Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 28:Λογια της πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Η

0 σχόλια

ΚΑΚΟΣΗΜΑΔΙΑ

Μας εύρε το ηλιοβασίλεμα ανάμεσα Σίφνου — Σέρφου, διόμισυ μίλια κάτω από την κόκκινη Χερρόνησο. Ως εκεί εβοήθησεν ο γρεγολεβάντες και με πρωτοδεύτερα πανιά εκατεβήκαμε από της Μύκονος τον Γούρλο για πέντε ώρες. Ήταν γρήγορη η γολέτα του καπετάν Κρεμύδα και δεν είχε δυσκολία σε καλόν καιρό να πάρη και οχτώ και δέκα μίλια την ώρα. Όμως αποδώ κ' εμπρός δεν έπαιρνε ουδέ τρία στη βόλτα. Γιατί άξαφνα εχύθηκεν από το βουνό της Μήλου μ' έναν ξερό και αδιάκοπο πάταγο σαν να εδιάβαινε από απέραντον καλαμιώνα το πουνεντογάρμπι, εκεφάλωσε τον Γρέγο και μας εξώρισεν ευθύς κάτω από την Κίμωλο. Ο καπετάν Κρεμύδας μόλις εσυνήρθε στον πάταγο κ' επρόσταξε να κατεβάσουμε τα πανιά. Μα ώστε να το ειπή εξεθύμανεν ο καιρός και σε λίγο έπηξε η θάλασσα κ' έγινε λιμνοστάσι.
— Όρσε, διάολε! είπε φαρμακωμένος· μια φέρνει να μας πνίξη μια μαγκάρει… Ταρσανά θα κάνουμε!…
Ο καπετάν Κρεμύδας ήταν πενηντάρης, κοντόχοντρος, στιβαρός, με κεφάλι ολοστρόγγυλο, με πρόσωπο κρεμεζοβαμμένο και μαλλιά κατάσπρα· με μάτια μικρά, φρύδια και μουστάκια βλάγκα· με φωνή βραχνή και βαρειά σαν ρέκασμα κυμάτου που σκάει στης ακρογιαλιάς τα χάλαρα και με καρδιά απονήρευτη. Από ναύτης ήταν δουλευτής ακούραστος και οικονόμος. Λίγο — λίγο απόχτησε μερικά λεφτά, επήρε μισακό ένα σαπιοκάικο κ' εδούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. Έπειτα το σαπιοκάικο έγινεν όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξείδια του πέρα στον Ποταμό. Μα τόρα ήταν όλος θυμό. Όταν εκατεβαίναμε από τη Μαύρη θάλασσα, οι ναύτες που ήσαν συντοπίτες του εφρόντιζαν κάθε ώρα να του θυμίζουν με τρόπο την πατρίδα και τα σπίτια τους.
— Ε, καπετάνιε και να ήταν κανένας σαββατογεννημένος εδώ μέσα, και να 'πιανε ένας δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζα και να βρίσκαμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικο και να διπλάρωνε η γολέτα μας κάτω από τον Τσικνιά! έλεγεν ο ένας.
— Εκεί που θα ειπής τον Τσικνιά δε λες καλήτερα τση Μύκονος τον Τούρλο; επρόσθετεν άλλος, κυτάζοντάς τον κατάματα.
Εκείνος εγύριζεν αλλού, τάχα πως δεν άκουε κ' έπιανε κουβέντα με τον Μπαρμπατρίμη για τον καιρό. Και όταν τον εστενοχωρούσαν με τα λόγια τους και με τα βλέμματά τους που ήσαν πλέον παρακαλεστικά από τα λόγια τους, έσκαε την κόκκινη σκούφια του χάμω και μελανιάζοντας έλεγε:
— Ανάθεμα στον καπετάνιο που τσουρμάρει συντοπίτες του! Να με ιδής στο πίκι κρεμασμένον Μπαρμπατρίμη, αν βάλω άλλη φορά στη γολέτα μου Μυκονιάτη!…
Οι ναύτες έσκυφταν αμέσως το κεφάλι κ' εσκορπούσαν κατακόκκινοι από ντροπή, σαν παρθένες άβγαλτες, με λυπητερό χαμόγελο στα χείλη και μ' ένα δάκρυ, ψιλό — ψιλό και αόρατο στην τριανταφυλλένια βρύση των ματιών τους. Και ο καπετάνιος πικραμένος γιατί τους επίκρανε και οργισμένος γιατί του εξύπνησαν αναγκαστικά βαρυκοιμισμένους πόθους, έφευγε σέρνοντας στο κατάστρωμα τα ποδήματά του επίτηδες, για να φανή φοβερός και τρομερός κ' εκλειόταν στην κάμαρη του. Όμως κ' εκείνου η καρδιά ελαχτάριζε για τη Μύκονο. Είχεν εκεί τη γυναίκα του, την ψιλομελάχροινη Ελεφάντω μ' ένα παιδί στην κούνια και άλλο στην κοιλιά. Μα οι καιροί ενάντιοι μας άργησαν και αντί να φτάσουμε στη Μαρσίλια, δεν είχαμε ούτε τον μισό δρόμο παρμένον. Όμως να που ήταν κάποιος σαββατογεννημένος στη γολέτα κ' έπιασε δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζια και ηύραμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικον κ' εδιπλάρωσεν η «Βαγγελίστρα» μας κάτω από τον Τσικνιά. Επήδησεν ο καπετάνιος πρώτος· έτρεξε σπίτι του. Μα στον γυρισμό ούτε παιγνίδια ούτε φίλους έφερε. Και στο ταξείδι τόρα αν και είνε την πλώρη κατά τον Γαρμπή τα μάτια του ήσαν στυλωμένα στον Γρέγο κ' έβλεπε πάντα εμπρός του, από τα χιονάτα σπίτια και τις όμορφες εκκλησιές του νησιού ένα μόνον σπιτάκι και μέσα τη γυναίκα του, κλιναρομένη να χαροπαλαίβη! Την έβλεπε να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά μάτια της και ν' αργολέγη με αδύνατη φωνή: — Πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε!… πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε! … Και πού να ζητήοη, πού να εύρη ησυχία. Εδρασκέλαεν από πρύμη σε πλώρη το κατάστρωμα, σαν το λεοντάρι μέσα στο κλουβί· πότε εμίλαε μόνος του δυνατά· πότε εχειρονομούσε χωρίς αιτία· πότε ετραβούσε τα μαλλιά κ' εχτυπούσε το κεφάλι του στα ξύλα και όλο εβλαστημούσε την τύχη του και την τέχνη του.
