Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 40:Ο δεκαπενταετης πλοιαρχος-Ιουλιου Βερν,Α'μερος-κεφαλαια Δ,Ε και ΣΤ

0 σχόλια
Ιουλιος Βερν

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.


Η σωματεμπορεία ενεργείται εισέτι εν μεγάλη κλίμακι καθ' όλην την ισημερινήν Αφρικήν. Μεθ' όλην την επιτήρησιν των αγγλικών και γαλλικών καταδρομικών, πλοία, πλήρη δούλων εγκαταλείπουσι κατ' έτος τας ακτάς της Αγγόλας ή της Μοζαμβίκης όπως μεταφέρωσι μαύρους εις διάφορα μέρη του κόσμου, και, οφείλομεν να το είπωμεν, του πεπολιτισμένου κόσμου.
Ο πλοίαρχος Χουλ δεν ηγνόει τούτο.
Καίτοι τα παράλια εκείνα δεν εσυχνάζοντο συνήθως υπό των σωματεμπόρων, εσκέφθη μήπως οι μαύροι τους οποίους διέσωσεν ήσαν οι επιζώντες έκ τινος φορτίου δούλων, τους οποίους ο Βάλδεκ έμελλε να πωλήση είς τινα αποικίαν του Ειρηνικού. Όπως δήποτε, εάν τούτο ήτο αληθές, οι μαύροι εκείνοι εγίνοντο ελεύθεροι διά τούτο και μόνον ότι επάτησαν εις το πλοίον του, και επόθει να τοις αναγγείλη τούτο.
Εν τω μεταξύ, μετά πάσης σπουδής εδόθησαν αι πρώται βοήθειαι εις τους ναυαγούς του Βάλδεκ. Η κυρία Βέλδων βοηθουμένη υπό της Ναν και του Δικ Σανδ, τους επότισαν ολίγον καλόν ύδωρ δροσερόν, του οποίου είχον στερηθή πολλών ημερών, το ύδωρ δε εκείνο μετά τινος τροφής ήρκεσε να τους ανακαλέση εις την ζωήν.
Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εξηκοντούτης περίπου, ηδυνήθη μετ' ολίγον να ομιλήση και να αποκριθή αγγλιστί εις τας απευθυνθείσας αυτώ ερωτήσεις.
 — Το πλοίον το οποίον σας μετέφερε συνεκρούσθη; ηρώτησε κατά πρώτον ο πλοίαρχος Χουλ.
 — Ναι, απήντησεν ο Γέρων μαύρος. Προ δέκα ημερών το πλοίον μας συνεκρούσθη κατά τινα νύκτα σκοτεινοτάτην. Ημείς εκοιμώμεθα.
 — Αλλ' οι άνθρωποι του Βάλδεκ τι έγειναν;
 — Δεν ήσαν πλέον εκεί, κύριε, όταν οι σύντροφοί μου και εγώ ανέβημεν επί του καταστρώματος.
 — Ηδυνήθη λοιπόν το πλήρωμα να πηδήση εις το πλοίον το οποίον συνεκρούσθη μετά του Βάλδεκ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ.
Ίσως, και μάλιστα πρέπει να το ελπίζωμεν.
 — Και το πλοίον εκείνο, μετά την σύγκρουσιν, δεν επανήλθε διά να σας περισυλλέξη;
 — Μήπως εναυάγησε και εκείνο;
 — Δεν εναυάγησεν, απεκρίθη ο γέρων μαύρος σείων την κεφαλήν, επειδή το είδομεν να φεύγη εις το σκότος.
Το γεγονός τούτο όπερ επεβεβαιώθη παρ' όλων των επιζησάντων εκ του Βάλδεκ, δύναται να φανή απίστευτον. Εν τούτοις είναι αληθέστατον, ότι οι πλοίαρχοι, μετά τινα φοβεράν σύγκρουσιν, οφειλομένην εις την αφροσύνην των, έφυγον πολλάκις χωρίς να ανησυχήσωσι περί των ατυχών εκείνων τους οποίους εξέθεσαν εις κίνδυνον, χωρίς να τους βοηθήσωσιν.
Ό,τι αμαξηλάται πράττουσι το αυτό επί της δημοσίας οδού και αφίνουσιν εις άλλους την φροντίδα να επανορθώσωσι το δυστύχημα όπερ επροξένησαν, τούτο είναι αξιοκατάκριτον, αν και τα θύματά των είναι βέβαια ότι θα εύρωσιν άμεσον βοήθειαν. Αλλ' ότι άνθρωποι εγκαταλείπουσιν ούτω ανθρώπους εν θαλάσση, δεν είναι τούτο αίσχος;
Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ εγίνωσκε πολλά παραδείγματα τοιαύτης απανθρωπίας, και εδέησε να είπη εις την κυρίαν Βέλδων ότι τοιαύτα γεγονότα υπήρχον, όσω και αν εφαίνοντο τερατώδη, ευτυχώς σπάνια.
Έπειτα επαναλαμβάνων.
 — Πόθεν ήρχετο ο Βάλδεκ; ηρώτησεν.
 — Από την Μελβούρνην.
 — Δεν είσθε λοιπόν δούλοι; . . ,
 — Όχι, κύριε! απεκρίθη ζωηρώς ο γέρων μαύρος ανατιναχθείς όρθιος. Είμεθα υπήκοοι της Πολιτείας της Πενσυλβανίας και πολίται της ελευθέρας Αμερικής!
 — Φίλοι μου, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ πιστεύσατε ότι δεν διακινδυνεύετε την ελευθερίαν σας μεταβιβασθέντες εις το αμερικανικόν βρίκιον «Πίλγριμ».
Τωόντι οι πέντε μαύροι τους οποίους μετέφερε το Βάλδεκ ανήκον εις την Πολιτείαν της Πενσυλβανίας.
Ο γηραιότερος πωληθείς εν Αφρική ως δούλος εις ηλικίαν έξ ετών και μεταφερθείς εις τας Ηνωμένας Πολιτείας είχεν απελευθερωθή από πολλών ήδη ετών δυνάμει του περί καταργήσεως της δουλείας νόμου. Οι σύντροφοι αυτού, πολλώ νεώτεροι αυτού, υιοί δούλων απελευθέρων προ της γεννήσεως των είχον γεννηθή ελεύθεροι, και ουδείς λευκός έσχε ποτέ επ' αυτών δικαίωμα ιδιοκτησίας. Ουδέ την των μαύρων γλώσσαν ωμίλουν, ήτις δεν μεταχειρίζεται το άρθρον και γνωρίζει μόνον το απαρέμφατον των ρημάτων, — γλώσσαν ήτις άλλως τε ολίγον κατ' ολίγον εξηφανίσθη από της εποχής του αντιδουλικού πολέμου. Οι μαύροι λοιπόν εκείνοι ελευθέρως είχον εγκαταλίπει τας Ηνωμένας Πολιτείας και ελευθέρως επέστρεφον πάλιν εις αυτάς.
Ως δε επληροφόρησαν τον πλοίαρχον Χουλ είχον μισθωθή παρά τινι Άγγλω, όστις ήτο κύριος μεγάλων κτημάτων πλησίον της Μελβούρνης, εν τη μεσημβρινή Αυστραλία. Εκεί διήνυσαν τρία έτη ωφεληθέντες πολλά, ότε δε έληξεν η μίσθωσίς των ηθέλησαν να επανέλθωσιν εις την Αμερικήν.
Επεβιβάσθησαν λοιπόν επί του Βάλδεκ, πληρώσαντες τον ναύλον των ως συνήθεις επιβάται. Τη 5 Δεκεμβρίου εγκατέλιπον την Μελβούρνην, και μετά δεκαεπτά ημέρας, κατά τινα νύκτα σκοτεινοτάτην, ο Βάλδεκ συνεκρούσθη μετά τινος μεγάλου ατμοπλοίου.
Οι μαύροι ήσαν εις τας κλίνας των. Ολίγα δευτερόλεπτα μετά την σύγκρουσιν, ήτις υπήρξε τρομερά, ώρμησαν επί του καταστρώματος.
Ήδη οι ιστοί του πλοίου είχον πέσει, και ο Βάλδεκ έκλινε πλαγίως, αλλά δεν εφοβείτο να καταποντισθή, καθότι δεν εισήλθε πολύ ύδωρ εις τον πυθμένα.
Ο πλοίαρχος και το πλήρωμα του Βάλδεκ, όλοι έγιναν άφαντοι. Είτε διότι τινές ερρίφθησαν εις την θάλασσαν, είτε διότι οι άλλοι επήδησαν εντός του συγκρούσαντος πλοίου, όπερ μετά ταύτα έφυγε και δεν επανήλθε πλέον.

