Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 34:Η Φονισσα,Αλεξανδρου Παπαδιαμαντη,μερος Ε και ΣΤ

0 σχόλια
Αλεξανδρος Παπαδιαμαντης

Ε'.
Άμα απήλθεν η Αμέρσα, η Φραγκογιαννού, ζαρωμένη πλησίον της γωνίας μεταξύ της εστίας και του λίκνου, έχασεν εκ νέου τον ύπνον της, και ήρχισε να συνεχίζη τους πικρούς και πόρρω πλανωμένους διαλογισμούς της. Όταν λοιπόν εξενιτεύθησαν εις την Αμερικήν οι δύο μεγαλείτεροι υιοί, και η Δελχαρώ εμεγάλωσεν, ανάγκη ήτο αυτή η μήτηρ να φροντίση διά την αποκατάστασιν της κόρης, καθότι ο γέρων, ο «Λογαριασμός», δεν διέπρεπεν επί δραστηριότητι. Λοιπόν ηξεύρει όλος ο κόσμος τι σημαίνει μία μήτηρ να είναι συγχρόνως και πατήρ διά τας κόρας της, και να μην είναι τουλάχιστον μήτε χήρα. Οφείλει η ίδια και να υπανδρεύση και να προικίση και προξενήτρια και πανδρολόγισσα να γίνη. Ως ανήρ οφείλει να δώση οικίαν, άμπελον, αγρόν, ελαιώνα, να δανεισθή μετρητά, να τρέξη εις του συμβολαιογράφου, να υποθηκεύση. Ως γυνή, πρέπει να κατασκευάση ή να προμηθευθή «προίκα», τουτέστι παράφερνα, ήτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτάς εσθήτας με χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ως προξενήτρια πρέπει ν' ανιχνεύση γαμβρόν, να τον κυνηγήση, να τον αλιεύση, να τον ζωγρήση. Και οποίον γαμβρόν!
Ένα ωσάν τον Κωνσταντήν, όστις ερρογχάλιζε τώρα, πέραν του μεσοτοίχου, εις τον πλαγινόν θαλαμίσκον, άνθρωπον σπανόν, «αΐσκιωτον», &άγαρμπον&. Και ο τοιούτος να έχη «καπρίτσια», απαιτήσεις, πείσματα· σήμερον να ζητή τούτο και αύριον εκείνο· την μίαν ημέραν να ζητή τόσα, την άλλην περισσότερα· και συχνά «να τον βάζουν στα λόγια» άλλοι ιδιοτελείς ή φθονεροί, ν' ακούη εντεύθεν κ' εκείθεν διαβολάς, ραδιουργίας, «μαναφούκια» και να μη θέλη «να ταιριασθή». Και να εγκαθίσταται μετά τον αρραβώνα στης πενθεράς το σπίτι, και να «σκαρώνη» έξαφνα «πρωιμάδι». Κι' όλον τον καιρόν «κόττα-πήττα».
Κι αυτόν τον γαμβρόν, με μυρίους κόπους, με ανεκδιήγητα βάσανα, μόλις, μετά πολύν καιρόν, να τον πείθη τις να στεφανωθή επιτέλους. Κ' η νύφη να καμαρώνη, φέρουσα στολισμόν πολυτελή, καρπόν πολλής νηστείας και οικονομίας, κ' η νύφη να μην έχη πλέον μέσην, διά ν' αναδεικνύεται το πάλαι λιγυρόν ανάστημά της.
Και τρεις μήνας μετά τον γάμον να γεννά κόρην — μετά τρία ακόμη έτη ένα υιόν — μετά δύο έτη πάλιν κόρην — αυτήν την νεογέννητον, χάριν της οποίας ηγρύπνει τώρα τόσας νύκτας η γηραιά μάμμη.
Και δι' όλ' αυτά τα θυγάτρια να μέλλη να υποφέρη η μήτηρ των τόσα — κι' άλλα τόσα — κι' άλλα τόσα, από όσα έχει υποφέρει η μάννα της δι' αυτήν.