Στη γολέτα ήσαν απλωμένα όλα τα πανιά. Τέσσεροι φλόκοι εμπρός και πέντε πανιά στο πλωριό κατάρτι· τρεις στραλιέρες στη μέση και μπούμα και φλις στο πρυμιό κατάρτι. Μα το ξύλο έμενε ακίνητο σαν βάρυπνο. Ρίζες έρριξε, νομίζεις, στον βυθό κ' έμελλε να βλαστοβολήση. Αποκαρωμάρα εβασίλευε περίγυρα, από άνθρωπο σε ξύλο, από θάλασσα σε ουρανό. Κουρελιασμένα σύγνεφα καφετιά, σαν γιγάντιες αράχνες εκρέμονταν εδώ κ' εκεί και σταχτοκόκκινη σκόνη εκαθόταν ανάλαφρα στις στεριές και τη θάλασσα. Εκινούνταν κάποτε, έβγαζαν καμμιά σπηλιάδα, έπαιρναν μπουρίνα τα πανιά και αυλακώναμε τη θάλασσα ζερβόδεξα μ' ένα γλυκομουρμούρισμα, αποκαρωτικό κ' εκείνο. Έπειτα έπεφτεν ο άνεμος, τα πανιά εκυματούσαν σιγαλινά, τα σχοινιά ελάγκευαν κ' εχτυπιόνταν στο κατάστρωμα, ως που έμεναν τέλος ακίνητα, νεκρά. Και ο καπετάν Κρεμύδας φαρμακωμένος εσυχνοψιθύριζε, σφίγγοντας τα δόντια του.
Όρσε, διάολε! μια φέρνει να μας πνίξη μια μαγκάρει… Ταρσανά θα κάνουμε! …
Σώπα, καπετάνιε και γλήγορα δυναμώνει ο Νότος· είπεν ο Μπαρμπατρίμης· ιδές τι τέμπλο έκανε στο Τσιρίγο!
Αληθινά κάτω στη νοτιά μαυροκόκκινα σύγνεφα εσωριάζονταν τετραπανωτά. Και πίσω βασιλεύοντας ο ήλιος ετόξευε ανάμεσ' από κρωσσοτές σχισμάδες, από σκοτεινόξανθες είτ' αιματένιες σπηλιές, δεμάτια αχτίνες έλουζε την χτίσι με φως και χρώματα. Η θάλασσα ασπρογάλαζη, εκαθρέφτιζε τους ίσκιους των νησιών και αυλακωνόταν από τα ρέματα, σαν πλατύς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος από δρόμους και μονοπάτια. Και τα νησιά, η Μήλος και η Ερημόμηλος που τρέφει τ' αγριόγιδα· πίσω η Σίφνος και η Σέρφος με τα παρδαλά γαϊδούρια της· η Νάξος παραπάνω με τους Βαραβάδες και η Πάρος με τα μάρμαρα· η Πόλυβος η καμπουρωτή και η Κίμωλος η σαλαμάντρα· η Σίκινος και η Φολέγαντρος εδώθε και κάτω τα Γερακούνια χωριστά, σαν κοτρώνα κυματοπλανημένη έπαιρναν ένα χρώμα κ' έδιναν μύρια, έπεφτε μιαν αχτίνα στο χαλίκι του γιαλού και του βουνού την πέτρα, στο γυαλί του δρόμου και το χορτάρι της πλαγιάς κ' επηδούσε χρυσορρόδινη θαμπερή φλόγα. Έστεκε το ένα με κάποιο συγνεφάκι στην κορφή· το άλλο με ζωνάρι ομίχλης στη μέση· το εδώθε με κροκκοβαμμένο μέτωπο· το εκείθε καστροστεφανωμένο· το παρακεί με κάτασπρο χωριδάκι, σαν απλοχεριά χιονιού που ελησμονήθηκε στη λακκούλα του. Και πέρα στη θάλασσα, σε μεταξωτό παραπέτασμα τα καράβια κοντυλογραμμένα επήγαιναν οκνά και ο μαύρος καπνός των βαποριών εψήλωνε κ' έσβυνε σε χρυσόξανθες τουλούπες. Ανάερα πουλάκια επετούσαν κυματιστά κ' έλαμπαν τα χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλα που άρπαξεν ο άνεμος από εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια, της στεριανής ζωής η βουή έφτανε τραγούδι Σειρήνων, γεμάτο από χαρές και γέλοια, δίχως πίκρες και δάκρυα. Χώρια από τον καπετάνιο, οι άλλοι απλώναμε σώμα και ψυχή να ρουφήξουμε εκείνη την παράδεισο, με φανερή ζήλια στα μάτια για εκείνους που την χαίρονται. Και άξαφνα, δεν ξεύρω πώς, η πολυποίκιλη εικόνα έχυσε στα παιδιάτικά μου στήθη μια ευτυχία γλυκειά και μια θλίψι πλέον γλυκότερη, που αναγκαζόμουν να την ξεμυστηρευθώ, να την φωνάξω, γιατί μ' έπνιγε στην ορμητική πλημμύρα της. Και άρχισα το τραγούδι:
Του ναύτ' η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι!…
— Σκάσε, βρε, μη σου σπάσω το δοιάκι στο κεφάλι! μ' έκοψε του καπετάνιου η φωνή.
Εξέχασα ευθύς το τραγούδι και τα αισθήματα κ' ελούφαξα σε μια κώχη. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω στο πλωριό κατάρτι μια κουκουβάγια. Τα μαύρα νυχοπόδαρά της εγύριζαν δαχτυλίδια στα χείλη της κόφας κ' εστήριζαν ακίνητο το κορμί σαν να ήταν ψεύτικη. Και αληθινά έμοιαζε για ψεύτικη. Ήταν η ομορφώτερη που είδα στη ζωή μου! Το πούπουλο της με γραμμές ρεβιθιές, λιγότερες στο πεταχτό στήθος, πυκνώτερες στα φτερά και τη ράχη, εγυάλιζε σαν καθαρό μετάξι κ' εκατέβαινε άψεγο, χιονάτο στα ψαλιδωτά ακροφτέρια, που έσμιγαν με την ουρά κ' έπεφταν πλατομαντήλα, στα δασωμένα καλαμοπόδαρά της. Και ήταν αληθινά φεγγαροπρόσωπη! Τ' ολοστρόγγυλο κεφάλι της πεταχτό πίσω σαν καρύδι, ίσα πλάκα εμπρός ήταν χωμένο στους ώμους σαν ολοφέγγαρο ανάμεσα σε δυο κοντορραχούλες. Στο κέντρο τρίγωνη επρόβαινεν η μύτη, με την κορφή απάνω και κάτω τη βάσι και αποκεί κοφτερό και γυριστό σαν δρεπάνι εφύτρωνε το ράμφος από μαύρο τροχισμένο κόκκαλο. Δεξιά και αριστερά της μύτης, μέσα σε λακκούλες στεφανωμένες από ψιλά πούπουλα, εγυάλιζαν τα μάτια δίχως ματόφυλλα, θρασύτατα, ολοστρόγγυλα, με τη μεμβράνη τους τσιτωμένη από ανθοκίτρινο υγρό και με τη μαύρη κόρη ακίνητη, σαν πέτρα δαχτυλιδιού καλοδεμένη στη σφεντόνα του. Και ολόγυρα πούπουλα καφετιά ανέβαιναν σγουρά κ' εσχημάτιζαν στεφάνι. Και όπως εκαθόταν συμμαζωμένη, με τα μάτια στυλωμένα πέρα, δεν έκανε τη μισητή εντύπωσι που ταιριάζει στο είδος της. Έμοιαζε καλονοικοκυρά βγαλμένη στην πόρτα να προσμείνη τον άντρα της. Μου ήρθε όρεξις να παίξω με το πουλί και άρχισα να το προγγάω, κινώντας χέρια και πόδια:
— Ξιξιξί!… ξιξιξί!…
— Τι κάνεις αυτού, μωρέ! μου φωνάζει ο καπετάνιος.
— Μια κουκουβάγια κάθεται στην κόφα.
