Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου Αναγνωσμα Νο 35,Η φονισσα,Αλεξανδρου Παπαδιαμαντη,μερος Ζ,Η ΚΑΙ Θ

0 σχόλια
Αλεξανδρος Παπαδιαμαντης

Ζ'.
Άκρα σιγή και ησυχία επεκράτησεν εντός του σκοτεινού θαλάμου, μετά τον τελευταίον βήχα και τον κλαυθμηρισμόν του θυγατρίου, τα οποία τόσον αποτόμως διεκόπησαν. Η Φραγκογιαννού είχε κύψει το πρόσωπόν της, και είχε στηρίξει με τας δύο χείρας το μέτωπον, και είχε παύσει να σκέπτεται. Της εφαίνετο ότι δεν έζη πλέον. Ούτε η πνοή της ηκούετο. Πας θόρυβος είχε παύσει. Ούτε φλοξ έβρεμεν εις την εστίαν, ούτε βόμβος ηκούετο, και το ημίκαυστον φιτύλιον του λίχνου έφεγγε θλιβερώς. Η μικρά κανδήλα προ πολλού είχε σβύσει εις το εικονοστάσιον, και αι μορφαί των αγίων δεν εφαίνοντο πλέον.
Αίφνης η λεχώνα εξύπνησε μετά τιναγμού, εν μέσω της άκρας ηρεμίας.
— Τ' είναι, μάνα; είπε.
Η μήτηρ της βλοσυρά, και ως εν φρεναπάτη την εκύτταξεν εις το φως του λυχναρίου.
— Τ' είναι! είπε, τίποτα. Ξύπνησες;
— Μου φάνηκε πως κάτι είπες . . . πως μ' εφώναξες, μέσ' τον ύπνο μου.
— Εγώ; . . . όχι. Ταυτιά σου κάμανε.
— Τι ώρα να είναι, μάνα;
— Τι ώρα; ξέρω 'γώ; . . . Τόσες φορές λάλησε και ξαναλάλησε τ' ορνίθι.
— Και συ δεν εκοιμήθης, μάνα;
— Εχόρτασα τον ύπνο καλά . . . Τρύπησε το πλευρό μου, είπεν η Φραγκογιαννού, ήτις δεν είχε κλείσει όμμα. Όπου είναι θα φέξη.
Η λεχώνα εχασμήθη, κ' έκαμε το σημείον ταυ σταυρού επί του στόματος. Συγχρόνως δε ύψωσε το βλέμμα προς το μικρόν εικονοστάσιον, το οποίον αντίκρυζεν.
— Έχει σβύσει το κανδήλι, μάνα· δεν το άναβες;
— Δεν το αγροίκησα, θυγατέρα, είπεν η γραία· εκοιμώμουν βαθειά.
— Και το παιδί κοιμάται, βλέπω, ήσυχα. Πώς τώπαθε;
— Ησύχασε κι' αυτό τώρα πλεια, είπεν η γραία.
— Κ' εμένα μου πονεί το βυζί μου, είπεν η λεχώ· άρχισε να κατεβάζη πολύ τώρα. Ήθελα να ήτον ξυπνητό να το βύζαινα.
— Ε! τι να γείνη . . . Θα βρούμε κανένα παιδί, είπεν η γραία.
— Τι λες, μάνα;
Η γραία δεν απήντησεν. Ήθελε κάτι να είπη. Δεν ήξευρε τι να είπη.
— Δεν κάνεις τον κόπο νανάψης το κανδήλι, μάνα;
— Αν θέλης, σηκώσου συ κι' άναψέ το· δεν έχω χέρια . . .
— Πώς!
— Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου.
— Τι λες; 'Σε καλό σου, μάνα· εγώ, που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το κανδήλι;
Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας.
Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν.
— Τι έχεις, μάνα;
Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.
— Δεν είναι καλά, το παιδί;
Φωναί και σπαραγμός και κλαύματα ηκούσθησαν. Η μήτηρ εύρισκε το θυγάτριόν της νεκρόν εντός του λίκνου.
Από τον θόρυβον, εξύπνησεν εις το διπλανόν χώρισμα ο Κωνσταντής, όστις είχε χορτάσει καλά τον ύπνον.
— Τι είναι; έκραξε τρίβων τους οφθαλμούς.
Εχασμήθη, ετανύσθη, ετινάχθη, κ' έτρεξεν εις την θύραν του θαλάμου.
— Βρε! τι κάνετε σεις; . . . Θα σηκώσετε τον κόσμο στο ποδάρι . . . Μήγαρις μας αφήνετε, μπάρεμ, να πάρουμ' ένα ύπνο απ' της φωνές σας;
Κανείς δεν απήντησεν εις τας διαμαρτυρίας του Κωνσταντή.
Η σύζυγός του έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της, επί του λίκνου. Η πενθερά του εκάθητο συνάπτουσα τας χείρας, αινιγματώδης, σφίγγουσα τους οδόντας, με απλανές το βλέμμα. Μετά τον πρώτον ακούσιον λυγμόν της, δεν είχεν εκβάλει πλέον άλλην φωνήν.
— Τι! . . . πέθανε το παιδί; . . . Βρε! . . . έκαμεν ο Κωνσταντής, μείνας με ανοικτόν το στόμα.
Είτα προσέθηκε·
— Για ταύτο έβλεπα κάτι ανάποδα όνειρα, ζάβαλε! . . .
Η Δελχαρώ, ανακύψασα προς στιγμήν από του λίκνου, συνέχουσα τους λυγμούς της, είπε·
— Μάνα, δεν θα φέρης τα ρουχάκια του, να ταλλάξουμε; . . . Πού είν' η Αμέρσα;
Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε.
— Πού είναι η Αμέρσα, μάνα; επανέλαβε, ψαύσασα τον αγκώνα της μητρός της η Δελχαρώ.
Η Φραγκογιαννού ανετινάχθη ως να την έθιξεν άκανθα ή κέντρον νάρκης.
— Η Αμέρσα, πού είναι; στο σπίτι μας!. . απήντησε.
 — Δεν είχεν έρθει 'δω η Αμέρσα; Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της
μέσ' τον ύπνο μου, είπεν η λεχώνα.
 — Ας πάη να την φωνάξη, είπεν η γραία, νεύουσα με τον κανθόν του
όμματος προς τον γαμβρόν της.