Οι πέντε μαύροι είχον μείνει μόνοι εντός του σκάφους ημιβεβυθισμένοι, χίλια διακόσια μίλια μακράν πάσης ξηράς.
Ο γηραιότερος των μαύρων εκείνων εκαλείτο Τωμ.
Η ηλικία του, ως και ο ενεργητικός αυτού χαρακτήρ και η πείρα ην εκτήσατο συνεπεία μακροχρονίου εργασίας, καθίστων αυτόν φυσικόν αρχηγόν των συντρόφων οίτινες ευρίσκοντο μετ' αυτού.
Οι άλλοι μαύροι ήσαν νέοι εικοσιπέντε μέχρι τριάκοντα ετών ηλικίας, και ωνομάζοντο Βαρθολομαίος, υιός του Τωμ, Αυγουστίνος, Ακτέων και Ηρακλής, και οι τέσσαρες εύσωμοι, εύρωστοι και θα ετιμώντο ακριβά εις τας αγοράς της κεντρικής Αφρικής. Ει και είχον μεγάλως υποφέρει, ηδύνατό τις ευκόλως ν' αναγνωρίση εις αυτούς λαμπρά δείγματα της ισχυράς εκείνης φυλής εις τους οποίους ελευθέριος ανατροφή, ληφθείσα εν τοις απειραρίθμοις σχολείοις της Βορείας Αμερικής, είχεν ήδη επιθέσει την σφραγίδα αυτής.
Ο Τωμ και οι σύντροφοί του λοιπόν είχον ευρεθή μόνοι επί του «Βάλδεκ» μετά την σύρραξιν, ουδέ δυνάμενοι καν να το εγκαταλίπουσι, καθότι οι δύο λέμβοι του πλοίου είχον κατακερματισθή εν τη συγκρούσει. Ηναγκάσθησαν δε να περιμένωσι την διάβασιν πλοίου τινός, ενώ το σκάφος των παρεσύρετο ολίγον κατ' ολίγον υπό των ρευμάτων. Η παρέκκλισις εκείνη εξήγει διατί ευρέθη έξω της οδού του, καθότι ο «Βάλδεκ» αποπλεύσας εκ της Μελβούρνης, έδει να ευρίσκεται εις πολύ κατώτερον πλάτος.
Κατά τας δέκα ημέρας, αίτινες παρήλθον μεταξύ της συρράξεως και της στιγμής καθ' ήν το «Πίλγριμ» έφθασεν απέναντι του ναυαγήσαντος πλοίου, οι πέντε μαύροι ετρέφοντο εκ των ολίγων τροφίμων, άτινα εύρον εν τω οψοφυλακίω του τετραγώνου. Αλλά μη δυνηθέντες να εισέλθωσιν εις το τροφοδοτήριον όπερ είχε κατακλυσθή υπό του ύδατος, δεν είχον ουδέν πνευματώδες ποτόν όπως σβύσωσι την δίψαν των, και υπέφερον σκληρώς, καθότι και αυτά τα βυτία του ύδατος, τα δεδεμένα επί του καταστρώματος, είχον καταστραφή κατά την σύγκρουσιν. Από της προτεραίας, ο Τωμ και οι σύντροφοί του, βασανιζόμενοι υπό της δίψης, απώλεσαν τας αισθήσεις και λίαν εγκαίρως έφθασε το «Πίλγριμ».
Τοιαύτη υπήρξεν η διήγησις την οποίαν εν ολίγοις λέξεσιν ο Τωμ είπεν εις τον πλοίαρχον Χουλ. Δεν υπήρχε δε λόγος να αμφιβάλωσι περί της αληθείας των υπό του γέροντος μαύρου λεχθέντων. Οι σύντροφοι αυτού επεβεβαίωσαν όσα είπεν, άλλως τε δε και αυτά τα πράγματα συνηγόρουν υπέρ των δυστυχών εκείνων ανθρώπων.
Έτερον ον, σωθέν εκ του ναυαγίου, θα ωμίλει βεβαίως μετά της αυτής ειλικρινείας, — ήτο ο κύων τον οποίον η θέα του Νεγορού εφαίνετο ότι δυσηρέστει. Αλλ' εις τούτο βεβαίως θα υπήρχεν αντιπάθειά τις αληθώς ανεξήγητος.
Ο Δίγγος — ούτως εκαλείτο ο κύων — ανήκεν εις την φυλήν των μολοσσών της Νέας Ολλανδίας. Εν τούτοις δεν τον είχεν εύρει εις την Αυστραλίαν ο πλοίαρχος του «Βάλδεκ». Προ δύο ετών ο Δίγγος περιπλανώμενος και ημιθανής εκ της πείνης ευρέθη εις τα δυτικά παράλια της Αφρικής παρά το στόμιον του Κόγγου. Ο πλοίαρχος του Βάλδεκ παρέλαβε το ωραίον εκείνο ζώον όπερ μείναν ακοινώνητον εφαίνετο πάντοτε λυπούμενον διά την στέρησιν αρχαίου κυρίου εκ του οποίου θα απεχωρίσθη βιαίως και τον οποίον θα ήτο αδύνατον να επανεύρη εν τη ερήμω εκείνη χώρα. —
Σ. Β. τα δύο ταύτα γράμματα, κεχαραγμένα επί του περιλαιμίου του, ήσαν τα μόνα άτινα συνέδεον το ζώον εκείνο μετά παρελθόντος, ου ματαίως ήθελε ζητήσει τις την εξήγησιν.
Ο Δίγγος, λαμπρόν και ισχυρόν ζώον, μεγαλύτερον ή οι κύνες των Πυρηναίων, ήτο υπερήφανον δείγμα της ποικιλίας των μολοσσών της Νέας Ολλανδίας. Όταν αρθούτο αναρρίπτων οπίσω την κεφαλήν του, εξισούτο προς το ανάστημα ανθρώπου. Η ευκινησία του, οι ισχυροί μύωνές του διέπλασαν αυτό ικανόν να προσβάλλη μετά θάρρους τους θώας ή πάνθηρας και να μη φοβήται και αντιπαραταχθή εις άρκτον. Είχε τρίχωμα πυκνόν, ουράν μακράν και άκαμπτον ως ουράν λέοντος, το δε καθόλου χρώμα του ήτο βαθύ υπόξανθον. Ο Δίγγος μόνον εις το ρύγχος εποικίλλετο διά τινων φαιών κυλίδων. Το ζώον εκείνο, όταν ωργίζετο, ηδύνατο να καταστή φοβερόν, και ως εκ τούτου δύναταί τις να εννοήση ότι ο Νεγορός δεν ήτο ευχαριστημένος εκ της υποδοχής ης έτυχε παρά του ευρώστου εκείνου δείγματος της κυνείου φυλής.
Εν τούτοις ο Δίγγος, εάν δεν ήτο κοινωνικός δεν ήτο όμως κακός. Εφαίνετο μάλλον τεθλιμμένος. Ο γέρων Τωμ παρετήρησεν επί του «Βάλδεκ» ότι ο κύων δεν τους ηγάπα, τους απέφευγεν. Ίσως επί της αφρικανικής εκείνης ακτής όπου περιπλανάτο, υπέστη δεινά τινα υπό των ιθαγενών. Τούτου ένεκα, ει και ο Τωμ και οι σύντροφοι αυτού ήσαν αγαθοί άνθρωποι, ο Δίγγος ουδέποτε τους επλησίαζε. Κατά τας δέκα ημέρας τας οποίας οι ναυαγοί διήλθον επί του Βάλδεκ, έμενε μεμονωμένος, ετρέφετο άδηλον πώς, αλλά και αυτός υπέφερε σκληρώς εκ της δίψης.
Τοιούτοι λοιπόν ήσαν οι επιζήσαντες εκ του ναυγίου εκείνου, τους οποίους η πρώτη βιαιότης της θαλάσσης έμελλε να καταποντίση. Δεν θα παρέσυρε βεβαίως ειμή πτώματα εις τα βάθη του Ωκεανού, εάν η ανέλπιστος έλευσις του «Πίλγριμ», βραδύναντος και τούτου ένεκα της νηνεμίας και των εναντίων ανέμων δεν επέτρεπεν εις τον πλοίαρχον Χουλ να εκτελέση έργον φιλανθρωπίας.
Διά να συμπληρωθή δε το έργον εκείνο δεν έμενεν άλλο ειμή να επαναφερθώσιν εις την ιδίαν των πατρίδα οι ναυαγοί του Βάλδεκ οίτινες εν τω ναυγίω εκείνω απώλεσαν τας οικονομίας τριετούς εργασίας. Ναι, τούτο επρόκειτο να γείνη. Το «Πίλγριμ», αφού απεβίβαζε το φορτίον του εις Βαλπαραΐζον, θα ανέπλεε την αμερικανικήν ακτήν μέχρι της Καλιφορνίας. Εκεί ο Τωμ και οι σύντροφοί του θα εγίνοντο δεκτοί υπό του Ιακώβου Βέλδων, — η αγαθή σύζυγός του τους διεβεβαίωσε περί τούτου, — και εκεί ήθελον προμηθευτή πάντα τα απαιτούμενα όπως επανακάμψωσιν εις την Πενσυλβανίαν.
Οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι, καθησυχάσαντες περί του μέλλοντος, ηυχαρίστησαν την κυρίαν Βέλδων και τον πλοίαρχον Χουλ. Βεβαίως ώφειλον αυτοίς πολλήν ευγνωμοσύνην, μολονότι δε ήσαν πτωχοί μαύροι, ήλπιζαν ότι ίσως ημέραν τινά θα ηδύναντο να αποτίσωσι το χρέος τούτο της ευγνωμοσύνης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.

Σ. Β.

Εν τούτοις το «Πίλγριμ» επανέλαβε τον πλουν αυτού και προσεπάθησε να προχωρήση όσω το δυνατόν προς ανατολάς. Η δυσάρεστος όμως εκείνη επιμονή της νηνεμίας μεγάλως απησχόλει τον πλοίαρχον Χουλ — ουχί διότι ανησύχει ούτος διά μίαν ή δύο εβδομάδας βραδύτητα κατά τον από Νέαν Ζηλανδίαν εις Βαλπαραΐζον διάπλουν, αλλά διά τον επιπρόσθετον κάματον ον η βραδύτης αύτη ηδύνατο να επιφέρη εις την επιβάτιδά του.
Εν τούτοις η κυρία Βέλδων δεν παρεπονείτο και υπέμενε φιλοσοφικώς τα πάντα.
Την αυτήν εκείνην ημέραν, 2 Φεβρουαρίου προς το εσπέρας το ναυάγιον δεν εφαίνετο πλέον.
Ο πλοίαρχος Χουλ ενησχολήθη κατά πρώτον να εγκαταστήση όσω το δυνατόν ανέτως τον Τωμ και τους συντρόφους του.

Η εν είδει κοιτώνος θέσις του πληρώματος επί του καταστρώματος θα ήτο μικρά όπως περιλάβη αυτούς. Τους ετοποθέτησαν λοιπόν υπό την εμπροσθίαν κρηπίδα. Άλλως τε οι αγαθοί εκείνοι άνδρες, συνηθισμένοι εις σκληράς εργασίας δεν ηδύναντο να είναι δύσκολοι, και ένεκα του ωραίου, θερμού και υγιεινού καιρού, η κατοικία εκείνη ηδύνατο να επαρκέση εις αυτούς καθ' όλον τον διάπλουν.
Η εν τω πλοίω ζωή, διακόψασα προς στιγμήν την μονοτονίαν αυτής ένεκα του συμβάντος εκείνου, επανέλαβε την τακτικήν αυτής τροχιάν.
Ο Τωμ, ο Αυγουστίνος, ο Βαρθολομαίος, ο Ακτέων και ο Ηρακλής επεθύμουν να φανώσι χρήσιμοι· αλλ' ένεκα των σταθερών εκείνων ανέμων τα ιστία, άπαξ αναπετασθέντα και δεθέντα, δεν είχον πλέον ανάγκην μετακινήσεως. Εν τούτοις, οσάκις επρόκειτο περί στροφής τινος του πλοίου, ο γέρων μαύρος και οι σύντροφοί του έσπευδον να δώσωσι χείραν βοηθείας εις το πλήρωμα, και πρέπει να ομολογήσωμεν ότι όταν ο κολοσσιαίος Ηρακλής εξετέλει χειρισμόν τινα, διεκρίνετο. Ο ρωμαλέος εκείνος μαύρος υψηλός έξ πόδας, ήξιζεν αυτός μόνον μίαν τροχιλίαν!

Ο ρωμαλέος εκείνος μαύρος ήξιζεν αυτός μόνον μίαν τροχιλίαν
Ήτο χαρά διά τον μικρόν Ζακ να βλέπη τον γίγαντα εκείνον. Ουδόλως τον εφοβείτο, και όταν ο Ηρακλής τον εχόρευεν εις τους βραχίονάς του, ως εάν ήτο νήπιον εκ φελλού, εξερρήγνυτο εις ατελευτήτους γέλωτας.
 — Σήκωσέ με πολύ υψηλά, έλεγεν ο μικρός Ζακ.

