Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 23-Λογια της πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Β

0 σχόλια
Ανδρεας Καρκαβιτσας

ΟΙ ΦΡΕΓΑΔΕΣ

Με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου εφάνηκαν και οι τέσσερες φρεγάδες αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθε έρχονταν; για πού επήγαιναν; ούτε άκουσε ούτ' έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήσαν βασιλικές φρεγάδες. Και οι τέσσερες, σου λέγει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμη — πλώρη. Και είχαν τις αρματωσές τους, βασιλικές κ' εκείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια προύτζινα, από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ερωτήσης για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα ήσαν ντυμένες. Και είχαν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι, είχαν το Άγιο Ευαγγέλιο· και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό, την Παναγιά που έλαμπε — προσκυνώ τη χάρι της — σαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήσαν βασιλικές φρεγάδες, του δικού μας του βασιλιά που ώριζε στην Πόλη. Μόνον εκείνη τότε ήταν η κιβωτός της Χριστιανοσύνης. Ποιος ξεύρει τι αλλόφυλους επήγαιναν πάλι να χτυπήσουν, να στήσουν παντοκράτορα σε Ανατολή και Δύση τον τίμιο Σταυρό!
Ήταν η αυγή ανοιξάτικη· χαρά Θεού! Φύλλο δεν εσειόταν ουδέ πούπουλο. Η θάλασσα πίχτρα· χαρτί να γράψης απάνω. Στον διάφανο ουρανό επρόσμενες να ιδής καθρεφτισμένα όλα τα νησιά και τ' ακρογιάλια με τα δάση και την πρασινάδα τους. Αριστερά επρόβαιναν στον ασπρογάλαζον ορίζοντα της Κρήτης τα βουνά· πίσω τα Δωδεκάνησα έδειχναν γαλανά τα ριζοβούνια τους κάτω από την ομίχλη που τα έδενε κατάκορφα σαν πουπουλένιο γεφύρι και δεξιά εκατέβαιναν, αλυσίδα χρυσορρόδινη τ' ακρωτήρια και οι κόρφοι του Μωριά, ως τον Καβομαλιά και το Τσιρίγο. Και καθώς εχτυπούσεν ο ήλιος έβλεπες τις στεριές να χύνουν χίλιων λογιών χρώματα και τις καμαρωτές φρεγάδες ν' αστραποβολούν, άγγελοι ασπροφόροι ανάμεσα ουρανού και θάλασσας.
Οι φρεγάδες είχαν απλωμένα όλα τα πανιά. Φλόκοι και κοντραφλόκοι, γάμπιες και παπαφίγγοι και παρουκέτα και τρίγγοι όλα ήσαν στη θέσι τους. Μα εκρέμονταν όλα κάτω παραλυμένα και μόνον τα μπρούλια τους ανάδευαν καμμιά φορά, σαν φιδάκια έτοιμα, να φάνε τα κεφάλια τους. Οι σκότες εκρέμονταν κ' εκείνες παράλυτες στα χέρια των ναυτών που άδικα προσμένουν ν’ ακούσουν την προσταγή για να γυρίσουν τα πανιά στον άνεμο. Εκοιμήθηκεν απάνω στο χρυσοσκάλιστο δοιάκι ο τιμονιέρης· ο σκοπός στο ξάγναντο της πλώρης ψηλά εκοιμήθη κ' εκείνος, τηρώντας πάντα τον ίδιον ορίζοντα εμπρός του. Οι καπετάνοι στα χρυσά και τα βελουδένια φορέματα, νυστάζουν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια προσκέφαλα κάτω από την πρασινορρόδινη τέντα της πρύμης, και μόλις ακούνε το λεβέντικο τραγούδι που παίζει το σκλαβάκι με τον ταμπουρά. Κάτω στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, από το βούνευρο μακριά του σκληρού φύλακά τους, εκοιμήθηκαν κ' εκείνοι μέσα στις βαρειές αλυσίδες, απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπή πως εκοιμήθηκαν! Τα τυρανισμένα κορμιά τους ναι· όχι όμως και η ψυχή τους. Εκείνη τρέχει άγρυπνη και χαμοπετά περίγυρα στ' άσπρα τους σπιτάκια, στους ανθισμένους κήπους, στις θλιμμένες γυναίκες και τ' αρφανά τους τα παιδιά· στα κλήματα σταφυλοφορτωμένα και τα γλυκόχυμα βοτάνια· στ' αφράτα χώματα και τα κρυσταλλένια νερά, στα λούλουδια και τα πούλουδα γλυκειάς πατρίδας, που δεν ελπίζουν να την ιδούν παρά μόνον στην υπνοφαντασιά τους!