 — Κωσταντή, πας να φωνάξης την Αμέρσα; είπεν η λεχώ προς τον
σύζυγόν της.
 — Πάω. Ακούς, λέει! . . . Ωχ! κρίμα, ζάβαλε! Καλά που το βαφτίσαμε
κι' όλας.
Ο Νταντής έκυψεν εις το πάτωμα του μικρού προδόμου εις το σκότος, ψηλαφών να εύρη τα παληοπάπουτσά του να τα φορέση. Έκαμνε μικρόν θόρυβον, κρούων διαφορά ζεύγη παλαιών τσοκάρων προς άλληλα και επί των σανίδων του πατώματος.
— Πού είναι τα παληοκατσάρια μου; είπε.
Τέλος εφόρεσεν έν ζεύγος πατημένον γυναικείων εμβάδων, τας οποίας εύρε, και αίτινες εκάλυπτον μόνον τους δακτύλους των ποδών και μέρος του ταρσού, αφήνουσαι έξω όλην την πτέρναν. Άλλον θόρυβον έκαμε διά ν' ανοίξη την θύραν, μη ευρίσκων εις το σκότος τον σύρτην ούτε το μάνδαλον. Αφού ήνοιξε την θύραν, επανήλθεν αίφνης οπίσω.
— Ακούς, Δελχαρώ, είπε, της Αμέρσας μονάχα να πω να 'ρθή, ή να 'ρθή και το Κρινιώ μαζύ; Τι λες εσύ, πεθερά;
Και η Φραγκογιαννού ανυπόμονος·
— Πήγαινε τώρα, τι φέρνεις γύρο; είπε. Ας ερθή όποιος ερθή!
Η Δελχαρώ εθρήνει ηρέμα κύπτουσα επί του λύκνου. Ο Νταντής πριν εξέλθη, έρριψε βλέμμα εις το λίκνον και εις την σύζυγόν του.
— Αχ! κρίμα, ζάβαλε! είπε . . . Κ' έβλεπα κάτι όνειρα! . . . βρε, παιδιά!
Κ' εξήλθε δρομαίος.
Η'.
Την εβδομάδα των Βαΐων, μίαν πρωίαν, απήλθεν η Φραγκογιαννού ολομόναχη εις την εξοχήν, προς της Μαμούς το ρέμμα. Ήθελε να επισκεφθή τον μικρόν ελαιώνα, τον οποίον ως «ψυχομοίρι» είχε λάβει από μίαν εύπορον οπωσούν κουμπάραν της αποθανούσαν άκληρον, και εις την οποίαν είχε προσφέρει εκδουλεύσεις. Το ήμισυ του ελαιώνος τούτου είχε δώσει ως προίκα εις την Δελχαρώ, το άλλο ήμισυ κατείχεν ακόμη η γραία.
Ολίγαι εβδομάδες είχον παρέλθει από τα γεγονότα τα οποία διηγήθημεν. Ουδείς δυσανάλογος θόρυβος είχε γείνει διά το μικρόν θυγάτριον της Δελχαρώς της Τραχήλαινας, το οποίον έθαψαν την αυτήν ημέραν. Η μήτηρ του βρέφους, αν και είδε μέλανα τινα σημεία περί τον λαιμόν του μικρού παιδιού, δεν θα ετόλμα ποτέ να κάμη λόγον, ούτε άλλος θα επίστευε το έγκλημα της μητρός της. Προφανώς το παιδίον είχεν αποθάνει από τον κοκκίτην.
Ο μόνος ιατρός, όστις υπήρχεν από χρόνων εις το χωρίον, ο φιλάνθρωπος Βαυαρός Β. έτυχεν απών. Είχεν ακουσθή και πάλιν χολέρα εις την Αίγυπτον, και το υπουργείον των Εσωτερικών συνείθιζε ν' αποστέλλη κατ' εκλογήν τον ιατρόν τούτον εις την διεύθυνσιν του εν Δήλω λοιμοκαθαρτηρίου.
Αντ' αυτού η κυβέρνησις είχε στείλει προσωρινώς ως υγειονόμον γηραιόν τινα ιατρόν, τον κ. Μ., όστις δεν είχε φθάσει ακόμη. Εν τω μεταξύ υπήρχεν είς απόφοιτος της ιατρικής, διατρίβων εν τη νήσω. Ούτος κληθείς υπό της δημοτικής αστυνομίας όπως βεβαιώση τον θάνατον, εκύτταξεν επιπολαίως το πρόσωπον του νεκρού βρέφους, παρεπονέθη διατί να μην τον φωνάξουν ενόσω τούτο έζη, κ' έδωκε το «ενταφιαστήριον», γράψας «εκ σπασμώδους βηχός».
Η γραία Χαδούλα από της ημέρας εκείνης έζησε ζωήν τύψεων, ανησυχίας, και μ' εξωτερικόν σχήμα ως να είχε τέφραν επί της κόμης της ψαράς, τόσον ελαφρώς κυπτήν και ακίνητον ετήρει την κεφαλήν της, και ως να εφόρει την μακράν μαύρην μανδήλαν της ως σάκκον μετανοίας. Όταν εμβήκεν η μεγάλη σαρακοστή, άρχισε να συχνάζη εις την εκκλησίαν, έκαμνε πολλάς και βαθείας γονυκλισίας, εμελέτα να εξομολογηθή, και ανέβαλλεν. Ενήστευεν άνευ ελαίου ξηροφαγούσα τας πέντε ημέρας εκάστης εβδομάδος, και είχε βαστάξει «τρίμερο» την πρώτην εβδομάδα και το μισοσαράκοστον. Εντρέπετο να βλέπη την κόρην της, την Δελχαρώ, και απέφευγε ν' αντικρύση το βλέμμα της.
