Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 26-Λογια της Πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Ε

0 σχόλια

ΚΑΚΟΤΥΧΟΣ

Η «Παντάνασα» το νεόχτιστο μπάρκο του Βάραγγα φρεσκοβαμμένο, σημαιοστόλιστο αρμένιζε με φλόκους και πανιά μέσα στον κόρφο του Γαλαξειδιού. Έκανε το πρώτο ταξείδι του. Χθες μόλις επήρε τη σαβούρα του, εσύναξε όλες τις προμήθιες: ψωμί, τυρί, ελιές, παστά κρέατα, νερό, καφέ και ζάχαρη και με το χάραμα έλυσε τα πρυμόσχοινα. Οι συντοπίτες όλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά χυμένοι έξω στο ακρωτήρι εκύταζαν, το εκαμάρωναν και το κατευόδωναν με την ψυχή τρεμάμενη. Εμείς από μέσα δέκα ναύτες, ο γραμματικός έντεκα και ο καπετάν Δρακόσπιλος δώδεκα μια ερρίχναμε στ' άρμενα και μια στη στεριά.
— Καλό ταξείδι· και καλή αντάμωση!…
— Ναι· καλή αντάμωση!…
Ο Μπουρίνας ο σκύλος μας ετριπόδιζεν απάνω κάτω χαρούμενος κ' εκείνος. Εμπλεκόταν στα πόδια μας, εκατέβαινε στην πλώρη, έμπαινε στου καπετάνιου την κάμαρη, εγύριζε στο μαγεριό, επηδούσε στο τσιμπούκι και γαυ! γαυ! αλύχταγε κατά τις στεριές σαν να τους έλεγε κ' εκείνος: — Καλές αντάμωσες!
Ο ουρανός κατάγλαυκος απάνω· τα νησιά, τ' ακρογιάλια γύρω ήμερα και γελαστά· η θάλασσα χρυσάχτινη. Πρύμος άνεμος εφούσκωνε τα πανιά κ' έσπρωχνε το καράβι γοργό στον δρόμο του. Μα τι τα θέλεις! Με όλη τη χαρούμενη έκφρασι που είχαν ψυχωμένα και άψυχα γύρω, κάτι εκρεμόταν αόρατο ψηλά κ' εκάθιζε μυλόπετρα στην ψυχή μας. Ανεξήγητη ανησυχία εκυρίευε όλων τα νεύρα. Ήταν η πίκρα του χωρισμού; ήταν ο φόβος του κινδύνου; Όχι· δεν το πιστεύω. Αν ήταν η «Παντάνασα» πρωτοτάξειδη εμείς όμως είμαστε παλιοί θαλασσομάχοι. Ο Βάραγγας εδιάλεξε τον αθέρα για να βάλη μέσα. Χρόνια, ταξείδια και θαλασσοδαρμούς δεν ήξευρε ποιος είχε τα περισσότερα. Και οι απέξω που μας κατευόδωναν δεν ήσαν καθόλου άμαθοι. Χίλιες φορές είδαν τον μισεμό και τον γυρισμό μας. Τα δάκρυα και οι χαρές έχασαν το σύνορό τους σε κάθε ναυτικό μέρος. Τραγούδια και μυρολόγια βρίσκονται αδερφωμένα πάντα όπως το κυπαρίσσι θλιμμένο και η ολόδροση τριανταφυλλιά μέσα στο νεκροταφείο.
Δεν ήταν λοιπόν ο μισεμός· ήταν η τύχη του πρώτου μας. Θαλασσινό σαν τον καπετάν Δρακόσπιλο δεν εγέννησε δεύτερον η φύσις. Ζωντανή χάρτα ήταν το κεφάλι του. Πού τα ρέματα, πού ξέρες, πού πάγκοι τα ήξευρε με τον διαβήτη σε Άσπρη και Μαύρη θάλασσα. Τα λιμάνια, τ' ακρωτήρια, τις λένες, τα ρίχη· τα πόρτα ημπορούσε να τα ειπή ένα κ' ένα με τα μίλια τους. Αν ρωτάς για τους ανέμους, αισθανόταν το φύσημά τους τρεις ώρες πριν κινήσει το πρώτο φύλλο. Θάλασσα, ουρανός, στεριές, άστρα, σύγνεφα, του ήλιου ανατολή και βασίλεμα δεν είχαν γι' αυτόν κανένα μυστικό. Εμιλούσαν στην ψυχή του μέσα.
Και δεν τον έφταναν μόνον αυτά· ήθελε περισσότερα. Ήθελε πάντα να μαθαίνη τα μακρινά. Όπου δεν έφτανε το μάτι επετούσε περίεργη η φαντασία του. Άμα εύρισκε κανένα κοσμοπερπατημένον τον ερωτούσε για όλα. Για τους Ωκεανούς, για την Αμερική, για τους Πόλους, για τους πάγους που κατεβαίνουν όγκοι πελώριοι ως στ' ακρογιάλια της Αγγλίας και τα ρέματα που έρχονται Δούναβης από το Μεξικό στη Νορβηγία κ' έχουν το νερό ζεστό και φέρνουν βανάνες, καφέδες, των τροπικών καρπούς στα παγωμένα κλίματα. Όνειρο είχε να κλείση στο κεφάλι του όλη την Υδρόγειο.
Και όμως — θα το πιστέψετε; — αυτός ο θαλασσομάχος ένα καλό δεν είδεν από τη θάλασσα. Δέκα χρόνια καπετάνιος κ' ετρόμαξε τον ναυτόκοσμο με τα ναυάγια. Ένα μπάρκο του μαδέρια το εσκόρπισε η λεονάδα στον Καβοκόρσο. Ένα μπρίκι που είχε μισακό με τον Δήμαρχο το εδάγκωσαν αλύτρωτο οι πέτρες στο Βονιφάτσιο. Του πεθερού του μια γολέτα που εκαπιτάνευε μισθωτός την έφαγεν ο άμμος του Αλαφονησιού. Με κανένα ξύλο δεν ημπόρεσε να τελειώση ταξείδι. Αν εγλύτωνε στο πρώτο την επάθαινε στο δεύτερο. Αν εγλύτωνε και στο δεύτερο στο τρίτο ήταν εξωφλημένος. Εκατάντησε ούτε τ' όνομά του να μη θέλουν ν' ακούσουν οι ναυτικοί. Κανείς καραβοκύρης δεν του έδινε καράβι να κυβερνήση· κανείς ναύτης δεν εμπιστευόταν τη ζωή του. Ακόμη και για επιβάτη δεν τον ήθελαν. Έλεγες καπετάν Δρακόσπιλο και ανατρίχιαζεν όλο το Γαλαξείδι, σαν να επλάκωνε ο Παπακώστας με τους αντάρτες του. Οι καπετάνοι που θα εταξείδευαν εφρόντιζαν να μην τον απαντήσουν στον δρόμο τους. Το είχαν κακοσημαδιά.
Εκείνος τα έβλεπε κ' εστέναζε κατάκαρδα. Δεν επαραπονιόταν όμως γιατί αναγνώριζε το δίκαιό τους. Ήξευρε πως ο ναύτης έχει νόμο την πρόληψη. Ό,τι τον εφούρκιζε και τον απέλπιζε ήταν η τύχη του. Μ' εκείνη επάλαιβε νυχτόημερα στον ύπνο και τον ξύπνο του. Και ο ίδιος επίστεψε πως κάτι κακό εγεννήθηκε στην πλάσι μαζί με τη γέννησί του και τον ακολουθούσε τόρα θαλασσινό στοιχειό, εκδικητικό και παντοδύναμο στα ταξείδια του. Αναγνώριζε ότι δεν είχε πλέον δικαίωμα να συνεπαίρνη στην κακοτυχιά του ξένη περιουσία, με βάσανα και ίδρωτα αποχτημένη και ξένη ζωή πολυάκριβη.
