Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 27-Λογια της πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Ζ

0 σχόλια
Ανδρεας Καρκαβιτσας

ΠΕΙΡΑΓΜΑΤΑ

— Είδες τονε, είδες τονε; — Είδα τονε. — Κ' ίντα φορούσε; — Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα. — Κι' ακόμα δεν την έβαψε;!…
Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη μηχανή στην πλώρη, έρριξεν αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς ναύτες που έρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί. Με τούτα θέλουν να ειπούν οι ναυτικοί πως οι Καστελορριζίτες, αφίνοντας το νησί τους για να ζητήσουν στα ξένα τύχη φορούν άσπρη φουφουλόβρακα και την βάφουν μόλις καλητερέψουν τα οικονομικά τους. Γι' αυτό κάποιου ξενητεμένου η γυναίκα, συχνορωτά εκείνους που γυρίζουν στην πατρίδα, όχι τόσο για την υγεία του αντρός της όσο για την προκοπή και ανακράζει μελαγχολικά, που δεν αναγνωρίζει το ποθητό χρώμα στο φόρεμά του. Οι ναύτες τόρα στη δουλειά τους προσηλωμένοι, καθόλου δεν επρόσεξαν στον θερμαστή και τα λόγια του. Ο Στελόγιωργας όμως που εγνώριζε κοιτίδα της οικογενείας του αυτό το ξερονήσι αν και είχε γεννηθή στη Νάξο, επήδησεν άξαφνα σαν να του εσούβλισαν τον πισινό. Αυτόν ηθέλησε να πειράξη ο Σαντορινιός με τα λόγια του. Αλλ' αυτός είχε συνήθεια να μη χαρίζεται σε κανένα. Ζεστό ήξευρε να το χτυπά τo σίδερο. Και λυγίζωντας τη φωνή του σύμφωνα με την προφορά των γυναικών της Σαντορίνης ανταπόδωκεν αμέσως το πείραγμα:
— Κα μπρε τα πουλί μου… Τσ' αν πας στο Ταϊγάνι τσ' ερθής με το καλό, να μου φέρης ένα φλουσκί ταμπάκο, να σε γλυκοφιλώ!…
Ο θερμαστής είχε τα ένα πόδι στη σκάλα κ' ετοιμαζόταν να βάλη και το άλλο. Επήγαινε ν' αλλάξη τα βρεγμένα ρούχα του. Ακούοντας όμως του ναύτη τα λόγια επισωπάτησεν αλαφιασμένος, σαν να είδε το φίδι εμπρός του. Α! μα αυτό ήταν πάρα πολύ!… Τ' ήθελε ν' ανακατέψη τις γυναίκες στα πειράγματά του ο Στελόγιωργας; Ναι, αληθινά· και η μάνα του έβαζε ταμπάκο και η αδερφή του. Μπορεί να είνε συνήθεια του τόπου. Με τούτο όμως δεν θα ειπή πως η γυναίκα εκεί άλλαξεν όλως — διόλου τη φύσι της· πως από τα στολίδια και τα ρούχα και τα συγύρια του σπιτιού της προτιμά ένα φλουσκί ταμπάκο κ' εκείνο μόνον ζητά για πολυτιμότερο αγαθό να φέρη ο άντρας της από το ταξείδι!… Ο θερμαστής εκύταξε κατάματα τον ναύτη, σαν να ήθελε να φτάση στην ψυχή του, να γνωρίση αν τα είπε με κακό σκοπό τα λόγια του, να τον προσβάλη στ' αληθινά. Ξεύρουν όλοι μέσα στο καράβι πως αυτός δεν τις δέχετ' εύκολα τις προσβολές. Είδεν όμως το πρόσωπό του να λάμπη από ειλικρίνεια· εγνώρισε στα μάτια του άδολη τη χαρά. που εκατόρθωσε να τον θυμώση τόσον εύκολα. Έφτισε δυο — τρεις φορές στα πόδια του, έσκασε τα γέλοια και άρχισε ν' αναζητά στη μνήμη του τόσα άλλα ανέκδοτα που έχουν για τους Καστελαρριζίτες οι ναυτικοί. Αθέλητα όμως είχαν ταραχθή τα νεύρα του και το μυαλό εσταμάτησεν απότομα, όπως σταματά, η μηχανή, το βαπόρι μ' ένα κατέβασμα της λάμας. Δεν εδούλευε καθόλου π' ανάθεμά το! Εδιάβαιναν εμπρός του πλήθος τα πειράγματα όμως συγχισμένα, κουλουριασμένα σαν αρμαθιά χελιών που δεν γνωρίζεις πού η ουρά τελειώνει και πούθε αρχίζει το κεφάλι. Εθυμήθηκε τον ενθουσιασμό του πεθερού όταν είδε τον γαμπρό του ολόγδυμνο· εξεχώρισε τη μονάκριβη συκιά που έχει το νησί και μνημονεύεται στα προικοσύμφωνα όλων των γάμων, αλλά δεν είχε πρόχειρα και τα λόγια τους: — Γράψε, γράψε! — Γράψε και τι να γράψω; — Γράψ' ένα κλωνί συκιά περ πονέντε!…
Μα ενώ έμενεν έτσι αφαιρεμένος και φουρκισμένος που δεν τον εβοηθούσε η γλώσσα, είδεν άλλον ναύτη, ένα γέροντα χοντροκαμωμένον και κακοτράχαλον, πίσω καθισμένον να γελά πονηρά και κάτι να ψιθυρίζη μυστικά στον Καστελορριζίτη. Βέβαια του εθύμιζε κάποιο νέο ανέκδοτο της Σαντορίνης αυτή η φάλαινα. Μα τι θέλουν οι άλλοι και ανακατώνονται στις κουβέντες τους! Και παίρνοντας την προφορά των Βαρνιωτών της Θράκης, με την περιφρόνησι που τρέφουν οι ΑσπροΘαλασσίτες ναυτικοί για τους ΜαυροΘαλασσίτες συναδέρφους των
— Μ' αφείς που μ' αφείς· είπεν αλλάζοντας κατά τη φράσι και τη φωνή, από τον τρυφερό γυναικείο στον βάναυσον αντρίκιο τόνο. — Να φύω θω. — Και πού απάγης, και πού απάγης; — Στο Μπαλτζίκι.