 — Ιδού, κύριε Ζακ, απεκρίνετο ο Ηρακλής.
 — Μήπως είμαι βαρύς;
 — Μήτε σας αισθάνομαι.
 — Λοιπόν, ακόμη υψηλότερα! Εις το άκρον του βραχίονός σου!
Και ο Ηρακλής, κρατών τους δύο μικρούς πόδας του παιδίου εντός της πλατείας χειρός του, το περιέφερεν ως πράττει γυμναστής εν ιπποδρομίω. Ο Ζακ έβλεπεν αυτόν μέγαν, μέγαν, και τούτο τον διεσκέδαζε πολύ. Προσεπάθει μάλιστα «να κάμη τον βαρύν», αλλά τούτο ουδέ το ησθάνετο καν ο κολοσσός.
Ο Δικ Σανδ και ο Ηρακλής ήσαν λοιπόν οι δύο φίλοι του μικρού Ζακ. Δεν εβράδυνεν όμως ούτος να λάβη και τρίτον.
Ο τρίτος εκείνος ήτο ο Δίγγος.
Είπομεν ότι ο Δίγγος ήτο ακοινώνητος. Τούτο αποδοτέον βεβαίως εις το ότι η κοινωνία του «Βάλδεκ» δεν τω ήρεσκεν. Εντός του «Πίλγριμ» όμως συνέβη το εναντίον. Πιθανώς ο Ζακ ηδυνήθη να συγκινήση την καρδίαν του ωραίου εκείνου ζώου, όπερ μετ' ολίγον ήρχισε να αισθάνεται ευχαρίστησιν παίζον μετά του μικρού παιδίου εις το οποίον ήρεσκε το παιγνίδιον τούτο. Εννόησαν μετ' ολίγον ότι ο Δίγγος ήτο εξ εκείνων των κυνών οίτινες ιδιαιτέραν κλίσιν αισθάνονται προς τα παιδία. Άλλως τε ο Ζακ ουδέν κακόν τω επροξένει. Η μεγαλειτέρα διασκέδασίς του ήτο να μετασχηματίζη τον Δίγγον εις ταχύν κέλητα, και επιτρέπεται να διαβεβαιώσωμεν ότι ίππος τοιούτου είδους είναι πολύ υπέρτερος τετραπόδου εκ ναστοχάρτου, έστω και αν έχη τροχούς εις πόδας. Ο Ζακ εκάλπαζε λοιπόν επί του κυνός, όστις υπέκυπτεν εκουσίως, και τη αληθεία δεν εβάρυνε περισσότερον παρ' όσον βαρύνει ίππον του ιπποδρομίου το ήμισυ ενός ιπποδρόμου.
Αλλ' επίσης ποίον ρήγμα εγίνετο καθ' εκάστην εις την αποθήκην της σακχάρεως!
Ο Δίγγος εγένετο μετ' ολίγον ο ευνοούμενος όλου του πληρώματος. Μόνος ο Νεγορός εξηκολούθησε να αποφεύγη πάσαν συνάντησιν μετά του ζώου, του οποίου η προς αυτόν αντιπάθεια ήτο πάντοτε τοσούτον ζωηρά όσον και ανεξήγητος.
Εν τούτοις ο μικρός Ζακ δεν παρημέλησε χάριν του Δίγγου τον αρχαίον φίλον του Δικ Σανδ. Όλον τον χρόνον τον οποίον δεν απήτει η υπηρεσία του πλοίου, ο δόκιμος τον διήρχετο μετά του μικρού παιδός.
Εννοείται ότι η κυρία Βέλδων έβλεπε πάντοτε μετά μεγίστης ευχαριστήσεως την οικειότητα ταύτην.
Ημέραν τινά, την 6 Φεβρουαρίου, ωμίλει περί του Δικ Σανδ εις τον πλοίαρχον Χουλ και ο πλοίαρχος υπερεξεθείαζε τον νέον δόκιμον.
 — Αυτός ο νέος, έλεγε προς την κυρίαν Βέλδων, θα γίνη ημέραν τινά καλός ναυτικός, εγγυώμαι περί τούτου. Έχει αληθώς το ένστικον της θαλάσσσης, και διά του ενστίκτου τούτου συμπληροί παν, ό,τι εισέτι κατ' ανάγκην αγνοεί εκ των θεωρητικών πραγμάτων του επαγγέλματος. Ό,τι πράττει ήδη είναι καταπληκτικόν, εάν αναλογισθώμεν τον ολίγον χρόνον καθ' όν εδιδάχθη.
 — Πρέπει να προσθέσωμεν, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, ότι είναι λαμπρόν υποκείμενον, πιστός νέος, πολύ ανώτερος αναλόγως της ηλικίας του και μηδεμίαν επισύρας μομφήν αφότου τον γνωρίζομεν.
 — Είναι τωόντι καλόν υποκείμενον, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ και δικαίως αγαπάται και εκτιμάται παρ' όλων.
 — Μετά το τέλος της θαλασσοπορείας ταύτης, είπεν η κυρία Βέλδων, ηξεύρω ότι ο σύζυγός μου σκοπεύει να τον εισαγάγη εις το σχολείον προς εκμάθησιν της υδρογραφίας, ώστε να δυνηθή βραδύτερον να λάβη πτυχίον πλοιάρχου.
Και ο κ. Βέλδων έχει δίκαιον, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ο Δικ Σανδ θα τιμήση ημέραν τινά το αμερικανικόν ναυτικόν.
 — Ο πτωχός αυτός ορφανός οδυνηρώς ήρχισε τον βίον, παρετήρησεν η κυρία Βέλδων. Πολύ εβασανίσθη.
 — Βεβαίως, κυρία Βέλδων, αλλά τα μαθήματα τον ωφέλησαν. Εννόησεν ότι πρέπει να υπερνικήση τας δυσχερείας του κόσμου, και ευρίσκετο ήδη εις καλήν οδόν.
 — Ναι, την οδόν του καθήκοντος.
 — Ιδέτε τον τώρα, κυρία Βέλδων, επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. Είναι εις το πηδάλιον, το βλέμμα έχων προσηλωμένον επί του ακατίου ιστού. Ουδεμία αφαίρεσις εκ μέρους του, ουδεμία επομένως περιδύνησις του πλοίου. Ο Δικ Σανδ έχει την πείραν γηραιού πηδαλιούχου. Καλή αρχή δι' ένα ναυτικόν. Το επάγγελμα ημών, κυρία Βέλδων, είναι εξ εκείνων τα οποία πρέπει να αρχίση τις από μικρόν παιδίον. Όστις δεν υπήρξε ναυτόπαις, ουδέποτε θα κατορθώση να γίνη τέλειος ναυτικός, τουλάχιστον εις το εμπορικόν ναυτικόν. Όλα πρέπει να γίνωνται μαθήματα, και επομένως όλα να είναι ορμέμφυτα και δικαιολογημένα εις τον ναυτικόν, — πρέπει να αποφασίζη και να εκτελή.
 — Εν τούτοις, πλοίαρχε Χουλ απήντησεν η κυρία Βέλδων, οι καλοί αξιωματικοί δεν ελλείπουσιν από του πολεμικού ναυτικού.
 — Όχι, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ αλλά, κατ' εμέ, οι καλλίτεροι ήρχισαν το στάδιον σχεδόν όλοι εκ παιδικής ηλικίας, και εάν εξαιρέσωμεν τον Νέλσωνα και ολίγους άλλους, οι χειρότεροι δεν είναι εκείνοι οίτινες ήρχισαν από ναυτόπαιδες.
Την στιγμήν εκείνην προέκυψεν εκ του οπισθίου θόλου ο εξάδελφος Βενέδικτος, πάντοτε απερροφημένος υπό των σκέψεων και ήκιστα φροντίζων περί του κόσμου τούτου, ως θα είναι ο προφήτης Ηλίας όταν θα επανέλθη επί της γης.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος ήρχισε να περιδιαβάζη επί του καταστρώματος ως ψυχή κολασμένη, εξετάζων διά βλέμματος τα διαστήματα των παραρρυμάτων, ερευνών υπό τα κλωβία των ορνίθων, περιφέρων την χείρα του επί των ανοιγμάτων των σανίδων οπόθεν η πίσσα είχεν αφαιρεθή.
 — Ε! εξάδελφε Βενέδικτε, ηρώτησεν η κυρία Βέλδων, εξακολουθείτε να ήσθε καλά;
 — Μάλιστα . . . εξαδέλφη Βέλδων . . . είμαι καλά, βεβαίως . . . αλλά πολύ βραδύνω να αποβώ εις την ξηράν.
 — Τι ζητείτε υπό το θρανίον εκείνο, κύριε Βενέδικτε; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ.
 — Έντομα, κύριε! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος. Τι άλλο θέλετε να ζητώ ειμή έντομα;
 — Έντομα! Μα την αλήθειαν, καλώς πράττετε, αλλά εις την θάλασσαν δεν θα δυνηθήτε να πλουτίσετε την συλλογήν σας.
 — Και διατί όχι, κύριε; Δεν είναι αδύνατον να εύρω εις τον πλοίον δείγμα τι του . .
 — Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, τότε λοιπόν καταρασθήτε τον πλοίαρχον Χουλ. Το πλοίον του διατηρείται τόσον καθαρόν, ώστε θα επιστρέψετε άπρακτος εκ του κυνηγίου σας.
Ο πλοίαρχος Χουλ ήρχισε να γελά.
 — Η κυρία Βέλδων μεγαλοποιεί τα πράγματα, είπεν. Εν τούτοις, κύριε Βενέδικτε, πιστεύω ότι θα χάσετε τον καιρόν σας ερευνώντες εις τους θαλάμους μας.
 — Ε! το ηξεύρω καλώς, ανέκραξεν ο εξάδελφος Βενέδικτος υψών τους ώμους. Εις μάτην εκοπίασα.
 — Αλλ' εις το κύτος του «Πίλγριμ», επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ ίσως θα εύρετε ολίγας σίλφας, αντικείμενα άλλως τε ουχί σπουδαία.
 — Ουχί σπουδαία, τα νυκτερινά ταύτα ορθόπτερα άτινα επέσυρον τας αράς του Βιργιλίου και του Ορατίου! απήντησεν ο εξάδελφος Βενέδικτος ανορθούμενος δι' όλου του σώματός του. Ουχί σπουδαία τα έντομα ταύτα, στενοί συγγενείς του «ανατολικού περιπλανήτου» και του «αμερικανικού κακερλάκου», άτινα κατοικούσιν . .
 — Άτινα βρωμούσιν . . . είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
 — Άτινα βασιλεύουσιν εις τα πλοία . . . απήντησεν υπερηφάνως ο εξάδελφος Βενέδικτος.
 — Ωραία βασιλεία!
 — Ε! δεν είσθε εντομολόγος, κύριε;
 — Ουδέποτε δυστυχώς.
 — Λοιπόν, εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, μη εύχεσθε να καταβροχθισθώμεν εξ έρωτος προς την επιστήμην.
 — Δεν εύχομαι τίποτε, εξαδέλφη Βέλδων, απεκρίθη ο ορμητικός εντομολόγος, ειμή να δυνηθώ να προσθέσω εις την συλλογήν μου σπάνιόν τι υποκείμενον όπερ θα τιμήση αυτήν.
 — Δεν είσθε ευχαριστημένος εκ των ευρημάτων της Νέας Ζηλανδίας;
 — Ναι αληθώς, εξαδέλφη Βέλδων, Ευτύχησα να εύρω ένα των νεωτέρων βομβολιών, οίτινες μέχρι τούδε ευρίσκοντο μόνον εκατοστύας τινάς μιλλίων μακρότερον, εις την νέαν Καληδονίαν.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Δίγγος, όστις έπαιζε μετά του Ζακ, επλησίασε πηδών προς τον εξάδελφον Βενέδικτον.
 — Φύγε, φύγε, είπεν ούτος απωθών το ζώον.
 — Να αγαπά τας σίλφας και να αποστρέφεται τους κύνας; ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ω! κύριε Βενέδικτε!
 — Και μάλιστα καλόν κύνα! είπεν ο μικρός Ζακ λαβών εντός των μικρών χειρών του την χονδράν κεφαλήν του Δίγγου.
 — Ναι . . . δεν το αρνούμαι! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Αλλά τι τα θέλετε! Αυτό το διαβολοζώον δεν επραγματοποίησε τας ελπίδας τας οποίας συνέλαβον κατά την συνάντησίν του.
 — Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων, μήπως ελπίζετε να τον κατατάξετε εις την τάξιν των διπτέρων και υμενοπτέρων;
 — Όχι, απήντησε σοβαρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος.
Αλλά δεν είναι αληθές ότι αυτός ο Δίγγος, αν και ήτο φυλής νεοζηλανδικής, ευρέθη επί της δυτικής ακτής της Αφρικής;
 — Ουδέν τούτου αληθέστερον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, και ο Τωμ ήκουσε πολλάκις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ» να το λέγη.
 — Λοιπόν, εσκέφθην . . . ήλπισα . . . ότι ο κύων αυτός, θα είχε μεθ' εαυτού δείγματά τινα ειδικών ημιπτέρων της αφρικανικής εντομολογίας.
 — Ύψιστε Θεέ! ανέκραξεν η κυρία Βέλδων.
 — Και ότι ίσως, προσέθηκεν ο εξάδελφος Βενέδικτος ψύλλος τις διαπεραστικός ή ερεθιστικός, νέου είδους . .
 — Ακούεις, Δίγγε; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ. Ακούεις, σκύλε μου; Παρέλιπες όλα τα καθήκοντά σου.
 — Αλλ' εις μάτην τον εψύλλισα, προσέθηκεν ο εντομολόγος μετά ζωηράς θλίψεως, δεν ηδυνήθην να εύρω ούτε ένα έντομον.
 — Το οποίον ελπίζω ότι αμέσως και ανηλεώς θα εθανατώνετε; ανέκραξεν ο πλοίαρχος Χουλ.
 — Κύριε, απεκρίθη ξηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος, μάθετε ότι ο σιορ Τζων Φραγκλίνος ελυπείτο να φονεύση το ελάχιστον έντομον έστω και αν ήτο κώνωψ αμερικανικός, του οποίου αι προσβολαί είναι πλειότερον επίφοβοι ή αι του ψύλλου, και εν τούτοις δεν θα διστάσετε να συνομολογήσετε ότι ο σερ Τζων Φραγκλίνος ήτο θαλασσινός όσον ουδείς άλλος.
 — Βεβαίως, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ προσκλίνων.
 — Και ημέραν τινά, αφού φρικωδώς κατεφαγώθη υπό τινος διπτέρου, εφύσησεν επ' αυτού και το απεδίωξε λέγων χωρίς μάλιστα να τω ομιλήση εις τον ενικόν αριθμόν: «Υπάγετε! Ο κόσμος είναι αρκούντως μέγας δι' υμάς και δι' εμέ!»
 — Α! είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
 — Ναι, κύριε.
 — Λοιπόν, κύριε Βενέδικτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, άλλος πολύ προ του Τζων Φραγκλίνου είπε τούτο.
 — Άλλος!
 — Ναι, και αυτός ο άλλος είναι ο θείος Τωβίας.
 — Εντομολόγος; ηρώτησε ζωηρώς ο εξάδελφος Βενέδικτος.
 — Όχι, ο θείος Τωβίας της Στερνής, και ο καλός εκείνος θείος είπεν ακριβώς τας αυτάς λέξεις αποδιώκων ένα κώνωπα, όστις τον ηνώχλει, αλλά τον οποίον ενόμισεν ότι ηδύνατο να προσφωνήση εις τον ενικόν αριθμόν:
«Πήγαινε, πτωχέ μου διάβολε, ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος διά να μας χωρέση και σε και εμέ».
 — Λαμπρός άνθρωπος αυτός ο θείος Τωβίας! απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος. Απέθανε;
 — Νομίζω, ανταπήντησε σοβαρώς ο πλοίαρχος Χουλ, επειδή ουδέποτε υπήρξε.
Και όλοι εγέλασαν παρατηρούντες τον εξάδελφον Βενέδικτον.
Ούτω λοιπόν εις τας συνομιλίας ταύτας και πολλάς άλλας, αίτινες εστρέφοντο αναλλοιώτως επί τινος σημείου της εντελούς λογικής επιστήμης, άμα ελάμβανε μέρος ο εξάδελφος Βενέδικτος, διέρρεον αι μακραί ώραι της επιπόνου εκείνης θαλασσοπλοΐας. Η θάλασσα ήτο πάντοτε ωραία, αλλ' οι άνεμοι ηνάγκαζον τον μυοπάρωνα να μη προχωρή. Το «Πίλγριμ» δεν επροχώρει πολύ προς ανατολάς, τόσον η αύρα ήτο ασθενής, και εβράδυνε να φθάση εις τα παράλια εκείνα όπου οι άνεμοι θα ήσαν εις αυτό ευνοϊκώτερον.
Δέον να είπωμεν ενταύθα ότι ο εξάδελφος Βενέδικτος είχεν αποπειραθή να μυήση τον νεαρόν δόκιμον εις τα μυστήρια της εντομολογίας.
Αλλ' ο Δικ Σανδ εφάνη πολύ απειθής εις τας παροτρύνσεις του.
Ελλείψει λοιπόν άλλου, ο επιστήμων επέπεσε κατά των μαύρων, οίτινες δεν ηννόουν τίποτε. Επί τέλους ο Τωμ, ο Ακτέων, ο Βαρθολομαίος και ο Αυγουστίνος ελιποτάκτησαν, ο δε καθηγητής ευρέθη μετά μόνου του Ηρακλέους όστις τω εφαίνετο ότι είχε φυσικάς τινας διαθέσεις να διακρίνη παράσιτον από θυσανούρου.
Ο γιγαντώδης μαύρος έζη λοιπόν εν τω κόσμω των κολεοπτέρων των σαρκοβόρων, των θηρευτών, των κανονοβηλητών, των τεκροθαπτών, των πυγολαμπίδων, των καράβων, των σιλφών, των ασπαλάκων, των μηλονθών, των κανθάρων, των σκοτίων, των σιταροφθειρών, των μυιών, σπουδάζων άπασαν την συλλογήν του εξαδέλφου Βενεδίκτου, χωρίς ούτος να φρικιά οσάκις έβλεπε τα εύθραστα εκείνα δείγματα μεταξύ των χονδρών δακτύλων του Ηρακλέους, άτινα είχον την σκληρότητα και την δύναμιν μαγγάνου.
Αλλ' ο κολοσσιαίος μαθητής ήκουε τοσούτον ευπειθώς τα μαθήματα του καθηγητού, ώστε ήξιζε τη αληθεία να ριψοκινδυνεύσωσί τινα χάριν αυτού.
Ενώ δε ο εξάδελφος Βενέδικτος ειργάζετο τοιουτοτρόπως, η κυρία Βέλδων δεν άφινε τον μικρόν Ζακ εντελώς άνευ ενασχολήσεως.
Εδίδασκεν αυτόν να αναγινώσκη και να γράφη, ο δε φίλος του Δικ Σανδ ανέλαβε την διδασκαλίαν των πρώτων στοιχείων της αριθμητικής.
Εν ηλικία πέντε ετών είναι τις εισέτι μικρόν παιδίον και διδάσκεται καλλίτερον ίσως διά πρακτικών παιγνιδίων ή διά θεωρητικών μαθημάτων, αναγκαίως ολίγον δυσχερών.
Ο Ζακ εμάνθανε να αναγινώσκη ουχί δι' αλφαβηταρίου, αλλά διά γραμμάτων κινητών, τετυπωμένων δι' ερυθρού χρώματος επί ξυλίνων κύβων, ούτως ώστε να σχηματίζωνται λέξεις. Ενίοτε η κυρία Βέλδων ελάμβανε τους κύβους εκείνους και συνέθετε μίαν λέξιν είτα τους ανεμίγνυε και άφινεν εις τον Ζακ την φροντίδα να τους θέση πάλιν εις την απαιτουμένην τάξιν.
Το μικρόν παιδίον πολύ ηγάπα τον τρόπον τούτον του μανθάνειν την ανάγνωσιν. Κάθε ημέραν διήρχετο ώρας τινάς οτέ μεν εις τον θαλαμίσκον οτέ δε εις το κατάστρωμα όπως αναταράσση τα γράμματα του αλφαβήτου του.
Τούτο προεκάλεσεν ημέραν τινά γεγονός τοσούτον παράδοξον, τοσούτον απροσδόκητον, ώστε πρέπει να το αναφέρωμεν μετά τινος λεπτομερείας.
Ήτο η πρωία της 9 Φεβρουαρίου. Ο Ζακ ημικεκλισμένος επί του καταστρώματος, διεσκέδαζε σχηματίζων λέξιν τινά την οποίαν ο γηραιός Τωμ, ώφειλε να ανασχηματίση μετά την ανάμιξιν των γραμμάτων. Ο Τωμ την χείρα έχων επί των οφθαλμών, διά να μη υποκλέψη τι, δεν έπρεπε να ίδη τίποτε και δεν έβλεπε τίποτε εκ της εργασίας του μικρού παιδίου.
Εκ των διαφόρων εκείνων γραμμάτων, πεντήκοντα περίπου τον αριθμόν, τα μεν ήσαν κεφαλαία τα δε μικρά. Προσέτι τινές των κύβων εκείνων έφερον ένα αριθμόν, όπερ επέτρεπε να μανθάνη τις να σχηματίζη λέξεις.
Οι κύβοι εκείνοι ήσαν αραδιασμένοι επί του καταστρώματος, και ο μικρός Ζακ ελάμβανε πότε τον ένα πότε τον άλλον διά να συνθέση την λέξιν του, — τη αληθεία βαρεία εργασία.
Αλλ' από τινων στιγμών ο Δίγγος περιστρέφετο περί το μικρόν παιδίον, ότε αίφνης εστάθη. Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν, ο δεξιός αυτού πους υψώθη, η ουρά του εκινείτο σπασμωδικώς. Είτα αίφνης, ορμήσας επί ενός των ξυλίνων κύβων, τον ήρπασε διά του στόματος του και τον απέθεσεν επί του καταστρώματος ολίγα βήματα μακράν του Ζακ.
Ο κύβος εκείνος έφερε το κεφαλαίον γράμμα Σ.
 — Δίγγε, ε, Δίγγε! ανέκραξε το μικρόν παιδίον νομίσαν κατ' αρχάς ότι ο κύων κατέπιε το Σ εκείνο.
Αλλ' ο Δίγγος είχεν επιστρέψει και αρχίσας πάλιν την αυτήν εργασίαν ήρπασεν άλλον κύβον και τον απέθεσε πλησίον του πρώτου.
Ο δεύτερος εκείνος κύβος ήτο έν Β κεφάλαιον.
Την φοράν ταύτην ο Ζακ εξέβαλε κραυγήν.
Εις την κραυγήν εκείνην, η κυρία Βέλδων, ο πλοίαρχος Χουλ και ο νεαρός δόκιμος, οίτινες περιεφέροντο εις το κατάστρωμα, προσέτρεξαν. Ο μικρός Ζακ διηγήθη τότε εις αυτούς τι είχε συμβή.
Ο Δίγγος εγνώριζε τα γράματά του! Ο Δίγγος ήξευρε να αναγινώσκη. Τούτο ήτο βέβαιον, διότι τον είδεν ο Ζακ.
Ο Δικ Σανδ ηθέλησε να λάβη τους δύο κύβους διά να τους αποδώση εις τον φίλον του Ζακ, αλλ' ο Δίγγος τω έδειξε τους οδόντας.
Εν τούτοις ο δόκιμος κατόρθωσε να ανακτήση τους δύο κύβους και τους έθεσε πάλιν εις το παιγνίδιον.
Ο Δίγγος ώρμησεν εκ νέου, ήρπασε πάλιν τα αυτά δύο γράμματα και τα έφερε μακράν. Την φοράν όμως ταύτην θέσας τους πόδας επ' αυτών, εφαίνετο έχων απόφασιν να τα κρατήση όπως ηδύνατο. Περί δε των άλλων γραμμάτων του αλφαβήτου ουδόλως εφρόντιζεν εάν υπήρχον.
 — Τι περίεργον πράγμα! είπεν η κυρία Βέλδων.
 — Τωόντι πολύ περίεργον, απήντησε, ο πλοίαρχος Χουλ παρατηρών προσεκτικώς τα δύο γράμματα.
 — Σ, Β, — είπεν η κυρία Βέλδων.
 — Σ, Β, — επανέλαβεν ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλ' είναι ακριβώς τα γράμματα τα οποία φέρει το περιδέραιον του Δίγγου!
Είτα αίφνης, στραφείς προς τον γέροντα μαύρον.
 — Τωμ, ηρώτησεν, δεν με είπετε ότι αυτός ο κύων προ ολίγου μόνον καιρού ανήκεν εις τον πλοίαρχον του «Βάλδεκ»;
 — Μάλιστα, κύριε. Ο Δίγγος ευρίσκετο εις το πλοίον μόλις από δύο ετών.
Και δεν προσεθέσατε και ότι ο πλοίαρχος του Βάλδεκ εύρε τον κύνα τούτον εις την δυτικήν παραλίαν της αφρικής;
 — Μάλιστα κύριε, εις τα πέριξ του Κόγγου. Ήκουσα πολλάκις τον πλοίαρχον να το λέγη.
 — Λοιπόν, ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ, ποτέ δεν έμαθον εις ποίον ανήκεν αυτός ο κύων, μήτε πόθεν ήρχετο;
 — Ποτέ, κύριε· σκύλος έκθετος είναι χειρότερον βρέφους εκθέτου. Μήτε σημείωσίς τις επ' αυτού, και το δεινότερον, μήτε δύναται να ομιλήση.
Ο πλοίαρχος Χουλ εσιώπησε και εσκέπτετο.
 — Τα δύο αυτά γράμματα μήπως φέρουσιν εις την μνήμην σας ανάμνησίν τινα; ηρώτησε τον πλοίαρχον Χουλ η κυρία Βέλδων, αφού τον άφησε να σκεφθή επί τινας στιγμάς.
 — Μάλιστα, κυρία Βέλδων, μίαν ανάμνησιν, ή μάλλον σχέσιν τινά παράδοξον.
 — Ποίαν;
 — Τα δύο αυτά γράμματα δύνανται να έχωμεν έννοιάν τινα και να σας φωτίσωσι περί της τύχης τολμηρού τινος περιηγητού.
 — Τι εννοείτε; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
 — Ιδού, κυρία Βέλδων. Κατά το 1871, — επομένως προ δύο ετών — γάλλος περιηγητής, κατ' απαίτησιν της γεωγραφικής εταιρείας των Παρισίων, ανεχώρησε με σκοπόν να διέλθη την Αφρικήν από δυσμών προς ανατολάς. Το σημείον της αναχωρήσεώς του ήτο ακριβώς το στόμιον του Κόγγου. Το σημείον της αφίξεως έπρεπε να είναι το όσω το δυνατόν το ακρωτήριον Δελδάγον, εις τας εκβολάς του Ροβούμα, ούτινος θα ηκολούθει το ρεύμα. Ο γάλλος εκείνος περιηγητής εκαλείτο Σαμουήλ Βερνών.
 — Σαμουήλ Βερνών! επανέλαβεν η κυρία Βέλδων.
 — Μάλιστα, κυρία Βέλδων, και τα δύο ταύτα ονόματα αρχίζουσιν ακριβώς εκ των δύο τούτων γραμμάτων τα οποία εξέλεξεν ο Δίγγος μεταξύ όλων, και τα οποία είναι κεχαραγμένα εις το περιλαίμιόν του.
 — Τωόντι, απήντησεν η κυρία Βέλδων. Και ο περιηγητής εκείνος; . . .
 — Ο περιηγητής εκείνος ανεχώρησεν, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ και δεν ηκούσθη τι πλέον περί αυτού μετά την αναχώρησίν του.
 — Ποτέ; ηρώτησεν ο δόκιμος.
 — Ποτέ, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ.
 — Τι συμπεραίνεται εκ τούτου; ηρώτησεν η κυρία Βέλδων.
 — Ότι ο Σαμουήλ Βερνών προδήλως δεν ηδυνήθη να φθάση εις την ανατολικήν ακτήν της Αφρικής, είτε διότι ηχμαλωτίσθη υπό των ιθαγενών, είτε διότι τον προσέβαλεν ο θάνατος καθ' οδόν.
 — Και τότε ο κύων ούτος; . .

