, με δαντελένιες άκρες, με στιμόνι από δροσιά. Γύρω και απάνω και κάτω μας μεταξοσέντονα σαν αυτά που δεν τα γνώρισεν αργαλιός, που δεν τα ύφανεν υφάντρα. Μεταξοσέντονα σαν αυτά που δεν τα πέρασε σαγίτα και δεν τα μάλαξε ξυλόχτενο· που υφάνθηκαν ψηλά στον ουρανό και τ' άπλωσε στη θάλασσα νεράιδας χέρι, να κρύψουν στις χάρες τους εσέ καλέ μου κ' εμέ τη σκλάβα σου!…
Άνοιξα τα μάτια μου διπλά· τίποτα δεν έβλεπα. Η ομίχλη επύκνωσε πάλι τόρα κ' εθάμπωσε κ' εσκέπασεν όλα με φοβερό μυστήριο. Εχάθηκεν η Ρούμελη, έσβυσεν η θάλασσα, πάνε τα καράβια που εγύρευαν τη γραμμή τους· έσβυσε και το Αράπικο που έτρεχε πριν σύγνεφο μαύρο απάνω μας. Και μέσα στον σταχτόμαυρον πλοκό τον άπιαστον, πύρινα φίδια οι σαγίτες έφευγαν ψηλά με βραχνό σφύριγμα, με τρελή γοργάδα, εκουφοβρόντουν στο άπειρο διάστημα, έβρεχαν καντήλια περαδώθε, λέγεις κ' ήθελαν να ιστορίσουν στ' αστέρια την καταδίκη μας. Όχι στην πλώρη· μήτε δίπλα μου δεν εξεχώριζα τίποτα. Τον κελαϊδισμό τους μόνον άκουα κ' εκείνον όμως κοματιαστόν, βουβόν, πνιγμένον σαν να ερχόταν από μακριά, από πηγάδι μέσα.
Δαίμονας μ' έπιασε να πάω κοντά. Έλα όμως που δεν ημπορούσα ν' αφήσω τη θέσι μου. Έπρεπε ν' απαντάω κ' εγώ κάθε δυο λεφτά στον αλλαλαγμό. Ήμουν εκείνη την ώρα εγώ η φωνή της γολέτας· η ψυχή της ήμουν. Άλλος κανείς· μήτε ο καπετάν Παλούμπας! Κ' εξακολούθησα ταχτικά να φυσώ τον κόχυλα και να κινώ της καμπάνας το γλωσσίδι με σπαραγμό, λέγεις κ' ήθελα να την σπάσω.
— Μπου!… Μπου!… Νταγκ!… νταγκ — νταγκ!…
Εκείνη την ώρα τον καπετάνιο ακούω με φωνή, πεισμωμένη να κράζη κοντά μου το μικρό ναυτόπουλο. Απελπίστηκε να περιμένη του ανέμου το θέλημα κ' εσκέφθηκε να το βιάση με του Επιτάφιου το κερί. Σ' εκείνο δεν αντιστέκεται η ομίχλη ούτε στιγμή. Το ναυτόπουλο ήταν ο μικρότερος και ο αγνότερος μέσα στη γολέτα. Ενίφτηκε αμέσως, εφόρεσε τα γιορτινά του ρούχα, έβαλε το κερί μ' ευλάβεια σ' ένα κουτάκι, το άναψε και το απίθωσε με μια κλωστή κάτω στα νερά.
— Λύτρωσές μας Χριστέ, όπως ελύτρωσες τον κόσμο· εδεήθηκεν εγκαρδιακά.
Στη στιγμή — τ' ορκίζομαι — στη στιγμή έρχετ' ένα φύλλο και σαρώνει από τη γολέτα την ομίχλη. Την εκουρέλιασε, την έσπρωξε, την συνεπήρε, μέσα την έκλεισε στις σκοτεινές σπηλιές σαν κατάδικο. Ο ήλιος εχρύσωσε τόρα τα σίδερα, εδιαμαντοστόλισε τα σχοινιά, εβερνίκωσε το μπαστούνι, τα κατάρτια, τις σταύρωσες· έδειξε νοτισμένα ξύλα και πανιά. Έδειξεν όμως σύγκαιρα κ' ένα ταιριαστό αντρόγυνο να γλυκοφιλιέται σφυχταγκαλιασμένο δίπλα στον αργάτη.