— Αχ! στα χαμένα νερά! Και πότε θ' ακούσω τις χαλκαδένιες σου να κάνουν γράντα — γράντα;…
Εσχημάτιζε τις χαλκαδένιες του, τις άγκυρες πως βυθίζονται στα νερά και κάνουν γράντα — γράντα· έδειχνε πως το Μπαλτζίκι απέχει ώρα μόλις από τη Βάρνα· έπαιρνε στο πρόσωπο την τρομασμένη έκφρασι της γυναίκας για το μακρύ και αβέβαιο ταξείδι του αγαπημένου της και σύγκαιρα την απελπισία εκείνου για τον χωρισμό και την υπερηφάνεια για το κινδυνεμένο κατόρθωμα. Ο θερμαστής έδινε στον ήχο της φωνής, στη στάσι, στις χερονομίες του τόση κωμική μεγαλοπρέπεια που έσκασαν όλοι, ναύτες και θερμαστές τα γέλοια κ' εκύταξαν τον Βαρνιώτη, σαν κάτι παράξενο και περιφρονημένο πράγμα. Έτοιμοι ήσαν να του ριχθούν όλοι με σαρκασμούς. Εκείνος εχαμογέλασε στην αρχή, αναψοκοκκίνησεν έπειτα, έρριξε το κεφάλι κάτω κ' ετράβηξε να φύγη. Ήταν ήσυχος ανθρωπάκος αυτός, φευγάτος από την πατρίδα του, πολιτογραφημένος στην Ελλάδα, από τη δουλειά και την κακοπάθεια αφανισμένος. Είχεν ολόκληρη λυκοφαμελιά στη ράχη του κ' εκαταλάβαινε πως δεν του έμενε καιρός για μαλώματα και καυγάδες. Αλλ' ενώ εδιάβαινε κοντά στον Κώστα τον θερμαστή, εκείνος άπλωσεν επίβουλα την αρίδα του, επεδικλώθηκεν ο ναύτης κ' εκύλισε χάμω σαν ασκί. Τόρα τα γέλοια αντήχησαν στο καράβι από άκρη σε άκρη και στις στεριές δίπλα, σκαστά και τρανταχτά, που έπνιξαν κάθε άλλη φωνή. Αλλ' ο Μίμης ο Γαλαξειδιώτης ήρθε τότε σύντροφος στον γέροντα και ηθέλησε να τον βοηθήση στην γλωσσοφαγιά.
— Μωρέ δεν τους μιλάς! είπε προστατευτικά. Όποιος δε μιλεί εδώ μέσα ζωντανόν τον θάφτουνε. Τι ρίχνεις το κεφάλι κάτου και φεύγεις; Να κι' ο Κρητικομηλιός τόρα που βγήκε στο μεϊντάνι. Δεν πάει ν' αλειφτή νέφτι σαν τον πατριώτη του. Ακούς είχε μιαν οκνή γαϊδάρα και κάποιος τον εσυμβούλεψε να την αλείψη νέφτι. Τόκαμε ο μπουρμάς κι' αλήθεια δεν είχε στασιό από τότε· έφευγε βαπόρι. Μα τόρα ο φίλος εξεποδαριάστηκε γυρεύοντάς την. Έτρεχε· πού να την φτάση! σαν έξυπνος τέλος αλείβεται κ' εκείνος νέφτι. Τόρα την φτάνει και την περνάει. Διαβαίνει από το σπίτι του και βάνει τις φωνές: — Γυναίκα, έβγα να πιάσης το χτήμα κ' εγώ έχω δρόμο ακόμη!…
— Ο Κώστας ατάραχος εδέχθηκε του Γαλαξειδιώτη το πείραγμα και τους σαρκασμούς των συντρόφων του. Εσούφρωσε μόνον τα χείλη, αγνάντεψε τον ουρανό ψηλά, τις πράσινες στεριές αντίκρυ, κάτω τη γαλάζια θάλασσα που αυλάκωνε το πλοίο κ' έβγαλεν ένα πουφ! περιφρονητικό. Και όταν έπαψε ο θόρυβος ετέντωσε την άλλη του αρίδα, ανακλαδίσθηκε χάσχοντας πιθαμή το στόμα, λέγεις και ήθελε να χάψη τον ήλιον ακέριο και είπε με φωνή σύγκαιρα σαρκαστική και ράθυμη στον ναύκληρο·
— Και σου λένε, Μπαρμπαγιώργη, πως δεν είν' έξυπν' οι Γαλαξειδιώτες. Αφού και στη στεριά παίρνουν οδηγό τη μπούσουλα!.. Αφού μετρούν τα χωράφια τους από άρμπουρο σ' άρμπουρο κι' απ' ασφάκα σ' ασφάκα… Και δεν είνε παληκάρια γιατί 'πήραν το τιτίβισμα των περιστεριών για ληστάδες κ' έφυγαν αφίνοντας τις γυναίκες στους νταυλοκαλογέρους!…
Ο Γαλαξειδιώτης όμως άναψεν αμέσως. Το χαμόγελο έσβυσε στα χείλη του κ' εχαλκοπρασίνισε σαν την οχιά. Α, δεν τα σηκώνει ο Μίμης αυτά! Ό,τι κάνουν οι άλλοι, καλά καμωμένα. Μα αυτόν δεν θέλει να τον πειράζει κανείς. Αψύς εσηκώθηκεν απάνω και ήρθε κατάμπροστα στον θερμαστή, βάζοντας τα χέρια στη μέση του, σαν να τον επροσκαλούσε στο πάλαιμα.
— Α, στο διάβολο, είπε, σαλιάρη, που δεν ξέρεις τι λες.
— Να χαθής, βλάχο! απάντησεν ο Κώστας θυμωμένος.
Κ' ευθύς ετινάχθηκεν ολόρθος, εζύγωσε κοντά με τα χέρια και αυτός στη μέση, τον εκύταξε κατάματα, έσμιξε σχεδόν την κίτρινη μύτη του στη μύτη του αντίπαλου κ' εσφύριξε πάλι:
— Να χαθής, παλιόβλαχε!