Έμεινεν η καϋμένη, η ανδροκόρη, η Αμέρσα, ανύπανδρη, (ας έχη την ευχήν της). Είδε την γλύκα. Τω όντι φρόνιμη νέα. Τι θ' απήλαυεν από τα βάσανα του κόσμου; Και ούτ' εζήλευε καν! Τι να ζηλέψη; Έβλεπε την μεγάλην αδελφήν της και την ελυπείτο — την εκαίετο.
Όσον διά την μικράν, την Κρινιώ, άμποτε κι' αυτήν ο Θεός να την φωτίση! Όπως κι' αν έχη, η μάνα της δεν έχει σκοπόν — δεν βαστά πλέον, δεν αντέχει — να υποφέρη διά να την υπανδρεύση και το πολλοστημόριον όσων διά την μεγάλην αδελφήν της υπέφερεν. Αλλά σας ερωτώ, έπρεπε πράγματι να γεννώνται τόσα κοράσια; Και αν γεννώνται, αξίζει τον κόπον ν' ανατρέφονται; Δεν είναι, έλεγεν η Φραγκογιαννού, «Δεν είναι χάρος, δεν είναι βράχος»; Καλλίτερα «να μη σώνουν να πάνε παραπάνω». «Σα σ' ακούω, γειτόνισσα!»
Μεγάλην και ιεράν ανακούφισιν ησθάνετο η πολυπαθής γυνή, όταν συνέβαινε, μετά της μικράς πομπής του ιερέως, προπορευομένου του Σταυρού, ν' ακολουθή βαστάζουσα εις τας χείρας της η ιδία, ως φιλεύσπλαγχνος και συμπονετική οπού ήτον, το εν είδει λίκνου μικρόν φέρετρον. Προέπεμπε το θυγάτριον μιας γειτόνισσας, ή μακρυνής συγγενούς, μέχρι του τάφου. Δεν ημπορούσε να καταλαμβάνη τι εμυρμύριζεν ο ιερεύς, μασσών τας λέξεις με τους οδόντας του. «Ουδέν εστι πατρός συμπαθέστερον, ουδέν εστι μητρός αθλιώτερον . . . . Πολλάκις γάρ του μνήματος έμπροσθεν τους μαστούς συγκροτούσι και λέγουσιν· Ω υιέ μου και τέκνον γλυκύτατον, ουκ ακούεις μητρός σου τι φθέγγεται; Ιδού και η γαστήρ η βαστάσασά σε. Ίνα τι ου λαλείς ως ελάλεις ημίν. Αλληλούια!» Και πάλιν· «Ω τέκνον, τίς ποτε μη θρηνήσει βλέπων σου το εμφανές, πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν!»
Αλλά μεγάλως ευφραίνετο όταν η μικρά πομπή, μετά δέκα λεπτών της ώρας δρόμον, έφθανεν εις τα «Μνημούρια». Ωραία έξοχη, παντοτινή άνοιξις, θάλλουσα βλάστη, αγριολούλουδα, εμύριζε κήπος. Ιδού ο περίβολος των νεκρών! Ω! ο Παράδεισος, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη, ήνοιγε τας πύλας διά να δεχθή το μικρόν άκακον πλάσμα, το οποίον ηυτύχησε να λυτρώση τους γονείς του από τόσα βάσανα. Χαρήτε, αγγελούδια που πετάτε γύρω-τριγύρω με τα φτερά σας, τα χρυσόλευκα, και σεις, ψυχαί των Αγίων, υποδεχθήτε το!
Όταν επέστρεφεν εις την νεκρώσιμον οικίαν η γραία Χαδούλα, διά να παρευρεθή την εσπέραν εις την παρηγοριάν, — παρηγορίαν καμμίαν δεν εύρισκε να είπη, μόνον ήτο χαρωπή όλη κ' εμακάριζε το αθώον βρέφος και τους γονείς του. Και η λύπη, ήτο χαρά, και η θανή ήτο ζωή, και όλα ήσαν άλλα εξ άλλων.