Άξαφνα, όμως εξύπνησαν οι θαλασσινοί.
— Παιδιά! τη βάρκα στη θάλασσα· φωνάζει ο καπετάνιος της πρώτης φρεγάδας. Α — λά τα χέρια στα κουπιά· εβγάτε έξω στα σπηλάδια, καμακίστε χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώστε αχινούς, συνάχτε καβούρους, ξεκολλήστε στρείδια — αγνά ό,τι βρήτε!
Το είπε κ' έγινεν ευθύς. Έρριξαν τα παιδιά τη βάρκα στη θάλασσα· α — λά τα χέρια στα κουπιά, έβγήκαν έξω στα σπηλάδια, καμακίζουν χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώνουν αχινούς, συνάζουν καβούρους, ξεκολλούν στρείδια — αγνά ό,τι εύρουν. Μα το ναυτόπουλο, ένας κασιδιάρης και κακομοίρης, που τον είχαν για ψυχικό, ξεκόβει από τ' άλλα τα παιδιά. Ούτε καμακίζει χταπόδια στα θαλάμια τους, ούτε καλαμώνει αχινούς, ούτε συνάζει καβούρους, ούτε ξεκολλά στρείδια — αγνά ό,τι εύρει. Γυρίζει μόνον απάνω κάτω στις μαυρισμένες πέτρες και τα χορταριασμένα σπηλάδια σαν κάτι να ζητή. Τι είχε — τι έχασε; Τίποτα. Μα κάθε άνθρωπος, μικρός — μεγάλος, πλούσιος — φτωχός έχει και τον οδηγό του. Έχει να κάμη κατιτί; ο οδηγός του πηγαίνει και του το θυμίζει. Εβουλήθηκε να πάη πουθενά; ο οδηγός του έρχεται και τον ξυπνάει. Έτσι τόρα και τον κασιδιάρη ανάγκαζε να πηγαίνη αναζητώντας πράγμα που δε έχασε ποτέ.
Τέλος είδε στον βράχο μια μεγάλη σπηλιά. Βλέπει τη σπηλιά, μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τι να ιδή; Τοίχους γδυμνούς περίγυρα. Πάει βαθειά· σκοτάδι, πίσα. Αυτιάζεται καλά· ακούει στο σκοτάδι τικ — τακ, τικ — τακ σιγαλό σαν ν' αργοστάλαζε νερό. Κοντοζυγόνει· ξανοίγει χάμου μία λακκούλα που εδεχόταν του βράχου τη διαμαντένια σταλαγματιά. Του ήρθε σαν δίψα· — γονατίζει, πίνει από το νερό· ξεδιψάει. Του ήρθε σαν κάμμα· παίρνει από το νερό και νίβεται· δροσολογάται. Αστόχαστα βγάνει κ' ένα ψαράκι που ηύρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα. Μα το ψαράκι εζωντάνεψεν ευθύς και αρχίζει να τριγυροφέρνη, να πηδά ευτυχισμένο, αχόρταγο στη νέα του ζωή.
— Μπρε! λέγει κάνοντας τον σταυρό του.
Αλλά την ίδια ώρα αισθάνεται κ' εκείνος το αρρωστημένο του κορμί να θρέφεται σαν στέλεχος πλατάνου που παίρνει νερό στις ρίζες του. Τα λέπια πέφτουν από 'πάνω του και δείχνεται το δέρμα ολομέταξο. Αίμα πύρινο κουφοδρομεί στις φλέβες του· ψυχή με άλλη ψυχή σταυρόνονται και γιγαντώνουν στα φυλλοκάρδια του· φτερά έκαμε να πετάξη στα επουράνια. Κουφάρι ήταν περιστέρι έγινε.