Όμως αυτό ήταν η μεγαλήτερη δυστυχία του. Ήρθε κ' εψυχομαράθηκε· εσούρωσε σαν τον Άρειο. Άρχισε ν' αποφεύγη όχι πλέον τους ξένους αλλά και τους δικούς του. Επήγαινε πάντα μοναχός, εμιλούσεν, εχειρονομούσε πότε δυνατά και ωργισμένα, πότε κουφά και φοβισμένα σαν να ήταν συνωμότης του εαυτού του. Και κάθε ηλιοβασίλεμα εξεκινούσεν από το σπίτι του που ήταν στη Χηρόλακκα ψηλά, εγλύστραγεν αμίλητος στην αγορά, εκατέβαινε στο λιμάνι, έστεκε κατάνακρα στ' ορθολίθι, εκύταζε τη θάλασσα. Εκύταζε κάπου μισή ώρα. Έκανε φτου! φτου!… τρεις φορές· άλλες τρεις την έδερνε με τις πέτρες. Έπειτα πάλιν έπαιρνε τον ανήφορο, εδιάβαινε στην αγορά, έφτανε σπίτι του.
Η γυναίκα του η όμορφη Χρυσούλα, ο γυναικάδερφός του ο Βάραγγας και ο γεροπεθερός του απόμαχος θαλασολύκος, έβλεπαν την κατάστασί του και ήσαν απαρηγόρητοι. Δεν ήξευραν τι να κάμουν πώς να τον σώσουν. Νέος άνθρωπος, βλέπεις, χεροδύναμος, πολυκάτεχος, άτρομος, για τον κίνδυνο και τον αγώνα γεννημένος, πώς ημπορεί να κάθεται άδουλος, περιφρονημένος σαν το άκαρπο δεντρί. Και όχι μόνον οι συγγενείς αλλά και οι ξένοι έπασχαν για την κατάστασί του. Ο ναυτόκοσμος, βλέπεις, καταντά όλος μια οικογένεια. Η τέχνη του, η τύχη του, το σκαφίδι που τον κρατεί και το στοιχειό που τον μάχεται, σμίγει και σφιχτοδένει όλους μαζί μικρούς — μεγάλους στα βρόχια του κινδύνου και των θλίψεων. Ήθελαν πολλοί να τον βγάλουν από τη νέκρα του — να του δώσουν δουλειά — έλα όμως που ετρόμαζαν την τύχη του! Δεν ήταν πράγμα τιποτένιο. Καλά πίσω αν εγύριζε το πλεούμενο. Αν το εκάρφωνε όμως για πάντα σε καμμιά ξέρα;
Εκείνη την εποχή έχτιζε την «Παντάνασσα» ο γυναικάδερφός του στα Καταλονία. Ο πρωτομάστορης έβαλε κάτω όλα του τα σχέδια να το κάμη γερό, κομψό, τέλειο· τα δάση έδωκαν τα καλήτερα ξύλα τους· οι μαστόροι και οι καλαφάτες όλη την τέχνη τους. Ο Βάραγγας εξόδεψεν αλύπητα το έχη του. Επούλησε και κάτι χωράφια που είχε προίκα στη Γλύφα. Ή του ύψους ή του βάθους· — εσυλλογίσθηκε.
Η Χρυσούλα ερρίχθηκε στον αδερφό της κολλιτσίδα:
— Λυπήσου τον, λυπήσου τα παιδιά μου· βάλε τον μέσα γρεντή.
— Μωρέ, αδερφή, τον λυπούμαι μα τι να του κάμω· έλεγεν εκείνος στενοχωρημένος. Βλέπεις που εξόδεψα τα μαλλοκέφαλά μου σ’ αυτό. Θέλεις να μην το ξαναϊδώ; Έχει κακοτυχιά ο άνθρωπος· μάλαμα πιάνει στάχτη γένεται. Δεν τον θέλει η θάλασσα. Ας πιάση στη στεριά δουλειά να τον βοηθήσω όσο μπορώ.
— Τι δουλειά να πιάση; επίμενεν εκείνη κλαίοντας. Μπορεί να κάμη άλλη δουλειά ο ναύτης; Ζη το ψάρι όξω απ’ το νερό;
Θέλοντας και μη τον έβαλε καπετάνιο στην «Παντάνασα» τον Δρακόσπιλο.
— Τήραξε, μωρέ Θύμιο, του είπε πικρογελώντας όταν τον αποχαιρετούσε στην ανεμόσκαλα· τήραξε να μη το κάμης μαδέρια και τούτο.
— Αν δεν έρθη το μπάρκο δεν θα 'ρθώ κ' εγώ· απάντησεν εκείνος.
— Όχι· καλήτερα να 'ρθήτε κ' οι δυο.
Τόρα η «Παντάνασα» έτρεχεν ολάρμενη στον Καβομαλιά. Επηγαίναμε ίσα στον Ποταμό για φορτίο. Το κύμα έτρεχε πίσω της παιγνιδιάρικο, εδροσόλουζε τα σμαλτωμένα πλευρά της, αρμονικά την ελίκνιζε. Ρίζι εσκόρπιζε το νερό η πλώρη της. Ο άνεμος εφούσκωνε τα ολοκαίνουρια πανιά, εκαμάρωνε τα σχοινιά, εσφύριζε στους μακαράδες, στις στραλιέρες, στις μούδες. Δίπλα επισοδρομούσαν οι στεριές καταπράσινες, έφευγαν τρεχάτες, έσβυναν στην απόστασι την ώρα που άλλες έβγαιναν εμπρός για να χαθούν κ' εκείνες και άλλες να φανερωθούν. Δέκα κόμπους έπαιρνε στην ώρα. Έβλεπα τα γερά της δεσίματα, το κομψό σκαφίδι, λαμπάδα τα κατάρτια, το γοργό τρέξιμο, τ' ορθοπλώρισμά της και την εκαμάρωνα. Δεν ήταν καλήτερο μπάρκο σε όλη τη σφαίρα! Τα βουνά έλεγα πως επρόβαιναν να το καμαρώσουν· τα κύματα πώς έτρεχαν υποταχτικά να στρωθούν στην καρίνα του. Και από τόρα με τη φαντασία ετελειώναμε το ταξείδι.
— Την τάδε ώρα στον Καβογρόσο· έλεγεν ο γραμματικός λογαριάζοντας. Αύριο πρωί στον Καβομαλιά· αύριο βράδυ στον Καβοντόρο· αντιμεθαύριο στα Δαρδανέλια· σε οχτώ ημέρες στον Ποταμό.
— Και αν τύχη καμμιά φορτούνα· αν μας κλείση ο τρελοβοριάς; ετολμούσε να ψιθυρίση κανείς ναύτης.
Όλοι εγύριζαν και τον εκύταζαν με αγριεμένα μάτια: Μπα που να δαγκώση τη γλωσσά του! Κοτάει, μωρέ, ο βοριάς να φανή σε τέτοιο ομορφοκάραβο!
Πίσω της όμως η «Παντάνασα» έβαλε όλους σε μεγάλη αγωνία. Τόσα καράβια ντόπια ήσαν παραδομένα στο κύμα και κανένα δεν εσυλλογιζόταν κανείς. Εφαινόταν φυσικό. Αλλά το μπάρκο του καπετάν Δρακόσπιλου εφαινόταν αφύσικο. Εκείνοι που ήσαν συγγενείς του κ' εκείνοι που δεν είχαν κανένα έπασχαν από το ίδιο αίσθημα. Του Γαλαξειδιού ο αέρας έχασε λέγεις τα ζωντανά του μόρια και φτωχός έφερνε σε όλους την ασφυξία.
— Πού να είνε τάχα η «Παντάνασα»; ερωτούσε στο συναπάντημά του ένας τον άλλον.