— Κουκουβάγια!…
Εσηκώθηκεν από τη θέσι του και ήρθε να την ιδή από κοντά. Μα εκείνη καθώς εψήλωσα το χέρι μου να δείξω φρου!… έκαμε κ' επέταξε πέρα. Ο καπετάν Κρεμύδας ακολούθησε για κάμποση ώρα το τρεμουλιαστό πέταγμά της κ' έπειτα, σαν να μην είχε δύναμι να γυρίση στη θέσι του, εκάθησε σωρός απάνω στο αμπάρι. Έμεινεν εκεί με τα κεφάλι σκυμμένο· έπειτα μου είπε:
— Κακοσημαδιά, μωρέ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά!… Είδες το άτιμο να πάρη τα ζερβά!… Αν πετούσε δεξιά θα είχαμε καλό ταξείδι· μα τόρα κακά σημάδια. Ή σε μας ή στο σπίτι κάτι κακό θε να γένη!…
Κ' εγώ εκείνη την ώρα τα ίδια εσυλλογιζόμουν. Η κουκουβάγια λέγουν πως ήταν αδερφή των οχτώ παιδιών και του Κωσταντή. Η μάνα της την είχε πολύτιμη παρακαταθήκη του αντρός της·
Στα σκοτεινά την έλουζε στ' άφεγγα την έπλεκε. στ' άστρι και τον αυγερινό έφτιανε τα σγουρά της.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών ήρθαν προξενητάδες και την εζητούσαν νύφη στη Βαβυλώνα. Η μάνα και τα οχτώ αδέρφια δεν ήθελαν να την δώσουν τόσο μακριά· δεν ημπορούσαν να υποφέρουν τον αποχωρισμό της. Μα ο Κωσταντής επίμενε και κάθε ημέρα εσυχνόλεγε της γριάς του:
Δός τηνε μάνα μ' δος τηνε την Αρετή στα ξένα Στα ξένα 'κεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω, Να 'χω κ' εγώ παρηγοριά να 'χω κ' εγώ κονάκι.
Μα της μάνας η καρδιά δειλή και φιλύπωπτη πάντα δεν θέλει ν' ακούση τα λόγια του πραγματευτή και σοφά του απαντά:
Φρόνημος είσαι Κωσταντή κι' άσχημ' απελογήθης. Κι' αν μώρθη γιε μου θάνατος κι' αν μώρθη γιε μ' αρρώστια Κι' αν τύχη πίκρα ή χαρά ποιος θα μου τηνε φέρει;
Εγώ! απαντάει εκείνος με άσκοπη προθυμία βάζοντας όρκο φριχτό. Κ' έτσι εκατάφερε να χωρίση την Αρετή από τη φαμελιά της. Δεν επέρασεν όμως πολύς καιρός και οι φόβοι της μάνας αλήθεψαν. Φριχτό θανατικό έπεσε στη χώρα! Εσάρωσε κόσμο και κοσμάκη, εσάρωσε και της δόλιας μάνας τα εννιά παιδιά! Έρμη εκείνη, καταμόναχη τόρα, κλαίει και μύρεται στα κρύα μνήματα των οχτώ παιδιών αλλά στο μνήμα του πραγματευτή, κλωτσά τις πλάκες και βρυχέται και αναθεματίζει:
Ασήκω, σήκω Κωσταντή, την Αρετή μου θέλω! Το Θεό μου βαλες εγγυτή και τους αγίους μαρτύρους αν τύχη πίκρα ή χαρά να πας να μου τη φέρης!
Η κατάρα των γονέων ακούεται όπως και η ευχή. Τινάζεται ο Κωσταντής μισολυωμένος από το μνήμα·
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρι σαλεβάρι και το φεγγάρι συντροφιά και πάει και την φέρνει…
Η μάνα βλέποντας την άξαφνα δεν ημπορεί να πιστέψη τα μάτια της. Και όταν τέλος την αναγνωρίζει και μαθαίνει τον ανέλπιστο γερανό της, σωριάζεται το γεροντικό κουφάρι ελεεινό από το μαρτύριο. Και η Αρετή μέσα στον φοβερόν εκείνον ξεκλήρισμα της γενεάς της, απελπισμένη από τη μούχλα και τη σαπίλα που εβασίλευεν ολόγυρα, ρίχνεται στον Θεό, παρακαλεί και λέγει του:
Θε μου και κάνε με πουλί, κάνε με νυχτοπούλι, να περπατώ στις ερημιές να κλαίω τους αδερφούς μου!
Έτσι έγινε κουκουβάγια η πεντάμορφη. Άλλαξε το είδος δεν άλλαξεν όμως και την ψυχή. Ο ξεκληρισμός ακολουθεί ακόμη, σαν θεϊκή κατάρα το πέταγμά της και όπου πάει και καθήση, φέρνει κ' εκεί τη νέκρα και την ερήμωσι. Αφού τόρα ήρθε κ' έκατσε στο καράβι μας, βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο έκαμα τον αδιάφορο.
— Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέγω· ο Θεός καλός όλα καλά.
Εκείνος δεν είπε τίποτα και κουνώντας θλιβερά το κεφάλι εκατέβηκε στην κάμαρή του.
— Πάει ν' ανάψη κι' άλλο κερί· εψιθύρισεν ο Μπαρμπατρίμης. Οι μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο.