Δεν επρόφτασα να καλοκυτάξω και ακούω πίσω μου τέτοιο βόγγο, που ενόμισα πως τέρας εχύθηκε να μας καταπιή. Δεν ήταν τέρας. Ήταν ο καπετάν Παλούμπας που έτρεξεν από τα κάσαρο κακό δρολάπι απάνω τους. Μόλις εκείνοι άκουσαν τη φωνή, εκατάλαβαν πως τα μεταξοσέντονα προδότρα η νεράιδα τα εσήκωσεν από πάνω τους. Ετινάχθηκαν και οι δυο ντροπιασμένοι.
— Έλα! φωνάζει ο γραμματικός. Έλα μαζί μου!
Και με τον λόγο πηδά στη θάλασσα. Έκαμε να τον ακολουθήση το Λενιώ. Αλλά μόλις αντίκρυσε το κρύο κύμα επισοπάτησε δισταχτική και ολότρεμη. Επλάκωσε τότε ο καπετάν Παλούμπας και άπλωσε τα χοντρόχερά του ν' αρπάξη τα χρυσά μαλλιά. Δεν επρόφτασε. Αντήχησε πάταγος κ' ετινάχθηκαν ξύλα και ανθρώποι στη θάλασσα, σαν να εξέσπασεν ηφαίστειο. Το Αράπικο τρέχοντας να κερδίση τον δρόμο του, ήρθε σωτήρας άγγελος της λυγερής κ' εσκόρπισε πανιά — μαδέρια την «Κυραδέσποινα». Τι απόγινεν ο γραμματικός; πώς εσώθηκεν η ερωταριά; Δεν ξεύρω τίποτα. Ίσως κρατούνε κάτω της Έλλης συντροφιά· ίσως απάνω χαίρονται τη ζωή όπως την ονειρεύθηκεν ο καπετάν Παλούμπας. Εκείνον όμως τον είδα σακατεμένον, άγριον, μελαγχολικόν στο περιγιάλι. Τίποτα πλέον δεν εύρισκε κανείς να του παινέψη.
Πάει και η καλή καρδιά, πάει και η γρήγορη γολέτα, πάει και η όμορφη γυναίκα του.

ΘΕΙΟΝ ΟΡΑΜΑ

— Δε λέτε, παιδιά, τίποτα να ζεσταθούμε;
Και με τον λόγο εφάνηκε μαύρος όγκος στην ανοικτή θυρίδα, εκύλισεν από τη σκάλα κάτω στην πλώρη Κώστας ο θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στην πατατούκα του. Έκανε κρύο δυνατό. Βοριάς εξύριζε τα πέλαγα, επάγωνε τ' ακρογιάλια, εκρυστάλλιαζε τα στοιβαγμένα χιόνια των βουνών. Και το πλήρωμα, ναύτες και θερμαστές, συναγμένοι ολόγυρα στην ψυχρή θερμάστρα, εφρόντιζαν να ζεσταθούν ρουφώντας φασκομηλιά και τρώγοντας μαχαιροκοφτό ψωμοτύρι. Ο λύχνος καρφωμένος στη μέση ενός στύλου έρριχνε λάμψι και καπνό μαζί στα περίγυρα εσωθέματα, με θλιμμένο και μονότονο ενατίναγμα. Διπλά — τριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στις πλευρές, με τα μαύρα τους στρωσίδια εθύμιζαν νεκροθήκες στ' ανήλιαστα βάθη της γης ταφιασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου ανοιχτόπορτη έδειχνεν άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυο — τρεις φωτογραφίες παλιές, μια χρωμολιθογραφία χανούμισας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης ράθυμα σε πουπουλένια προσκέφαλα. Και παντού κρεμασμένα τα ρούχα στο λάδι και το κάρβουνο βουτηγμένα, οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι και μυριομπαλωμένοι, τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι χρωματιστοί σκούφοι έδιναν στο χώρισμα εκείνο την ηρεμία καλογερικού κελιού. Αλλά το λάχτισμα του νερού που αντήχαε στα πλευρά αδιάκοπο, η βαρειά οσμή του κατραμιού, των σχοινιών, του κάρβουνου και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή εδώ αγωνίζεται τον τελευταίον αγώνα της. Για τούτο και κανένας δεν επρόσεξε τόρα στο κωμικό κατρακύλημα του θερμαστή.