Την ημέραν λοιπόν εκείνην, της εβδομάδος των Βαΐων, έφθασεν η Φραγκογιαννού λίαν πρωί εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους λόφου, του αντικρύζοντος εκ δυσμών την πολίχνην, και οπόθεν μελαγχολικό πίπτει το βλέμμα επί του μικρού κοιμητηρίου, απλουμένου κάτω, επί υψηλής θαλασσοπλήκτου λωρίδας γης, με τα λευκά μνήματα, και ευθύς φεύγει ζητούν φαιδρότητα και ζωήν εις τα γαλανά κύματα, εις τον ευρύν τριπλούν λιμένα, και εις τα χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τα φράττοντα τούτον εξ ανατολών και μεσημβρίας. Επάνω της κορυφής εκείνης ίστατο ερημικόν, άποπτον, ως φανός την ημέραν λάμπων, το εξωκλήσιον του Άγιου Αντωνίου. Η Φραγκογιαννού διήλθεν έξωθεν, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, κ' ενώ είχε σκοπόν να εισέλθη, την τελευταίαν στιγμήν εδίστασε, κ' εξηκολούθησε τον δρόμον της. «Δεν είμαι άξια, είπε μέσα της, να μπω 'ς ένα ξωκλήσι που τόσο συχνά λειτουργιέται . . . Ας πάω καλλίτερα στον Άι-Γιάννη τον Κρυφό».
Μετά τούτο έφθασεν εις τον ελαιώνα, επεθεώρησεν έν προς έν όλα τα ελαιόδενδρα διά να ιδή αν ήσαν φουσκωμένα ήδη. Ήτο ήδη περί τα μέσα Απριλίου, το δε Πάσχα ήρχετο όψιμον. Παρεκάλει μέσα της τον Χριστόν «να δώση λαδάκι, για ν' αναπλέψ' η φτώχεια». Από δύο ετών, τω όντι, δεν είχαν καρπίσει η εληές, είχε δε αναφανή και μία ύπουλος ασθένεια, φθείρουσα τον καρπόν, και μαυρίζουσα τους κλώνας των δένδρων.
Αφού έμεινεν επ' ολίγον εις τον ελαιώνα, εσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις την κεφαλήν οπίσω, ως διά ν' αποχαιρετίση τα ελαιόδενδρα και απεμακρύνθη. Έφθασε κάτω εις το ρεύμα και ήρχισε να το ανέρχεται, καθώς πολλάκις συνείθιζε. Φέρουσα το καλάθιόν της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε, κ' έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρώνια, και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πήτταν, το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ' αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ' εις της γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.
Εκτός των αγριολαχάνων τούτων, τα οποία όλαι εγνώριζον να συλλέγουν, η Χαδούλα ήξευρεν άλλα βότανα, χρήσιμα ως φάρμακα διά τους ασθενείς, το τρίμερο, και την δρακοντιά και την αγριοκρομμύδα, ανάμεσα εις τας κομάρους και τας πτέριδας, και παρά τας ρίζας των αγρίων δένδρων, και τους μήκητας και τας ακάνθας και τας κνίδας, καθώς και το πολυτρίχι εις τους μικρούς καταρράκτας του ρεύματος — το οποίον λέγουν ότι είναι φάρμακον διά τας λεχούς τας πυρεσσούσας.
Αφού συνέλεξεν ικανά βότανα και εκ του είδους των ιαματικών τούτων, τα οποία ετύλιξεν εις χωριστόν μανδήλι εντός του καλαθιού, και η ώρα έκλινεν ήδη προς το δειλινόν, και ο ήλιος επλησίαζεν εις την κορυφήν του βουνού, εντός του ρεύματος βαθεία ήτο η σκιά, και ο θρους των βημάτων της αντήχει ως δούπος σκληρός εις το βάθος της ψυχής της.
Η γραία ανήρχετο ήδη υψηλότερα, προς την απότομον κορυφήν του ρεύματος. Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ' Αχειλά το ρέμμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα, κατά το φαινόμενον ακινητούν, λιμνάζον, αλλά πράγματι αενάως κινούμενον υπό τας μακράς βαθυκόμους πλατάνους· ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτέριδας, εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων, έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον, αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια, τα οποία έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου, άμα κανέν βοσκόπουλον, αφήνον τας ολίγας αμνάδας να βόσκουν εις την δροσεράν χλόην, ήρχετο να κύψη εις το ρεύμα, και ανεσήκωνε πέτραν τινά διά να τα κυνηγήση. Το λάλον, ασίγητον κελάδημα των κοσσύφων αντήχει αρμονικόν εις το δάσος, το περιστέφον όλην την δυτικήν κλιτύν, και ανέρπον εις την κορυφήν του Αναγύρου, έως την Αετοφωλιάν επάνω — όπου ελέγετο ότι είς θαλασσαετός είχε κατοικήσει επί τρεις γενεάς ανθρώπων εκεί, και τέλος εξέλιπε χωρίς ν' αφήση αετόπουλα. Εις την ερημωθείσαν φωλεάν του ευρέθη ολόκληρον μουσείον από τεράστια κόκκαλα θαλασσίων όφεων, φωκών, καρχαριών και άλλων εναλίων θηρίων, τα οποία είχε ξεφαντώσει κατά καιρούς ο μέγας και κραταιός όρνις των θαλασσών, με το γρυπόν ράμφος του το κυανωπόν, και με το τεφρόν μεγαλοπρεπές πτέρωμα.
Επάνω εις την κορυφήν του ρεύματος, εις ένα ζυγόν σχηματιζόμενον μεταξύ δύο βουνών, ανάμεσα εις του Κονόμου τα ρόγγια και εις τον Μικρόν Ανάγυρον, εκεί ευρίσκετο από παλαιόν καιρόν το αρχαίον, έρημον μονύδριον, ο Άι-Γιάννης ο Κρυφός. Ήτο πράγματι κρυφός, κείμενος όπισθεν του μικρού αυχένος, καλυπτόμενος από τα δύο βουνά, και από πυκνήν λόχμην. Είτε εκ του βορείου μέρους ήρχετό τις, όπως τώρα η Φραγκογιαννού από τ' Αχειλά το ρέμμα, είτε εκ του μεσημβρινού, εκ της τοποθεσίας της καλουμένης του Κονόμου τα ρόγγια, και αν εγγύτατα διήρχετο πλησίον του παλαιού σεβάσματος, ήτο αδύνατον να υποπτεύση την ύπαρξίν του, αν δεν εγνώριζε καλώς τα μέρη, όπως τα εγνώριζεν η Φραγκογιαννού.