Μα δεν ήταν τόρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήση από το σπίτι όλα τα σημάδια του ήρθαν ανάποδα. Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα. Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω. Τέλος την Πέφτη, αφού πρώτα εβγήκαν οι συγγενείς του να ψάξουν τους δρόμους και οι γυναίκες ετράβηξαν εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, εκατόρθωσε να φτάση στη γολέτα. Και τόρα η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήση από το καράβι! Ήρθε πάλι κ' εκάθησε στο κατάρτι. Ήταν γυρισμένη στον καπετάνιο κ' εστύλωνε τα μεγάλα μάτια της καταπάνω του. Μόλις την είδα, εφρόντισα με χειρονομίες να την προγγίξω. Αλλά χίλια και αν έκανα δεν εξεκολλούσεν ο πειρασμός. Έβλεπε τις χειρονομίες μου μια στιγμή κ' έπειτα εγύριζε αλλού το κεφάλι με αδιαφορία, μ' ένα ήθος περιφρονητικό σαν να μου έλεγε: Μωρέ άει χάσου!…
Τέλος ο καπετάνιος την είδε: Πίσω μου σατανά! είπε κάνοντας τον σταυρό του. Εσήκωσε τα μάτια και την εκύταξε μ' επιμονή κατάματα. Μα κ' εκείνη με την ίδια επιμονή κατάματα τον εκύταζε, λέγεις και ήθελε να τον αβασκάνη. Και αληθινά στο τέλος τον αβάσκανε. Ο καπετάνιος έγινε κίτρινος σαν το κερί. Ύστερα για μιας άλλαξε χρώμα κ' έγινε καταμέλανος· ανέβηκε το αίμα να τον πνίξη. Τα μαλλιά του εσηκώθηκαν ορθά· τα μουστάκια του αγρίεψαν, τα μάτια του έρριξαν αστραπές και είτε από τον θυμό είτε από το αβάσκαμα, όλος άρχισε να τρέμη. Εκύταζε το πουλί και δεν έπαυε να μουρμουρίζη σαν αδικοτυρανισμένη και πολύπαθη ψυχή:
— Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο. πειρασμέ! Τι θες μωρέ από μένα, άθεε!… Φεύγα αποπάνω μου και μη με κολάζεις. Άσε με, φαμελίτη άνθρωπο να βγάλω το ψωμί μου!…
Μα εκείνη δεν εκαταλάβαινε από τέτοια· έμενε στη θέσι της, θεότης αιγυπτιακή ακούοντας από τον στυλοβάτη ασυγκίνητη τα δάκρυα και τις παράκλησες του πιστού της. Από λεφτό σε λεφτό εχαμηλοπλάγιαζε το κεφάλι ζερβόδεξα, σαν ν' αυτιαζόταν ήχους μαντικούς, που έφερνεν από μακριά, πολύ μακριά ο αιματοβαμμένος αιθέρας. Έπειτα το εψήλωνε απότομα με τα μάτια κάπου γιαλιστά, στον αιθέρα στυλωμένα δίχως έκφρασι και ζωή, σαν να είχεν αφαιρεθή από τα κοσμικά για να εξηγήση τους ήχους. Και άξαφνα έδειχνεν έκφρασι ικανοποιητική του εγωισμού της και φοβεριστική σύγκαιρα σαν να έλεγε: Κύταξε καλά· αν θελήσω αλλοίμονο και τρισαλλοίμονο εσένα και το σπίτι σου!… Και σκύβοντας έχωνε το ράμφος στα στήθη της, εσήκωνε τα λιανοπούπουλα του προσώπου σαν αγκυστρωτά λεπίδια, εγούρλωνε τα μάτια κ' έπαιρνε θηρίου μανισμένου στάσι, λέγεις και ήθελε να κάμη φοβερό κακό και αδύνατη εξέσχιζε τα κρέατά της να ξεθυμάνη. Και ο μαυροκαπετάνιος βλέποντάς την έτσι, εχαμήλωνε τα μάτια του κ' έφευγε να μην τη θυμώση περισσότερο. Αλλ' ανυπόμονος, νευρικός, αναμένος όλος, αφού εβημάτιζε λίγο στο κατάστρωμα εστεκόταν απότομα κάτω από το πινό και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος εσήκωνε το κεφάλι με φόβο και θράσος μαζί και της έλεγε:
— Μωρή φεύγα! πήγαινε στο καλό· πήγαινε στην ευχή του Θεού και των γονέωνέ μου· άσε με να πάω στο δρόμο μου και μη με κολάζης… Φεύγα μωρή άτιμη, σκύλα, συχαμένη, βρωμιάρα!… Πήγαινε στο καλό, πήγαινε στο διάολο! …
Και η φωνή του από μαλακή και παρακαλεστική που ήταν ανέβαινε σιγά — σιγά κ' εξέσπαε τέλος βρισάρα, σαν το κύμα που πιάνεται μαλακό, παιγνιδιάρικο στο ένα ακρογιάλι και καταντά στο αντικρυνό φοβερός και τρομερός κοσμοχαλαστής. Αλλά το πουλί σαν να ευχαριστιόταν με την παραφορά του εκείνη, άνοιγε το στόμα του, έδειχνε γλώσσα μικρή και σουβλερή κ' εχαυνιζόταν πλατειά με χαμώγελο και περιφρόνησι. Κ' εκείνος βλέποντάς έτσι όλο και άναβε· εβλαστημούσε κ' έβριζε κ' εχειρονομούσε κ' εδάγκωνε πεισματικά ως που αιμάτωνε τα δάχτυλά του.
— Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! εφώναξεν άξαφνα· φέρε μου την τσάγκρα να του πιώ το αίμα!
Εκίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή. Με πλατειά βήματα δρασκελώντας το κατάστρωμα έφτασε πρώτος στην κάμαρη, άρπαξε το σκουροντούφεκο και από τη σκάλα, χωρίς να σημαδέψη την άναψε στο πουλί. Ένας ξερός χτύπος ακούστηκε μα τίποτ' άλλο. Ο κόκορας έπεσε αλλά δεν έπιασε το καψούλι. Επαγώσαμε. Κακοσημαδιά στην κακοσημαδιά· όλα ανάποδα επήγαιναν σήμερα! Καλά το είπε ο καπετάν Κρεμύδας: Τι στο καράβι ή στο σπίτι μεγάλο κακό θε να γένη!…
Στον ξερό χτύπο η κουκουβάγια επέταξε τόρα. Αλλά δεν επέταξε μακριά να φύγη, να χαθή από εμπρός μας· εχαμοπετούσε πεισματικά περίγυρα σχίζοντας τον αέρα με τα ψαλιδωτά φτερά της, εκαθόταν στο ξάρτι και στυλώνοντας το κορμί, με το στήθος ολοφούσκωτο και τον λαιμό χωμένον στους ώμους έρριχνε ξαφνικά μία στριγγιά φωνή που επάγωνε το αίμα.
— Κουκουβάου!… κουκουβάου — βάου!…
Τόρα ο ήλιος ήταν βασιλεμένος και δεν έβλεπες στη δύσι παρά σύγνεφα αιματοβαμμένα και κατακόκκινον αιθέρα ν' ανεβαίνη σαν αναλαμπή μεγάλης πυρκαϊάς και να χωνεύη ανάλαφρα στο γαλάζιο χρώμα τ' ουρανού. Πέρα στο Τσιρίγο ο Νότος καλός πρωτομάστορης, έχτισε το τέμπλο σωριάζοντας σύγνεφα θεοσκότεινα και ανώμαλα σαν χάλαρα στη βάσι, στη μέση ανοιχτώτερα, στην κορφή καταγάλαζα· και απάνω στα κυματιστά χείλη, στους πύργους και τις πολεμίστρες, έχυσε πλατύ χρυσογάιτανο και άλλο αποπάνω κατάργυρο και ψηλά φλάμπουρο εσήκωσε τον Αποσπερίτη να λαμπρύνη τη δόξα του. Και πίσω από το αεροκάμωτο τείχος ετόξευε σπηλιάδα σε σπηλιάδα τον άνεμο, καρτερώντας τη στιγμή να χυθή συφάμελος και να ταράξη τα σύμπαντα. Μα κ' εκείνες άρχισε να τις αισθάνεται η θάλασσα, τα πανιά μας να φουσκώνουν, να παίρνει δρόμο το πλεούμενο. Ο Μπαρμπατρίμης που ακολουθούσε συλλογισμένος το χτίσιμο του τέμπλου κ' εγύριζε ζερβόδεξα το μάτι, σαν σκυλί κυνηγάρικο που μυρίζεται τον αέρα είπεν άξαφνα του καπετάνιου:
— Καπετάν Κρεμύδα, θα μας βγάλη αέρα ο Νότος λέω να πάρουμε κάτω λίγα πανιά.
Μα εκείνος αφαιρεμένος στο πουλί είπεν αδιάφορος:
— Μπα! καλοκαιρινός είνε· ας το κι' ας πάει…
Ο καπετάνιος ήταν αγαθός άνθρωπος. Μακριά όμως να μη τον θυμώσης. Τον εθύμωσες; φεύγα από κοντά του. Ίδιος βοριάς στις πρώτες του ημέρες γίνεται. Τρέχα να εμπής στο λιμνοστάσι γιατί φίδι που σ' έφαγε! Τόρα εθύμωσε με το πουλί.