— Δε λέτε, παιδιά και τίποτα να ζεσταθούμε; είπε πάλιν εκείνος αγκαλιάζοντας τη θερμάστρα με δύσκολο μορφασμό.
— Τι να ειπούμε; μελαγχολικός ερώτησε ο Κώστας Αξιώτης. Τέτοια νυχτιά σαν την αποψινή δεν θέλει παραμύθια· όχι δεν θέλει παραμύθια. Εδώ στον άγριον κόρφο που είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το πικρό μούγκρισμα της Μαύρης θάλασσας, σαβανωμένοι από τον άσπρο θυμό τ' ουρανού ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την καταδίκη που έχουμ' εμείς τόρα. Επερνούσαν τις καλές ημέρες κάτω από την ατράνταχτη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής το αμπέλι του ετρυγούσαν κ' εκείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα κ' εχαίρονταν τον χειμώνα τους καρπούς της άφοβα. Ήξευραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό να γνωρίσουν τη χαρά και να πενθήσουν τη θλίψι τους. Εμείς δεν έχουμε τίποτε απ' αυτά. Χειμώνα — καλοκαίρι οργώνουμε ακατάπαυστα το κύμα· κύμα άβουλο, άκαρπο, αχάριστο σ' εμάς σαν το στειρολίθαρο. Βώδια καματερά στη βουκέντρα της Ανάγκης υποταχτικά θ' αυλακώνουμε το αρμυρό χωράφι μόνον τη φάκνα μας έχοντας ανταμοιβή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν' αφήσουμε λίγο τον κάματο. Δεν λέγω πως θα μείνουμε και τόρα ήσυχοι. Ο αφέντης θέλει δουλειά από τον δουλευτή γιατί φοβάται μήπως οκνέψη με την ακαμοσιά. Φαντάσου όμως αν ήταν καλοσύνη τι δρόμο θα επαίρναμε τόρα και πώς θα ετρόμαζεν άξαφνα την ονειροπλανεμένη σου συνείδησι η αυστηρή φωνή της καμπάνας για την αλλαγή. Τόρα τουλάχιστον έχω ελεύθερο τον νου να τον προσηλώσω στο σπίτι μου.
Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παράπονο και κοντεύω να δακρύσω σαν το άπραγο παιδί. Μα δεν φταίω εγώ. Φταίει αυτή η νύχτα που εστάλαξεν από τα μικρά χρόνια μέσα μας, που εζύμωσε με το αίμα μας τόσα μόρια φαμελίτικης ευτυχίας και αν εθάφτηκαν από τις ανάγκες της ζωής δεν ενεκρώθηκαν όμως και ολότελα. Φταίει το αποψινό αποσπέρισμα, το μελαγχολικό σύθαμπο, τ' αστέρι το λαμπρό που έτρεμε βασιλεύοντας στον κιτρινόγλαυκον αιθέρα, πίσω από τα χιονισμένα βουνά και μου ετάραξε τη συνείδησι, όπως αναταράζει ο βοριάς τη θάλασσα και δείχνει στον βυθό το θεριεμένο κοράλλι. Όπως τους Μάγους οδήγησε κ' εμένα πίσω από τα βουνά και τα πέλαγα στην Νάξο, στο Γρίτι μου το πρασινοντυμένο, στο ταπεινό μα ολόχαρο σπιτάκι μου. Και όχι ως εδώ· παραμπρός, παραμπρός ακόμη. Μ' έφερε στα παιδιάτικα χρόνια μου, πριν αφήσω τη στεριά και πριν πατήσω στη θάλασσα.