Στα καφενεία, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες η ίδια κουβέντα. Ο Βάραγγας απελπίσθηκε. Δεν έφτανε η δική του στενοχώρια· είχε και τον κόσμο. Όποιος τον έβλεπε πρώτο λόγο είχε να τον ερώτηση:
— Ε, τι μαντάτα; Είχες κάνα χαμπέρι από τον γαμπρό σου;
Άρχισε να θυμώνη.
— Θα με κάμουν να μη βγω πια στο δρόμο! εσυλλογίσθηκε.
Όταν όμως ελάβαινε γράμμα έτρεχε να το διάβαση στον καφενέ, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες να το ακούσουν όλοι. Και γράμματα ελάβαινε συχνά. Σαν να εμαντεύαμε την αγωνία που εβασίλευε στην πατρίδα για την τύχη μας όλοι εγράφαμε. Τόσο οι ναύτες όσο και ο καπετάνιος. Κ' εγώ που δεν ήξευρα να πιάσω την πένα, έβαλα τον γραμματικό κ' έγραψε τρία γράμματα στη μάνα μου. Από κάθε πόρτο κ' ένα γράμμα: «Σήμερα εφτάσαμε στο τάδε μέρος· σήμερα φεύγουμε από το τάδε μέρος. Τέτοιον καιρό είχαμε ως τον Καβομαλιά· με τέτοιον καιρό επεράσαμε τον Καβομαλιά.» Σωστό ημερολόγιο.
Ο καπετάν Δρακόσπιλος τα μάτια του τέσσερα. Το είχεν απόφασι. Ή να γυρίση πίσω το καράβι στον κύρη του ή να μη γυρίση ούτε αυτός. Απόφασι και μαζί πείσμα. Πείσμα ν' αλλάξη την τύχη του. Αρκετά τον επαίδεψε, τον εντρόπιασε, τον έδεσε στο μαρτύριο. Τόρα θα την παιδέψη, θα την ντροπιάση κ' εκείνος. Θα την νικήση! Τις πρώτες ημέρες δεν είχε ύπνο στα βλέφαρα· δεν είχε σε κανένα εμπιστοσύνη. Ατού! το χέρι στο τιμόνι· τα μάτια στα ουρανοθέμελα.
Οι άλλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν. Τους επείραζε στο φιλότιμο.
— Τι διάβολο, καπετάν Θύμιο, τσοπάνιδες είμαστε! ετόλμησε να του παραπονεθή μιαν ημέρα ο γραμματικός. Δεν πιάσαμε κ' εμείς τιμόνι, δεν ίδαμε μπούσουλα!…
Εκείνος το αισθάνθηκε. Τον εκύταζε κατάματα και δακρυσμένος γυρίζει και του λέγει:
— Συχώρα με τ' αδέρφι· δε φταίω 'γω. Σε γνωρίζω καλήτερό μου. Δε φταίω 'γω· φταίει η τύχη μου. Συλλογίσου καλά να σπάσω και τούτο!…
Δεν εκατέβηκε να πλαγιάση παρά όταν εβγήκαμε από τα Μπουγάζια κ' έβαλε γραμμή για την Καληάκρια. Ανοιχτή θάλασσα τόρα ας σκαμπανεβάζει όσο θέλει. Μακριά από ξέρες! Με το φούντο στο λιμάνι γράμμα του καραβοκύρη: «Αδερφέ Βάραγγα· εφτάσαμε καλά με τη δόξα του Θεού. Ούτε σχοινάκι δεν κόπηκε»…
*
Όταν ετελείωσε το φορτίο κ' επήραμε την άγκυρα ο καπετάν Δρακόσπιλος είπε του γραμματικού:
— Τρέμουν τα νεφρά μου τ' αδέρφι· τόρα είνε το μεγάλο πήδημα.
— Ντροπή μας!… αποκρίθηκε θαρρευτά εκείνος. Δεν κυτάς τι καιρό έχουμε; διαμάντι.
Διαμάντι, ναι. Αλλά έτσι τον είχε πάντα πριν αφήσει το λιμάνι ο καπετάνιος μας. Η θάλασσα παμπόνηρη εγνώριζε, νομίζεις, την αξία του κ' επάσχιζε με χίλια δολερά καμώματα να τον ξεγελά ως που να τον αρπάξη στα φτερά της. Μια τον άρπαζε, τον άλεθε και τον άλεθε ώστε να τον κάμη πασπάλη. Εφιλοτιμήθηκε όμως στα λόγια του γραμματικού κ' έδωκε ρότα με καρδιά. Γραμμή θα εκατεβαίναμε στην Πόλη. Είχαμε πρύμο τον καιρό· τα σημάδια καλά. Η «Παντάνασα» φορτωμένη ως τα μπούνια με τ' αμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τα πανιά γιομάτα έφευγεν ίσκιος απάνω στο πρασινόγλαυκο κύμα. Τα δελφίνια έτρεχαν κ' εκείνα μαζί μας. Οι γλάροι σύγνεφο έσκουζαν ολόγυρα.
— Τα Μπουγάζια! εψιθύρισεν ο καπετάνιος ένα πρωί.
Κ' εστύλωσε τα μάτια ζωηρά, ολόψυχα, με κάποια δίβουλη έκφρασι σαν να ήθελε να τα καλοπιάση και να τα ημερώση για να του είνε προστατευτικά, σαν να ήθελε να τα φοβερίση και να τα ζητήση στο πάλαιμα. Εκείνα όμως σκοτεινογάλαζος τοίχος ψηλός, στρωτός, ομιχλωμένος, έστεκαν εμπρός στον ορίζοντα σαν να του απαντούσαν: δεν έχει πόρο εδώ! Και ο δύστυχος εδείλιασε.
— Τα Μπουγάζια! εψιθύρισε πάλι. Αχ, τα Μπουγάζια!
Και ηθέλησε να ορθοπλωρίση στον άνεμο. Ο γραμματικός όμως τον εμπόδισε.
— Κουράγιο, καπετάνιε! Τα Μπουγάζια δεν είνε θεριά να μας χάψουν. Δεν είμαστε Μαυροθαλασσίτες να πάμε την άκρη — άκρη. Γαλαξειδιώτες μας λεν.
— Ο χιονιάς πλακώνει! είπεν ο καπετάνιος δείχνοντας πίσω του.
— Σαν πλακώνει και τι; Σαράντα μίλια θέλουμε ακόμα. Η 'μέρα μόλις άρχισε. Ως που να πλακώση το χιόνι φουντάρομε στα Καβάκια.
Κ' εσυμπέρανε πάλι με την αυστηρή φωνή του:
— Ντροπή μας!
Αλήθεια ήταν ντροπή μας· το αναγνώριζε και ίδιος ο καπετάν Θύμιος. Γαλαζειδιώτες εμείς και να δειλιάσουμε στο πρώτο φύσημα! Μήπως είμαστε τάχα μοναχοί μας. Κάπου δέκα ξύλα μικρά — μεγάλα έρχονταν πίσω και άλλα εφύτρωναν στο θαλασσόφρυδο γύρω κ' εκατέβαιναν με του άνεμου το λάχτισμα είτε με τη δύναμι του ατμού στο ποθητό λιμάνι. Κανένα δεν άλλαζε δρόμο κανένα δεν ορθοπλώριζεν ακόμη. Πώς να το κάνουμε πρώτοι εμείς!