Εχόχλαζε τόρα και στους δυο ο θυμός. Ετοιμάσθηκαν να ορμήσουν ένας στον άλλον, να γροθοκοπηθούν, να ξεμαλλιασθούν, να ξεσχισθούν το κατάστρωμα να στρώσουν με τα κρέατα τους, να βάψουν τη θάλασσα με το αίμα τους. Αλλ' ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος έτρεξε στη μέση, έσπρωξε τον έναν αποδώ, έρριξε τον άλλον αποκεί και ορθός ανάμεσά τους, με την θαυμαστή απάθεια στο πρόσωπο, τη γιγάντια κορμοστασιά, το αυστηρό βλέμμα του εδέσποσεν εκεί, σαν θαλασσογέννητος θεός που κατασιγάζει των ανθρώπων τα πάθη όπως και τις τρικυμίες.
— Ε, ντραπήτε και μια στάλα, ρε παιδιά· είπε με την τρανταχτή φωνή του. Αμή!… σαν δεν θέλετε να σας πειράζουν μην πειράζετε και σεις. Καμμιά φορά ένα πείραγμα φέρνει χίλια κακά. Είδα τόσα και τόσα στη ζωή μου! Από τέτοια αθώα πειράγματα εχάθηκε το παιδί ο Ανέστης, αλαφρό το χώμα του. Μωρέ παίδαρος μια φορά! δράκος μονάχος· σωστός ρούφουλας. Κ' εχάθηκε από ποιον; Από μια μύξα! …Α! εκείνη τη φρίκη δεν θα μου τη βγάλη μήτε η πλάκα.
Είμαστε θυμούμαι στη Νοβοροσίσκη μ' ένα Γαλαξειδιώτικο μπαρκομπέστια. Εγώ εκείνο το ταξείδι ναυτολογήθηκα στην Πόλη. Εκείνους τους δυο τους ηύρα μέσα. Ήσαν από πριν. Είχαν πολλά ταξείδια μαζί και ήσαν θαρρεμένοι. Αλλά με όλα τα θάρρη που είχαν, με όλες τις συντροφιές που έκαναν, άμα άκουε κανένα λόγο για τους πατριώτες του ο Γεράσιμος ανατρίχιαζε σαν το λυσσασμένο σκυλί στον καθρέφτη.
Ο Ανέστης ήταν Σπετσιώτης, αρβανίτικο κεφάλι — μπίντα σωστή. Είχεν όμως αγαθή ψυχή· όση κορμοστασιά τόση και καρδιά. Του άρεσαν τα γέλοια και τα ξεφαντώματα. Μια δραχμή να έκρυβε στην τσέπη, την εθυσίαζε για τους φίλους· τα ρούχα του επουλούσε για τον σύντροφο. Εγνώρισα την καρδιά του μόλις επάτησα στο καράβι. Ο καπετάνιος δεν ήθελε τον Γεράσιμο γιατ' ήταν βλάστημος και σπιούνος. Στην Πόλη αποφάσισε να τον βγάλη και γι' αυτό εναυτολόγησε εμένα. Ο Ανέστης όμως ήξευρε πως είχε φαμελιά επάνω του και ηθέλησε να τον σώση. Είπε στον καπετάνιο πως ηύρε δουλειά έξω και θ' άφινε το καράβι. Τον επαρακάλεσε στη θέσι του να κρατήση τον Κεφαλλωνίτη. Εκείνος εκατάλαβε τη θυσία, αγαπούσε και το παιδί γιατ' ήταν σωστός δουλευτής· εμετανόησε. Εκράτησε τους δυο, εκράτησε κ' εμένα.
Όμως εγώ εννόησα τη διαφορά τους αμέσως. Μίλια ήταν μακριά ένας από τον άλλον. Ο Γεράσιμος φαρμακομύτης, σιωπηλός, αγέλαστος, κρυφονούσης — βρασμένη ψυχή. Ο Ανέστης το ενάντιο. Βροντοκράχτης κεραυνός ο ένας· θάλασσα κρυφογκάστρωτη ο άλλος. Ό,τι έλεγε η καρδιά το έδειχνε στα χείλη ο Σπετσιώτης. Ό,τι έλεγαν τα χείλη το ετάφιαζε στ' απόκρυφα της ψυχής ο Κεφαλλωνίτης. Και μέσα εκεί σαν σε λεβέτι αγάνωτο έβραζε και το ανακάτωνε για χρόνια ως που το έρριχνεν έξω φαρμάκι και χολή.
Ο Ανέστης όμως δεν έδινε προσοχή σ' αυτόν τον χαραχτήρα του συντρόφου του. Όταν ήθελε να γελάση — και το ήθελε τόσο συχνά ο αγιοχώματος! — έλεγε τον λόγο του, αδιάφορο και αν επλήγωνε κανένα. Είχε να ειπή για τους Κεφαλλωνίτες όπως και για κάθε τόπο της Ελλάδας. Εμείς οι Ρωμιοί τα έχουμε αυτά. Τ' άφηκαν αφιλονείκητη κληρονομιά οι παλαιοί μας. Έλεγε λοιπόν πως οι Κεφαλλωνίτες στην επανάστασι εβγήκαν να πολεμήσουν στου Λάλα ξαρμάτωτοι. Και όταν τους ερώτησαν οι χωριάτες γιατί πηγαίνουν έτσι στον πόλεμο, εκείνοι απάντησαν με την παιδιάτικη προφορά τους: — Α δα και άρματα θέλουμε; Βγάνε βρούλα δένε τρούκους!… Κ' έπειτα που τους ελιάνιζε με το γιαταγάνι ο εχθρός εφρόντιζαν να μη χαλάσουν τα ρούχα τους! — Κάτσε, καλέ αγά και μη μου χαλάς το γαμπά μου!…
Ο Γεράσιμος τ' άκουεν αυτά μα δεν έλεγε τίποτα. Τι να ειπή που έτρεμε του Ανέστη τον γρόθο. Άσπριζε μόνον ως τ' αυτιά· έδειχνε στο χαμόγελό του γουλιά κατακίτρινα σαν να είχαν φαρμακόφιδο μέσα τους κ' εκινούσε το κεφάλι ρίχνοντας σουβλερές ματιές στον ξεφαντωτή. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το παιγνίδι. Όπως στη θάλασσα και στην ψυχή του ανθρώπου η πάρα πολλή γαλήνη άφευκτα θα γεννήση τρικυμία. Ηθέλησα να πείσω το παιδί να μετριάση τ' αστεία του.