 — Ο κύων ούτος θα τω ανήκεν, ευτυχέστερος δε του κυρίου του, εάν η εικασία μου είναι ορθή, θα ηδυνήθη να επανέλθη εις την παραλίαν του Κόγγου, αφού, καθ' ήν εποχήν συνέβησαν ταύτα, ευρέθη εκεί υπό του πλοιάρχου του «Βάλδεκ».
 — Αλλά, παρετήσεν η κυρία Βέλδων, ηξεύρετε εάν ο άλλος εκείνος περιηγητής συνωδεύετο υπό κυνός κατά την αναχώρησίν του; Μήπως είναι απλή εικασία εκ μέρους σας;
 — Τωόντι είναι απλή εικασία, κυρία Βέλδων, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Αλλά το βέβαιον είναι ότι ο Δίγγος γνωρίζει αυτά τα δύο γράμματα Σ και Β, τα οποία ακριβώς είναι τα αρχικά στοιχεία των δύο ονομάτων του γάλλου περιηγητού. Τώρα, πώς το ζώον έμαθε να τα διακρίνη, τούτο δεν ειμπορώ να εξηγήσω, αλλά, το επαναλαμβάνω, τα γνωρίζει βεβαιότατα, και ιδού όπου τα ωθεί διά του ποδός του και φαίνεται ως εάν μας προσκαλή να τα αναγνώσωμεν μετ' αυτού.
 — Τωόντι, δεν ηδύνατο να απατηθώσιν ως προς την πρόθεσιν του Δίγγου.
 — Ήτο λοιπόν μόνος ο Σαμουήλ Βερνών όταν εγκατέλιπε το παράλιον του Κόγγου; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ.
 — Το αγνοώ, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Εν τούτοις, πιθανόν είναι ότι θα είχε μεθ' εαυτού συνοδείαν ιθαγενών.
 — Κατ' εκείνην την στιγμήν ο Νεγορός, αφήσας την θέσιν του, εφάνη επί του καταστρώματος. Κατ' αρχάς ουδείς εννόησε την παρουσίαν του και ουδείς είδε το αλλόκοτον βλέμμα το οποίον έρριψεν επί του κυνός όταν παρετήρησε τα δύο γράμματα προ των οποίων ούτος ίστατο. Αλλ' ο Δίγγος, αναγνωρίσας τον μάγειρον, ήρχισε να δίδει σημεία εσχάτης μανίας.
 — Ο Νεγορός επέστεψεν αμέσως εις την θέσιν του πληρώματος ουχί άνευ ακουσίου τινός απειλητικού κινήματος προς τον κύνα.