— Μωρέ, νομίζεις πως φοβάμαι για τη ζωή μου; είπεν οξύθυμος στον γραμματικό. Ζωή, παιδιά, γυναίκα όλα τα σφάζω εδεπαδά για το τίποτα. Συλλογιέμαι το μπάρκο και τον Βάραγγα. Φαντάσου να τον καταντήσω ζητιάνο από καραβοκύρη!…
Δεν επρόφτασε να τελείωση τη φράσι του και το πλοίο ελάγκεψε μεσούρανα ξαφνισμένο. Δούναβης το κύμα ερρίχθηκε μέσα κ' εξεχείλισε στις κουπαστές. Ο χιονιάς εξέσπασε καραβοπνίχτης, ακράτητος, φριχτός. Το χιόνι άρχισε να πέφτη χοντρό, ανάλαφρο στο κατάστρωμα, να κάθεται στα ξάρτια, να πιάνη στα πανιά, να λυώνη κάτω στη σκοτεινή θάλασσα. Τριγύρω έκλεισαν τα ουρανοθέμελα, έσβυσαν τ' άλλα πλεούμενα, εχάθηκαν τα Μπουγάζια. Εχάθηκαν από τα μάτια μας όχι όμως και από την ψυχή μας. Όλοι τα αισθανόμαστε κάπου εκεί λουφασμένα εμπρός ίσως και δίπλα μας, με την υπομονή και την άσπλαχνη περιφρόνησι αφρικανικού λέοντα. Και ο χιονιάς προδότης έσπρωχνε απάνω τους σύχαμα το καράβι μας.
— Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τόρα ο γραμματικός.
— Σώπα, μωρέ που χαθήκαμε! φωνάζει αγαναχτισμένος ο καπετάν Δρακόσπιλος.
Άλλαξε αμέσως πρόσωπο. Εμυρίστηκε τον κίνδυνο κ' έδραμε να του αντιταχθή στηθάτα όπως ο ταύρος στον ταυρομάχο. Άστραψε το βλέμμα του κ' εφρύαξεν η ψυχή του. Ξεφέσωττος, με τα μαλλιά πίσω ριγμένα, τη βράκα ζωσμένη στη μέση, άρπαζε με στιβαρή χούφτα το δοιάκι από το χέρι του γραμματικού κ' εφάνηκε στο κάσαρο θεός θαλασσοδαμαστής.
— Κάτω τους κούντρους!… Στίγγα τη μπούμα!… προστάζει αγριόθυμος.
Έπεσαν κάτω οι κούντροι άψυχοι και περιττοί· εσφιχτοδέθηκεν η μπούμα στα κέρκια της σαν επίφοβο θηρίο. Ο χιονιάς όμως όλο κ' εδυνάμωνε. Φύλλο στο φύλλο επλάκωνεν αποπίσω, έρριχνε την άπιαστη δύναμί του στα υπόλοιπα πανιά, τα εφούσκωνε και τα ετέντωνε με πείσμα να τα ξεσχίση. Και το κύμα κάτω πελώριο, θολό και αφρισμένο, έπεφτε στην πρύμη της «Παντάνασας», ελάχτιζε και την εκλόνιζεν από αρμό σε αρμό, με θανάσιμο βρύχημα σαν να τις έκραζε: τρέχα! Κ' εκείνη ξετρελαμένη, ολότρεμη έφευγεν εμπρός, εδρασκέλαε θεόρατα κορφοβούνια, έπεφτε σε σκοτεινές λαγκαδιές, εδυσκολοσκάλωνε σε απόκρημνα πλάγια κ' εστέναζεν ανίσχυρη στο τόσο τρέξιμο.
— Στίγγα τους παπαφίγγους!… Στίγγα μαΐστρα!… Κάτω τον κοντραφλόκο!
Ο καπετάνιος έχυνε από το στόρια του τρανταχτά σαν καδένες τα προστάγματα. Και οι ναύτες σαν πίθηκοι έτρεχαν εδώ κ' εκεί, εσκαρφάλωναν στα κατάρτια κ' εμπρούλιαραν τα πανιά στο ταλάντευμα του ξύλου αδιάφοροι, ξένοι στων στοιχειών τη λύσσα και του κινδύνου το πικρό φοβέρισμα. Τα πόδια τους αρπάγια εγάτζωναν το σχοινί· τα χέρια τους μάγγανο έσφιγγαν τη σταύρωση και η ψυχή αδάμαστη μέσα τους, εξάναβε τον θυμό και την καταφρόνια του σύμπαντος. Στράλι δεν έμεινε πουθενά. Τις γάμπιες μόνον, τον τρίγκο και τους φλόκους είχαμε ακόμη ανοιχτούς· μα ήσαν αρκετά για να μας σύρουν στον όλεθρο. Τα μπάρκο έτρεχεν ακόμη θεόστραβο στη στράτα του. Ποια στράτα; Κανείς δεν ήξευρε. Η σκοτεινιά διπλή — τριπλή εκάθιζε γύρω μας. Πού ήταν οι ξέρες; πού το Μπουγάζι; πού μας έσπρωχνεν ο άνεμος και πού μας έσερναν τα ρέματα; τίποτα! Εχάθηκαν για 'μας τα γαλόμετρα.
— Τραβέρσο· λέγει τόρα σκεφτικός ο καπετάν Δρακόσπιλος.
Δεν μας έμενε άλλο παρά να ορθοπλωρίση το μπάρκο. Επρόσταξε γοργά τους ναύτες να χύσουν και να κατσάρουν τη μαΐστρα, να κάμουν τη μπούμα, να μολάρουν τους φλόκους.
— Βάλε κάτω σιγά — σιγά το δοιάκι· λέγει στον τιμονιέρη κάπως με δισταγμό.
Τρέχω να τραβήξω τη σκότα της μπούμας· ναι! Η σκότα κοκκαλιασμένη από τον χιονιά καθόλου δεν έσερνε. Πάει ο υποναύκληρος να κάμη τη μαΐστρα και — φτου σου διάβολε! — η σταβεντοσκότα ξεκοτσάρεται και η μαΐστρα ελεύθερη ανεμίζει και πλαταγεί σαν παντιέρα. Πού να ορθοπλωρίσουμε! Το ξύλο δεν μας ακούει πλέον. Τα πανιά της πλώρης γεμίζουν και παραφουσκώνουν σαν μάγουλα Τρίτωνος. Το κύμα και ο άνεμος ανίκητα το σπρώχνουν εμπρός στον μοιραίο του δρόμο χωρίς θέλησι, χωρίς δύναμι, χωρίς κυβέρνια. Ο καπετάνιος βλέποντας την αδυναμία του ελύσσαξε. Τον έπιασε το αράπικο.
— Δυο κεριά στον Αϊνικόλα· προστάζει ευθύς το ναυτόπουλο.
Έτρεξεν εκείνο φτερό στην κάμαρη· άναψε τα δύο κεριά εμπρός στο ασημοντυμένο εικόνισμα του αγίου μας.
— Τι κάθεσαι, μωρέ παιδί· μου γνέφει από μακριά. Στο κορζέτο γλήγορα και λέγε μας. Ή μπουκάρομε σήμερα ή χανόμαστε.
Αγκάλιασα ευθύς το κατάρτι κ' έφτασα επάνω στο κορζέτο. Μάνα μου! Τι να ιδώ, τι να παραγγείλω κάτω; Ούτε την άκρη του μπαστουνιού δεν εξεχώριζα. Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο πυκνό χιονόβολο. Και η «Παντάνασα» έτρεχεν ακόμη ακράτητη, γοργή, θεότρελη σαν να την έσερναν μαγνήτες οι αόρατες στεριές.&
— Τίποτα! φωνάζω.
Και ο λόγος μου κρυώτερος από τον πάγο, σκληρότερος από τον τρελοχιονιά εκύλαε στο κατάστρωμα, επλάνταζε τα στήθη των συντρόφων μου.
— Τίποτα! εφώναζα σε κάθε λεφτό.
— Άλλα δυο κεριά μωρέ! επρόσταξε πάλι ο καπετάνιος. Άναψε και το καντήλι· άναψέ τα όλα στη χάρι του.