Εκαθόμαστε όλοι στο παραγώνι, διπλοπόδι στα μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι με τα ζεστά φορεματάκια μας που τα έρραψε της μάνας η φροντίδα και της αδερφής μας της Ομορφούλας τα επιδέξια χέρια. Ο πατέρας μου, θεριακωμένος και νιοφάνταχτος γέροντας, εκαθόταν στις προσκεφαλάδες ψηλά κ' ερρουφούσε απολαυστικά το τσιμπούκι του. Ήταν από τους παλαιούς θαλασσόλυκους, αψύς δουλευτής, άτρομος παληκαράς και ακούραστος χαροκόπος. Στο πενηντάχρονο στάδιό του πολλά εκέρδισε με τον ίδρωτα, πολλά εσπατάλησε με τους φίλους και τα λιγώτερα εφύλαξε για τα παιδιά του. Εναυάγησε τέλος στο Μπουγάζι, εσώθηκε με το πουκάμισο, ήρθε στο νησί κ' εβδομηντάρης άφησε κληρονομιά σε μένα ν' ακολουθήσω την τέχνη του και να προκόψω το σπίτι μας.
Όταν μας έβλεπεν έτσι συναγμένους τριγύρω του άρεσε να διηγήται παραμύθια και ιστορίες της ζωής του. Της θάλασσας οι κίνδυνοι, της στεριάς οι χαρές, ο τρόμος των κουρσάρων, τα ναυτικά κατορθώματα της επαναστάσεως εδιάβαιναν ζωντανά και ολοφώτιστα στην παιδιάτικη φαντασία μας με τα λόγια του. Μα εκείνη τη νύχτα δεν ηθέλησε να μιλήση ούτε για παραμύθια, ούτε για ταξείδια του. Μόλις εβάλαμε τον λύχνο στον λυχνοστάτη κ' εφάγαμε τη λειψόπητα μας άρχισε θρησκευτικές κουβέντες. Ήταν θρήσκος ο αγιοχώματος και τα ιερά βιβλία δεν τ' άφινεν από κοντά του. Αλήθεια όταν εταξείδευε είχε πρόχειρα πότε τα τροπάρια και πότε τις βλαστήμιες. Μα τόρα που έπαψε τον αγώνα της ζωής εφρόντιζε μόνον για τη σωτηρία της ψυχής του.
— Δε μου λες, είπε στον αδερφό μου τον μικρότερο, τι δράμα είδεν η Παναγία τη νύχτα που εγέννησε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν; Α, δεν το ξέρτε! επρόσθεσε με ήμερη φωνή. Μα δεν φταίτ' εσείς· φταίω εγώ που δεν σας το έμαθ' ακόμη. Έγινε πέρα στην Ανατολή, τον τόπο τον παράδοξο. Ποιον χρόνο δεν σας λέγω. Φτάνει να μετρήσετε τον φετεινό και το βρίσκετε αμέσως. Εκείνη τη νύχτα μια καλοδέματη γυναίκα συντροφιασμένη από τον τέκτονα τον άντρα της, εστάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά κ' εγέννησεν ένα πεντάμορφο παιδί. Φτωχά ήσαν τα ρούχα της, η όψις της πικραμένη· μα είχε κατιτί τόσο λαμπρό στο βλέμμα, που έλεγες πως θ' αναστήση και την πέτρα. Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι το κορμί εφάνταζε λυγερό, πελεκητό, άξιο για να θρονιάση μια πάναγνη ψυχή. Και κάτω από τον άσπρο της κεφαλοδέτη ο θαυμαστός τύπος της φυλής, τ' αμυγδαλωτά μάτια, τα φρύδια τα σμιχτά, το ελεφαντένιο μέτωπο λαμπρότερο και από τα χρυσά στολίδια του, επρόδιναν την αισθαντική πηγή που θα σαρκώση την Αγάπη και την Καλοσύνη.