ουχί άνευ ακουσίου τινός απειλητικού κινήματος προς τον κύνα
 — Υπάρχει μυστήριόν τι! εψιθύρισεν ο πλοίαρχος Χουλ, ον δεν διέλαθεν ουδέν των της σκηνής εκείνης.
 — Αλλά, κύριε, είπεν ο δόκιμος, δεν είναι παράξενον κύων να δύναται να αναγνωρίζη γράμματα του αλφαβήτου;
 — Όχι! ανέκραξεν ο μικρός Ζακ. Η μήτηρ μου πολλάκις με διηγήθη την ιστορίαν κυνός ο οποίος ήξευρε ν' αναγινώσκη και να γράφη και μάλιστα να παίζη δόμινον ως αληθής διδάσκαλος σχολείου.
 — Φίλτατόν μου τέκνον, απεκρίθη η κυρία Βέλδων μειδιώσα, ο κύων εκείνος όστις ωνομάζετο Μόνιτος δεν ήτο τόσον σοφός όσον νομίζεις. Εάν πιστεύσω όσα με διηγήθησαν, δεν ηδύνατο να συνθέση την λέξιν του. Αλλ' ο κύριός του, επιτήδειος Αμερικανός, παρατηρήσας πόσον ο Μόνιτος είχεν οξείαν την ακοήν, επεμελήθη να εξασκήση την αίσθησιν εκείνην και να εξαγάγη περιεργότατα αποτελέσματα.
 — Και τι έπρατε, κυρία Βέλδων; ηρώτησεν ο Δικ Σανδ αισθανθείς ενδιαφέρον προς την διήγησιν σχεδόν όσον και ο μικρός Ζακ.
 — Ιδού, φίλε μου. Όταν ο Μόνιτος επρόκειτο να «εργασθή» ενώπιον του κοινού, γράμματα όμοια προς ταύτα ετίθεντο επί τραπέζης. Επί της τραπέζης εκείνης ο κύων περιεφέρετο, περιμένων να τω προταθή λέξις τις είτε υψηλοφώνως είτε χαμηλοφώνως, υπό τον όρον όμως να γινώσκη την λέξιν ταύτην ο κύριός του.
 — Ώστε, απόντος του κυρίου του . . .
 — Ο κύων δεν θα ηδύνατο να πράξη τίποτε, απεκρίθη η κυρία Βέλδων, και ιδού διατί. Τιθεμένων των γραμμάτων επί της τραπέζης, ο Μόνιτος περιεφέρετο διά μέσου του αλφαβήτου εκείνου, άμα δε έφθανεν ενώπιον του γράμματος όπερ έπρεπε να εκλέξη ίστατο· αλλ' εάν ίστατο, έπραττε τούτο διότι ήκουε τον ανεπαίσθητρν εις πάντα άλλον κρότον οδοντογλυφίδος, τον οποίον έκαμνεν εις το θυλάκιόν του ο Αμερικανός. Ο κρότος εκείνος ήτο διά τον Μόνιτον σύνθημα να λάβη το στοιχείον και να το θέση εις την πρέπουσαν τάξιν.
 — Και ιδού όλον το μυστικόν! ανέκραξεν ο Δικ Σανδ.
 — Ιδού όλον το μυστικόν, απήντησεν η κυρία Βέλδων, ως παν ό,τι γίνεται εν τη ταχυδακτυλουργική τέχνη. Εν απουσία του Αμερικανού ο Μόνιτος δεν θα ήτο πλέον Μόνιτος. Εκπλήττομαι λοιπόν πώς, ενώ ο κύριός του δεν είναι εδώ, — εάν εν τούτοις ο περιηγητής Σαμούλ Βερνών υπήρξε ποτε κύριός του, — ο Δίγγος ειμπορεί να αναγνωρίση τα δύο ταύτα γράμματα.
 — Τωόντι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι πολύ παράδοξον. Παρατηρήσατε όμως καλώς, ενταύθα δεν πρόκειται ειμή περί δύο μόνον γραμμάτων, δύο ειδικών γραμμάτων, και ουχί λέξεως τυχαίως εκλεγομένης. Μεθ' όλα ταύτα, ο κύων εκείνος όστις εκτύπα την θύραν του μοναστηρίου διά να λάβη το διά τους πτωχούς διαβάτας προωρισμένον φαγητόν, και ο άλλος εκείνος όστις επιφορτιζόμενος μετά τινος ομοίου του να στρέφη τον οβελόν ημέραν παρ' ημέραν, ηρνείτο να πράξη τούτο όταν δεν ήτο η σειρά του, οι δύο εκείνοι κύνες, λέγω, ήσαν νοημονέστεροι του Δίγγου. Άλλως τε ευρισκόμεθα ενώπιον γεγονότος αδιαφιλονικήτου. Εξ όλων των γραμμάτων του αλφαβήτου τούτου, ο Δίγγος εξέλεξε μόνον τα δύο ταύτα Σ και Β. Τα άλλα φαίνεται ότι μήτε τα γνωρίζη καν. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνωμεν ότι δι' αιτίαν άγνωστον εις ημάς, η προσοχή του είχε προσηλωθή επί των δύο τούτων γραμμάτων.
 — Α! πλοίαρχε Χουλ είπεν ο νεαρός δόκιμος, εάν ο Δίγγος, ηδύνατο να ομιλήση! . . . Ίσως θα μας έλεγε τι σημαίνουσιν αυτά τα δύο γράμματα, και διατί δεικνύει τους οδόντας του εις τον μάγειρόν μας.
 — Και τι οδόντας! απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, καθ' ήν στιγμήν ο Δίγγος, ανοίξας το στόμα, εδείκνυε τας φοβεράς αρπάγας του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.