Ήθελε να δωροδοκήση τον άγιο, να τον βάλη μεσίτη και σωτήρα στον άφευκτό μας καταποντισμό. Αλλά του κάκου! Ο άγιος, δεν εμεσίτευε. Δεν ήθελε να μας σώση. Ο χιονιάς όλο κ' εδυνάμωνε. Η θάλασσα εβρυχόταν και άφριζε κ' ετίναζε τα κύματά της ένα με το άλλο απάνω μας. Ήμουνα μούσκεμα και δεν ήξευρα αν ήμουν από τη θάλασσα ή από τον ουρανό. Επίμενα όμως πάντα να ρίχνω κάτω κατά την προσταγή κρύον, σκληρόν, απελπιστικόν τον λόγο μου:
— Τίποτα!
— Έτσι; είπε· καλά· φέρε απάνω το 'κόνισμα.
Κ' ετίναξε σύγκαιρα τέτοια αγριοβλαστήμια που και το ξύλο &ακόμη ανατρίχιασε. Δεν ήταν άθεος ο καπετάν Δρακόσπιλος ήταν όμως θαλασσινός. Οι βλαστήμιες σ' εμάς είν' ένα από τα προστάγματα που κυβερνιέται το πλεούμενο. Ο θαλασσινός μάχεται με δυο στοιχεία φοβερά, μεγαλοδύναμα και ασώματα μαζί: τον αέρα και το νερό. Τι να τους κάμης; με τι να τα πολεμήσης; Μόνον με τις βλαστήμιες σου. Σε παρόμοια θέσι ευρέθηκε, νομίζω, και ο Ξέρξης όταν ηθέλησε ν' αλυσοδέση τον Ελλήσποντο. Οι βλαστήμιες είνε οι δικές μας αλυσίδες.
Τόρα το ναυτόπουλο έφερε τρέμοντας τον Άγιο Νικόλα εμπρός στον καπετάνιο. Ο άγιος με τη σεβαστή γενειάδα του, μέσα στα αργυρό φαιλόνι τυλιγμένος, με την κορώνα λιθοκόσμητη έμενε στο ξύλο ήρεμος, ασυγκίνητος σαν να ήσαν όλα καλά και ήσυχα τριγύρω του. Ούτε φουρτούνες, ούτε αγριοκαίρια εχαμπέριζεν αυτός. Και ο καπετάν Δρακόσπιλος αναμένος από πριν άναψε περισσότερο με την τόση απάθεια του προστάτη μας.
— Έτσι ε; του είπε αναμπαιχτικά, στεκάμενος αντίκρυ του· δεν δίνεις, χέρι και συ! Τρως το λάδι μου, καταλείς τα κεριά μου, δέχεσαι το θυμίαμα και τα γονατίσματα του φτωχόκοσμου και την ώρα που σε χρειάζεται δεν λες και συ να τον βοηθήσης. Σύντροφος λοιπόν με την τύχη μου και συ· κόντρα και συ! Μα πώς θα χαθούν τόσες ψυχές, πώς θα κλείσουν τόσα σπίτια, πώς θα πεινάσουν τόσα στόματα, πώς θα καταντήση ένας χοντρονοικοκύρης φτωχός, πώς θα χαθή ένα όμορφο πλεούμενο δε σε μέλει. Καρφί δε σου καίγεται! Καλά το λοιπόν κάμε ό,τι δύνασαι· θα κάμω κ' εγώ ό,τι μπορώ.
Και αγριομάτης, σκληρόψυχος, περιφρονητής όλων μαζί των δυνάμεων της φύσεως και της θρησκείας, ανώτερος από την πρόληψι και την παράδοσι, άρπαξε το εικόνισμα από τα χέρια του παιδιού, το έδεσε σφιχτά στο κατάρτι και με το βρωμερό παπάζι που σφογγίζουν το κατάστρωμα, άρχισε να δέρνη και να ραπίζη τον άγιο με μίσος και περιφρόνησι.
— Κάμε λοιπόν το θάμα σου· κάμε το, τι κάθεσαι; εβρυχόταν τρέμοντας ολόκορμος.
Εγώ από ψηλά έβλεπα κάτω κ' ετρόμαζα περισσότερο του καπετάνιου το κάμωμα παρά των στοιχείων τη λύσσα. Τόρα δεν ήταν έξω αλλά μέσα στο καράβι ο δαίμονας. Δαίμονας ο θυμός που έσπρωχνε τον Δρακόσπιλο να κριματίση, να κηρύξη πόλεμο στον δυνατόν προστάτη του ναυτόκοσμου. Εκείνος πάντα εστάθηκεν αόρατος κυβερνήτης του ξύλου, άγρυπνος φύλακας του θαλασσινού. Εκείνος εύρε πρώτος το τιμόνι κ' έσωσε το μυθικό πλεούμενο με το ανθρώπινο φορτίο του από του διαβόλου την επιβουλή. Και όμως εμείς τόρα τον εκάναμε θανάσιμον εχθρόν. Ποια η τύχη μας; Να τριγύρω τα σκότη και η άβυσσος!
— Τίποτα! ετοιμάσθηκα να ρίξω πάλι κάτω τρανολάλητο.
Μα έξαφνα μέσ' από τα σύθαμπα είδα να προβάλη σαν ξωτικού κεφάλι κατάμαυρη μια κοτρώνα. Επρόβαλε αργοκίνητη και μουλωχτή, λέγεις κ' ετοιμαζόταν να ριχθή ασπίδα επάνω μας.
— Ξέρα μπροστά!.. φωνάζω με όλη μου τη δύναμι.
— Το τιμόνι στην πάντα! προστάζει ο καπετάν Δρακόσπιλος, παραιτώντας καταθριμματισμένο το εικόνισμα.
Ως που να το ειπή όμως η πλώρη της «Παντάνασας» εκαρφώθηκε στου βράχου τ' αγριόδοντα. Εκαρφώθη κ' εσταμάτησε ξύλο νεκρό. Το νερό περίγυρα άφριζε κ' εμάνιζε, λέγεις κ' ήθελε να ξεριζώση τα πορολίθαρα. Ο άνεμος εσφύριζε στα ξάρτια βλαστήμιες και μοιρολόγια. Κανόνι εβροντούσε πέρα το κύμα. Και μας έδερνε και μας έσπρωχνε και μας επελάγωνε, πάθος και λύσσα ολόμεστο, σαν να μας είχεν αντίδικους. Το ξύλο έτριζεν άγρια επάνω στον βράχο, εστέναζεν, ένας — ένας του έφευγαν οι αρμοί, άνοιγεν η καρίνα, εσκορπούσαν τα δεσίματα. Ένα κύμα έκοψε τις στραλιέρες του. Άλλο κύμα εξερρίζωσε το πρυμιό κατάρτι με όλα τα ξάρτια. Τρίτο κύμα άνοιξε το λυγερό σκαφίδι του. Σχοινιά — μαδέρια στα κύματα· ναυαγοί στους βράχους. Σε μια ώρα μέσα κουρέλι έγινεν η όμορφη «Παντάνασα».
Το χιόνι έπεφτε πάντα πυκνό κ' εσκέπαζεν όλα με κρύο σάββανο. Εσκέπαζε ναυαγούς και ναυάγια· βράχους, πέτρες, χάλαρα. Κατατσακισμένος, ολόβρεχος, επιάστηκα σε μια σπηλάδα, εσκαρφάλωσα επάνω, εξέφυγα του κυμάτου. Τόρα δρόμο για καμμιά καλύβα, λίγη φωτιά. Πού ήμουν δεν ήξευρα. Φωνάζω· ματαφωνάζω:
— Κώστα! Βασίλη! … Τάραρη!…
Τίποτα! ο βόγγος του πελάγου έπνιγε τη φωνή μου. Κάνω έτσι τα πόδια μου· πέφτω απάνω σ' ένα κορμί.
— Βρε κόφ' το κούτσουρο! κλωτσάω.
Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στο λιθάρι δεν έβγαζε μιλιά μόνον εκύταζε κάτω τη σκοτεινή θάλασσα που έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου.
— Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέγω. Σήκω και πλακώνει το σκοτάδι. Eδώ θα μας θάψη το χιόνι.
Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.
— Δεν πάω πουθενά, μωρέ· δεν πάω πουθενά! Το είπα ξάστερα του συγγενή μου. Ή με τo καράβι ή ποτέ. Δεν θα πάω λοιπόν ποτέ. Εδώ θα μείνω ναυάγιο κ' εγώ της τύχης μέσα στου πελάγου τα ναυάγια.
Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μ' επήρε κ' εμένα το παράπονο καθώς είδα εκείνον τον θαλασσόλυκο να κλαίη σαν μωρό παιδί.
— Ας τα τόρα καπετάνιε· του λέγω. Τι φταις του λόγου σου; Ό,τι ήταν να κάμης το έκαμες. Επάλαιψες από την αυγή ως το βράδυ. Περσότερο δεν ημπορούσες· ήταν θέλημα Θεού· τι να γίνη; Συλλογίσου πως έχεις γυναίκα πίσω, παιδιά…
— Γυναίκα, παιδιά!… εψιθύρισε, σαν να το άκουε πρώτη φορά. Η τύχη τους ήταν κι' εκεινών. Εφτώχηνα τρία σπίτια· τι θέλω να ζήσω περισσότερο… Να ρημάξω κι' άλλα;
Ως τόσο εσηκώθηκεν ορθός.
— Τράβα, μου λέγει, και θα έρθω.
Εγώ ετράβηξα· δεν ήταν να χασομερίζω περισσότερο. Επέρασα βράχους, επήδησα λιθάρια, έπεσα εσηκώθηκα· πάλι έπεσα, πάλι εσηκώθηκα· έφτασα κάποτε σε μια καλύβα. Ηύρα εκεί όλους τους άλλους γύρω στη φωτιά. Βρεγμένους, ξεσκλισμένους, ματωμένους, γερούς όμως όλους.
Όλους όχι. Ο καπετάν Δρακόσπιλος έμεινε στ' ορθολίθι ως που τον έθαψε ζωντανόν το χιόνι. Δεν εγύρισεν η «Παντάνασα» δεν εγύρισε κ' εκείνος ποτέ στο Γαλαξείδι.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ

Άγνωστος μένει ο ναύτης που μας έκαμε το μεγάλο ευεργέτημα. Άγνωστος και αδοξολόγητος όπως γίνεται και στους φτωχούς αγίους. Παντού η τύχη π' ανάθεμα την! παντού η τύχη! Μα εγώ αν ήξευρα τ' όνομά του θ' άναβα περισσότερα κεριά απ' όσα ανάβω κάθε χρόνο στην εικόνα του Αγίου Νικόλα. Τούτος μας σώζει — όχι και τόσο συχνά — από τις άγριες φουρτούνες. Εκείνος όμως με μια του μαστοριά μας απάλλαξε σύγκαιρα από τους διαβόλους της Κόλασης και από τους αγίους της Παράδεισος, που νομίζω δεν έχει και μεγάλη διαφορά. Δεν λέγω πως μου αρέσει να βλέπω τους διαβόλους με τα στριμμένα κέρατα, τις μακριές ουρές και τα σπαθωτά νυχοπόδαρά τους. Ούτε τα λυσσασμένα ουρλιάσματα θέλω ν' ακούω σαν καμακίζουν άγρια καμμιά ψυχή, ούτε τον χόχλο του κατραμιού που βράζει στα Εφτά Καζάνια, ούτε τους δαρμούς και τους θρήνους των κολασμένων. Μα και η συντροφιά των πατέρων με τα κομπολόγια και τα λιβάνια καθώς και η ασύγκριτη ξαστεριά της Παράδεισος δεν μου πολυαρέσει. Τι θέλεις — τι γυρεύεις; Καλήτερα όπως τα εκατάφερε ο μακαρίτης. Έστησε χωριστά το τσαντήρι του κ' έτσι έχουμε το μυαλό μας ήσυχο — αν έχουν μυαλό και οι πεθαμένοι!
Μόλις άρραξε το καΐκι στο νησί — στη Σέρφο ας ειπούμε — ο ναύκληρος επήρε το μισοκοίλι κ' ετράβηξε στο χωριό για να μετρήση το σιτάρι. Ελιανοψιχάλιζε κάπως όταν εκίνησε, μα δεν εμποδίσθηκε. Πρωτοβρόχια, σου λέγει, θα περάση. Μόλις όμως έφτασε τον ανήφορο πιάνει μια δυνατή βροχή· νεροποντή σωστή! Πού να πάη τόρα να χωθή; Ούτε δέντρο, ούτε καλύβα, ούτε σπηλιά βλέπει γύρω. Να τρέξη για να έμπη στο χωριό έλειπεν ο μισός δρόμος ακόμη· να κατέβη πάλι στο καΐκι, το ίδιο. Στέκει και συλλογίζεται δίβουλος και άξαφνα τον παίρνουν τα γέλοια. Κυτάζει μήπως τον βλέπει κανένας στρατολάτης· — ψυχή! Πιάνει γοργά και γδύνεται σαν τον Αδάμ. Ομορφοδιπλώνει τα ρούχα του, χώνει τα στο μισοκοίλι, φορεί το μισοκοίλι στο κεφάλι και παίρνει δρόμο. Να βραχή δεν τον έμελλε. Τα δικό μας τομάρι βροχές και μπόρες δεν φοβάται· είνε αργασμένο. Τον έμελλε για τα ρούχα που τα είχε πρωτόβαλει ο φουκαράς.
Έπειτ' από κάποια ώρα εστάθηκε η βροχή. Βγάνει τότε τα ρούχα του, ντύνεται καλά, παίρνει και το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο. Πριν φτάση έξω από τα χωριά τον απαντάει ο διάβολος·
— Γεια σου, πατριώτη.
— Γεια της αφεντιάς σου, κυρ διάολε.
— Πούθεν έρχεσαι;
— Από το γιαλό.
— Και η βροχή πού σ' απάντησε ;
— Στο δρόμο.
— Έλα δα!…
— Μα τα κέρατά σου στο δρόμο.
— Και δε βράχηκες; Εγώ έγινα μουσκίδι.
Ο ναύκληρος εγέλασε.
— Α, λέγει, πονηρά! Εγώ ξέρω μια τέχνη και δε βρέχουμε.
— Μωρέ τι λες! κάνει ο διάβολος με απορία μεγάλη· σαν τι τέχνη ξέρεις ;
— Ξέρω μια.
— Για ν' ακούσω.
— Δε στη λέω.
— Μωρέ αμάν, πες τη μου και ό,τι θέλεις, θες καράβια, θες χρυσάφι, καλούδια· τι θες να σου δώσω. Πες τη μου…
Ο ναύκληρος έρριξε κάτω το κεφάλι, τάχα πως εσυλλογιζόταν τι να ζήτηση για πληρωμή.
— Να σε βουλώσω θέλω· του λέγει άξαφνα. Άμα σταθής και σε βουλώσω σου τη λέγω.