Εγέννησε το παιδί, το εβύζασε, το ετύλιξε με το σάλι και το απίθωσε στη φάτνη απάνω στ' άχυρα να κοιμηθή. Σε λίγο ο ανασασμός έβγαινεν από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός ενός βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα. Κάτω στο χώμα πλαγιασμένα τα ζωντανά, βώδια και πρόβατα και άλογα μαζί, αισθάνονταν κάποια ιερή φρίκη να χαμοπετά επάνω τους, σύγκρυο ναρκωτικό να τα περιγλείφη κ' έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα, ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσεν εκεί. Η φάκνα μόνον έτριζε κάποτε, αλλά κ' εκείνη έμενεν ακατάλυτη, ξερομασημένη στο απρόθυμο στόμα τους. Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της νεροστάλαχτον, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές, πράσινα από τα πολυτρίχια και τη χνουδωτή αμάκα, κουφαλιασμένα από τα νύχια του όρνιου που είχεν εκεί τη φωλιά του, κόσκινο από του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τον πλοκό της αράχνης, ξεθεμελιωμένα από του ποντικού την ακούραστη μύτη, εψήλωνε βουβή, ατάραχη, σαν ναός απλώνοντας εμπιστευτικά τ' αετώματά του σ' εκείνους που ζητούν καταφύγιο. Και κάτω από τη χαμηλή εμπατή, το φως αστροστόλιστης νυχτιάς εχυνόταν σεντόνι ολομέταξο στις πλαγιές και τα λακκώματα. Οι κουρμάδες εκεί εψήλωναν λαμπάδες, με τα καμαρωτά κλωνιά καρποφορτωμένα στην κορφή. Εκεί τ' αμπέλια έδειχναν τα κλαδιά έτοιμα ν' ανοίξουν μάτια χλωροπράσινα στο πρώτο φύσημα της ανοίξεως. Εκεί ασπραργυρανθισμένες οι ελιές ελαγάριζαν από τόρα τον χυμό που θα καή θυσία στον νεογέννητον. Εκεί και τα σπίτια της Βηθλεέμ μικρά, τετράγωνα, με το δώμα επάνω και την πόρτα στο πλάγι, έλαμπαν στον ασβέστη, λέγεις κ' εστολίσθηκαν να υποδεχθούν εκείνον που θα τους χαρίση αθανασία και δόξα. Πέρα βαθειά ο Ιορδάνης εστέναζε μέσα στη χαλικοστρωμένη κοίτη κ' ετάραζε προσμένοντας με ανυπομονησία και τρόμο το ένθεο κορμί που θ' άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη που την εσκέπαζε σκοτεινιά και φρίκη, σαν κατάρατο πνεύμα εβρυχόταν η Νεκρή Θάλασσα, λέγεις και είχεν ακόμη στοιχειά μέσα τις κακές βουλές και τ' ανόσια καμώματα εκείνων που εκατοικούσαν άλλοτε τα Σόδομα και τα Γόμορα. Αριστερά σε μακρινό διάστημα, επάνω από τους ζυγούς, εκεί που δεν έφτανε τα ανθρώπινο μάτι ήταν όμως ασήκωτος ο λογισμός του Θεού, στη χαρά και την ακολασία παραδομένα ούρλιαζαν τα Ιεροσόλυμα, τα άσμα των Προφητών και η λατρεία λαού μεγάλου. Απάνω εμοσχοβολούσεν ακόμη ο απέραντος αγρός από τους πόθους του Βοόζ και της Ρουθ την παρθενιά και κάτω έχασκεν η κοιλάδα στη χάρι τ' ουρανού αχόρταστη. Ψηλά διαμάντι ετρεμόφεγγεν η δροσιά και γαλάζια ομίχλη έκλωθε τα πάντα στο μυστήριο.