Ο περίβολος και τα ολίγα κελλία ήσαν ερείπιον από πολλού. Ο ναΐσκος ωρθούτο ακόμη, αλλ' ήτον έρημος και αλειτούργητος. Το καθολικόν εστεγάζετο ακόμη, αλλ' εις το άγιον βήμα η στέγη είχε καταρρεύσει προς το βόρειον, αι δε πλάκες της σκεπής και τα συντρίμματα είχον καλύψει το θυσιαστήριον· υπήρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτέ γλυπτόν και χρυσωμένον, εφθαρμένον και δυσγνώριστον, αλλ' αι εικόνες έλειπον. Αι ολίγαι τοιχογραφίαι είχον φθαρή από την υγρασίαν, και τα πρόσωπα των Αγίων δεν διεκρίνοντο πλέον.
Μόνον δεξιόθεν του χορού υπήρχε μία τοιχογραφία παριστώσα τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον μαρτυρούντα τον Χριστόν. «Ίδε ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Το πρόσωπον και η χειρ του Βαπτιστού, τεινομένη και δεικνύουσα, διεκρίνοντο οπωσούν καλώς. Το πρόσωπον του Σωτήρος λίαν αμυδρώς εφαίνετο επί του υγρού τοίχου.
Τον Άι-Γιάννην τον Κρυφόν επεκαλούντο τον παλαιόν καιρόν όλοι όσοι είχον «κρυφόν πόνον» ή κρυφήν αμαρτίαν. Η γραία Χαδούλα εγνώριζε την δοξασίαν ή το έθιμον τούτο, και διά τούτο ενθυμήθη να έλθη σήμερον εις τον παλαιόν, έρημον ναΐσκον, όπως προσφέρη τας ικεσίας της. Προέκρινε τον ναόν τον αλειτούργητον, αφού και εις την ενοριακήν εκκλησίαν, όπου εσύχναζεν όλην την σαρακοστήν, ετόλμα μόνον να εισέρχεται μάλλον εις τον νάρθηκα, όπισθεν του ενός φύλλου της γυναικείας πύλης, του κλεισμένου με τον σύρτην — ως να ησθάνετο την ανάγκην να είν' ετοίμη προς φυγήν, άμα την εδίωκέ τις! Και δεν εφοβείτο τόσον μη την διώξη ο Παπανικόλας, ο αυστηρός και ασκητικός εφημέριος, ή ο κυρ Δημητρός ο επίτροπος, όστις πάντοτε εγόγγυζε και ήτο τραχύς προς τας γραίας, αίτινες επέμενον μη θέλουσαι ν' ανέρχονται εις τον γυναικωνίτην, και απήτουν να έχουν διαρκώς μικρόν, περίφρακτον με σειράς στασιδίων διαμέρισμα εις την βορειοδυτικήν γωνίαν του ναού· αλλ' εφοβείτο τον Αρχάγγελον, τον αγριωπόν, όστις ήτο ζωγραφισμένος μεγαλωστί επί της βορείας πύλης του ναού, με την ρομφαίαν του την φλογίνην εις την χείρα.
Εισήλθεν εις τον έρημον ναΐσκον, άναψεν έν κηρίον, το οποίον είχεν εις το καλάθι της μαζύ με ολίγα πυρεία, κ' έκαμε τρεις στρωτάς γονυκλισίας εμπρός εις την τοιχογραφίαν την ημιφθαρμένην. Είτα, ανακυκλούσα εις τον νουν την έμμονον ιδέαν, ήτις της είχε κολλήσει, χωρίς να την εκφράζη μεγαλοφώνος, είπε με φωνήν, την οποίαν θα ηδύνατο ν' ακούση τις, αν παρίστατο μάρτυς της σκηνής εκείνης: «Αν έκαμα καλά, Άι-Γιάννη μου, να μου δώσης σημείο σήμερα. . να κάμω μία καλή πράξι, ένα ψυχικό, για να γαληνιάσ' η ψυχή μου κ' η καρδούλα μου! . . . »
Θ'.
Αφού είχε γεμίσει το καλάθι της, και ο ήλιος έκλινε πολύ χαμηλά, καθώς εξήλθε του ερήμου ναΐσκου, η γραία Χαδούλα εκίνησε να επιστρέψη εις την πολίχνην. Κατήλθε πάλιν το ρέμμα-ρέμμα εις τα οπίσω εστράφη δεξιά, άρχισε ν' ανηφορίζη προς τον λόφον του Άγ. Αντωνίου, οπόθεν είχεν έλθει. Μόνον πριν φθάση ακόμη εις την κορυφήν του λόφου, εφ' ου ίσταται το παρεκκλήσιον, και οπόθεν ανοίγεται μεγάλη θέα προς τον λιμένα και την πόλιν, είδεν εκεί δεξιά της χαμηλά εις το βάθος μικράς κοιλάδος, ήτις καλείται της Μάμους το ρέμμα, και τέμνει κατ' αμβλείαν γωνίαν την άλλην βαθείαν κοιλάδα του Αχειλά, τον ευρύν και καλώς καλλιεργημένον κήπον του Γιάννη του Περιβολά, και είπε μέσα της·
«Ας πάω στον μπαχτσέ του Γιάννη, να του γυρέψω κανένα μάτσο κρομμύδια, ή κανένα μαρούλι, να με φιλέψη . . . Τι θα χάσω;»
Συγχρόνως, ανεπόλησε την στιγμήν εκείνην, ό,τι προ ημερών είχεν ακούσει· ότι η γυναίκα του Γιάννη του Περιβολά ήτον άρρωστη. Ηγνόει αν αύτη ευρίκετο τώρα εις την καλύβην την εντός του κήπου, παρά την είσοδον, ή αν ενοσηλεύετο εις την πόλιν. Αλλ' επειδή ο κηπουρός ο ίδιος θα ευρίσκετο εξ άπαντος εδώ, (συνεπέρανεν, επειδή έβλεπε μακρόθεν ανοικτήν την θύραν του περιβόλου) εσυλλογίσθη να του πουλήση δούλευσιν, με τα βότανα που είχε στο καλαθάκι της, υποσχομένη αυτώ «μαντζούνια» προς ίασιν της γυναικός του. Είτα ευθύς πάλιν είπε καθ' εαυτήν·
«Τι δούλεψι να κάμη κανείς στη φτώχεια! . . . Η μεγαλείτερη καλωσύνη που μπορούσε να τους κάμη θα ήτον να είχε κανείς στερφοβότανο να τους δώση. (Θε μ', σχώρεσέ με!) Ας ήτον και παλληκαροβότανο! επέφερε. Γιατί κάνει όλο κοριτσάκια, κι' αυτή η φτωχιά! . . . Θαρρώ πως έχει πέντ' έξη ως τώρα. Δεν ξέρω αν της έχη πεθάνει κανένα . . . απ' αυτά τα εφτάψυχα!»