ΦΑΛΑΙΝΑ ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

Ευκόλως δύναταί τις να φαντασθή ότι το παράδοξον εκείνο συμβεβηκός υπήρξε πλέον ή άπαξ των συνδιαλέξων αίτινες εγίνοντο εις την πρύμνην του «Πίλγριμ» μεταξύ της κυρίας Βέλδων, του πλοιάρχου Χουλ και του νεαρού δοκίμου.
Ούτος, μάλλον ιδιαιτέρως, ησθάνθη ορμέμφυτον δυσπιστίαν προς τον Νεγορόν, του οποίου εν τούτοις η διαγωγή ουδεμιάς μομφής ήτο αξία.
Εις την πρώραν συνδιελέγοντο ωσαύτως περί τούτου, αλλά δεν εξήγον τα αυτά συμπεράσματα.
Εκεί, υπό των ανθρώπων του πληρώματος, ο Δίγγος εθεωρείτο απλούστατα ως κύων να αναγινώσκη και ίσως μάλιστα να γράφη καλλίτερον πολλών ναυτών του πλοίου, και εάν δεν ωμίλει, τούτο εσήμαινεν ότι κατά πάσαν πιθανότητα είχεν ισχυρούς λόγους να σιωπά.
 — Αλλ' ημέραν τινά, είπεν ο πηδαλιούχος Βόλτων, ημέραν τινά αυτός ο σκύλος θα μας ερωτήση πού διευθυνόμεθα, εάν ο άνεμος είναι βορειοδυτικός ή βορειανατολικός, και θα χρειασθή να τω αποκριθώμεν.
 — Υπάρχουσι ζώα τα οποία λαλούσιν, είπεν άλλος ναύτης, κίσσαι, παπαγάλοι. Λοιπόν διατί και σκύλος να μη κάμνη το αυτό, εάν του ήρχετο επιθυμία; Δυσκολώτερον είναι να ομιλήση τις με το ράμφος ή με το στόμα.