Ο Ιωσήφ μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί εκατέβηκε στο χωριό να φροντίση για τροφή της λεχώνας. Κ' εκείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη από τη γέννα και τις κακοπάθειες, ξεπαγιασμένη, με τη μητρική λαχτάρα στα στήθη, με τις ελπίδες και τους φόβους στο κεφάλι, εσταύρωσε τα χέρια σφιχτά, ορθό ακούμπησε το κορμί σ' ένα στύλο κ' έκλεισε τα ματόφυλλα στον ύπνο. Αλλ' αδύνατον εστάθηκε να κοιμηθή. Η τύχη του θεόσταλτου αβέβαιη επλάκωσε να της τυρανήση την ψυχή. Τι θ' απογίνη μέσα στου κόσμου την αντάρα ο τρυφερός της Κρίνος, εκείνος που εδόθηκε μιαν ημέρα με το χέρι ασπροντυμένου Χερουβείμ; Ποια θα είνε η ζωή και ποιο το τέλος του; Θα περάση τον δρόμο πορφυρόστρωτο για να γυρίση στην πρώτη του πηγή ή θα βάψη με το αίμα του τ' αγκάθια και τις στουρναρόπετρες; Ο κόσμος παραλυμένος δεν προσέχει πλέον στα λόγια των Προφητών. Ο Ισραήλ στενάζει κάτω από το ψέμμα των Φαρισσαίων και των Ρωμαίων τον βαρύ ζυγό. Δεν κιθαρίζει πλέον ο Δαυίδ ούτε η θαυμαστή Δεβόρρα κρίνει τον λαό κάτω από τους κουρμάδες. Του Ααρών τα τέκνα ληστεύουν· απιστίας σύγνεφο σκοτίζει την Ιερή Κιβωτό και του Μεγάλου Ναού τα άδυτα. Πίνει το αίμα των Μακκαβαίων η γη χωρίς ν' αποδώση ελευθερία και δικαιοσύνη. Ο Γαυλωνίτης Ιούδας εχάθηκε χωρίς ν' ανορθώση τον Νόμο και να προφυλάξη από τη μάταιη σπατάλη των ανθρώπων τους αναφαίρετους τίτλους του Ιεχωβά. Της Επαγγελίας η γη, χωρισμένη σε βασίλεια και τοπαρχίες, κατατρώγεται από τον εμφύλιο σπαραγμό, ματώνεται από τα μίση των τέκνων της, σαν να την βαραίνει ακόμα η απείθεια των προγόνων στην έρημο του Σιν. Κόλαση έγεινεν ο ποτέ Παράδεισος. Εγωιστής κ' εκδικητικός και άδοξος ο περιούσιος λαός του Κυρίου. Πώς θα ζήση σε τέτοιον κόσμο το παιδί της;
Αλλ' άξαφνα η μητρική συνείδησις θαυματουργή έσχισε για μιας το μυστήριο και λύχνος ηλιοστάλαχτος εκρεμάσθηκ' εμπρός της, έτοιμος να δείξη το μέλλον του νεογέννητου, όπως η νεφέλη έδειξεν άλλοτε τον άγνωστο δρόμο στη φυλή της. Και τον είδε τριαντάχρονο λεβεντονιόν να ταράζη και να μαγνητίζη τις ψυχές του πλήθους. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια εμιλούσε στον λαό, τον εσυμβούλευε και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι τον άκουαν· ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν. Διαβαίνει ανεμόφτερος τη λίμνη της Γενησαρέτ και ρίχνονται λαμνοκοπώντας οι κόσμοι στα βήματά του. Οι Προφήτες που επροσπερνούσαν, τόρα πισοδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του Μωυσή αναζή στα λόγια του και συμπληρώνεται. Η έρμη γη αναδροσίζεται· τ' απελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν· τα πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στη μάντρα τους. Η αγάπη τρέχει αδαπάνητη από τα πλατειά στέρνα του και δροσίζει το φλογερό καμίνι της κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν και υψώνονται οι ταπεινοί· τυφλούς φωτίζει, χωλούς οδηγεί. Τα Ιεροσόλυμα τις πόρτες τους ανοίγουν να τον δεχθούν στεφανωμένον με βάγια. Σύγκαιρα όμως καρφώνουν τον σταυρό που θα βαστάξη το αβάσταχτο κορμί. Ο φθονερός μαθητής τον παραδίνει με φίλημα. Ο δειλός φίλος τον αρνείται πριν λαλήση ο πετεινός. Μα εκείνος ανώτερος από τα τέκνα των ανθρώπων, συγχωρεί την άρνησι και την προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα από τους εμπαιγμούς και τα φτυσήματα, πίνει το ξύδι και τη χολή, φορεί το αγκαθερό στεφάνι, την περιφρονητική χλαμύδα, κρατεί το καλαμένιο σκήπτρο και ανεβαίνει στο μαρτύριο.