Είχεν ερευνήσει, τω όντι, επί χρόνους πολλούς, εις τα βουνά και τας φάραγγας, όπως εύρη «παλληκαροβότανο» διά την κόρην της, αλλ' εκείνο το οποίον της είχε δώσει δεν επέτυχεν εξ εναντίας, ενήργησε μάλλον ως «κοριτσοβότανο». Και όμως εις αυτήν άλλοτε, όταν της το έδωκεν η ανδραδέλφη της, είχε τελεσφορήσει, διότι έκαμε τέσσαρας υιούς, και μόνον τρεις θυγατέρας. Όσον αφορά το «στερφοβότανο», ο πνευματικός της είχεν ειπεί προ χρόνων ότι είναι μεγάλη αμαρτία.
Πριν φθάση εις την θύραν του κήπου, καθώς κατήρχετο τον δρομίσκον της κλιτύος, είδεν ότι ο Γιάννης ο Περιβολάς δεν ευρίσκετο εντός του κήπου, αλλ' ήτο την στιγμήν εκείνην εις τον γειτονικόν αγρόν, τον οποίον είχε φαίνεται ενοικιάσει ως κολλήγας από τον γείτονα. Ο αγρός ήτο σπαρμένος κριθήν λίαν χλοάζουσαν και σπιθαμιαίαν ήδη, εκείτο δε επί χαμηλοτέρου από τον κήπον επιπέδου, ως ύψος γόνατος. Ο Γιάννης, σκυμμένος εις μίαν άκρην του αγρού, ως φαίνεται, εβοτάνιζεν, ήτοι εξερρίζωνε τ' άσχημα χόρτα και τα ζιζάνια ανάμεσα εις το σπαρτόν, ενόσω ήτο ακόμη ενωρίς, και ο ήλιος έδυεν ήδη. Ευρίσκετο πέραν της άλλης άκρας του κήπου, και όταν η Γιαννού επλησίασεν εις την θύραν του περιβόλου, δεν τον έβλεπε πλέον, κρυπτόμενον όπισθεν του πυκνού φράκτου, εις ικανήν απόστασιν, ώστε δεν ημπόρεσε να του φωνάξη μακρόθεν την καλησπέραν. Εκείνος κύπτων, όλος έκδοτος εις την εργασίαν του, ούτε την είδεν.
Η γραία Χαδούλα εισήλθε. Πλησίον της θύρας ήτον η καλύβη, ικανώς λευκάζουσα, με εξωτερικόν όχι πολύ ακμαίον ούτε καθάριον. Εφαίνετο ότι προ πολλού χρόνου δεν είχεν ασβεστωθή, κ' εμαρτύρει περί της αρρωστίας της οικοκυράς. Αταξία εργαλείων, χόρτων και δεμάτων υπήρχεν έμπροσθεν ταύτης. Η θύρα ήτο κλειστή. Τα δύο παράθυρα κλειστά. Μόνον είς φεγγίτης με ύαλον υπήρχε προς τα άνω, αλλά διά να φθάση ως εκεί επάνω η Φραγκογιαννού, διά να στηλώση το ανάστημά της και ίδη αν ήτον άνθρωπος μέσα, έπρεπε ν' ανέλθη τας δύο ή τρεις βαθμίδας, και να φθάση εις το μικρόν, άφρακτον σανίδωμα, το καλούμενον «χαγιάτι».
Ενώ εδίσταζεν, αν έπρεπεν ούτω να κάμη, ή μάλλον ν' ανέλθη απλώς εις το χαγιάτι και να κρούση την θύραν, ήκουσε φωνάς μικρών κορασιών. Ολίγον παρέκει ήτον το πηγάδι με τον μάγγανον, και δίπλα η στέρνα, χαμηλή, βαθεία, με τας όχθας μόλις ανεχούσας υπεράνω της επιφανείας της γης. Επάνω εις αυτήν την κτιστήν όχθην, παρά το χείλος της στέρνας, εκάθηντο δύο μικρά κοράσια, το έν ως πέντε ετών, το άλλο ως τριών ετών, και έπαιζαν με μίαν καλαμιάν και με σπάγγον και έν καρφίον δεμένον εις την άκρην, ως να εψάρευαν τάχα εντός της στέρνας.
— Να! . . . μου έδωκε το σημείο ο Άι-Γιάννης, είπε μέσα της σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια . . . Τι λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς της Περιβολούς, αν ίσως έπεφταν μέσ' στη στέρνα κ' εκολυμπούσαν! . . . Να ιδούμε, έχει νερό;
Πλησιάσασα έκυψε, και είδεν ότι η στέρνα ήτο σχεδόν γεμάτη· ως δύο τρίτα οργυιάς νερού.
— Τι τ' αφήνει εδώ, 'κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπε πάλιν η Φραγκογιανού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα; . . .
Έστρεψεν ανήσυχον βλέμμα προς την καλύβην. Αλλ' αυτή είχε την όψιν ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος μέσα.
Εκύτταξε μετά περιεργείας τα δύο κοράσια. Το μεγαλείτερον τούτων ωραίον, ξανθόν, αν και σχεδόν άνιπτον, έκαμνεν ωραίαν εντύπωσιν. Το μικρότερον, χλωμόν, κακονδυμένον, εφαίνετο μάλλον να πάσχει από «ζούραν», ήτοι παιδικόν μαρασμόν.
— Κοριτσάκια, είπεν η Φραγκογιαννού, τι εκάνετ' εδώ;. . . Πού είν' η μάνα σας;
Το μεγαλείτερον κοράσιον απήντησε·
— Πίτι.
— Στο σπίτι, ηρμήνευσεν η γραία. Μα πού στο σπίτι; Εδώ ή στο χωριό;
— Ζεν είναι ζω, είπε πάλιν το μικρόν.