Α! ιδού . . . Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλο — μάλλον το εναντίον.
Αφού η λύπη είναι χαρά, και ο θάνατος είναι ζωή και ανάστασις, τότε και η συμφορά ευτυχία είναι και η νόσος υγίεια. Άρα όλαι αι μάστιγες εκείναι, αι κατά το φαινόμενον τόσον άσχημοι, όσαι θερίζουν τα άωρα βρέφη, η ευλογιά κ' η οστρακιά κ' η διφθερίτις και άλλαι νόσοι, δεν είναι μάλλον ευτυχήματα, δεν είναι θωπεύματα και πλήγματα των πτερών των μικρών αγγέλων, οίτινες χαίρουν εις τους ουρανούς όταν υποδέχονται τας ψυχάς των νηπίων; Και ημείς οι άνθρωποι, εν τη τυφλώσει μας, νομίζομεν ταύτα ως δυστυχήματα, ως πληγάς, ως κακόν πράγμα.
Και χάνουν τον νουν των οι ταλαίπωροι γονείς, και πληρώνουν τόσον ακριβά τους ημιαγύρτας ιατρούς και τα τριωβολιμαία φάρμακα, διά να σώσουν το παιδί τους. Δεν υποπτεύονται ότι, όταν νομίζουν ότι «σώζουν», τότε πράγματι «χάνουν» το τεκνίον. Και ο Χριστός είπεν, όπως είχεν ακούσει η Φραγκογιαννού να της εξηγή ο πνευματικός της, ότι όποιος αγαπά την ψυχήν του, θα την χάση, κι' όποιος μισεί την ψυχήν του, εις ζωήν αιώνιον θα την φυλάξη.
Δεν έπρεπε τω όντι, αν δεν ήσαν τυφλοί οι άνθρωποι, να βοηθούν την μάστιγα, την διά πτερών Αγγέλων πλήττουσαν, αντί να ζητούν να την εξορκίσουν; Αλλ' ιδού, τ' Αγγελούδια δεν μεροληπτούν ούτε χαρίζονται, και παίρνουν αδιακρίτως εις τον Παράδεισον αγόρια και κοράσια. Περισσότερα μάλιστα αγόρια — πόσα χαδευμένα και μοναχογέννητα! — αποθνήσκουν άωρα. Τα κορίτσια είν' εφτάψυχα, εφρόνει η γραία. Δυσκόλως αρρωστούν, και σπανίως αποθνήσκουν. Δεν έπρεπεν ημείς ως καλοί χριστιανοί, να βοηθώμεν το έργον των Αγγέλων; Ω, πόσα αγόρια, και αρχοντόπουλα μάλιστα, αρπάζονται άωρα. Ακόμη και τ' αρχοντοκόριτσα ευκολώτερον αποθνήσκουν — αν και τόσον σπάνια μεταξύ του φύλου — παρ' όσον τα απειράριθμα θηλυκά της φτωχολογιάς. Τα κορίτσια της τάξεως ταύτης είναι τα μόνα εφτάψυχα! Φαίνονται ως να πληθύνωνται επίτηδες, διά να κολάζουν τους γονείς των, απ' αυτόν τον κόσμον ήδη. Α! όσον το συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ο νους του!»
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Την στιγμήν εκείνην, άρχισε το θυγάτριον να βήχη και να κλαυθμηρίζη. Η γραία, αφού είχε συλλογισθή όλα τ' ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθή από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της, και άρχισε να ναρκώνεται, κ' ενύσταζεν ακρατήτως.
Το μικρόν κοράσιον έβηχε κ' έκλαιε κ' εθορύβει «ως να ήτον μεγάλος άνθρωπος». Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη, κ' έχανε πάλιν τον ύπνον της.
Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα.
Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κ' έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής. — Ε! θα σκάσης; είπε.
Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους, Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση».
Ήξευρεν ότι δεν ήτο τόσον σηνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδιά. Αλλ' είχε «παραλογίσει» πλέον. Δεν ενόει καλά τι έκαμνε, και δεν ωμολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.
Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν στόμα του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμόν του βρέφους, και τον έσφιγξεν επ' ολίγα δευτερόλεπτα.
Αυτό ήτον όλον.
Η Φραγκογιαννού δεν είχεν ενθυμηθή την στιγμήν εκείνην το όνειρον της Αμέρσας, το οποίον αύτη ελθούσα προ μιας ώρας, μεταξύ του δευτέρου και του τρίτου λαλήματος του πετεινού, είχε διηγηθή εις την μητέρα της!
Είχε «ψηλώσει» ο νους της!
ΣΤ'
Αφού η Αμέρσα είχε χάσει τον ύπνον της, μετά την επάνοδον εκ της οικίας της λεχώνας και είχε πλαγιάσει πάλιν, χωρίς να κοιμηθή, εις το πλάγι της μικράς αδελφής της, επί μακρόν εξηκολούθησε να σκέπτεται και πάλιν τον αδελφόν της, τον δυστυχή και ένοχον εκείνον. Έκτοτε μετά το πήδημα από της κλαβανής και την απόδρασίν του, δεν τον είχεν ιδεί πλέον. Οι χωροφύλακες τον κατεζήτουν επί ημέρας, αλλ ουδαμού τον εύρον.
Ευθύς τότε μετά τας ερωτήσεις των χωροφυλάκων, εις τας οποίας απήντησεν όπως απήντησεν η Αμέρσα, άμα έφθασεν η μήτηρ εις την οικίαν, ηύρε την κόρην τυλιγμένην εις το πάπλωμα, κάτω νεύουσαν, και πολύ χλωμήν εκ της λιποθυμίας την οποίαν είχε φέρει η ροή του αίματος.
Εις την ερώτησιν του ενός χωροφύλακας, εκείνου τον οποίον είχεν ανατρέψει φεύγων ο Μούρος, «γερόντισσα πού είναι ο γυιόκας σου», δεν είχεν απαντήσει η Φραγκογιαννού. Αλλ' ο άλλος, όστις εφαίνετο ανθρωπινώτερος, με ήρεμον τόνον είπε·
— Κύτταξε, κυρά, τι έχ' η κόρη σου. Μας λέει πως είναι άρρωστη.
— Άρρωστη είναι! πώς να μην είναι! απήντησε μεθ' ετοιμότητας η Φραγκογιαννού. Επήρε φρίξι απ' τα καμώματα εκείνου του προκομμένου του γυιού μου. . . Κυττάξετε, παιδιά!. . . ανίσως τον πιάσετε, να μην τον τυραγνήσετε πολύ . . .
— Τον είδες πουθενά να τρέχη; Κατά πού έκαμε;
— Τον είδ' απ' αλάργα! . . . Έκαμε κατά τα Πηγάδια, πέρα στ' Αλώνια.
Η Φραγκογιαννού εψεύδετο διπλά. Δεν είχεν ιδεί τον Μούρον, αλλ' ήτο βεβαία ότι αυτός θα ετράπη κατά την διεύθυνσιν την αντίθετον ης αυτή έλεγε, κατά τα Κοτρώνια, άνωθεν της οικίας, προς ανατολάς, εκεί όπου ήτον μαθημένος απ' τα μικρά του χρόνια να κυνηγά της κουκουβάγιες.
Οι δύο άνδρες απήλθαν δρομαίοι. Ο είς φεύγων έρριψε τελευταίαν φιλύποπτον βλέμμα οπίσω διά της ημιανοικτής θύρας.
Η Χαδούλα έκλεισε την θύραν. Συγχρόνως δε ήνοιξε το παράθυρον.
— Μ' εμαχαίρωσε, μάνα! εστέναξε μετά πόνων η Αμέρσα, αισθανθείσα το ρεύμα του αέρος, το εισρεύσαν διά του ανοιχθέντος παραθύρου πλησίον της, και συνελθούσα εκ της λιποθυμίας. Συγχρόνως δε απέρριψε το πάπλωμα, κ' εφάνη αιματωμένη η φανέλα την οποίαν εφόρει έξωθι του υποκαμίσου.