Τόρα ο διάβολος άρχισε να ξυή το αυτί του. Μωρέ, λέγει, και άλλο μασκαραλίκι να πάθω! Γιατί ναι πειράζει τους ανθρώπους συχνά· μα κ' εκείνοι κάποτε του σκαρώνουν δουλειές που κλειέται για μήνες καταντροπιασμένος στη φωλιά του. Μια φορά έρριξαν στον δρόμο μια σκούφια Κεφαλλωνίτικη κ' έσπασε το κεφάλι του για να καταλάβη τι είνε. Την έβανε για κάλτσα, δεν έκανε· την έβανε καπνοσακκούλα, ούτε· την ετραβούσεν από πάνω, από κάτω· την εμάζωνε, την άπλωνε, τίποτα! Τέλος την επέταξεν απελπισμένος, έφυγε και ακόμη την νομίζει μυστήριο! Άλλη μια φορά εκίνησε να πάη να πειράξη τη γυναίκα. Η Εύα η παμπόνηρη καθώς τον είδεν ετουρλώθηκεν εμπρός του ολόγδυμνη, με τα μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο κ' εκείνος επήρε τέτοιο φόβο που έκαμε τον σταυρό του κ' έφυγε με τα τέσσερα. Και μήπως δεν το γράφουν τα χαρτιά πως ο Σολομώντας με τη βούλα του ανάγκασε όλα τους τα τάγματα να πετροκουβαλούν για να χτίσουν τον Ναό στα Ιεροσόλυμα; Άφησε την άλλη φορά που επήγε μεταμορφωμένος σε γάιδαρο να πειράζη τα σχολειταρούδια κ' εκείνα του έπεσαν απάνω που είδε κ' έπαθε να ξεφύγη από τα χέρια τους. Για τούτο εστεκόταν τόρα δίβουλος και τρίβουλος. Μα πάλι που δεν εύρισκεν ησυχία ως που να μάθη το μυστικό.
— Έλα, λέγει τέλος αποφασισμένος· βούλωσέ με και πες μου.
Άμα τον εβούλωσε καλά ο ναύκληρος του είπε την απλή τέχνη: Έβγαλα τα ρούχα μου, τα έχωσα στο μισοκοίλι, έβαλα το μισοκοίλι στο κεφάλι και δρόμο. Έπαψε η βροχή, εφόρεσα τα ρούχα μου, επήρα το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.
— Μωρέ αυτό ήταν όλο! λέγει ο διάβολος τραβώντας τα γένεια του με αγανάχτησι.
*
Επέρασε κάμποσος καιρός κ' επέθανεν ο ναύκληρος. Βέβαια πού αλλού θα επήγαινε παρά στην Κόλαση. Από τον καιρό που έγινε ο κόσμος ως τα σήμερα ναύτης δεν είδεν ακόμη την πόρτα της Παράδεισος.
Η Κόλαση λέγουν πως είνε φοβερός και τρομερός ξερότοπος. Εκεί ποτέ δεν βρέχει, χλόη δεν φυτρώνει, πουλί πετάμενο δεν διαβαίνει. Είνε τοιχογυρισμένη με ψηλούς και μεγάλους τοίχους κ' έχει μόνον μιαν εμπατή, μια μεγάλη σιδερόπορτα. Όταν επρωτόγινε κόσμος η πόρτα ήταν μικρή γιατί οι άνθρωποι, φρόνιμοι και θεοφοβούμενοι, επήγαιναν γραμμή στην Παράδεισο. Μα λίγο — λίγο επλήθυναν στον κόσμο τα κακά· οι άνθρωποι έγιναν πονηροί κ' επίβουλοι κ' έτρεχαν καραβιές στην Κόλαση. Για να έμπουν όμως μέσα τους έβγαινεν ο θεός ανάποδα. Οι φύλακες καλόβουλοι εγκρέμισαν τον τοίχο και άνοιξαν μια πόρτα που χιλιάδες ημπορούν να περάσουν μαζί. Αλλά τόσος είνε ο λαός που πηγαίνει ώστε πάντα στριμωμένοι και με καυγάδες κατορθώνουν να έμπουν. Οι γροθιές, οι κλωτσιές και τα μαλλοτραβήματα πηγαίνουν καπνός. Αν δεν ήταν οι διάβολοι να τους χωρίζουν, δεκαφτά φορές θα ξαναπέθαινε καθένας.
Ο μαυροναύκληρος όταν έφτασε κυτάζει προσεχτικά· τι να ιδή; Ο καλήτερος κόσμος επήγαινεν εκεί. Οι άρχοντες με τις ολόχρυσες στολές και τα σοβαρά τους πρόσωπα. Οι παπάδες και οι δεσποτάδες με τα φαρδομάνικα και τα ιερά τους εγκόλφια· οι καλογριές και ηγουμένισες· οι ευσεβείς και οι νηστευτές· οι μπακάλιδες που εξικοζύγιζαν και οι κρασοπουλητάδες που έδιναν τριακόσια την οκά και οι έμποροι που επερνούσαν για μέτρο την πήχη και για πήχη το ρούπι· οι βαρυτοκιστάδες οι άκαρδοι και οι σπαήδες οι αχόρταστοι· οι αντρογυνοχωρίστρες και οι προξενήτρες· όλοι τέλος εκείνοι που στον κόσμο περνούν για κατιτί και τους σέβεται είτε τους φοβάται ο χοντρός λαός, επήγαιναν εκεί κλαίοντας τον Κόσμο που άφησαν και κλωθογυρίζοντας ακόμη στον νου τις άδικες και παράνομες υποθέσεις τους. Ο ναύκληρος ανακατώθηκε με τον λαό και σπρώχνοντας ζερβόδεξα έφτασε τέλος στην πόρτα. Μα για κακή του τύχη να βρεθή φύλακας ο βουλωμένος. Καθώς τον βλέπει βάνει τις φωνές. Τρέχουν οι άλλοι διάβολοι·
— Τ' είνε μωρέ; τι τρέχει; τον ρωτούν.
— Έτσι κ' έτσι· τους λέγει. Μην τον αφήσουμε αυτόν τον άνθρωπο εδώ γιατί θα μας φέρη άνω κάτω.
Το ακούν εκείνοι, τον αρχίζουν στις κλωτσιές· τον πετούν έξω από την Κόλαση.
— Αμ τόρα τι να κάμω; συλλογίζεται.
Άξαφνα δεξιά βλέπει την Παράδεισο, ένα περιβόλι ωραιότατο, με δέντρα ευωδέστατα και βρύση κατά πολλά όμορφη, όπως λέγουν τα Συναξάρια. Μα βλέπει την πόρτα κατακλειδωμένη κ' έρημη. Κανένας δεν εζύγωνεν εκεί. Πίσω από τα κάγκελα της πόρτας βλέπει τον Άγιον Πέτρο με τα κλειδιά κρεμασμένα στο ζωνάρι του, με τα μάτια μισοκλεισμένα, τη μύτη μακρουλή και κόκκινη σαν πιπεριόνος. Ο Άγιος Πέτρος, ακούς, είν' ένας μεθύστακας που βάνει κάτω τον καλήτερο κρασοπατέρα του Απάνω Κόσμου. Εκείνη την ώρα ήταν στουπί στο μεθύσι. Ένας κουτσοκουλόστραβος κουρελιάρης και ψειριάρης — Κραβαρίτης θα ήταν — δυο ώρες τόρα εχτυπούσε την πόρτα και ο άγιος κλειδοχράτορας δεν είχε είδησι. Τέλος άκουσε, αγριοβλαστήμησε δυο — τρεις φορές που του εχαλούσαν την ησυχία, εσηκώθηκε τρέκλα — δίπλα και άνοιξε να μπάση τον κουρελιάρη. Ο ναύκληρος δεν χάνει καιρό, χώνεται μέσα. Ξυστά — ξυστά πάει σε μιαν άκρη και βλέπει ψηλά τον Παντοκράτορα να κάθεται στον θρόνο του. Έλαμπεν ο ήλιος, έλαμπε και ο θρόνος στο χρυσάφι και τις διαμαντόπετρες. Δεξιά μεριά του Παντοκράτορα εκαθόταν ο Χριστός και γύρω η Δωδεκάδα, οι Απόστολοι σε θρόνους μαλαματένιους. Παρακάτω απλωμένοι στην παχειά χλωρασιά εκάθονταν κοπάδια κοπάδια οι άγιοι και οι όσιοι και οι μάρτυρες. Έκαναν γλέντι· εκείνη την ώρα! Είχαν φαγιά· μα τι φαγιά; επεντοβολούσε η Παράδεισος από τη μυρουδιά τους. Κ' έπιναν ένα κρασί — ρουμπίνι! Ο Δαυίδ — ο Προφήτης ντε! — έπαιζε την κιθάρα κ' ετραγουδούσαν οι άγγελοι κάτι παιδιά· ψυχή μου! Να τα έβλεπεν ο Μπίρας θα εσηκωνόταν το πετσί του μια πιθαμή. Κ' έκαναν τέτοια σαλαλοή που ετράνταζεν ο Κάτω Κόσμος.