 — Βεβαιότατα, είπεν ο ναύκληρος Χούβικ. Αλλά τούτο ποτέ δεν το είδε τις.
Πολύ θα εξέπληττέ τις τους αγαθούς εκείνους άνδρας εάν τοις έλεγεν ότι επιστήμων τις Δανός είχεν κύνα, όστις επρόφερεν ευδιακρίτως περί τας είκοσι λέξεις.
Αλλ' εκ τούτου μέχρι του να εννοή ό,τι έλεγεν, υπήρχεν άβυσσος.
Προδήλως ο κύων εκείνος, του οποίου η γλωττίς ήτο πεπλασμένη εις τρόπον ώστε να δύναται να προφέρη ήχους κανονικούς, ουδόλως εννόει την σημασίαν αυτών, ως οι ψιττακοί, οι κολοσοί και αι κίσσαι.
Η φράσις παρά τοις ζώοις τούτοις, δεν είναι άλλο τι ειμή είδος τι κελαδήματος ή κραυγών λαλουμένων ληφθεισών εκ ξένης γλώσσης της οποίας δεν έχουσι την έννοιαν.
Όπως δήποτε ο Δίγγος εγένετο ο ήρως του πλοίου ένεκα του οποίου όμως ουδόλως υπερηφανεύετο.
Πολλάκις ο πλοίαρχος Χουλ επανέλαβε το πείραμα.
Οι ξύλινοι κύβοι του αλφαβήτου ετίθεντο ενώπιον του Δίγγου, και πάντοτε, άνευ λάθους, άνευ δισταγμού τα δυο γράμματα Σ και Β εξελέγοντο μεταξύ όλων υπό του παραδόξου ζώου, χωρίς τα άλλα να ελκύωσί ποτε την προσοχήν του.
Το πείραμα τούτο πολλάκις επανελήφθη ενώπιον του εξαδέλφου Βενεδίκτου, αλλ' ούτος ουδέν έδειξεν ενδιαφέρον.
 — Εν τούτοις, ηξίωσε να είπη ημέραν τινά, δεν πρέπει να πιστεύσωμεν ότι μόνοι οι κύνες έχουσι το πλεονέκτημα να είναι νοήμονες κατά τοιούτον τρόπον. Και άλλα ζώα τους ομοιάζουσιν, ακολουθούντα απλώς το ορμέμφυτόν των. Τοιούτον είναι οι ποντικοί, οι οποίοι εγκαταλείπουσι το προωρισμένον να καταποντισθή εις την θάλασσαν πλοίον· τοιούτοι είναι οι κάστορες, οίτινες προβλέπουσι την αύξησιν των υδάτων και εγείρουσιν υψηλότερα προχώματα· τοιούτοι ήσαν οι ίπποι του Νικομήδους, του Σκερδέρμπεη και του Οππιανού, οίτινες τόσην λύπην ησθάνθησαν ώστε απέθανον μετά τον θάνατον των κυρίων των, τοιούτοι είναι οι όνοι, τοσούτον θαυμαστοί διά την μνήμην των, και τόσα άλλα τέλος ζώα, άτινα ετίμησαν το ζωικόν βασίλειον. Δεν είδομεν πτηνά, θαυμασίως δεδιδαγμένα, άτινα γράφουσιν απταίστως λέξεις καθ' υπαγόρευσιν των διδασκάλων των, κακατόας αίτινες μετρούσι τόσον καλώς όσον λογιστής του γραφείου των γεωγραφικών πλατών όλα τα έν τινι αιθούση παρόντα πρόσωπα; Δεν υπήρξε ψιττακός, αγορασθείς αντί εκατόν χρυσών σκούδων, όστις χωρίς να παραλείψη μήτε λέξιν, έλεγεν εις τον καρδινάλιον τον κύριόν του όλον το Σύμβολον των αποστόλων; Τέλος, η νόμιμος υπερηφάνεια ενός εντομολόγου δεν πρέπει να φθάνη εις το έπακρον, όταν βλέπη απλά έντομα παρέχοντα αποδείξεις νοημοσύνης ανωτέρας και επιβεβαιούντα ευγλώττως το αξίωμα:
Εν ελαχίστοις μέγας ο Θεός
τους μύρμηκας εκείνους οίτινες θα ηδύναντο να παραβληθώσι προς τους επισημοτάτους των μεγαλειτέρων πόλεων, τους υδροβίους εκείνους αργυρονήτους οι οποίοι κατασκευάζουσι καταβυθιστικούς κώδωνας, τους ψύλλους εκείνους οίτινες σύρουσιν αμάξας ως αληθείς αμαξηλάται, οίτινες εκτελούσι γυμνάσια τόσον καλώς όσον οι καραβινοφόροι, οίτινες κανονιοβολούσι καλλίτερον ή οι πτυχιούχοι πυροβοληταί του Βεστποέν (12) ; Όχι, ο Δίγγος ούτος δεν είναι άξιος τοσούτων επαίνων, και εάν είναι τόσον δυνατός εις το αλφάβητον, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανήκει εις είδος τι μολοσσών, μη ταξινομηθείς εν τη ζωολογική επιστήμη, «τον αλφαβητικόν κύνα» της Νέας Ζηλανδίας.
Μεθ' όλας τας ομιλίας ταύτας και άλλας του φθονερού εντομολόγου, ο Δίγγος δεν απώλεσε την κοινήν υπόληψιν και εξηκολούθησε να θεωρήται ως φαινόμενον εν τοις συνομιλίαις όλου του πληρώματος.
Εν τούτοις πιθανόν ότι ο Νεγορός δεν συνεμερίζετο τον γενικόν ενθουσιασμόν προς το ζώον.
Ίσως μάλιστα το εύρισκεν υπέρ το δέον νοήμον.
Όπως δήποτε, ο κύων εδείκνυε πάντοτε την αυτήν αντιπάθειαν κατά του μαγείρου, και βεβαίως θα εκινδύνευε να πάθη κακόν τι, εάν δεν ήτο αφ' ενός μεν κύων ικανός να προστατεύση εαυτόν, αφ' ετέρου δε προστατευόμενος υπό της συμπαθείας όλων των εν τω πλοίω.
Ο Νεγορός απέφευγε πλειότερον ή άλλοτε να ευρεθή επί παρουσία του. Ο Δικ Σανδ δεν έλειψε να παρατηρήση ότι από του συμβάντος των δύο γραμμάτων η αμοιβαία αντιπάθεια του ανθρώπου και του κυνός είχεν αυξήσει. Τούτο ήτο αληθώς ανεξήγητον.
Τη 10 Φεβρουαρίου ο βορειανατολικός άνεμος, όστις μέχρι τότε είχε διαδεχθή τας μακράς και απελπιστικάς νηνεμίας, κατά την διάρκειαν των οποίων το «Πίλγριμ» έμενεν ακίνητον, ηλαττώθη επαισθητώς.
Ο πλοίαρχος Χουλ ηδυνήθη λοιπόν να ελπίζη ότι μεταβολή τις εις την διεύθυνσιν των ατμοσφαιρικών ρευμάτων έμελλε να παραχθή και ίσως ο μυοπάρων θα έπλεε τέλος πλησίστιος.
Η εξ Ωκλάνδης αναχώρησίς του εχρονολογείτο από δέκα εννέα ημερών μόνον. Η βραδύτης άρα δεν ήτο μεγάλη, το δε «Πίλγριμ», χάρις εις τα καλά αυτού ιστία, θα ηδύνατο τη βοηθεία πλαγίου ανέμου να ανακτήση ευκόλως τον απολεσθέντα χρόνον. Αλλ' έπρεπε να περιμένη ολίγας ημέρας μέχρις ου πνεύσωσι σταθερώς οι δυτικοί άνεμοι.
Το μέρος εκείνο του Ειρηνικού ήτο πάντοτε έρημον. Ουδέν πλοίον εφαίνετο εις τα παράλια εκείνα. Ήτο πλάτος εντελώς εγκαταλελειμμένον υπό των θαλασσοπόρων. Οι φαλαινοθήραι των μεσημβρινών θαλασσών δεν ετόλμων εισέτι να διέλθωσι τον τροπικόν.
Οι εν τω «Πίλγριμ» λοιπόν, οίτινες ένεκεν ιδιαιτέρων περιστάσεων ηναγκάσθησαν να εγκαταλείπωσι τα μέρη της αλιείας προ του τέλους της εποχής, δεν έπρεπε να ελπίζωσιν ότι ήθελον συναντήσει πλοίον τι εκεί.
Όσον δ' αφορά τα υπερειρηνικά ατμόπλοια, είπομεν ήδη ότι ταύτα δεν ηκολούθουν παράλληλον τόσω υψηλήν κατά τους διάπλους αυτών μεταξύ της Αυστραλίας και της αμερικανικής ηπείρου.
Εν τούτοις, ένεκεν αυτής ταύτης της ερημίας της θαλάσσης πρέπει να ερευνήσωμεν αυτήν μέχρι των τελευταίων ορίων του ορίζοντος. Όσον μονότονος και αν δύναται να φανή εις τα απρόσεκτα πνεύματα, τόσον απείρως ποικίλη είναι δι' εκείνον όστις δύναται να την εννοήση. Αι μάλλον αδιόρατοι μεταβολαί θέλγουσι τας φαντασίας εκείνας αίτινες εννοούσι τας ποιήσεις του Ωκεανού. Θαλάσσιον φυτόν φερόμενον επί των κυμάτων, κλάδος βρύου του οποίου η ελαφρά πορεία ποικίλλει την επιφάνειαν της θαλάσσης, τεμάχιον σανίδος του οποίου θα ήθελέ τις να μάθη την ιστορίαν, δεν χρειάζονται περισσότερα. Προ του απείρου εκείνου, το πνεύμα υπ' ουδενός εμποδίζεται. Η φαντασία έχει ελεύθερον στάδιον. Έκαστον των υδατίνων εκείνων μορίων, άτινα η εξάτμισις ανταλλάσσει συνεχώς μεταξύ της θαλάσσης και του ουρανού, περικλείει ίσως το μυστήριον καταστροφής τινος. Τούτου ένεκα πρέπει να φθονώμεν εκείνους των οποίων η ενδόμυχος σκέψις δύναται να ερευνήση τα μυστήρια του Ωκεανού, τα πνεύματα εκείνα τα υψούμενα από της κινητής επιφανείας μέχρι του ουρανού.
Η ζωή άλλως τε εκδηλούται πάντοτε υπεράνω ως και υποκάτω των θαλασσών.
Οι επιβάται του «Πίλγριμ» ηδύναντο να ίδωσι μικροτάτους ιχθείς καταδιωκωμένους υπό σμήνους πτηνών, εξ εκείνων τα οποία πριν του χειμώνος φεύγουσι το τραχύ κλίμα των πόλεων.
Και πολλάκις ο Δικ Σανδ, άξιος μαθητής του Ζαμ Βέλδων ως προς το αντικείμενον τούτο ως και εις πολλά άλλα, έδωκεν αποδείξεις της θαυμασίας αυτού επιδεξιότητος εις το πυροβόλον ή εις το πιστόλιον, φονεύων τινά των ταχυπτέρων εκείνων πτηνών.
Μεταξύ τούτων ήσαν θαλασσοβάται λευκοί και άλλοι θαλασσοβάτα,ι των οποίων αι πτέρυγες διεγραμμίζοντο εις τα άκρα υπό ταινίας μελαγχρόου.
Ενίοτε ωσαύτως διήρχοντο σμήνη κογχίλων ή λιπαρόχηνες τινές, των οποίων το επί της ξηράς βάδισμα είναι βαρύ και γελοίον.
Εν τούτοις, ως παρετήρησεν ο πλοίαρχος Χουλ οι λιπαρόχηνες εκείνοι, μεταχειριζόμενοι τους πόδας των ως αληθή πτερύγια, δύνανται να προκαλέσωσιν εις το κολύμβημα τους ταχυτέρους ιχθύς, ούτως ώστε και αυτοί οι ναυτικοί τους συγχέουσιν ενίοτε μετά των τρωκτών.
Υψηλότερον, γιγαντιαίοι κλυδωνομάντεις έπληττον τον αέρα διά των πτερύγων των, αίτινες είχον περίμετρον δέκα ποδών, και εκάθηντο είτα επί της επιφανείας των υδάτων, ανακινούντες αυτά διά του ράμφους των όπως εύρωσι την τροφήν των.
Όλαι αύται αι σκηναί παρίστων θέαμα ποικίλλον, όπερ πνεύματα αναίσθητα προς τα θέλγητρα της φύσεως θα εύρισκον μονότονον.
Την ημέραν εκείνην η κυρία Βέλδων περιεφέρετο εις την πρύμνην του «Πίλγριμ», ότε φαινόμενόν τι αρκούντως περίεργον είλκυσε την προσοχήν της.
Τα ύδατα της θαλάσσης εγένοντο σχεδόν αιφνιδίως ερυθρά.
Ηδύνατό τις να νομίση ότι είχον βαφή δι' αίματος και ο ανεξήγητος εκείνος χρωματισμός εξετείνετο όσον μακράν ηδύνατο να φθάση το βλέμμα.
Τότε ο Δικ Σανδ ευρίσκετο μετά του μικρού Ζακ πλησίον της κυρίας Βέλδων.
 — Βλέπεις, Δικ, είπεν εκείνη προς τον νεαρόν δόκιμον, τον αλλόκοτον τούτον χρωματιστόν του Ειρηνικού; Μήπως οφείλεται ούτος εις θαλάσσιόν τι φυτόν;
 — Όχι, κυρία Βέλδων, απεκρίθη ο Δικ Σανδ, ο χρωματισμός ούτος παράγεται υπό μυριάδων μικρών μαλακοδέρμων, διά των οποίων συνήθως τρέφονται τα μεγάλα μαστοφόρα. Οι αλιείς, ουχί άνευ λόγου, ονομάζουσιν αυτά «φαγητόν της φαλαίνης».
 — Μαλακόδερμα! είπεν η κυρία Βέλδων. Αλλ' είναι τόσον μικρά ώστε σχεδόν ηδύνατό τις να τα ονομάση θαλάσσια έντομα. Ο εξάδελφος Βενέδικτος θα υπερευχαριστηθή ίσως εάν συλλέξη ολίγα τινά εξ αυτών.
Και καλούσα:
 — Εξάδελφε Βενέδικτε! εφώνησεν.
Ο εξάδελφος Βενέδικτος εξήλθε του δωματίου σχεδόν συγχρόνως μετά του πλοιάρχου Χουλ.
 — Εξάδελφε Βενέδικτε, είπεν η κυρία Βέλδων, ιδέτε λοιπόν τον μεγάλον εκείνον ερυθρωπόν σωρόν όστις εκτείνεται επ' άπειρον.
 — Ναι, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ είναι το φαγητόν της φαλαίνης. Κύριε Βενέδικτε, ωραία ευκαιρία διά να σπουδάσητε το περίεργον τούτο είδος των μαλακοδέρμων.
 — Ουφ, έκανεν ο εντομολόγος.
 — Πώς ουφ! ανέκραξεν ο πλοίαρχος. Αλλά δεν έχετε το δικαίωμα να εκφράζηται τοιαύτην αδιαφορίαν. Τα μαλακόδερμα ταύτα σχηματίζουσι μίαν των έξ κλάσεων των ενάρθρων, εάν δεν απατώμαι, και ως τοιαύτα . . .
 — Ουφ! έκαμε και πάλιν ο εξάδελφος Βενέδικτος σείων την κεφαλήν . . .
 — Λοιπόν φαίνεσθε ολίγον υπεροπτικός ως εντομολόγος.
 — Εντομολόγος έστω, απεκρίθη ο εξάδελφος Βενέδικτος, αλλ' ειδικώτερον εξαποδιστής, πλοίαρχε Χουλ ευαρεστηθήτε να μη το λησμονήτε.
 — Όπως δήποτε, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, έστω να μη σας ενδιαφέρωσι τα μαλακόδερμα ταύτα, αλλ' εάν είχατε στόμαχον φαλαίνης, το πράγμα θα ήτο διαφορετικόν. Τι λαμπρά εστίασις τότε! — Βλέπετε κυρία Βέλδων, όταν ημείς οι φαλαινοθήραι, κατά την εποχήν της αλιείας, ευρεθώμεν απέναντι τοιαύτης σωρείας τοιούτων μαλακοδέρμων, μόλις λαμβάνομεν καιρόν να ετοιμάσωμεν τας αρπάγας και τας ορμιάς ημών. Είμεθα βέβαιοι ότι το θήραμα δεν είναι μακράν.
 — Είναι δυνατόν τόσω μικρά ζώα να δύνανται να τρέφωσι τόσω μεγάλα; είπεν ο Ζακ.
 — Ε! τέκνον μου, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ μικροί κόκκοι σιμιγδάλεως, αλεύρου, αμύλου, δεν απαρτίζουσιν ωραίον ζωμόν; Ναι, η φύσις ούτως ηθέλησεν. Όταν φάλαινά τις πλέη εν μέσω των ερυθρών τούτων υδάτων, ο ζωμός αυτής είναι έτοιμος, δεν έχει να πράξη άλλο ειμή να ανοίξη το μέγα στόμα της. Μυριάδες μαλακοδέρμων εισέρχονται εκεί, τα απειράριθμα γένεια δι' ων είναι πεπροικισμένος ο ουρανίσκος του ζώου εκτείνονται ως δίκτυα αλιέως, ουδέν δύναται να εξέλθη εκείθεν, και η μάζα των μαλακοδέρμων καταβυθίζεται εις τον ευρύχωρον στόμαχον της φαλαίνης απαραλλάκτως ως ο ζωμός του γεύματος εις τον ιδικόν μας.
 — Πρέπει να σκεφθής, Ζακ, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ, ότι η κυρία φάλαινα δεν χάνει τον καιρόν της εις το να καθαρίζη έν προς έν αυτά τα μαλακόδερμα, ως υμείς καθαρίζετε τας καρίδας.
 — Προσθέτω, είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ότι ακριβώς όταν η γιγαντιαία αύτη λαίμαργος ασχολήται κατ' αυτόν τον τρόπον, είναι ευκολώτερον να την πλησιάση τις χωρίς να διεγείρη την δυσπιστίαν της. Είναι λοιπόν η καταλληλοτέρα στιγμή διά να την ακοντίση τις μετά τινος επιτυχίας.
Την στιγμήν εκείνην, και οιονεί προς επικύρωσιν των λόγων του πλοιάρχου Χουλ η φωνή ναύτου ηκούσθη εις την πρώραν του πλοίου.
 — Μία φάλαινα εμπρός αριστερά!
Ο πλοίαρχος Χουλ ανετινάχθη.
 — Φάλαινα; ανέκραξε.
Και ωθούμενος υπό του φαλαινοθηρευτικού του ορμεμφύτου, ώρμησεν εις τα πρυμνήσια του «Πίλγριμ».
Η κυρία Βέλδων, ο Ζακ, ο Δικ Σανδ και αυτός ο εξάδελφος Βενέδικτος τον ηκολούθησαν αμέσως . .
Πράγματι εις απόστασιν τεσσάρων μιλλίων αναβρασμός τις εμαρτύρει ότι μέγα τι θαλάσσιον μαστοφόρον εκινείτο εν τω μέσω των ερυθρών υδάτων.
Καθό φαλαινοθήραι δεν ηδύναντο να απατηθώσιν.
Αλλ' η απόστασις ήτο πολύ μεγάλη έτι, ώστε δεν ηδύνατο να γνωρίσωσι το είδος, εις ό ανήκε το μαστοφόρον εκείνο.
Τωόντι τα είδη ταύτα είναι λίαν διακεκριμμένα.
Μήπως ήτο φάλαινά τις εκ των γνησίων εκείνων, τας οποίας μάλλον ιδιαιτέρως επιζητούσιν οι αλιείς των βορείων θαλασσών;
Τα κήτη ταύτα, από των οποίων ελλείπει το ραχιαίον πτερύγιον, αλλά των οποίων το δέρμα περικαλύετε παχύ στρώμα λίπους, δυνατόν να έχωσι μήκος ογδοήκοντα ποδών, ει και ο μέσος όρος δεν υπερβαίνει τους εξήκοντα, και τότε έν μόνον των τεράτων εκείνων παρέχει εκατόν βαρέλια ελαίου.
Ή μήπως ήτο πτεροφάλαινα, ης το πρώτον συνθετικόν του ονόματος θα ηδύνατο να εφελκύση την υπόληψιν του εντομολόγου;
Αύται κέκτηνται ραχιαία πτερύγια, λευκά το χρώμα και μακρά όσον το ήμισυ του σώματος, άτινα ομοιάζουσι προς ζεύγος πτερύγων, — είδος τι πτερωτής φαλαίνης.
Ή μήπως πιθανώτερον ήτο μακροπτερύγιος φάλαινα, έχουσα ραχιαίον πτερύγιον και της οποίας το μήκος είναι ίσον σχεδόν προς το της γνησίας φαλαίνης;
Ο πλοίαρχος Χουλ και το πλήρωμά του δεν ηδύνατο έτι ν' αποφανθώσιν, αλλά παρετήρουν το ζώον μετ' επιθυμίας περισσοτέρας ή θαυμασμού.
Εάν είναι αληθές ότι ο ωρολογοποιός δεν δύναται να απαντήση εκκρεμές χωρίς να αισθανθή την ακαταμάχητον ανάγκην να το εκτείνη, πόσον περισσότερον ο φαλαινοθήρας ευρισκόμενος απέναντι φαλαίνης καταλαμβάνεται υπό επιτακτικής επιθυμίας να συλλάβη αυτήν! Οι κυνηγοί της μεγάλης θήρας είναι ως λέγουσιν ενθερμότεροι ή οι κυνηγοί της μικράς θήρας.
Λοιπόν όσω μεγαλείτερον είναι το ζώον, τόσω περισσότερον διεγείρει την επιθυμίαν! Τι πρέπει να αισθάνωνται τότε οι ελεφαντοθήραι! Πλην τούτου υπήρχεν ωσαύτως και η δυσαρέσκεια ην ησθάνετο το πλήρωμα του «Πίλγριμ» ότι επανήρχετο μετά φορτίου ατελούς.