— Μη τον κάνεις έτσι, μωρέ· πειράζεται φοβερά ο Κεφαλλωνίτης.
— Μπα· είπεν εκείνος σηκώνοντας τις πλάτες. Εγώ δεν τα κάνω να τον πειράξω. Έτσι τα λέγω, χωρατά.
— Χωρατά μα εκείνος τα παίρνει στ' αλήθεια.
— Δε βαριέσαι!..
Κ' έφυγε από κοντά μου αντιπατώντας τις πατούσες του στα σανίδια, σαν να έλεγε πως έτσι άσπλαχνα ημπορεί να πατήση καθένα που θα θελήση ν' αντισταθή στη χαρά του. Εγώ δεν απελπίστηκα. Εμίλησα στον Ανέστη, ηθέλησα να μιλήσω και στον Γεράσιμο.
— Σε πειράζει, πείραξέ τον και συ· του είπα. Μιλεί για τους συντοπίτες σου· μίλησε για τους δικούς του. Μήπως έχουν και λίγα οι Σπετσιώτες. Να, πες του για το αρνοκέφαλο. Κάποιος εψώνησε από την αγορά έν' αρνοκέφαλο. Μα στο δρόμο του εγλύστρησε κ' έπεσε στη θάλσσα. Κάνει να το πιάση, αδύνατον· το κεφάλι όλο κ' εμάκραινε από την ακρογιαλιά. Ο έξυπνος τότε τι σοφίζεται; Παίρνει μια τούφα χορτάρι και την δείχνει στα σβυσμένα μάτια του ελπίζοντας να το πλανέση. — Ψου!… ψου!… το εμαύλιζε…
Δεν μ' άφησε να τελειώσω. Επήδησεν ορθός, με άρπαξε από τον ώμο.
— Δεν τα ξέρω 'γω αυτά! δεν τα ξέρω 'γω αυτά!… ερέκαξε τρέμοντας ολόκορμος. Ή θα πάψη ή μα τον Άγιο!…
Κ' εστύλωσε μάτια θυμωμένα στον φοβερό μπαλντά που ήταν δίπλα στον αργάτη με τέτοια έκφρασι, που επίστεψα πως το κατάρατο σύνεργο εσερνόταν άθελα να πέση στα χέρια του. Από την ώρα εκείνη έδιωξα κάθε δισταγμό. Ο Κεφαλλωνίτης ήταν αδύνατο να μη μας κάμη δουλειές στο καράβι. Και τις έκαμε αλήθεια. Τις έκαμε γρηγορώτερα και φοβερώτερα απ' ό,τι εφανταζόμουν.
Είχαμε κοντόγεμο το πλεούμενο που μας επλάκωσε η Λαμπρή. Ο καπετάνιος εφρόντιζε να πάρη το φορτίο του και να φύγη πριν έρθουν οι άγιες ημέρες· μα εστάθηκε αδύνατο. Έφτασε η Μεγάλη Πέφτη, έπαψε το φόρτωμα. Είδες τι θρήσκοι που είνε στη Ρωσσία! Θεός και Τσάρος· τίποτ' άλλο. Έπαψε κάθε τι κ' ερρίχθηκεν ο κόσμος στην εκκλησιά και τις προσευχές. Θέλοντας μη θέλοντας εκάναμε κ' εμείς το ίδιο. Ήρθεν η Κυριακή· άρχισε το Χριστός βοσκρέσια. Χριστός ανέστη κ' εμείς. Ο καπετάνιος έψησε το αρνί, μας εμοίρασε από έν' αυγό, μας έδωκε λίγο κρασί. Ήταν ημέρα ομιχλωμένη και ζεστή από εκείνες που βλέπουν συχνά τ' άγρια λιμάνια. Δεξιά οι τελευταίες ποδιές του Καυκάσου, ένα βουνό που χύνει στους θυμούς του φοβερόν ανεμοστρόβιλο, τόρα επλάγιαζε ήμερο, σαν λέοντας προστατευτικά κυτάζοντας τα πέλαγα. Αριστερά η πόλις φτωχική, ακάμωτη, με λίγα σπίτια και περισσότερες καλύβες, με πλατείς δρόμους πελαγωμένους στη λάσπη και μια εκκλησούλα πρασινοθόλωτη στη μέση, έμοιαζε ψαροχώρι έτοιμο να φιλοξενήση μέγαρα στους περιφραγμένους σπιτότοπους. Και ανάμεσα, βαθειά, το δάσος καψαλισμένο επρόβαινε από την κλεισούρα με κάποιο αργό λούφασμα, λέγεις κ' επροσπαθούσε να συρθή στην ακρογιαλιά, να χαρή κ' εκείνο το χλιαρό κύμα. Κ' έβγαινεν απ' ολούθε βουή και θόρυβος· από το μελαγχολικό του ζητιάνου οργανέτο και από το βραχνιασμένο λαρύγγι των χαροκόπων. Άλλοι έτρεχαν αποκαρωμένοι απάνω στ' αμάξια· άλλοι αρπάζονταν από τη μποτίλια της βότκας· άλλοι εχόρευαν μισοστρατίς και άλλοι εγκρεμίζονταν αναίσθητοι, γυναίκες και άντρες μαζί, στα χαλίκια του γιαλού και τους τράφους του δρόμου.
Οι ναύτες όλοι στην πλώρη συναγμένοι είχαν εμπλεχθή χεροπόδαρα και άλλος ετριβόταν στη ράχη του ενός, άλλος έβανε στα σκέλια του άλλου το κεφάλι, άλλοι επάλαιβαν, άλλοι εκυνηγούνταν. Το σώμα τους μαθημένο στην ενέργεια δεν ημπορούσε να μείνη τόρα στην ακινησία. Είδα πως ο Ανέστης είχε διάθεσι και ηθέλησα να τον σηκώσω αποκεί.
— Έλα, του λέγω, ν' ανοίξουμε τα πανιά να λιαστούν σήμερα. Τάφαγεν η νοτιά τόσες 'μέρες.
— Τράβα κ' έφτασα· είπε πρόθυμος.