— Μπρε! ξαναλέγει· έλα Χριστέ και Παναγιά κοντά μου!
Τρέχει έξω· κράζει τους συντρόφους του. Γυρίζουν εκείνοι στις φωνές, κυτάζουν με απορία και σταυροκοπούνται. Άγγελος είνε άνθρωπος είνε, δεν ξεύρουν.
— Μωρέ ποιος είσαι συ; ερωτάν.
— Εγώ, ο μούτσος, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια.
Τρέχουν κοντά· τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν.
— Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι;
— Έτσι κ' έτσι· ηύρα τ' αθάνατο νερό.
— Πώς; — πού;
— Μέσα στη σπηλιά.
Ακούνε και θαυμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά. Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν φιλονικεία.
— Όχι εγώ θα 'μπω πρώτος.
— Όχι εγώ.
Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια. τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπή παλιόκοσμος! Για να εύρουν την αθανασία ηύραν όλοι τον θάνατο εμπρός στην πηγή της.
Το ναυτόπουλο καθώς είδεν αυτά πηδάει στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα, α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία.
— Όχι εγώ θα μπω πρώτος.
— Όχι εγώ.
Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται κ' εκείνοι.
Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές. Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το πλήρωμα μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν μα ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια. Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου δίψα εκυρίευε καθένα που επλησίαζε σ' εκείνη τη σπηλιά, λέγεις και άχνιζε γύρω του Κάη ο αψύς θυμός, είτε την είχεν η Έρις οριστική κατοικία της. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, εσήκωναν τις βαρειές αλυσίδες και με την πρώτη άνοιγαν βαθύν τον τάφο του εχθρού τους. Όσοι δεν είχαν αλυσίδες, πέτρες εζερρίζωναν· και όσοι δεν είχαν πέτρες είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που εκατέβαζαν λουρίδες το κρέας. Το αίμα έλαμπε, ρουμπίνι ανεχτίμητο στις άσπρες πλάκες περίγυρα. Οι σάρκες εσπαρτάριζαν, θλιβερά κοψίδια στα μαύρα χώματα. Οι σκοτωμένοι, κρύος σωρός έφραζαν την είσοδο της σπηλιάς και οι λαβωμένοι εβαρυβογκούσαν πονετικά στον κούφιον αέρα. Και όμως δεν έπαυεν ακόμη ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο επήγαινε όλο εμεγάλωνε. Ίδιοι οι καπετάνοι άρχισαν να αισθάνωνται κάποιο άφαντο χέρι να τους σπρώχνη μέσα στον όλεθρο και δύο — τρεις φορές ασυλλόγιστα έφεραν το χέρι στο στυλέτο κ' εγλυκόσυραν τη μισή λάμα έξω από το θηκάρι της.
Μα εκρατήθηκαν.
— Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους. Τούτο είνε θεϊκή κατάρα!… Σε τι εκριματίσαμε κ' ήρθαμε να σφαγούμε συνατοί μας εδώ στον έρμο βράχο!…
Ρίχνονται αμέσως στα γόνατα· κλαίνε, μύρονται, σταυροκοποιούνται.
— Αμάν, θεέ μου! σώσε μας από το κακό και ταζόμαστε όλοι στη χάρι σου. Ξεχάνουμε τον κόσμο και τα καλά του· απαρατούμε γυναίκες και παιδιά· έλεος!
Μόλις ετάχθηκαν οι καπετάνοι αμέσως έπαψε το κακό. Με μιας εσυνήρθε το πλήρωμα. Σαν να μην ήξευραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν με φρίκη τον σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Έρριξαν στη θάλασσα τα θανατοφόρα όργανα, που πριν έσφιγγαν στα δάχτυλα με τόσο πείσμα και άρχισαν να κλαίνε απαρηγόρητα τους συντρόφους που εσκότωσαν με τα ίδια τους χέρια.