Εν τούτοις ο πλοίαρχος Χουλ προσεπάθει να αναγνωρίση το ζώον το οποίον εφάνη μακράν.
Δεν ήτο ορατόν εκ τοιαύτης αποστάσεως.
Ουχ ήττον ο εξησκημένος οφθαλμός φαλαινοθήρου δεν ηδύνατο να απατηθή έκ τινων λεπτομερειών ευκόλως διακρινομένων μακρόθεν.
Τωόντι η ανάβρασις, ήτοι η ατμώδης και υδατώδης στήλη την οποίαν η φάλαινα εκφυσά διά των ρωθώνων της, ώφειλε να προσελκύση την προσοχήν του πλοιάρτου Χουλ και να τον οδηγήση εις ποίον είδος ανήκε το κήτος εκείνο.
 — Δεν είναι γνησία φάλαινα, ανέκραξεν. Ο αναβρασμός αυτής θα ήτο υψηλότερος και ολιγώτερος ογκώδης. Αφ' ετέρου εάν ο θόρυβος τον οποίον προξενεί ο αναβρασμός ούτος ηδύνατο να παραβληθή προς τον μεμακρυσμένον θόρυβον πυρίνου στόματος, θα έκλινον να πιστεύσω ότι η φάλαινα αύτη ανήκει εις το είδος των πτεροφαλαινών αλλά το πράγμα δεν έχει ούτω, και εάν προσέξη τις, δύναται να βεβαιωθή ότι ο θόρυβος ούτος είναι όλως διαφόρου φύσεως. — Τι φρονείς περί τούτου, Δικ; ηρώτησεν ο πλοίαρχος Χουλ στρεφόμενος προς τον δόκιμον.
 — Πιστεύω, πλοίαρχε, απήντησεν ο Δικ, ότι είναι μακροπτερύγιος φάλαινα. Ιδέτε πώς οι ρώθωνες αυτής αναρρίπτουσι βιαίως εις τον αέρα την θαλασσίαν εκείνην στήλην. Δεν σας φαίνεται ωσαύτως — όπερ και θα εδικαιολόγει την παρατήρησίν μου — ότι η αναπήδησις εκείνη περιέχει περισσότερον ύδωρ ή ατμόν συμπεπυκνωμένον; Και δεν απατώμαι, τούτο είναι ιδιαίτερον προσόν της μακροπτερυγίου φαλαίνης.
 — Τωόντι, Δικ, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ. Δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία. Είναι μακροπτερύγιος η οποία επιπλέει επί της επιφανείας των ερυθρών εκείνων υδάτων.
 — Τι ωραίον που είναι! ανεφώνησεν ο μικρός Ζακ.
 — Ναι, τέκνον μου. Και όταν αναλογίζεται τις ότι το μεγάλον εκείνο ζώον γευματίζει εκεί και ούτε υποπτεύει καν ότι φαλαινοθήραι το παρατηρούσι.
 — Τολμώ να βεβαιώσω ότι η μακροπτερύγιος αύτη φάλαινα είναι μεγάλη, παρετήρησεν ο Δικ Σανδ.
 — Βεβαίως, απεκρίθη ο πλοίαρχος Χουλ, όστις εξηρεθίζετο ολίγον κατ' ολίγον. Της δίδω τουλάχιστον εβδομήκοντα ποδών μήκος.
 — Καλά, προσέθηκεν ο ναύκληρος. Ημίσεια δωδεκάς τοιούτων φαλαινών θα ήρκει διά να φορτώση πλοίον ως το ιδικόν μας.
 — Ναι, θα ήρκει, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ, όστις ανέβη επί της πρώρας διά να βλέπη καλλίτερον.
 — Και με αυτήν, προσέθηκεν ο ναύκληρος, θα συνεπληρούμεν εις ολίγας ώρας το ήμισυ των διακοσίων βαρελίων τα οποία μας λείπουσι.
 — Ναι . . . πράγματι . . . ναι . . . εψιθύριζεν ο πλοίαρχος Χουλ.
 — Τούτο είναι αληθές, επανέλαβεν ο Δικ Σανδ, αλλ' ενίοτε είναι πολύ επικίνδυνον να προσβάλη τις αυτάς τας γιγαντιαίας μακροπτερυγίους.
 — Πολύ επικίνδυνον, πολύ επικίνδυνον, απήντησεν ο πλοίαρχος Χουλ. Αύται αι πτεροφάλαιναι έχουσιν ουράς φοβεράς τας οποίας δεν πρέπει να πλησιάζη τις άνευ προφυλάξεως. Η στερεωτέρα λέμβος δεν θα ηδύνατο να ανθέξη εις έν καλόν κτύπημα αυτής. Αλλ' η ωφέλεια αξίζει τον κόπον.
 — Πα! είπεν είς των ναυτών, μία καλή μακροπτερύγιος είναι ωραίον θήραμα.
 — Και επικερδές! απεκρίνατο άλλος.

 — Θα ήτο κρίμα να μη την χαιρετίσωμεν κατά την διάβασιν.
Ήτο πρόδηλον ότι οι ανδρείοι εκείνοι ναυτικοί εξηρεθίζοντο εις την θέαν της φαλαίνης.
Ήτο ολόκληρον φορτίον βαρελίων ελαίου όπερ εκυμάτιζε πλησίον των χειρών των.
Βεβαίως, ακούων τις αυτούς, δεν είχε να πράξη άλλο ειμή να διευθετήση τα βαρέλια εκείνα εις το κύτος του «Πίλγριμ» όπως συμπληρώση το φορτίον.
Τινές των ναυτών, αναρριχιθέντες επί των σχοινίων του ακατίου ιστού ερρήγνυον κραυγάς επιθυμίας. Ο πλοίαρχος Χουλ όστις δεν ωμίλει, περιέτρωγε τους όνυχάς του.
Υπήρχεν εκεί ακατανίκητος μαγνήτης όστις έσυρε το «Πίλγριμ» και όλον αυτού το πλήρωμα.
 — Μήτερ, μήτερ, ανέκραξε τότε ο μικρός Ζακ, επεθύμουν να είχον αυτήν την φάλαιναν διά να την ιδώ πώς είναι.
 — Α! θέλεις να έχης αυτήν την φάλαιναν, παιδίον μου; Και διατί όχι, φίλοι μου; είπεν ο πλοίαρχος Χουλ, ενδίδων τέλος εις την κρυφίαν επιθυμίαν του! Ναι μεν δεν έχομεν επικούρους αλιείς, αλλ' ημείς μόνοι . . .
 — Ναι! ναι! εφώνησαν οι ναύται ομοθυμαδόν.
 — Δεν θα είναι η πρώτη φορά όπου θα εκτελέσω το έργον του ακοντιστού, προσέθηκεν ο πλοίαρχος Χουλ και θα ιδήτε εάν ηξεύρω εισέτι να ακοντίζω.
 — Ουρρά! ουρρά! απεκρίθη το πλήρωμα.

Συνεχιζετε.....
Αυριο το Ζ,Η και Θ μερος

Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 40:Ο δεκαπενταετης πλοιαρχος-Ιουλιου Βερν,Α'μερος-κεφαλαια Δ,Ε και ΣΤ"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com