Στη δουλειά δεν έλεγεν όχι ποτέ του. Ετράβηξα εμπρός, εσκάλωσα στο πινό και άρχισα να λύνω τα σχοινιά. Μα δεν επρόφτασα να πάω στο τρίτο και άκουσα φωνές πίσω μου. Ο Ανέστης παίρνοντας αφορμή από το μπλέξιμο των συντρόφων του εθυμήθηκε να ειπή για τους σαράντα Κεφαλλωνίτες. Όλοι θα έχετε ακουστά πως σαράντα θεριστάδες εκοιμήθηκαν τη νύχτα σαν σαρδέλες σ' ένα στενόν αχυρώνα και την αυγή δεν ήξευραν πώς να ξεχωρίσουν τα πόδια τους. Ένας ήθελε να πάρη του άλλου κ' εφιλονεικούσαν ολημερίς. Ως που ευρέθηκεν ένας βουκόλος και με το χοντροράβδι του έκαμε καθένα να πάρη τα δικά του και να φύγη. Δεν ήταν και τίποτε αυτό. Μα ο Γεράσιμος — ίσως ήταν και πιομένος λιγάκι — άρχισε τις βλαστήμιες. Φρίξον ήλιε! Ο Ανέστης ακούοντάς τον έτσι εξαπλώθηκε χάμω ξεκαρδισμένος στα γέλοια. Και όσον εγελούσε τόσο εκείνος άφριζε κ' εμάνιζε. Κατεβαίνω να ιδώ τι γίνεται· συναντώ εμπρός μου τον Γεράσιμο πρασινοκίτρινο σαν τη μπακρίλα.
— Τι πάθατε, μωρέ παιδί ;
— Θαν του πιω το αίμα, μα τον Άγιο· θαν του πιω το αίμα!… λέγει άγρια.
Και φεύγει κατά την πρύμη βιαστικός, με τα μαλλιά σηκωμένα, μ' ένα βήμα άταχτο, σαν να του έδοσαν τσεκουριά στο κεφάλι.
— Χριστός βοσκρέσια!… Χριστός βοσκρέσια! … γροικώ εκείνη την ώρα φωνές και γέλοια.
Τρέχω στην κουπαστή· τι να ιδώ; Του διαβόλου πεντέξη Ρούσες, εκολυμπούσαν νεράιδες ολόγυρα στην πλώρη μας. Είδαν την ημέρα ζεστή, έπιαν και καμμιά βότκα παραπάνω κ' ερρίχθηκαν να παιγνιδίσουν με το κύμα. Εβουτούσαν το κεφάλι κ' έπειτα ετινάζονταν ολόρθες, με τα ξανθά μαλλιά τους κολλημένα στα ζηλευτά μαρμαροτράχηλα, με τα στήθη ολόμεστα με τα χιονάτα κορμιά στο κύμα σαν διαμαντόπετρες κλεισμένες στα ζαφείρι. Έπαιρναν νερό με τις τριανταφυλλένιες χούφτες τους, το έρριχναν απάνω μας χρωματιστά μπιρλάντια και ανοιγοσφαλώντας τα χειλάκια τους που ήσαν μικρότερ' από μίδι εφώναζαν ολόχαρες:
 — Γόσποδιν, Χριστός βοσκρέσια!… Χριστός βοσκρέσια
σαλιότκοι!…
 — Ναι, Χριστός ανέστη! … Χριστός ανέστη! ποιος λέγει τ'
όχι!…
Είμαστε όλοι κρεμασμένοι στην κουπαστή με χείλη διψασμένα, τα χέρια τεντωμένα οργυιές, παραδομένο το κορμί στην άβυσσο. Το μάτι μας γαρίδα! Έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα σαν ελεφαντοκόκκαλο ν' αργοκινούνται και σ' έπιανε ανατριχίλα και πείσμα. Πείσμα και ζήλεια. Μας άπλωναν τα χέρια· τους εδίναμε την ψυχή. Οι ραντίδες που έφταναν απάνω μας, στο πρόσωπό μας, επίστευες πως ήσαν κάτι από το κορμί τους και τις εσφίγγαμε στον κόρφο, τις εφέρναμε στα χείλη με φλογερή αχορταγιά. Τα φτερά του πόθου επετούσαν ολόγυρά μας κ' ερράπιζαν τη συνείδησι. Ερρίχναμε πορτοκάλια· επετούσαμε μεταξομάντηλα. Κ' εκείνες θεότρελες ετσαλαβουτούσαν εδώ κ' εκεί, άρπαζαν τα χαρίσματα κ' εγύριζαν πίσω με τα λάφυρά τους στα χέρια. Έπιαναν την καρίνα, αρπάζονταν στα σχοινιά ν' ανεβούν απάνω τάχα κ' εφώναζαν ολογέλαστες:
— Για βας λιουμπλιού!… για βας λιουμπλιού!…
— Ναι· σ' αγαπώ! κ' εγώ σ' αγαπώ! …
Άξαφν' ακούω πίσω μου μια φοβερή βροντή. Είπα πως εκόπηκε η άγκυρα, πως έσπασε κανένα κατάρτι. Γυρίζω τρομαγμένος· ωχ, αλλοίμονο! Ο άθεος Κεφαλλωνίτης έκαμε τον λόγο του. Καθώς εκοιμόταν στο ηλιοπύρι ο Ανέστης, μια του έδωσε με τον μπαλντά κ' εχώρισε το κεφάλι από το κορμί. Τόσο πάθος έδωκε στο φοβερό σύνεργο που έμεινε καρφωμένο πιθαμή στη σανίδα. Δεν επρόφτασα να κινηθώ από τη θέσι μου, να καλοϊδώ το σώμα που εσπάραζε στο αίμα του και βλέπω τον φονιά να πηδάη στο τσιμπούκι και να ρίχνεται στη θάλασσα, σκούζοντας σαν τον ρύσο.
— Πιάστε τον!… εφώναζα.