— Ω! αχ! ο φονιάς!. . . ο Θεός κ' η γης να τον εύρη! κατηράσθη ιδούσα το αίμα η μάνα της.
Και άρχισε να ψαύη την κόρην, και να ζητή να σταματήση το αίμα, και να επιδέση την πληγήν. Αφήρεσε την φανέλαν, εξέσυρε την χειρίδα του υποκαμίσου, κ' εφάνη ο δεξιός βραχίων της Αμέρσας, ισχνός και ύπωχρος αλλά καλοδεμένος και νευρώδης.
Το τραύμα ήτο μάλλον επιπόλαιον, αλλ' ουχ ήττον το αίμα έρρεεν. Η Χαδούλα μετεχειρίσθη ό,τι ίσχαιμον εγνώριζεν, ίσως τον «αιμοστάτην» αν είχε, κ' επέδεσε την πληγήν, Μετ' ολίγον έπαυσε το αίμα.
Η Αμέρσα είχεν αδυνατήσει οπωσούν, αλλά ήτο ισχυρά, θαρραλέα, και δεν εφοβείτο. Πράγματι μετ' ολίγας ημέρας, χάρις εις τας φροντίδας της μητρός της, επουλώθη το τραύμα.
Η Φραγκογιαννού ποτέ δεν θα εκάλει τον ιατρόν. Δεν ήθελε να γνωσθή ότι ο υιός της είχε μαχαιρώσει την αδελφήν του. Εις όλας τας καλοθελητρίας, μεταξύ των γειτονισσών, όσαι την ηρώτων, πότε μετά προσποιητής αγανακτήσεως, πότε μετά γέλωτος βεβιασμένου, διέψευσεν ότι ο Μούρος είχε τραυματίσει την κόρην της. Ενδιεφέρετο προ πάντων να μάθη αν ο Μητρός θα εγλύτωνεν από τας χείρας των χωροφυλάκων, και ας επήγαινεν εις το έλεος του Θεού!
Τω όντι μετ' ολίγας ημέρας εβεβαιώθη ότι ο υιός της εμβαρκάρησε κρυφά την νύκτα, με έν πλοίον, ως ναύτης, κ' έφυγεν από την νήσον. Ο γραμματεύς του Λιμεναρχείου ήτον βολικός και καλοπροαίρετος άνθρωπος, και δεν εδίστασε να τον ναυτολογήση. Ήτο δε τότε ο Μούρος σχεδόν εικοσαετής, η δε Αμέρσα ήτο μόλις δεκαεπτά ετών.
Παρήλθε χρόνος εωσότου η οικογένεια λάβη ειδήσεις περί του φυγάδος. Τέλος μετά έτος και πλέον, ηκούσθη μία αόριστος φήμη, ότι ο Μώρος διέπραξε φόνον εντός του πλοίου, με το οποίον αρμένιζε. Αι αδελφαί του, όταν το ήκουσαν, εις τον κόσμον είπαν ότι δεν ηξεύρουν τίποτε, και ολοψύχως ηύχοντο να ήτο ψευδής η φήμη. Αλλ' η μήτηρ ενδομύχως επίστευεν εις το αληθές της ειδήσεως.
Ολίγας ημέρας ύστερον, έλαβον επιστολήν φέρουσαν την ταχυδρομικήν σφραγίδα Χαλκίδος. Ο Μώρος έγραφεν από των ειρκτών της πόλεως εκείνης. Κατά σχήμα πρωθύστερον, εξετραγώδει εν πρώτοις τα βάσανά του και τα πάθη του εις τα μπουδρούμια του Βενετικού φρουρίου. Είτα, μετά συντριβής καρδίας, αλλά με διφορουμένας φράσεις και οιονεί μεταξύ των γραμμών, εξωμολογείτο ότι ίσως να εφόνευσε πράγματι τον άνθρωπον, τον γέρο-Πορταΐτην, τον λοστρόμον του πλοίου, αλλά χωρίς καλά να το εννοήση, και χωρίς να θέλη. (Πράγματι, δεν θα ήθελε να τον είχε φονεύσει). Ο εχθρός τον έβαλεν, αυτός δεν έπταιε τίποτε, το φονικό έγεινε στον καυγάν επάνω. Αυτός είχεν ευρεθή «εις βρασμόν ψυχής». Απεδείχθη μάλιστα ότι η μάχαιρα ήτον «του παθών». Ίσως να είχεν αποσπάσει, αλλά δεν ενθυμείτο πώς, την μάχαιραν από την μέσην του θύματος. Αυτός επίστευεν ότι του την είχεν αρπάσει μάλλον από την χείρα.