— Αν δεν σου πιω το αίμα, να μη με ειπούν καπετάν Κρεμύδα· είπε σκάζοντας χάμω τον κόκκινο σκούφο του.
Άλλαξε αμέσως το καψούλι, έφτιασε την αβιζώτη και δίνοντας το τιμόνι στον γέροντα·
 — Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, είπε· ίσ' απάνου στ' άτιμο. Τήρα
καλά να μην το χάσης από τα μάτια σου!
 — Λέω καπετάνιε, να μαϊνάρουμε λίγα πανιά. Θα βγάλη αέρα ο
Νότος· εξανάειπε σιγά εκείνος.
 — Μωρέ δος του να παίρνη, γεροξεκουτιάρη! εφώναξε ο καπετάν
Κρεμύδας. Κυβέρνα καλά κι' απάνω του σου λέω!…
Ο Μπαρμπατρίμης μουρμουρίζοντας έκατσε στο τιμόνι κ' επήρε στα χέρι το δοιάκι. Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε. Οι σπηλιάδες έρχονταν συννώτερες και τα πανιά ένα με το άλλο άρχισαν να γεμίζουν, να γουβώνουν σαν μεγάλες αχιβάδες, τα ξάρτια και οι μακαράδες να τριζοβολούν. Ο γέρος έδινε τόρα τα προστάγματα γοργά· οι ναύτες έτρεχαν από σκότα σε σκότα· η γολέτα επηδούσε στα κύματα σαν γοργάλογο στον απλωτό κάμπο και η πλώρη της ελίχνιζε το νερό. Μα και καπετάνιος και ναύτες δεν είχαν τον νου στο ξύλο ούτε στον καιρό, παρά στην κουκουβάγια που δεν έπαυε να κλωθογυρίζη πετώντας πάντα ζερβόδεξα.
Στην αρχή έβλεπε καθένας παράξενη την επιμονή του καπετάνιου να τα βάλη μ' ένα πουλί. Έξω από τον Μπαρμπατρίμη, που είχε τις παλιές ιδέες, οι άλλοι είμαστε δίβουλοι. Μα σιγά ένας με τον άλλον, εξεχαστήκαμε ακολουθώντας το πέταγμά του. Πείσμα και πρόληψες επάλαιβαν τόρα και μας εδαιμόνιζαν. Ηθέλαμε να πιτύχη ο καπετάνιος τον σκοπό του. Εκαρδιοχτυπούσαμε μήπως πετάξη μακριά το πουλί και γλυτώση στον θαμπόν αιθέρα. Ναι· ή σ' εκείνον ή σ' εμάς έπρεπε να ξεσπάση η κακοσημαδιά. Αν το εσκότωνε εσωνόμαστε κ' εμείς και το καράβι και τα σπίτια μας. Τα σπίτια και οι συγγενείς και οι φίλοι μας. Γιατί ποιος ξεύρει αν ήταν για τον καπετάνιο η κουκουβάγια και όχι για κανένα άλλον. Αληθινά ήταν ο καραβοκύρης· αυτός ώριζε, αυτός στο σπίτι του άφησεν άρρωστο· μα ποιος ήταν βέβαιος; Ο καπετάνιος, νομίζεις, εμετάδωσε τη μανία του και ειμπορώ να ειπώ πως αν μας έβλεπες, θα επίστευες πως εφάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν είχε τα λογικά του.
— Να το, βάρ' του!… εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια και πόδια στον καπετάνιο.
Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο.
Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια. Δεν επετούσε τόσο μακριά να το χάνουν τα μάτια μας· αλλ' ούτε και κοντά να το φτάνη η τσάγκρα. Εφανερωνόταν δεξιά μας και η γολέττα έτρεχε βόλι απάνω του. Εκείνο επετούσε κατάμπροστα στην πλώρη, κρατώντας πάντα την ίδια απόστασι, σαν κακόγνωμο πνεύμα που έσερνε με αόρατα βρόχια το πλεούμενο. Έφτανεν έτσι κάτω στη Μήλο, είτε απάνω από τα Γερακούνια, είτε κατά την Ερημόμηλο. Τότε για να προφυλαχθή από τις δόλιες ξέρες επόδιζε η γολέτα. Μα ενώ λυσσασμένοι εβλαστημούσαμε που το εχάναμε, εκείνο εφαινόταν πίσω στο πίκι, να στυλώνη τα κρασάτα μάτια του κατά τον καπετάνιο με μίσος. Και μόλις εκείνος εξάμωνε το ντουφέκι, έρριχνε τη φωνή του βρυσιά και περιγέλασμα, κ' επετούσε κλωθογυρίζοντας εδώ κ' εκεί, μ' ένα πέταγμα τρεμουλιαστό και βαρύ και άταχτο σαν μεθυσμένο. Και η γολέτα, λέγεις πλέον μεθυσμένη, έτρεχε καταπάνω του με τα πανιά γεμάτα· ο καπετάνιος με την τσάγκρα στο χέρι· κ' εμείς όλοι με τα μαλλιά ορθά, τα μάτια γουρλωμένα, τα πρόσωπα κατακόκκινα, χερονομώντας και παραμιλώντας που αν μας έβλεπες, βέβαια θα επίστευες πως εφάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν ήταν στα λογικά του!…
Τόρα το φεγγάρι εψήλωνε ολοστρόγγυλο από το βουνό της Νάξου και το ζωντανό και ολόπυρο φως του ήλιου εδιαδέχθηκεν ένα φως ήμερο και γλυκό, που έδειχνε την πλάσι όλη κοιμισμένη σε όνερο. Τα μακρινά νησιά και περιγιάλια σκοτεινιασμένα, ενόμιζες πως έπλεκαν όγκοι πελώριοι στον θαμπόν αιθέρα κ' έδιναν να μαντεύης παρά να ξεχωρίζης τα σχήματά τους. Τα κοντινά η Κίμωλος και η Πόλυβος, η Μήλος και η ερημόμηλος και τα Γερακούνια εξεχώριζαν καθαρά τυλιγμένα σε ασπρογάλαζη ομίχλη, με τις σχισμάδες και τις σπηλιές τους σκοτεινόμαυρες, τ' ακρωτήρια και τις ραχούλες φωτεινώτερες, τις πλαγιές τους ήμερες, στρωτές, δίχως λάκκους και αγριαγκάθια, τις ρεματιές τους και τ' ακρογιάλια δίχως λιθάρια και χάλαρα. Όλα μέσα στο μαγικό φως λουσμένα είχαν μια πλάνα έκφρασι, σαν να ήσαν τα νησιά των Μακάρων. Το πουλί μας είχε ρίξει κάτω από την Ερημόμηλο κ' εβλέπαμε φώτα στο Κάστρο της Μήλου και άλλα κάτω στα Κρητικά να παιγνιδίζουν στο νερό σαν χρυσόφιδα και δυο φωτιές μεγάλες να χύνωνται ποτάμια πύρινα και να φτάνουν στο καράβι που έλεγες τόρα θ' ανάψη κ' εκείνο. Από το αντίθετο πλευρό εκατέβαινε του φεγγαριού η λαμπάδα κ' έγλειφε με γλώσσες αργυρές το κατραμαλειμμένο σκαφίδι, έπεφτε μέσα στο κατάστρωμα, στις σκουριασμένες αλυσίδες και τους ξανθούς μουσαμάδες, στους μπαμπάδες και τους μούρσους, στις γούμενες και τις αλτσάνες και τους σκαρμούς, ανέβαινε στα κατάρτια τα βαρυφορτωμένα με σίδερα και σχοινιά, έπεφτε στα πανιά, επερνούσε στις σταύρωσες, άλλα εφώτιζε και άλλα ίσκιωνε, που ενόμιζες το πλεούμενο κρίνον γιγάντιο στη θάλασσα φυτρωμένον.
Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε· εσφύριζε μέσα στ' άρμενα κ' έβγαζε χίλιων λογιών ήχους, από το άγριο ούρλιασμα κοπαδιού τσακαλιών και λύκων ως το γλυκοφωνότερο τραγούδι και το πεταχτό λάλημα φλογέρας. Ο Μπαρμπατρίμης συλλογισμένος αυτιαζόταν το σφύριγμα και την ώρα που ο καπετάνιος τον επλησίαζε του ξανάειπε ανήσυχος:
— Καπετάν Κρεμύδα, ο Νότος δυναμώνει· να μαϊνάρουμε, λέω, λίγα πανιά, γιατί θα μας τα φάη.
— Κάμε ό,τι θες· απάντησεν εκείνος.
Και αποκαμωμένος, καταϊδρωμένος, ακούμπησεν αγκομαχώντας στην κουπαστή και απαράτησε χάμω την τσάγκρα. Μα την ίδια στιγμή αντήχησε σπαραχτική σαν κινδύνου ανάκρασμα η φωνή της κουκουβάγιας απάνω από το κεφάλι του:
— Κουκουβάου!… κουκουβάου, βάου!…
Το αναθεματισμένο πουλί τόσην ώρα ήταν χωμένο στο ξάρτι κ' εμείς είδησι δεν είχαμε. Ευθύς ετινάχθηκεν ορθός, άδραξε την τσάγκρα και αγριοφώναξε:
— Στο τιμόνι, Μπαρμπατρίμη! στο τιμόνι κι' απάνω του!…
Αφήσαμε όλοι το πανιά κ' επήρε καθένας τη θέσι του. Ο Μπαρμπατρίμης εγύρισε τη γολέτα από την Ερημόμηλο κατά τα Γερακούνια. Ήταν επικίνδυνο το μέρος γιατί έχει ρέματα ορμητικά κ' εύκολα ημπορεί να σε ξεπέση. «Ερημόμηλο ξεπέσης Γερακούνια καταντάς», έλεγαν οι παλαιοί. Μα ο γέροντας είχε στιβαρό κ' επιδέξιο χέρι. Όταν εχούφτωνε το τιμόνι λαχτάρα το έπιανε. Είχε και μάτι δυνατό που ημπορούσε τριών ημερών πούλια να διακρίνη. Ώστε δεν είχαμε φόβο και αρχίσαμε πάλι τον τρελόν αγώνα.
Μα το πουλί το πλάνο δεν είχε σκοπό να πάψη το παιγνίδι του. Μαύρο σαν χούφτα χώμα, επετούσε στον ωχρόν αιθέρα αργά — αργά, λέγεις κ' εφρόντιζε να μη χαθή από τα μάτια μας και πότε εστριφογύριζε στη γολέτα, πότε εδιάβαινε σαΐτα ανάμεσ' από τα πανιά κ' εχώνευε στις στραλιέρες κ' εκαβαλίκευε τον τρίγκο κ' εδιάβαινε κάτω από τα κουρταλατσίνια κ' εκαθόταν στον έξω φλόκο· και άξαφνα με φωνές και φτεροκοπήματα επηδούσε πάλι μέσα, εκατέβαινε στο φλις, ερροβολούσε στη μπούμα· και αποκεί ρίχνοντας άλλη φωνή, εξανάρχιζε το παράδοξο κλωθογύρισμά του.
— Πίσω μου, διάολε!… έλεγε ο μαυροκαπετάνιος.
— Μωρέ το κεφάλι μου κόβω, πως δεν είνε πουλί αυτός ο πειρασμός· είπε μια στιγμή ο Μπαρμπατρίμης· πιάσε, λέω, την τσάγκρα με το ζερβί να μη στην πάρη… Δεν ακούς μια ώρα τόρα το σκυλί πώς γρινιάζει!
Αληθινά ο Πιστός ο σκύλος μας, πεσμένος στην πλώρη, συμμαζωμένος λέγεις κ' εφρόντιζε να γίνη όσο το δυνατόν ελάχιστος, με την ουρά κρυμμένη στα σκέλια, το κεφάλι ριγμένο απάνω στα μπροστινά του πόδια τ' αυτιά κρεμασμένα, ανοιγοσφαλούσε τα μάτια κ' εγρίνιαζε μη τολμώντας ν' αλυχτήση από την παρουσία κακού φαντάσματος. Μας έπιασε κ' εμάς τρομάρα και αρχίσαμε τα σταυροκοπήματα. Άλλος εφιλούσε το φυλαχτό του, άλλος έπαιρνε στην τσέπη κερί του Επιταφίου και άλλος εψιθύριζε θρησκευτικά τροπάρια. Ο καπετάνιος καθώς είδε το σκυλί εσταυροκοπήθηκε, έπιασε με το ζερβί του χέρι το σκαντάλι.
Τέλος ήρθε μια στιγμή που είπαμε πως ετελείωσαν τα βάσανα. Η κουκουβάγια κουρασμένη, φαίνεται, άρχισε ν' αργοπετά τόρα, να χαμηλώνη και άξαφνα εβρόντησε χάμου στο κατάστρωμα.
— Βάρ' της! εφωνάξαμε ομόφωνοι.
Μα ώστε να ξαμώση ο καπετάνιος, διάργυρος εχάθηκεν από εμπρός μας. Εκείνος άρχισε να μας βρίζη που δεν εμιλήσαμε σύγκαιρα. Μα την ίδια στιγμή βλέπω τον Μπαρμπατρίμη να παραιτή το δοιάκι και αρκουδίζοντας να τον πλησιάζη και με χερονομίες να δείχνη στο σχοινί της μεσανής στραλιέρας το πουλί.
— Βάρ' της!
Μπαμ! αντήχησε στον ήσυχον αιθέρα και καπνός με σκάγια και στουπιά έπεσε στα πανιά, σαν να τα έδερνεν αδρύ χαλάζι. Αλλά με την ντουφέκια ένας άλλος χτύπος συγκρατητός αντήχησεν, όπως όταν γκρεμίζεται δέντρο συγκλαδοκορμόρριζο κ' επέσαμε όλοι προύμυτα.
Ο διάβολος έκαμε τον σκοπό του! Μια στιγμή που απαράτησεν ο γέρος το τιμόνι, μας άρπαξε το ρέμα στα κλωθογυρίσματά του, μας έσπρωξε απάνω στα Γερακούνια και η δόλια γολέτα άνοιξε σαν καρύδι. Και από τη θαμπή ερημία του νησιού, ανέβηκε για τελευταία φορά, πλέον άγρια κ' αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας, κραυγή νικητήριος συφοράς και δακρύων:
— Κουκουβάου!… κουκουβάου — βάου!…
— Αχ, μ’ έχασες πειρασμέ!… εστέναξεν ο καπετάνιος τραβώντας τα μαλλιά του.