Οι καπετάνοι επήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά για να εύρουν το αθάνατο νερό. Άμα το εύρουν, εσκέφθηκαν, ανασταίνουν εύκολα τους σκοτωμένους. Πάνε μέσα στη σπηλιά, ψάχνουν αποδώ, γυρεύουν αποκεί· σταλιά νερό. Ο μισητός φόνος εμόλυνε το αθάνατο κ' έφυγε να κρυφθή από τα μάτι του ανθρώπου· μαζί εχάθη και το ψαράκι. Φαρμακωμένοι τόρα εβγήκαν έξω οι καπετάνοι. Αλλ' ως που να έβγουν ακούνε που εφρεσκάριζεν ο καιρός. Ευθύς ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνωνται στα ριζιμιά σπηλάδια.
— Τις βάρκες, μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά.
Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό και την ορμή του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ' ορθολίθι ν' αγναντέψουν τις φρεγάδες. Μα πού φρεγάδες; Το κύμα που ερχόταν δυναμωμένο από του Τσιρίγου το στενό και ο άνεμος, άξιοι και οι δυο ναυτικοί, επόδισαν σύνωρα τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωσαν δρόμο στο ανοιχτό πέλαγο.
Τότε οι καπετάνοι έπεσαν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν τόρα πως ήταν θέλημα θεού ν' απομείνουν πάνω στο έρημο και φοβερό ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί με τον καιρό τα εικοσιτέσσερα μοναστήρια. Μα το αθάνατο νερό από τότε δεν εξαναφάνηκε. Μόνον δύο φορές τον χρόνο, στην πρώτη Ανάστασι και του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει, δώρον ακριβό από μία στάλα στη γη. Αλλά κανείς δεν την βλέπει. Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλόγηροι και λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, με τα μαντήλια στο χέρι και τα μάτια κολλημένα στου βράχου το μακαριστό μαστάρι. Όμως άδικα ξενυχτούν. Ο βράχος το βγάζει και η γη ζηλιάρα το αναρουφά ευθύς. Φοβάται νομίζεις το αχόρταγο τέρας μη το αποχτήσει ο μαύρος άνθρωπος και γλυτώσει από το φοβερό της χωνευτήρι. Και οι ξενυχτισμένοι φεύγουν κάθε χρόνο με την ίδια πίκρα στην ψυχή, χωρίς να ειδούν εικόνα της αθανασίας άλλη παρά τα κάτασπρα κόκκαλα των σκοτωμένων, που κοίτονται βωμός ακόμη στη μέση της σπηλιάς.
Εγώ είδα τα κόκκαλα κ' εγώ άκουσα για τις φρεγάδες τις βασιλικές. Από τα τόσα τέρατα μόνον εκείνες ηύραν την αθανασία! Αφού παράδειραν για χρόνια στ' ανοιχτά εκατέβηκαν σύγξυλες στους ξανθούς άμμους του βυθού. Η μία βρίσκεται στης Κρήτης τα νερά· η άλλη κάπου στη Ρόδο και οι άλλες δύο ανάμεσα στα Δωδεκάνησα. Είνε ακόμα ίδιες και απαράλλαχτες, όπως την ημέρα που επρωτοφάνηκαν στα νερά του Καβομαλιά. Είνε χυτές πρύμη — πλώρη· κ' έχουν τις αρματωσές τους βασιλικές κ' εκείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια προύτζινα από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ερωτήσης για τις κουπαστές και τις μπαταρίες τους στο σύρμα είνε ντυμένες. Κ' έχουν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι έχουν το Άγιο Ευαγγέλιο και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό την Παναγιά, που λάμπει — προσκυνώ τη χάρι της — σαν αυγερινός. Κάθε αυγή με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου, οι φρεγάδες αστραποβολούν, άγγελοι ασπροφόροι ανάμεσα στα γαλανά νερά. Τόρα ψυχή δεν έχουν· έρημες είνε από ναύτες και καπετάνιους. Όμως θα έρθη ώρα που ψυχή θα πάρουν και γοργόνες καστρορίχτισες θα σμίξουν και θα σύρουν πάλι στον δρόμο τους. Και θα γυρίσουν νικηφόρες πίσω στα πατρογονικά μας τα Λιμάνια, στον δοξασμένο θρόνο του αναστημένου μας του Βασιλιά.
Ωιμέ η πίστις και τα όνειρα! Από τα τόσα τέρατα ναι, μόνον εκείνες ηύραν την αθανασία.
Συνεχιζετε...

Αυριο το Γ'μερος

Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 23-Λογια της πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Β"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com