Φαίνεται ότι εξετέλει εντολήν του πατρός της, μη θέλοντος να ενοχλώσιν οι διαβάται την άρρωστην. Αύτη, άλλως, ευρίσκετο πράγματι εντός της καλύβης, καίτοι τα παράθυρα ήσαν κλειστά, ίσως διά να μη την βλάπτη ο εσπερινός αήρ του ρεύματος. Φαίνεται ότι ο σύζυγός της προ ολίγου μόνον είχε κατέλθη εις τον γειτονικόν αγρόν, προς μικράν συμπληρωτικήν εργασίαν, και είχεν οκνήσει ή νομίσει περιττόν να κλείση και την θύραν του περιβόλου του λαχανοκήπου.
Η γραία Χαδούλα, ηρώτησε πάλιν:
— Κ' είναι στο χωριό η μάνα σας; Και σεις πώς είστε 'δω μοναχά σας;
— Είναι πατέλας ζω, είπεν η μικρά.
— Πού;
— Εκεί κάτω, έδειξεν η μικρά.
— Και τι κάνει;
Η παιδίσκη έσειε τους ώμους. Δεν ήξευρε τι να ειπή. Τέλος επρόφερεν:
— Έχει ζ' λειά· (έχει δουλειά).
— Πώς σε λένε, κορίτσι μου;
— Μένα; Μ' σούδα (Μυρσούδα).
— Και την αδερφή σου;
— Τούλα (Αρετούλα).
Η Φραγκογιαννού εσκέφθη· «Θα φωνάξουν τάχα; . . . Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή! . . . Πρέπει να κάμω γρήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αυτός, όπου είναι, τώρα σε 'λίγο, θάρθη 'δω, γιατί θα σουρουπώσει, και δε θα βλέπη να κάνη δουλειά εκεί κάτω . . . Και πρέπει να φεύγω το γληγορώτερο, χωρίς να με ιδή όπως δεν με είδε ως τώρα».
Εδίστασε προς στιγμήν. Ησθάνθη μέσα της φοβεράν πάλην.
Είτα είπε, σχεδόν μεγαλοφώνως· «Καρδιά! . . . αυτό είναι μια απόφαση».
Και δράξασα με τας δύο χείρας τα δύο κοράσια, τα ώθησε με μεγάλην βίαν.
Ηκούσθη μέγας πλαταγισμός.
Τα δύο πλάσματα έπλεαν εις το νερόν της στέρνας.
Η μεγαλειτέρα κορασίς έρρηξεν οξείαν κραυγήν, ήτις αντήχησεν εις την μοναξίαν της εσπέρας.
— Μα . . .!
Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού έστρεψε το πρόσωπον προς την λευκήν καλύβην, όπου μέχρι τούδε είχεν εστραμμένα τα νώτα.
Και συγχρόνως ητοιμάζετο να φύγη, και συνάμα έστρεφε τον κανθόν του όμματος προς την στέρναν, διά να ιδή αν διήρκει η αγωνία.
Ανέλαβε το καλάθι της, το οποίον είχεν αποθέσει κατά γης, και απεμακρύνθη δύο βήματα.
Τα δύο μικρά πλάσματα ήσπαιρον μέσα εις το νερόν. Η μικρά είχε βυθισθή ήδη. Η μεγαλειτέρα επάλαιε.
Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, η γραία ήκουσεν όπισθέν της κρότου θύρας ανοιγομένης, και ασθενή φωνήν.
Εστράφη. Η θύρα της καλύβης είχεν ανοιχθή. Η άρρωστη γυνή, η μήτηρ των δύο κορασιών, ωχρά, και τυλιγμένη με μαλλίνην σινδόνα, ομοία με φάντασμα, ίστατο εις το χάσμα της θύρας.
— Τι είναι; είπε μετά τρόμου η πάσχουσα γυνή.
Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλην ετοιμότητα, καθώς ίστατο ορθία, δύο βήματα προς την στέρναν, έρριψε το καλάθι της κάτω, το οποίον είχεν αναλάβει αρτίως, και άρχισε να τρέχη, να πηδά. και να φωνάζη.
— Τα κορίτσια! . . . Τα κορίτσια.! . . . πέσανε μέσα!. . , Κύτταξε! . . . . Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί; . . . Πως κάμανε; . . . Και ταφίνετε μοναχά τους, κοντά στην στέρνα, νερό γεμάτη! . . . Καλά που βρέθηκα! . . . Να τώρα πέρασα κ' εγώ . . . . Ο θεός μ' έστειλε!
Κ' εν τω άμα κύψασα και αφαιρέσασα εν ακαρεί την φουστάνα της, μείνασα με την λεγομένην «μαλλίναν», την εν είδει μεσοφορίου, απορρίπτουσα τας πατημένας χονδράς εμβάδας, μείνασα με τας κάλτσας τας τρυπημένας εις την πτέρναν, ερρίφθη βαρεία, μετά πάταγου μέσα εις το νερόν της στέρνας.
Η γυνή η άρρωστη είχεν αφήσει βραχνήν κραυγήν, κ' έτρεξε να κατέλθη τα δύο ή τρία λίθινα σκαλοπάτια της εισόδου, παραπατούσα και μόλις δυναμένη να βαδίζη εκ της αδυναμίας. Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερόν. Είτα σηκώσασα το μικρόν σώμα, αφού απέθεσε τούτο επί της λιθίνης κρηπίδος, έκοψε κ' έπιασε την άλλην κορασίδα, την μεγαλειτέραν. Την έδραξεν από το κράσπεδον του φορέματός της, και από τον ένα πόδα, κ' ενώ ετράβα προς τα άνω το σώμα, η κεφαλή έμενε κάτω, όσον το δυνατόν μακροτέραν ώραν εντός του νερού.
Τέλος η μήτηρ είχε φθάσει πλησίον της σκηνής και η Φραγκογιαννού έσυρεν αποφασιστικώς το σώμα προς τα έξω. Απέθηκε τούτο πλησίον του άλλου σώματος.
Τα δύο μικρά πλάσματα εφαίνοντο αναίσθητα.