Είτα και πάλιν επανήρχετο εις τα βάσανά του, όσα υπέφερε δύο μήνας τώρα, εις τας φυλακάς. Ακολούθως επεκαλείτο την φιλοστοργίαν της μητρός του, και την εξώρκιζε «να σηκωθή, — το δίχως άλλο — να πάη να βρη την Πορταΐτηνα», την χήραν του φονευθέντος, και την θυγατέρα του, και να τας παρακάλεση μετά δακρύων, «να κάμη νόμο-τρόπο», να τας καταφέρη όπως αι ίδιαι ζητήσουν την αθώωσιν του φονέως!
«Να σηκωθής, μάνα, να μπαρκάρης, να πας πέρα, στην Πλατάνα, να την περικαλέσης, την Πορταΐτηνα, ως καθώς και την κόρη της, την Καρίκλεια, να της καταφέρης να ζητήσουν να βγω αθώος, κ' εγώ να γείνω παιδί τους, να πάρω και την Καρίκλεια γυναίκα μου, χωρίς προίκα, και να ζήσουμε καλά κι' αγαπημένα όλοι μας . . . Και να ιδούν πώς εγώ θα την αγαπώ, την Καρίκλεια, και πώς θα την έχω την πεθερά μου, να δουλεύω σα σκλάβος να της ζωοθρέφω, με πολλά καλά, γιατί εγώ είμαι άξιος και μπορώ να βγάλω λεπτά . . . » Περαίνων ο φονεύς, επανήρχετο εκ τρίτου εις τα βάσανά του, και υπέσχετο ότι, άμα εξέλθη των φυλακών, θα φέρη πολλά ωραία πράγματα και στολίδια, διά να προικίση τας δύο αδελφάς του, ακόμη και κούκλες και παιγνίδια διά τα μικρά κοράσια της μεγάλης αδελφής του, της Δελχαρώς.
Λοιπόν δεν είναι παράδοξον αν η Φραγκογιαννού δεν εδίστασεν. Εχρεώθη ολίγα χρήματα, δούσα ενέχυρον ό,τι ασημικόν είχε, κ' εμβαρκάρησε, κ' επέρασε πέρα εις την αντικρυνήν νήσον, εις το χωρίον Πλατάναν, κ' επήγε να εύρη την Πορταΐταιναν. Αλλά παράδοξον είναι ότι, με την ευγλωττίαν της την περιπαθή, με την στωμυλίαν της την γυναικείαν, με τα χίλια ψεύματα όσα ήξευρεν — ήτο δε τότε η Φραγκογιαννού 55 ετών, αλλ' ακμαία γυνή και με ζωηρούς χαρακτήρας — κατώρθωσε να πείση την γραίαν, την χήραν του φονευθέντος (σημειώσατε ότι η μήτηρ και η κόρη έδωκαν και ξενίαν ακόμη εις την μητέρα του φονέως) να την πείση, λέγω, καταβάλλουσα τα έξοδα του ταξειδίου αυτή, ν' απέλθωσιν ομού εις την Χαλκίδα, με σκοπόν να ενεργήσωσιν από κοινού πλησίον της Εισαγγελίας, του Δικαστηρίου και των ενόρκων υπέρ της απαλλαγής ή της αθωώσεως του υποδίκου. Όσον αφορά την κόρην, «τον Καρίκλειαν», αύτη εδήλωσεν ότι εκδίκησιν δεν επιζητεί, επειδή «ο πατέρας της δεν έρχεται 'πίσω», μόνον ποτέ δεν θα θέληση τον φονέα ως άνδρα της· προτιμά να μένη ανύπανδρη εις τον αιώνα.