Μα δεν είδα στα γελαστά νερά παρά τις Ρούσες, που έφευγαν με φωνές στο ακρογιάλι αφροκοπώντας τη θάλασσα, σαν κοπάδι δελφινιών εμπρός στον θεότρομον όγκο της φάλαινας!…»
Και με τον λόγο ένωσε τη βελόνα δυνατώτερα στο πανί ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος, σαν να εσούβλιζε τα φυλλοκάρδια του Κεφαλλωνίτη. Κάποια ανατριχίλα εφάνηκε να κυριεύη όλους, ναύτες και θερμαστές. Εκύταζε ο ένας τον άλλον με σοβαρότητα μελαγχολική, σαν να συνεννοούνταν πως αληθινά πρέπει ν' αφήσουν τα πειράγματα. Έπειτα όμως χαμόγελο άνθισε στα χείλη τους. Μπα, όσα πειράγματα και αν ειπούν δεν θα φτάσουν ποτέ σε τέτοιο κακούργημα… Και άξαφνα Κώστας ο θερμαστής άρχισε με φωνή παραπονιάρα βλέποντας τον Κιμωλιάτη τον μάγερα:
— Κι' αν μάθης πως έπεσ' από τον κούντρο, μην το πιστέψης μάτια μου… Κι' αν μάθης πως έπεσ' από τον παπαφίγγο, μην το πιστέψης μάτια μου… Μ' αν ακούσης πως έπεσ' η καζάνα και μ' επλάκωσε, πίστεψέ το!… πίστεψέ το!…

ΓΕΡΑΚΑΣ

Τρελοβοριάς εχύθηκε στο πέλαγο, εσήκωσε μεσουρανίς το κύμα. Αφροί κάτασπροι απλώνονται στην έκτασι, βουνά ψηλώνουν και ανοίγουν άβυσσοι. Αθέμελο το νερό, άβουλο, στου άνεμου το θέλημα παραδομένο κλωθογυρίζει μέσα στα νησιά, δέρνεται και στενάζει απάνω στα χάλαρα, φεύγει στη νοτιά με άλματα γίγαντος. Οι στεριές γύρω, τ' ακρωτήρια, οι κόρφοι στέκουν αφροζωσμένοι και αχνομέτωποι, δίχως έκφρασι και ζωή απάνω στην ακλόνητη βάσι τους. Ψηλά δεν έχει σύγνεφα ο ουρανός· τα εσάρωσεν ο άνεμος. Κάτω δεν έχει πλεούμενα η θάλασσα· τα έκλεισεν ο φόβος στα λιμάνια. Ο ήλιος μόνος γοργογυρίζει στον αιθέρα κυρίαρχος άτρομος και κάτω αρμενίζει το τρεχαντήρι του Βαλμά, της λύσσας και της φρίκης μοναχικό ανάμπαιγμα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Έχει πισαλειμμένο το σκαφίδι του· έχει σκαρμούς από πρινάρι, κατάρτια ελάτινα· πανιά και άρμενα γερά. Κ' έχει για καπετάνιο δράκο της θάλασσας· έχει για ναύτη του δράκου τον υγιό· έχει ναυτόπουλο ένα κλαψάρικο παιδί. Κλαίει και μύρεται το ναυτόπουλο· θυμώνει — ξεθυμώνει ο ναύτης· βλαστημά και μάχεται ο καπετάνιος μεγαλόψυχος. Και το ξύλο λυγερό, λεβέντικο φεύγει και χάνεται απάνω στο νερό, που σηκώνεται πύργος να του φράζη τον δρόμο, που απλώνει πλοκάμια να το σύρη στους βυθούς.
— Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάς
— Καλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου.
Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο. Τι έγινεν όμως τόσον καιρό; πού επήγε, πού εστάθηκε, πώς ευρήκε το παιδί, πώς απόχτησε το τρεχαντήρι; κανείς δεν έμαθε ποτέ. Το παιδί μου έλεγε· το τρεχαντήρι μου· τίποτ' άλλο. Και αν εθάρρευε κανένας γέροντας κάποια γριά και τον ερωτούσε καταπού επέρασε τη ζωή του, αυτός εσούφρωνε τα φρύδια, το χέρι άπλωνε κ' έλεγεν αόριστα και μυστικά:
— Πέρα κάτω· στην Άσπρη θάλασσα.
Μα η Άσπρη θάλασσα είνε απέραντη. Αρχίζει από το Γιβραλτάρι, και φτάνει στη Συρία. Σε ποιο μέρος της Άσπρης ήταν αυτός; Άρχισαν οι νησιώτες άντρες και γυναίκες, θαλασσινοί απόμαχοι και γυναίκες γλωσσοκοπάνες να δαιμονίζονται. Με τη φαντασία εψαχούλεψαν κάθε νησί της, κάθε χωριό, κάθε συνοικία· έπιαναν κάθε ξενοπάτη και τον εξέταζαν: — Μπρε καλέ μου, μπρε άρχοντα! Ένας ψηλός, ένας λυγνός, ένας αρχάγγελος ο καπετάν Βαλμάς, μήπως εστάθηκε στο νησί σας; μην επαντρεύτηκε; μην έκαμε παιδί που το λέγουν Γιώργη; μην απόχτησεν ένα τρεχαντήρι το Μπιούτη; — Όχι — όχι· δεν τον ίδαμε, δεν τον ακούσαμε· όχι. Οι νησιώτες άφρισαν· Μωρέ διάβολε! Και βελόνι να ήταν κάπου θα εβρόνταε. Τέλος γυρεύοντας εδώ κ' εκεί· πες ο ένας το κοντό του και ο άλλος το μακρύ του έπλεξαν την ιστορία του. Ναι· ο καπετάν Βαλμάς λέγει πως επήγε στην Άσπρη θάλασσα· μα δεν εστάθηκε στην Άσπρη θάλασσα. Επήγε στην Αμέρικα. Εκεί επαντρεύτηκε με μιαν Αμερικάνα ιδιότροπη, ξεμυαλισμένη που εγέννησε το παιδί. Έπειτα η Αμερικάνα επέθανε ή του έφυγεν ή και την εσκότωσε. — Είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του φονιά. — Λοιπόν την εσκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν' αγοράσει; αυτός να δουλέψη; Να, σε κάποιον κόρφο το ευρήκεν αρραγμένο, επήδησε μέσα τη νύχτα, εσκότωσε τον καραβοκύρη με τον λάζο του — είχε δα κ' ένα φοβερό λάζο! — έβαλε μέσα το παιδί του κ' εγύρισε στο νησί. Τ' όνομα του τρεχαντηριού δεν ήταν άλλο παρά τ' όνομα που είχεν η Αμερικάνα. Παράξενη γυναίκα παράξενο και τ' όνομά της. Έτσι τα εκομπόδεσαν και ησύχασαν όλοι τους.