Μα ο Μπαρμπατρίμης έτρεξε χαρούμενος και του εβούλωσε το στόμα.
— Φτύσ' στον κόρφο σου και μη βαργομάς το θεό!… Να που ξεδιάλυνε η κακοσημαδιά· κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι σου!
Ο καπετάν Κρεμύδας εγύρισε και τον εκύταξε άφωνος. Ήρθεν ευθύς εμπρός του η θλιβερή εικόνα του σπιτιού με τη γυναίκα του κλιναρομένη να χαροπαλαίβη, να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά μάτια της και κάτω τα παιδιά να σέρνονται και να κλαίνε μόνα κ' έρημα. Και πέφτοντας με λυγμούς και δάκρυα στην αγκαλιά του Μπαρμπατρίμη·
— Ναι· είπε με φωνή μισοσβυσμένη, λέγεις και δεν ήθελε να την ακούση ο ίδιος. Δόξα νάχη ο Θεός! Κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι μου!…

Η ΓΟΡΓΟΝΑ

Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη νύχτα. Σπάνια νύχτα· πρώτη και τελευταία θαρρώ στη ζωή μου. Τι είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού επηγαίναμε; Πού αλλού από τον Πειραιά. Πράγματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο είκοσι φορείς. Μα εκείνη τη βραδιά αισθανόμουν τέτοιο πλάκωμα στην ψυχή που εκινδύνευα να λιποθυμήσω. Δεν ξεύρω τι μου έφταιγε· θέλεις η γαληνεμένη θάλασσα, θέλεις ο ξάστερος ουρανός, θέλεις το διαπεραστικό ηλιοπήρι· δεν ειμπορώ να ειπώ. Μα είχα τόσο βαρειά την ψυχή, εύρισκα τόσο σαχλοπλημμυρισμένη τη ζωή, που αν με άρπαζε κανείς να με ρίξη στο νερό δεν θα έλεγα «όχι!»
Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος. Τα χρυσοπόρφυρα συγνεφάκια που εσυντρόφευαν το κατέβασμα του εσκόρπισαν στον πλατύν ορίζοντα, εσκάλωσαν κάπου μαύρα σαν γιγάντιες καπνιές. Ο Αποσπερίτης έλαμψε κρυσταλλόχιονο μέσα στα σκούρα. Εφάνηκαν ψηλά οι αστερισμοί ένας κ' ένας. Τα νερά κάτω επήραν εκείνο το λευκοσκότεινο χρώμα το κρύο και λαχταριστό του ατσαλιού. Το ναυτόπουλο άναψε τα φανάρια στη θέσι τους· ο καπετάνιος εκατέβηκε να κοιμηθή· ο Μπούλμπερης έκατσε στο τιμόνι· ο Μπραχάμης ο σκύλος μας εκουλουριάσθηκε στη ρίζα του αργάτη ν' αναπαυθή κ' εκείνος. Εγώ ούτε ν' αναπαυθώ ημπορούσα. Ούτε ύπνο — ούτε ξύπνο. Εδοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τον τιμονιέρη· μα είχε τόσην ανοστιά που έσβυσεν ευθύς σαν φωτιά αναμμένη με χλωρόξυλα. Επήγα να παίξω με τον Μπραχάμη· αλλά κ εκείνος ετρύπωσεν ακόμη περισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και βαριεστισμένος εγρίνιασε σαν να μου έλεγε: — Άφησέ με και δεν έχω την όρεξί σου! Τότε βαριεστισμένος κ' εγώ επήγα κ' εξαπλώθηκα προύμητα καταμεσίς κ' έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου, θέλοντας να μη βλέπω τίποτα περίγυρα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγο — λίγο σχεδόν το εκατόρθωσα. Κάτι ελάχιστο σαν θαμπό καντηλάκι έβλεπα να ζη στο κέντρο της υπάρξεως μου και γύρω κρύα στάχτη να σκορπούνε τ' άκρα, να σμίγουν και να χωνεύουν μέσα στ' αναίσθητα σανίδια του καταστρώματος.
Πόσο έμεινα έτσι δεν ηξεύρω. Τι μαύρες ιδέες έκλωσα στο πνεύμα μου ή και αν έκλωσα καθόλου δεν θυμούμαι. Άξαφνα όμως άρχισα ν' ανατριχιάζω· κάποια μαγνητική ενέργεια να ερεθίζη τα νεύρα μου όπως η υγρασία ερεθίζει τα πουλιά στο φλυάρισμα. Κ' ευθύς πορφυρό κύμα εχύθη απάνω μου, έδραμε απ' όλους τους πόρους της σαρκός, επέρασε στα αισθητήρια κ' επλημμύρισε το εγώ μου ολάκερο. Επίστεψα πως εκολύμπουν στα αίματα. Και όπως ο κοιμάμενος σε σκοτεινό δωμάτιο, αυτόματα ξυπνά στο λαμπρόλευκο φως της ημέρας κ' εγώ αισθάνθηκα τη ζωή από άκρη σε άκρη να κουφοδρομή και άνοιξα τα μάτια μου. Τ' άνοιξα ή τα έκλεισα δεν θυμούμαι, θυμούμαι μόνον πως έμεινα ακίνητος, μαρμαρωμένος όπως οι αρχαίοι εμπρός στο κεφάλι της Μέδουσας, Πρώτη μου σκέψις ήταν πως εξύπνησα μέσα στον φάρυγγα κάποιου ψαριού, που γίγαντας ερρούφηξε το καράβι μας. Και όμως δεν ήτο φάρυγγας ψαριού. Ήταν ο ουρανός ψηλά και κάτω η θάλασσα. Μα όλα ψηλά και χαμηλά στρωμένα ήσαν με ρούχο κατακόκκινο, κυματιστό, που έβαφε με αβρό φεγγοβόλημα ως και το σωτρόπι της σκάφης μας. Κάπου στα πέρατα της γης πυρκαγιά ετίναζε τη λαμπάδα της ψηλά κ' έρριχνε φοβερούς αποκλαμούς περαδώθε, άπληστη να χάψη τα σύμπαντα. Μα πού το κάμα και πού η αθάλη της; Και τα δυο έλειπαν. Ο αέρας ήταν ίδιος όπως και πριν λίγο δροσερός, υγρός περισσότερο και τα ξύλα, τα σίδερα, τ' άρμενα του καραβιού δεν είχαν κανένα σημάδι.
Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε κ' ετύλιξε μέσα γαλαζόχρωμα τ' αστέρια και τέλος τα έκρυψε κάτω από το πυκνό μαγνάδι του. Και παραπάνω τόξο απλώθηκε λευκοκίτρινο κ' έχυσε μεσούρανα ποτάμια σκοτεινά και ποτάμια πράσινα, χρυσορρόδινα και γλαυκά, λέγεις και ήθελε να βάψη το στερέωμα. Και το τόξο κινητό σαν ανεμόδαρτο παραπέτασμα έσειε τα κρώσσα εμπρός, άπλωνε τις αραχνοΰφαντες δαντέλες του κ' επρόβαινε καταχτητής του αιθέρα, Όπως η πλημμύρα προβαίνει και σκεπάζει με αφρούς και γλώσσες την αμμουδιά. Τ' αέρινα ποτάμια έτρεχαν γοργά κ' εφούσκωναν κ' εκυλούσαν πάντα σκοτεινά είτε πράσινα, χρυσορρόδινα είτε γλαυκά κ' εσκόρπιζαν αντιφεγγίσματα παντού, σαν ηλεκτρικού προβολές χοντρές και αδαπάνητες. Η θάλασσα ακίνητη αντανακλούσε τα τόσα χρώματα κ' εφαίνονταν όλα εκστατικά εμπρός στη θαυμαστή σπατάλη του τόσου σέλαος. Μα περισσότερο εκστατικός ήμουν εγώ. Δεν ήξευρα τι να κάμω και τι να συλλογισθώ. Έφτασε, είπα, του κόσμου η συντέλεια. Τέτοια όμως συντέλεια ημπορούσε να ευχαριστήση τον καθένα. Ηλιογάβαλος η γη βούλεται να πεθάνη μέσα στα ροδοκύματα.