Επήγαν ομού, αι δύο γραίαι, κ' έμειναν εις Χαλκίδα τρεις μήνας, κατοικούσαι εις τρώγλην, εις ένα τουρκόσπιστον — κοντά εις τα Εβραίικα, παρά την Άνω Πύλην του φρουρίου. Και καθημερινώς η Χαδούλα επήγαινεν εις τας ειρκτάς, τας πρωινάς ώρας, κατά την έξοδον των φυλακισμένων, συνοδευομένη συνήθως από την Πορταΐταιναν, ήτις όμως εκάθητο αντικρύ της ειρκτής κ' επερίμενε, μη θέλουσα να ίδη κατά πρόσωπον τον φονέα. Διερχόμενοι έξω από τον μέγαν και άκομψον παλαιόν ναόν της Αγίας Παρασκευής, έκαμναν τον σταυρόν των, και η μήτηρ έφερεν εις τον υπόδικον σιμίθια και σύκα και σαρδέλλες, και καπνόν διά την πίπαν του. Και μέσα εις την βαθείαν τσέπην του φουστανιού της, κρυφά, είχε χωμένην μικράν φιαλίδα με ρώμι ή ρακί, προς παρηγορίαν του φυλακισμένου.
Αλλά δις ή τρις της εβδομάδος διά της Άνω Πύλης του φρουρίου εξήρχοντο κ' έβλεπαν κρεμάμενα εκεί, εις τον σκοτεινόν πυλώνα, την κνήμην του «Έλληνος γίγαντος», και το «τσαρούχι του», τεραστίου μεγέθους, επιφυλαττόμεναι, όταν θα επανέκαμπτον με το καλόν εις την πατρίδα, να διηγώνται κ' αι δύο το πράγμα εις τα εγγόνια των. Είτα διηυθύνοντο κατά την συνοικίαν Σουβάλαν, ή κατά τον Άγιον Δημήτριον, κ' επεσκέπτοντο τον Εισαγγελέα, όστις διά του γραφέως του τας απεδίωκε, και τους δικαστάς, οίτινες ενίοτε κατεδέχοντο να γελώσι μαζύ των.
Τέλος όταν ωρίσθη η δίκη, εζήτησαν να πλησιάσουν τους ενόρκους, οίτινες είχον έλθει, άλλοι φουστανελλάδες, από τα ορεινά χωρία, άλλοι βρακάδες, από τας νήσους και τα παραθαλάσσια. Η Φραγκογιαννού υπέσχετο χιλίων λογιών δώρα εις όλους, και θα ήτον ικανή να τα δώση, αν είχε μοσχάτα κρασιά, ωραία, λάδια «κεχριμπάρι», αστακοουρές, παστά κεφαλόπουλα, αυγοτάραχα, ξεροχτάποδα, εκλεκτά σύκα και παν ό,τι ηδύνατο να παράγη η νήσος της.
Εις ένα των ενόρκων, άνθρωπον κίτρινον και βήχοντα, όστις εφαίνετο να πάσχη, υπεσχέθη αυτή να τον ιατρεύση, μ' ένα μαντζούνι που ήξευρεν. Όλ' αυτά δεν ίσχυσαν, και ο φονεύς κατεδικάσθη εις εικοσαετή δεσμά. Εναυάγησαν όλα τα σχέδια, ως και αυτή η συμπεθεριά μεταξύ της μητρός του φονέως και της χήρας του θύματος.