Ο καπετάν Βαλμάς έφερε και μετρητά στην πατρίδα. Ευρήκε το πατρικό του χαλασμένο· τον κήπο χέρσο· την οικογένειά του ξεκληρισμένη. Μόνον το σπίτι εδιόρθωσε για να ξεχειμάζη. Ούτε κήπο εφρόντισεν ούτε άλλο τίποτα. Ερρίχθηκε στη δουλειά. Εταξείδευε σερμαγιά· καπετάνιος και φορτωτής μαζί. Από το νησί στον Πειραιά· από τον Πειραιά στα Δαρδανέλλια· από τα Δαρδανέλλια στα Ροδονήσια· και πάλι πίσω στον Πειραιά· πίσω πάλι στο νησί του. Και δεν είχε άλλον μέσα στο τρεχαντήρι. Αυτός και ο γιος του και ο Ρουφογάλης ένας σκύλος μαλλιαρός, αγριομούτσουνος, μικρός στο ανάστημα, κεραυνός στη φωνή. Είχε και το ναυτόπουλο για να τους κάνει τις δουλειές. Τίποτ' άλλο.
Μα ούτε και αγάπη είχεν άλλη ο Βαλμάς από τις δυο, τις πρώτες του: το τρεχαντήρι και το παιδί του. Ένα σχοινάκι να εκοβόταν από το ξύλο ήταν ικανός να χαλάση κόσμο. Κεφάλι να έλεγε το παιδί πως του πονεί, έκλαιγε σαν γυναίκα. Το τρεχαντήρι σε κάθε λιμάνι το έβαφε, το εστόλιζε, το επάστρευε, το εγλυκοκύταζε σαν καλός καβαλάρης το άλογο του· πολλές φορές άνοιγε κουβέντα μαζί του. Το παιδί κάθε βράδυ στα γόνατα το έπαιρνε, το εκύλαε, το εψηλαφούσε στα ξανθόσγουρα μαλλιά, το εφιλούσε παθητικά σαν ερωμένη.
— Παιδί μου — Μπιούτη μου! ετρυφεροψιθύριζε.
Τόσο τα είχε σμιχτά στην αγάπη του που δεν ήξευρε καλά — καλά ποιο ήταν το παιδί και ποιο το ξύλο του.
Τόρα όμως ξένοιαστος ερροχάλιζε στο κρεβάτι του ο καπετάν Βαλμάς. Είχε μαζί και τα δύο. Το παιδί εκαθόταν στοιχειό στο τιμόνι· το τρεχαντήρι έφευγε γοργό στα κύματα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το κύμα. Αλλά κ' εκείνα δεν το ψηφούν το καρυδόφλουδο. Πείσμα, νομίζεις, έβαλαν να τα θάψουν και αδερφωμένα το πολεμούν, τα δέρνουν αλύπητα. Καντάρια πέφτει ο άνεμος από ψηλά, μεστώνει τα πανιά, σχοινιά λιγύζει, τα κατάρτια σκουντά, τρώγει τους μακαράδες και τα σίδερα στο πεταχτό διάβα του. Φύλλο περνά, φύλλο πλακώνει, άλλο φύλλο αρματώνεται στο άπειρο διάστημα. Και κάτω το νερό δέρνεται και φουσκώνει, αφρίζει και μανίζει έχθρας του εαυτού του, μίσος και χλεύη του. Ο ναύτης μάταια προσπαθεί να κρατήση γραμμή στη σκάφη του. Ξεσχίζονται τ' απάνω πανιά και φεύγουν ανεμοπαρμένα πούπουλα περαδώθε. Πλάνο το κύμα αντί να σπρώξη δεξιά το τρεχαντήρι αριστερά το πλαγιάζει, το παραδίνει στ' ανοιχτά.
Το ναυτόπουλο αρχίζει πάλι τα κλάυματα.
— Μωρέ Γιώργη που πάμε; χαθήκαμε! Άσε να ξυπνήσω τον καπετάνιο.
— Σκασμός, πούστη! Μη βγάλης άχνα γιατί σ' έφαγα!
Ο ναύτης φιλότιμος δεν θέλει να κράξη βοήθεια τον πατέρα του. Ναι, είνε καλός δουλευτής· δεν είνε όμως κ' επιδέξιος κυβερνήτης. Η ώρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι και τέχνη. Αν εξύπναεν ο καπετάν Βαλμάς εύκολα θα έβαζε τη σκάφη στον δρόμο της. Μα ο Γιώργης δεν θα τον ξυπνήση ποτέ. — Τι άνεμο! λέγει· δεν ημπορώ να ταξειδέψω ένα σκαφίδι κ' εγώ!… Έδεσε το τιμόνι και άρχισε με το ναυτόπουλο να μαζώνη πανιά! Μα ο καιρός τον εκεφάλωσε. Μια σπιλιάδα έρχεται και κόβει το πρυμιό κατάρτι στη μέση.
Με τον βρόντο επετάχτηκεν έξω χαμένος ο καπετάν Βαλμάς. Κυτάζει καλά· τί να ιδή; Εμπρός εκάπνιζεν ο Καβομαλιάς. Ο πέτρινος ελέφαντας στη θάλασσα προυμυτισμένος ετίναζε νεροστροβύλους στ' αστέρια. Μηδέ Τσιρίγο μηδέ Ηλοί εξεχώριζαν πουθενά. Άχνα το νερό τα εσκέπαζεν από άκρη σ' άκρη. Ευθύς το πρόσωπό του εκιτρίνισε σαν λεμόνι· τα μάτια του έσταξαν αίμα και χολή. Ασυλλόγιστα έφερε το χέρι στο στυλέτο.
— Βρε άθεε αγριομίλησε· πού πας εδώ να μας πνίξης!
— Μ' επήρε στο φτερό· δεν το κατάλαβα· εψιθύρισεν άτολμα.