Η Φραγκογιαννού μετά προσπαθείας, ψάξασα με τους πόδας εις το νερόν, ανεύρεν επί της μεσημβρινής πλευράς το στόμιον της στέρνας, το φραγμένον διά πλατείας σανίδος με υψηλήν ως κοντάριον λαβήν, και πατήσασα τον ένα πόδα επί της εσοχής εκείνης του τοίχου ανήλθε μετά κόπου εις την κρηπίδα όλη σταζουσα.
— Είδες! Δεν το εσυλλογίστηκα! ανέκραξεν επιδεικτικώς η Φραγκογιαννού. Τάχα δεν έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο επάνω, να ξεφράξω τη μπούκα, για ν' αδειάση μονομιάς η στέρνα, πριν πνίγουν τα κοριτσάκια, τα καϋμένα!
Ήτο αληθές άλλως, ότι δεν το είχε σκεφθή. Πλην υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία.
Η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα των ενδυμάτων της, τα διάβροχα, και ρίπτουσα βλέμμα επί τα δύο αναίσθητα σώματα, ήρχισεν εν βία και σπουδή να λέγη·
— Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε . . . Χτύπημα με το καλάμι, για να ξεράσουν μαθές! . . . Καλά που είναι γλυκό το νερό . . . Πού είναι ο άντρας σου, Χριστιανή μου;. . . Έτσι τ' αφήνουν, μικρά κορίτσια μοναχά τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας; Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Από τον Ανάγυρο έρχομαι, απ' τον εληώνα . . . Καλά που ήτον η πόρτα του μπαχτσέ ανοικτή! . . .
Πούναι ο άνδρας σου; Πούν' τος; Ότι μπήκα απ' την πόρτα, ακούω μπλουμ! Τρέχω. . .Τι να ιδώ! Δεν πρόφθασα . . . Ούτε ήξευρα πως είσ' εδώ. Σε είχα στο χωριό πως βρίσκεσαι . . . Είχα μάθει πως ήσουν άρρωστη . . . Την τρομάρα που πήρα! . . . Τώρα κρέμασμα ανάποδα και γλήγορα . . . Δεν πιστεύω να είναι καλά πνιγμένα . . . Πούναι . . . τος ο άντρας σου; Πούντος;
Και δράξασα μετά βίας το έν σώμα το μικρότερον, περί του οποίου ήτο σχεδόν βεβαία ότι ήτο νεκρόν ήδη, το μετέφερε πλησίον ενός δένδρου, διά να το κρεμάση ανάποδα, ως έλεγε.
— Πού είν' ένα σκοινάκι; . . . Να, βλέπω ένα σπάγγον με καλάμι! Καλά, θα χρειαστή.
Ένευεν ανυπομόνως εις την άρρωστην γυναίκα, να της φέρη πλησίον την καλαμιά, με την οποίαν έπαιζαν προ μικρού αι δύο κορασίδες.
Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε·
— Μα πούναι ο πατέρας τους;
— Εμένα 'ρωτάς; είπεν η Γιαννού.
— Δεν φωνάζεις; . . . Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου . . . Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.
Η Φραγκογιαννού, αποθέσασα προς ώραν το μικρόν σώμα καταγής, είχε τρέξει δύο βήματα, και λύσει την καλαμιάν με τον σπάγγον, κ' επροσπάθει να τον λύση ή τον κόψη, όπως δέση δι' αυτού τους πόδας της μικράς πνιγμένης εις τον κλώνα της κερασέας, και κρεμάση το σώμα κατά κεφαλής.
Συγχρόνως, απαντώσα εις την επίκλησιν της γυναικός, εφώναξε με αγρίαν, αλλόκοτον φωνήν·
— Γιάννη! . . . Γιάννη! . . .
Η κραυγή αντήχησεν ανά την κοιλάδα. Αλλ' ο Γιάννης δεν εφαίνετο. Η Γιαννού έδεσε τους πόδας της μικράς, κ' επροσπάθει να την κρεμάση, συγχρόνως δε επανέλαβε την κραυγήν της·
— Γιάννη!. . , Πού είσαι; . . . έλα! . . . Τα κορίτσια πέσανε μέσ' την στέρνα! . . .
«Καλλίτερα που αργεί», έλεγε μέσα της.
— Δεν ακούει, θα 'πω αυτός ο χριστιανός; Τόσο ταμάχι, στη δουλειά! Τώρα νύκτωσε πλειά . . . Γιάννη! Γιάννη! . . .
Συγχρόνως συνησθάνθη ότι σχεδόν επροδίδετο, καθότι η γυνή ρητώς δεν της είχεν ειπεί ότι ο Γιάννης ειργάζετο στο χωράφι, αλλά μόνον η ιδία τον είχεν ιδεί, και αν της το είπε τις, η πνιγείσα παιδίσκη της το είπεν. Όθεν επέφερε·
— Μα πού είναι; . . . Στο χωράφι, είπες; Και τι κάνει;. . Ποιος να τρέξη, χριστιανή μου, ως εκεί;. . . Συ είσαι άρρωστη γυναίκα . . . Γιάννη! . . . Πού είσαι, Γιάννη;
Τέλος ηκούσθη φωνή, πέραν του ακρινού φράκτου, από την εσχατιάν ερχομένη.
— Τι είναι; . . . Ποιος φωνάζει;
— Τρέξε, Γιάννη! . . . Τα κορίτσια πνιγήκανε! έκραξε με μέγαν κόπον η άρρωστη γυνή.
Μετά έν λεπτόν έφθασε τρέχων ο Γιάννης.
Η Φραγκογιαννού εν τω μεταξύ είχε κρεμάσει το μικρόν σώμα, είτα εσήκωσε και το σώμα το άλλο, της μεγαλειτέρας παιδίσκης, και το εψηλάφει με τας δύο χείρας, ζητούσα να βεβαιωθή αν ήτο νεκρόν ήδη. Και συγχρόνως έρριπτε λοξόν, ύπουλον βλέμμα προς την δύστηνον μητέρα, την ωχράν και ριγούσαν υπό την λευκήν, μαλλίνην σινδόνα της, κ' έσεισε την κεφαλήν, ακουσίως οικτείρουσα την γυναίκα εκείνην.
Όταν είδε μακρόθεν τον πατέρα, τον κηπουρόν, να τρέχη προς τα εδώ, εγύρισε το σώμα με την κεφαλήν κάτω, και το εκράτει προσωρινώς ούτω διστάζουσα και έντρομος.