Τώρα ανάγκη ήτο να επιστρέψωσιν εις την πατρίδα, αλλά τα ολίγα χρήματά των είχον εξαντληθή, και όσα είχον κομίσει μεθ' εαυτών και όσα είχε στείλει εν τω μεταξύ η Αμέρσα ξενοδουλεύουσα και υφαίνουσα εις την πατρίδα. Αφού η Φραγκογιαννού μάτην παρεκάλεσεν όσα πλοία έβλεπεν ετοιμαζόμενα να πλεύσωσι προς τον Μαλιακόν κόλπον ή προς την Ιστιαίαν, να παραλάβωσι τουλάχιστον την Πορταΐταιναν, ως γεροντοτέραν και ασθενεστέραν — αυτή διά τον εαυτόν της είχε το σχέδιόν της — όταν είδεν ότι οι διάφοροι κυβερνήται απήτουν όχι μόνον τον ναύλον, αλλά να έχη και τρόφιμα η επιβάτις, και αν την άφηναν εις την Στυλίδα ή τους Ωρεούς, ας κάμη καλά να εύρη πλοίον διά την πατρίδα της — εξεμυστηρεύθη το σχέδιόν της εις την Πορταΐταιναν.
— Εγώ, είπεν, είμαι ικανή να πάω στεριά, με τα ποδάρια μου, αποδώ ως την Αγίαν Άννα — λένε πως είναι δύο μέρες δρόμος — κ' εκεί θα βρούμε το ταχύπλο, το δικό μας που θα μας γνωρίση ο καπετάν Πετσερέλος, ο ταχυδρόμος, και θα μας πάρη. Τα έξοδά μου στο δρόμο θα τα οικονομήσω μαζεύοντας βότανα, χορτάρια, κι' αγριολάχανα, κι' όποια χριστιανή βρω κ' έχη το παιδί της άρρωστο, ή τον άνδρα της, θα της κάμω ψευτογιατρικά να βοηθήσω τον άνθρωπό της, να την υποχρεώσω . . . Μπορείς εσύ; Βαστούν τα κότσια σου;
— Τι θα κάμω; μπορώ, δεν μπορώ, απήντησεν η Πορταΐταινα. Καλλίτερα να πάμε συντροφιά, όπως ήρθαμε.
Κ' εξεκίνησαν. Η Χαδούλα έκαμεν όπως είπε, μόνον πως αργοπόρησαν περισσότερον εις τον δρόμον, ένεκα της βραδυποδίας της Πορταΐταινας. Κ' επέτυχε μάλιστα υπέρ τας ελπίδας της. Όταν μετά μίαν εβδομάδα, έφθασεν εις την πατρίδα, είχε και περίσσευμα από την επιχείρησιν. Έφερεν εις την οικίαν της, εξ όσων της έδιδον δι' αμοιβήν των εκδουλεύσεών της, ένα σάκκον με σίτον, ως μίαν οκάν τυρίου, δύο όρνιθας, ένα μάλλινο χράμι, το οποίον της εχάρισαν, και ολίγας δραχμάς μετρητά. Εκ τούτων επλήρωσε γενναιοφρόνως και τον ναύλον της Πορταΐταινας, διά να υπάγη κι' αυτή εις την εστίαν της.
Όλα ταύτα τα ενθυμείτο καλώς η Αμέρσα, επειδή η μάνα της δεν είχε παύσει να τα διηγήται έκτοτε. Τώρα είχον παρέλθει δώδεκα έτη, ο αδελφός της, ευρίσκετο ακόμη εις τας φυλακάς, ο πατήρ της προ πολλού είχεν αποθάνει, ο Στάθαρος κι' ο Γιαλής δεν επανήλθαν ποτέ από την Αμερικήν, ο μικρός ο Γιωργάκης κ' εκείνος είχε πάρει μεγάλα πέλαγα, η Κρινιώ κι' αυτή είχε μεγαλώσει, η Δελχαρώ είχε γεννήσει και πάλιν κόρην, κι' αυτή, η Αμέρσα, είχε μείνει γεροντοκόρη.
Συνεχιζετε......
Αυριο το Ζ και το Η μερος

Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 34:Η Φονισσα,Αλεξανδρου Παπαδιαμαντη,μερος Ε και ΣΤ"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com