— Γιατί μωρέ δεν μ' εξύπναες ;
Ρίχνεται απάνω στο δοιάκι θέλοντας να ορτσάρη· μα που να ερτσάρη; Δεν είχε πλέον καιρό. Τ' όμορφο τρεχαντήρι έτρεχε δαιμονισμένο απάνω στη στεριά. Κ' εκείνη, πέτρα μοναχή στην έκφρασι και τη σύστασί της, όρος επύργωνεν αντίκρυ περιφρονώντας τα κύματα που εβρυχόνταν στα πόδια της και την ψυχή του καπετάνιου που ελάχτιζεν οργισμένη τα δασά στέρνα του. Τρικυμία στο γιαλό, τρικυμία και στο καράβι μέσα. Ερρέκαζεν η θάλασσα, ερρέκαζε και ο καπετάν Βαλμάς. Εκύταζεν εμπρός τη στεριά που επήγαινε αθέλητα με μάτι άγριο, λέγεις κ' έπασχε να την ανοίξη με το βλέμμα του· εκύταζε και το παιδί στο δοιάκι λουφασμένο σαν βροχοδαρμένο λαγουδάκι. Έδειχνε γροθιά στη στεριά, γροθιά στον άνεμο πίσω του· γροθιά στο κύμα που εκαβαλίκευε το ξύλο, έγδυνε το κατάστρωμα κουρσάρος ακαταγώνιστος. Δυο φορές έσυρε το χέρι στο στυλέτο· πάλι το έρριξε κάτω νεκρό.
— Ωχ θε μου! είπε βαρυστενάζοντας· πνίξε με να μην κριματίσω.
Άξαφνα όμως ο Γιώργης ετινάχθηκε ολόρθος κ' έπεσεν απάνω στο τιμόνι με όλη του τη δύναμι. Κάποια ελπίδα μέσα του ανάτειλε· στον νου του κάποιο λιμάνι ήσυχο και φιλόξενο εζωγραφίθηκεν αυτόματα. Στην άγρια πέτρα επάνω η ψυχή μόνη της εμάντεψεν αγκαλιά μητρική και καλόγνωμη. Το τρεχαντήρι εδιάβηκεν από την Καβοκαμήλα, ελόξεψε στον άνεμο κ' έπειτα έσυρε γραμμή καταπάνω στη στεριά.
— Τι κάνεις αυτού μωρέ! αγριοφώναξεν ο καπετάνιος.
— Στο λιμάνι πατέρα μου· εκεί είνε πόρτο.
— Τι πόρτο άτιμε! τι λιμάνι μου λες; Νομίζεις πως θα με γελάσης.
— Όχι, σου λέγω πατέρα· είνε πόρτο μπροστά μας.
Ο Βαλμάς δεν ήθελε να πιστέψη καθόλου. Απελπισμένος όμως έδραμε στο δοιάκι, έβαλεν όλη του τη δύναμι με φριχτό καρδιοχτύπι στα στήθη, με την ψυχή κουρασμένη από την προσδοκία και την αβεβαιότητα. Μα τίποτα δεν ξεχωρίζει πουθενά. Η στεριά ψηλώνει ακόμη πέτρα μονοκόματη, τραχύτατη και άγρια σαν οστρακοντυμένος κολοσσός αντίκρυ του. Ούτε σχισμάδα δείχνει ούτε λάκκωμα στις πλαγιές. Και το νερό ακούραστο αφροκοπανίζει τα πόδια της, πλένει τα και λευκαίνει πέρα ως πέρα, δούλος ταπεινός και μαζί εχθρός της θανάσιμος. Και το «Μπιούτη» ακράτητο φεύγει εμπρός, σαν να το καλή ποθητό φάντασμα. Δυο τρεις οργυιές ακόμη και θα κουντρήση απάνω στο μάρμαρο. Και τον καπετάνιο φριχτή τον δέρνει τόρα υποψία. Νομίζει πως το παιδί του δεν έχει άλλον σκοπό παρά να αναμπαίξη την τελευταία του ώρα. Τραγικό βλέπει εμπρός του όραμα: ξύλαμαδέρια το τρεχαντήρι στον βράχο και τ' όνομά του οικτρό ανάμπαιγμα στα χείλη των θαλασσινών. Δεν εκρατήθηκε περισσότερο. Έσυρεν από τη ζώνη το στυλέτο κ' εχύθηκεν απάνω στην αγάπη του την ώρα που το τσιμπούκι λίγο ήθελε να χωθή στην πέτρα. Άρπαξε τον Γιώργη από τα μαλλιά, πίσω εγύρισε το κεφάλι του και το στυλέτο άστραψε φιδόγλωσσα στο φως της ημέρας. Μα την ίδια στιγμή κύμα θεόρατο εκαβαλίκεψε την πρύμη, κεραυνός έσπασεν απάνω στον ανίερο βωμό κ' έρριξε μακριά τον θύτη από το θύμα του. Και το γοργό τρεχαντήρι μ' ένα τρέμουλο σπασμωδικό, σαν να ήταν ίδιο το σφαχτάρι εστάθηκεν άξαφνα μαρμαρωμένο, ακίνητο. Ούτε κύμα το δέρνει, ούτε άνεμος πλέον. Λιμανάκι ολοστρόγγυλο με καταπράσινες πλαγιές, με σπιτάκια πασίχαρα στο βάθος, με κάστρου χαλάσματα ζερβόδεξα ανοίγει τόρα φιλόξενο εμπρός στο θαλασσόδαρτο ξύλο. Ο ήλιος βασιλεύοντας κατάρραχα πορφυροβάφει με τις αχτίνες του στρωτό γυαλί τα νερά και καθρεφτίζει παράμορφα τα κουρέλια των πανιών, των άρμενων τα ξεσκλήδια, δίνει χαρά και θρίαμβο σε ψυχωμένα και άψυχα. Ο Ρουφογάλης χαιρετά με τρανταχτά γαυγίσματα το περιγιάλι· το ναυτόπουλο τραγουδά σκαρφαλώνοντας στο κατάρτι· και πίσω από το κάσαρο ταπεινός και περίλυπος ο καπετάν Βαλμάς κρύβει το πρόσωπό του απάνω στο πανιασμένο στήθος του μοναχογιού.
Μα το υπεράκριβο αίμα δρόμο παίρνει στα πέλαγα, φάρος γίνεται στους παντοπλάνητους και δείχνει μητρική αγκαλιά το λιμάνι του Γέρακα.
Συνεχιζετε....
Αυριο το Η μερος.

Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 27-Λογια της πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Ζ"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com