— Τι είναι; . . . Τι τρέχει; έκραξεν εν άκρα απορία ο Γιάννης.
— Να! καλά που βρέθηκα! εφώναξε προς τούτον η Φραγκογιαννού . . . Ηρχόμην από τον Ανάγυρο με το κοφίνι μου. Έλεγα να σου δώσω κανένα βότανο, απ' αυτά που μάζωξα σήμερα στο ρέμμα για να κάμετε ματζούνι για την γυναίκα σου! . . . επειδή είχα μάθει πως ήτον άρρωστη . . . Καλά που βρέθηκε η πόρτα ανοιχτή! . . . Μπαίνω μέσα . . . Ακούω, μπλουμ! την τρομάρα που πήρα! Τα δύο κορίτσια, καθώς έπαιζαν με την καλαμιά έπεσαν στη στέρνα . . . Κατά πως φαίνεται, όσο μπόρεσα να καταλάβω, είχαν πιάσει καυγά ποια να κρατή την καλαμιά, για να βγάλη τάχα τα ψάρια . . . Η μικρή ήθελε ν' αρπάξη την καλαμιά απ' τη μεγάλη . . . Σπρώχνοντας η μεγάλη τη μικρή, την έρριξε μέσ' το νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα. (Η Φραγκογιαννού είχε αυτοσχεδιάσει την ερμηνείαν ταύτην εκ του προχείρου, και εξ εμπνεύσεως). Αχ! την τρομάρα που πήρα! Ακούω ένα μπλουμ! Καλά που βρέθηκα! Ο Θεός μ' έστειλε . . . Αμμή, έτσι αφήνουνε, χριστιανοί μου, μικρά κορίτσια, να παίζουν μοναχά τους κοντά στη στέρνα, γεμάτη νερό! . . .
Ο Γιάννης, ιδών τα δύο αναίσθητα σώματα, εις τας ωχράς ακτίνας της αμφιλύκης, τραβών τα μαλλιά του, δάκνων τους αρμούς των δακτύλων του, απήντησε·
— Ω! . . . τι αμαρτίες! . . . έχεις δίκηο, χριστιανή μου! Αχ! . . . και τι ήτον αυτό! . . . Κ' εγώ ήμουν κάτω στο χωράφι, κ' έβγαζα τα χορτάρια . . . και δεν μπορούσα να ησυχάσω, το έρμο! . . . Ένα σαράκι μ' έτρωγε! . . . Και δεν εσυλλογίστηκα πως η στέρνα ήτον γεμάτη. Κ' είχα ένα φόβο, μιαν υποψία . . . έλεγα ναφήσω το βοτάνισμα, νάρθω, να τρέξω, στον μπαχτσέ 'πίσω . . . Κ' έλεγα, ο εξαποδώ κάτι μου σκαρώνει, κάτι μου μαγειρεύει . . . Και δε μούκανε καρδιά, ναφήσω τη δουλειά, το έρμο! Ωχ! δίκηο έχεις, ό,τι και να πης, χριστιανή μου. Αχ! αχ! τι αμαρτίες!
Και εν πολλή αγωνία, ο κηπουρός συνειργάσθη εις τα πρόχειρα εναντίον του πνιγμού μέσα, τα οποία συνίστα η πολύπειρος Φραγκογιαννού.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η γραία Χαδούλα εξ ανάγκης έμεινε καθ' όλην εκείνην την νύκτα εις την καλύβην, όπου εδοκίμασεν όλα τα σπάνια και απερίγραπτα συναισθήματα της φόνισσας ματαβαλλομένης αίφνης εις ιάτρισσαν των ιδίων θυμάτων της. Με όλα τα κρεμάσματα. και τας εντριβάς, τα οποία εφήρμοσεν αύτη, τα δύο κοράσια απέθαναν. Το πρωί έτρεξεν ο Γιάννης εις την πολίχνην διά να δώση είδησιν εις τας αρχάς, ενώ η Φραγκογιαννού μείνασα οπίσω εσυντρόφευε την άρρωστην μητέρα, κλαίουσαν και οδυρομένην, εξασκούσα και το έργον της παρηγορητρίας, σιμά εις το επάγγελμα της ιάτρισσας.
Ο ειρηνοδίκης και ο «εκπληρών τ' αστυνομικά» πάρεδρος ήλθον επί τόπου. Η Φραγκογιαννού ανακρινομένη διηγήθη την χθεσινήν εκδρομήν της, και την τυχαίαν διέλευσίν της από τον λαχανόκηπον. Είτα επανέλαβε σχεδόν κατά λέξιν όσα είχεν ειπεί εις τον πατέρα των δύο κορασιών. «Η μικρότερη ήθελε ν' αρπάζη την καλαμιά απ' την μεγαλείτερη. Σπρώχνοντας η μεγάλη την μικρή την έρριξε μέσα στο νερό, και πιάνοντας η μικρή την μεγάλη, κατά πως φαίνεται, την ετράβηξε μαζύ της μέσ' τη στέρνα». Ταύτα εξέφερε μάλλον ως συμπερασμούς η ανακρινομένη· διότι μόλις επάτησε το κατώφλιον της θύρας, έλεγε, κι' άκουσε ένα &μπλουμ&! και δεν επρόφθασε να προλάβη την καταστροφήν, μόνον επήρε «μεγάλη τρομάρα».
Ο παρεπίδημων ιατρός, κ. Μ., ήλθεν, είδε τα πτώματα και συνέταξε την έκθεσίν του· απεφάνθη ότι τα δύο κοράσια επνίγησαν εκ πτώσεως εις το ύδωρ.
Ουδεμία υποψία υπήρχε κατά της Φραγκογιαννούς. Τα δύο μικρά πλάσματα, τα εδιάβασεν είς ιερεύς ελθών, εις τον ναΐσκον του Αγ. Αντωνίου, και τα έθαψαν εκεί έξω, μεταξύ σχοίνων και θάμνων, πλησίον εις την βορείαν πλευράν του ναΐσκου.
Συνεχιζετε....
Αυριο τα κεφαλαια Ι , ΙΑ και ΙΒ

Comments

0 comments to "Καφεδακιου Αναγνωσμα Νο 35,Η φονισσα,Αλεξανδρου Παπαδιαμαντη,μερος Ζ,Η ΚΑΙ Θ"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com