Άξαφνα όμως ανατρόμαξα. Κάτω βαθειά, μέσ' από το μενεξεδένιο σύγνεφο είδα να προβαίνη ίσκιος πελώριος. Η χοντρή κορμοστασιά, το πυργογύριστο κεφάλι του εφάνταζαν στο βάθος τ’ ουρανού σαν Αγιονόρος. Τα δυο του μάτια μεγάλα και λαμπρά, εγύριζαν φωτεινούς κύκλους την ίριδα κ' έβλεπαν υπερήφανα τον Κόσμο πριν τον λαχτίσουν στην ανυπαρξία. Νάτος! είπα ο θεόσταλτος άγγελος, ο χαλαστής και σωτήρας. Τον έβλεπα με μάτια ορθάνοιχτα και είχα σύγκρυο στην ψυχή. Από στιγμή σε στιγμή επρόσμενα σφυρί να πέση απάνω μου το φριχτό χτύπημα. Πάει τόρα η γη με τους καρπούς, πάει και η θάλασσα με τα ξύλα της! Ούτε τραγούδια πλέον, ούτε ταξείδια, ούτε φιλιά. Η μήτρα της γεννήσεως και της θανής θα πέση τέλος στης ανυπαρξίας το βάραθρο, χωρίς καθόλου να συγκινήση τους κόσμους.
Αλλά δεν άκουσα ακόμη το χτύπημα. Ο ίσκιος επρόβαινε στα νερά με άλματα πύρινα. Και όσο γρηγορώτερα επρόβαινε τόσο εμίκραινε η κορμοστασιά του. Και άξαφνα ο θεότρομος όγκος αγλαόμορφη κόρη εστάθηκεν αντίκρυ μου. Διαμαντοστόλιστο στέμμα εφορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά, γαλάζια χαίτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ' αμυγδαλωτά μάτια, χείλη της τα κοραλλένια έχυναν περίγυρα κάποια λάμψι αθανασίας και κάποια υπερηφάνεια βασιλική. Από τα γλαφυρά λαιμοτράχηλα εκατέβαινε κ' έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός κ' επρόβαλε στο αριστερό την ασπίδα κ' έπαλλε στο δεξί τη Μακεδονική σάρισσα.
Δεν είχα συνέρθη από την απορία και φωνή γλυκειά ήμερη και μαλακή, σαν το μονότονο ψιθύρισμα προαιώνιας βρύσης άκουσα να μου λέγη:
— Ναύτη — καλεναύτη. Ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος;
Ο βασιλιάς Αλέξανδρος! εψιθύρισα με περισσότερη απορία. Πώς είνε δυνατόν να ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Δεν ήξευρα τι ερώτησις ήταν εκείνη και τι να της αποκριθώ· όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε·
— Ναύτη — καλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος;
— Τόρα, κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφθώ τι κάνω. Τόρα βασιλιάς Αλέξαντρος! ούτε το χώμα του δεν βρίσκεται στη γη.
Ωιμέ! κακό που το έπαθα! Η αγλαόμορφη κόρη έγινεν ευθύς βδελυρό τέρας. Πελώρια εβγήκεν από το κύμα κ' έδειξε στέλεχος λεπιδοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξώμαλλα εσηκώθηκαν περαδώθε, έβγαλαν γλώσσα και κεντριά φαρμακερά κ' έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. Το θωρακωτό στήθος και το παρθενικό πρόσωπο άλλαξαν τη σύστασί τους αμέσως σαν να ήταν η Μονοβύζω του παραμυθιού, Στρίγγλα μαζί και Μέγαιρα. Τόρα εκαλογνώρισα με ποιον είχα να κάμω! Δεν ήταν όχι ο Χάρος της γης, ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα του Αλεξάντρου η αδερφή, που έκλεψε το αθάνατο νερό και γυρίζει ζωντανή και παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κ' αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνον για εκείνης τον ερχομό έχυσεν ο Πόλος άφθονο το σέλας του, να στρώση τον αιθέρα με της πορφύρας το χρώμα. Δεν ερωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα αλλά για την μνήμη του αφέντη της. Και τόρα στην άκριτή μου απόκρισι μανισμένη έρριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι στην κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κ' έδειξε άγριον Ωκεανό τον μαλακό Πόντο.
— Όχι. κυρά, ψέματα είπα· ψέματα!… ετρανοφώναξα με λυμένα τα γόνατα.
Εκείνη μ' εκύταξε αυστηρά, εστάθηκε κολοσσός εμπρός μου και με φωνή τρεμάμενη εξαναρώτησε:
— Ναύτη — καλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος ;
— Ζη και βασιλεύει· απάντησα ευθύς· ζη και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει.
Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σαν να εχύθηκε αθάνατο ρευστό η φωνή μου στις φλέβες της άλλαξεν αμέσως το τέρας κ' έλαμψε παρθένα πάλι αγλαόμορφη. Εσήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, εχαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα στον ολοπόρφυρον αέρα εχύθηκεν αύρα μυστική, τραγούδι πολεμικό, παιάνες νικητήριοι, λέγεις κ' εγύριζε τόρα η Μακεδόνικη φάλαγξ από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη.
Εσήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα τα αιθέρια ποτάμια, τα σκοτεινά και τα πράσινα, τα χρυσορρόδινα και τα γλαυκά να σμίγουν στο ζενίθ και να κάνουν Στέμμα γιγάντιο. Ήταν κάμωμα του καιρού ή μήπως συμβολική απόκρισις τ' ουρανού στο ερώτημα της αθάνατης; Ποιος ξεύρει. Μα σιγά — σιγά οι φωτεινές αχτίνες άρχισαν να ωχραίνουν, να συγχίζονται και τέλος να σβύνουν μια με την άλλη, λέγεις κ' έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο. Τόρα ούτε Στέμμα ούτε τόξο εφαινόταν πουθενά. Μόνον κάπου κάπου σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα στον ουρανό· και μέσα στην ψυχή μου έτσι ωχρή και συγχισμένη έμεινεν η λαμπρή πορφύρα της πατρίδας μου.
Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη νύχτα.
 Συνεχιζετε.....
Αυριο το Θ μερος

Comments

0 comments to "Καφεδακιου αναγνωσμα Νο 28:Λογια της πλωρης,Ανδρεα Καρκαβιτσα,μερος Η"

Δημοσίευση σχολίου

 

Copyright 2008 All Rights Reserved Revolution Two Church theme by Brian Gardner Converted into Blogger Template by Bloganol dot com