Ο ναύκληρος τα έβλεπε, κ' εστενοχωριόταν που δεν είχε κανένα για να μιλήση. Άρχισε να βλαστημάη τους διαβόλους που δεν τον άφησαν στην Κόλαση να γλωσσοκοπανάη νυχτόημερα, παρά τον έστειλαν, εδώ που δεν τον εχαιρετούσε κανείς. Τέλος δεν εκρατήθηκε.
Πλησιάζει ένα γηραλέον άγιο και του λέγει με σέβας:
— Δε μου λες, πάτερ Αγιαντώνη, ποιος είν' εκείνος που κάθεται κοντά στο Χριστό;
— Ου, παιδί μου! έκαμεν ο άγιος· εκείνος είνε ο πάτερ Χαράλαμπος, που στον καιρό του μισόκαλου Σεβήρου είδε κ' έπαθε για τον αφέντη το Χριστό μας!
— Μπα! είπε με αμφιβολία ο ναύκληρος· περισσότερα έκαμες του λόγου σου. Εκείνος αν επάλαιψε, επάλαιψε με τους ανθρώπους· αμ' εσύ που τάβαλες με τους διαβόλους; Το ξέρω εγώ· ερχόντουσαν τη νύχτα στο κελί σου σαν πεντάμορφες παρθένες κ' εσύ τις έδιωχνες κ' εκοιμόσουν ολόγυμνος στα χιόνια για ν' αποφύγης τον πειρασμό. Δεν λέγω, νοικοκύρης είσαι· μα τόση περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου άξιζε.
Ο Αγιαντώνης έρριξε το κεφάλι κάτω, εσούφρωσε τα φρύδια κ' έφυγε χωρίς να ειπή λέξι.
— Καλά σ' έχω· εσυλλογίσθηκε ο ναύκληρος.
Και με την ίδια επιβουλή πλησιάζει τον Αγιάννη τον Καλυβίτη, που ήταν ξαπλωμένος κάτω από μια μηλιά κ' έβλεπεν από μακριά τη διασκέδασι.
— Δε μου λες; του λέγει· γιατί εσύ τέτοιο αρχοντόπουλο μοσχαναθρεμμένο, που άφησες τιμές και δόξες για την αγάπη του Χριστού, να κάθεσαι παραμελημένος και άλλοι που τίποτα δεν έκαμαν να τρωγοπίνουν στο τραπέζι του Παντοκράτορα; Δεν ξέρω· νοικοκύρης είσαι· μα τέτοια περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου άξιζε.
Ο Aγιάννης εσήκωσε τα μάτια, εκύταξε καλά τον ναύτη· έπειτα με μιας τα εχαμήλωσε, εγύρισε το άλλο πλευρό και άρχισε να κλαίη.
— Καλά σ' έχω κ' εσένα· εσκέφθηκε ο δικός μας.
Και τραβώντας τον δρόμο του απάντησε τον άγιο Τρύφωνα και τον ερεθίζει κ' εκείνον. Έπειτα πηγαίνει στον άγιο Λευτέρη. Έτσι εκέντρισε δόλια πεντέξη αγίους, αρχίζουν εκείνοι τις φωνές, πιάνονται στα χέρια. Πάνε άλλοι να τους χωρίσουν, πιάνονται κ' εκείνοι· σπάνε ποτήρια, πετάνε πιάτα, αναποδογυρίζουν το τραπέζι· επανάστασι στην Παράδεισο! Ο Παντοκράτορας βαρύς από το φαγοπότι, εκοιμόταν εκείνη την ώρα, γειρμένος στα γόνατα ενός αγγέλου. Ακούει τον καυγά, πετάεται θυμωμένος, αρπάζει ένα βούρδουλα «να σου!» του ενός, «να σου!» τ' αλλουνού, τους αλωνίζει όλους.
— Δε φταίμ' εμείς, αφεντικό! φωνάζουν οι άγιοι· να, αυτός μας έβαλε σκάνταλα.
Πιάνουν τον ναύκληρο· τον πηγαίνουν εμπρός του.
— Μωρέ πού βρέθηκες εδώ μέσα! του λέγει Εκείνος θυμωμένος· μπάρκο την κάναμε την Παράδεισο;
Μια κλωτσιά του δίνει και τον ρίχνει μίλια έξω.
— Τόρα πού να πάω; λέγει συλλογισμένος. Να ήταν εύκολο τουλάχιστον να γυρίσω πάλι στον κόσμο.
Κάπως του εκαλοφάνηκε αυτή η σκέψις. Τι καλά ν' αρχίση πάλι τα γλέντια και τα ταξείδια του!
Τηράει περίγυρα να εύρη δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με το τρισκότειδο έμπαινε στα μπουγάζια και τα πόρτα σαν να έμπαινε στο σπίτι του, εγύριζε τόρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος. Ο Χάρος μόλις πάρη τον πεθαμένο τον περνάει πρώτα από της Άρνης το βουνό· ένα βουνό θεόρατο και δασωμένο. Στη ρίζα του βουνού είνε της Αρνησιάς η βρύση που τρέχει νερό κρύσταλλο. Του δίνει και πίνει νερό και αρνιέται για μιας τους δικούς του. Έπειτα τον περνάει από την Αλησμονιά, ένα λειβάδι που είνε δασοφυτρωμένο το λησμοβότανο: Άμα περάση και από εκεί ο μαύρος άνθρωπος, λησμονάει τον κόσμο και τις στράτες και τα διάβατά του. Για τούτο και ο ναύκληρος τόρα όσο και αν επάσχιζε, τίποτα δεν έκανε. Εγύριζε αριστερά, ευρισκόταν άξαφνα στην πόρτα της Κόλασης κ' έβλεπεν εμπρός αγριεμένο τον διάβολο μ' ένα δυκριάνι σιδερένιο στα χέρια να τον φοβερίζη. Εγύριζε δεξιά, έβλεπε την Παράδεισο και τον άγιον Πέτρο κρατώντας για ραβδί μια θεόρατη κλείδα κ' έτοιμον να του σπάση τα κόκκαλα.
— Μωρέ διάβολε! λέγει, σαν σκούρα τα πράμματα!
Αντί όμως ν' απελπισθή εθύμωσε· και ο ναυτικός άμα θυμώση αναποδογυρίζει τις θάλασσες.
— Έτσι είστε; λέγει· να σας 'μπω κ' εγώ στο ρουθούνι!
Πιάνει αμέσως και μαδάει όση τρίχα είχεν απάνω του και την πλέκει πανί. Έπειτα πάει κρυφά και κόβει μια κλάρα· την πελεκάει καλά και στένει ανάμεσα Παράδεισος και Κόλασης δικό του τσαντήρι. Δικό του και ανεξάρτητο. Ούτε θεό φοβάται, ούτε διάβολο πλέον. Χώρια οι λύκοι από τα πρόβατα· χώρια και οι στεριανοί από τους ναυτικούς. Άλλη ζωή στον Απάνω, άλλη στον Κάτω Κόσμο. Για τούτο σας λέγω πως αν τον ήξευρα θα του άναβα περισσότερα κεριά από όσα ανάβω στον Άγιο Νικόλα. Επέθανα; δεν σκοτίζομαι για Κόλασες και για Παράδεισους. Πάω γραμμή στο τσαντήρι μου!…
Συνεχιζετε
Αυριο το Ζ μερος

Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 26-Λογια της Πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Ε"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com