— Γυναίκα, να ο γυιος σου· λέγει την τελευταία στιγμή.
Και αποχαιρετά μ' ένα βλέμμα μελαγχολικό αλλά ήρεμο τη μάνα που τον εγέννησε, τους φίλους που τον επίστεψαν, τον λαό που τον ετυράνησε· τη γη που είδε τα φαρμάκια και τον Ουρανό που άνοιξε φιλόστοργη αγκαλιά να δεχθή το σώμα του.
Η μάνα ήταν εκεί και τα έβλεπεν όλα. Ήθελε να φωνάξη, να τρέξη για να τον σώση από τα χέρια των κακούργων, αλλά δεν ημπορούσε να βγάλη φωνή από τον λάρυγγά της. Το σώμα δεν ακολουθούσε τους πόθους της ψυχής. Μα όταν είδεν ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπον, έτοιμο να λογχίση τα πλευρά του, εκατόρθωσε να σπάση τον γλωσσοδέτη:
— Μη!… εφώναξε με όλη της τη δύναμι.
Και με το μη! εξύπνησε. Δεν είδε ολόγυρά της τίποτα από το φριχτόν όραμα. Το βρέφος εκοιμόταν ακόμη πλάγι της, μέσα στη φάτνη, απάνω στο άχυρο. Αλλά δεν εβασίλευεν η σιγή ούτε το σκοτάδι όπως πριν. Αγγελική αρμονία εκατέβαινεν από τα αιθέρια και λαμπρομέτωπο αστέρι έχυνε θάλασσα το φως του στη σπηλιά κ' έλουζεν όλα με το θαύμα. Κ' εμπρός στα πόδια της, κάτω από την κοιτίδα του, οι Μάγοι γονατιστοί με τα δώρα τους, τη σμύρνα, και τον μόσχο και το λιβάνι, ωνόμαζαν τον γυιο της Βασιλέα και Θεόν.
Εκείνη την ώρα εφάνηκε στην εμπατή χλωμός ο Ιωσήφ.
— Να φύγουμε· λέγει τρέμοντας στη γυναίκα του. Ο Ηρώδης θέλει το παιδί κ' οι άνθρωποί του γυρίζουν στη χώρα. Γλήγορα να φύγουμε!…
Εκείνη άρπαξεν αμέσως το βρέφος, το έσφιξε στους κόρφους της κ' επήραν τον δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα έκρυψε τα βήματά τους από το άγρυπνο μάτι των κατασκόπων. Αλλά τα αίματα των παιδιών και η φωνή των μανάδων ανέβαιναν από τα σπίτια της Γαλιλαίας πρωτόλουβη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου.
— Πόσα αίματα θα χυθούν ακόμη· εψιθύρισε προφήτης η γυναίκα. Πόσα αίματα!…»
Ετελείωσεν ο Αξιώτης το διήγημά του και οι σύντροφοι έμειναν ακόμη ακίνητοι σαν ονειροπλανεμένοι. Μερικοί εσταυροκοπήθηκαν άλλοι εστέναξαν βαθειά σαν να εξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Αλλ' ο Κώστας ο θερμαστής, ίδιος στ' αστεία και τα σοβαρά ερώτησε πονηρά τον σύντροφό του:
— Δε μου λες, βλάμη· είδεν η Παναγιά στ' όνειρό της και τον πατριώτη σου το Βαραββά;
Εκείνος εχολοταράχθηκε· φοβερή βλαστήμια ανέβηκε στα χείλη του. Την εκατάπιεν όμως. Δεν ήταν καιρός τόρα να κολασθή κανείς! Εχαμογέλασε, έκαμε τον σταυρό του κ' εξαπλώθηκε στο έρημο κρεβάτι του.
— Και του χρόνου, παιδιά, στα σπίτια μας, ευχήθηκε.
— Στα σπίτια μας, είπεν ο θερμαστής, μα θα σε θερίζ' η πείνα.
Συνεχιζετε....
Αυριο το Ε μερος.

Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 25-Λογια της πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Δ"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com